Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΣΚΑΣ


 Ενώ τα κρούσματα της επιδημίας αυξάνονται επικινδύνως και η κυβέρνηση προσπαθεί να επιδείξει ψυχραιμία, όπως και στα ελληνοτουρκικά,  προωθώντας σαν εικόνα της τον πρωθυπουργό γεμάτο αυτοπεποίθηση που ελέγχει την κατάσταση και  τους υπουργούς δραστήριους και αποφασιστικούς, ο δημόσιος λόγος περί της επιδημίας εξαντλείται στα μέτρα προστασίας από τον κορωνοϊό όπως εξαγγέλλεται η εφαρμογή τους από την κυβέρνηση. Το πώς αντιδρά η κυβέρνηση σε αυτήν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τις ευθύνες της, καθώς  οι ενέργειες της φαίνεται πως περιορίζονται στην επιβολή της χρήσης μάσκας  και στην καταστολή  κάθε παραβίασης εντολών σχετικά με  τη συμπεριφορά εν καιρώ πανδημίας.
          Η μάσκα, που μέχρι πρόσφατα φαινόταν σαν ένα ακραίο μέτρο και υπήρχε τέτοια αβεβαιότητα σχετικά με την αποτελεσματικότητά της στις συστάσεις από την κυβέρνηση και αλλού, καταλήγει να γίνει ένα πολύ ορατό σύμβολο ατομικής ευθύνης και συλλογικής αποφασιστικότητας για επίτευξη ελέγχου της εξάπλωσης της επιδημίας στην κοινότητα, παρόλο που η αποτελεσματικότητά της μπορεί να  είναι  περιορισμένη όταν δεν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις και δεν συνοδεύεται με άλλα προληπτικά μέτρα.  Και μοιάζει και ειρωνικό σ’ όλη η Ευρώπη να επιβάλλεται σε δημόσιους χώρους η χρήση μάσκας,  όταν για χρόνια γινόταν προσπάθεια μέσω δικαστικών αποφάσεων να θεωρηθεί έκνομη η κάλυψη προσώπου και θεσπίζονταν νόμιμοι περιορισμοί στη χρήση ενδυμάτων που καλύπτουν τμήματα του προσώπου συνδέοντάς τα με ζητήματα ασφάλειας και ταυτοποίησης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των ΔτΑ τον Ιούλιο 2014 έκρινε θεμιτή την απαγόρευση κάλυψης του προσώπου, νομιμοποιώντας αποφάσεις χωρών, όπως Βέλγιο και Γαλλία,  που απαγόρευαν σε  μουσουλμάνες γυναίκες να φορούν σε δημόσιο χώρο μπούρκα ή νικάμπ, ενώ στα 2018 στη Γαλλία ψηφίστηκε ειδικός νόμος που θεωρεί αξιόποινη πράξη την ηθελημένη κάλυψη προσώπου των συμμετεχόντων σε διαδήλωση.
           Όπως τα ρούχα εκτελούν πολλές διαφορετικές λειτουργίες το ίδιο ισχύει και για  τις μάσκες προσώπου.  Μεγάλη είναι  η ποικιλία των μασκών και διαφορετικές οι λειτουργίες που επιτελούν: Μάσκες για το κρύο, την άμμο, τον άνεμο, μάσκες κατάδυσης, μάσκες στρατιωτικών και αστυνομικών σωμάτων, μάσκες αθλημάτων, μάσκες χειρουργικές, μάσκες για προστασία από ασθένειες κλπ.  Οι μάσκες μπορεί να προστατεύουν, να αποτρέπουν την ταυτοποίηση, να αποκρύπτουν ή να αλλοιώνουν την ταυτότητα κάποιου. Μπορεί  λοιπόν να μην είναι μόνο η επιστημονική διαφωνία σε θέματα ελέγχου των λοιμώξεων ο μόνος παράγοντας που μπορεί να καθορίζει επιλογές σχετικά με τις μάσκες, εφόσον η δημόσια κάλυψη προσώπου  θα έχει πάντα περισσότερα από ένα αποτελέσματα. Και ίσως γι’ αυτό ενώ οι άνθρωποι συνηθίζουν να φορούν μάσκες προσώπου, στη συγκεκριμένη συγκυρία της πανδημίας  η χρήση της υπήρξε πηγή έντασης  για ορισμένους και αρκετοί τις σύνδεσαν με  θεωρίες συνωμοσίας. Η  απροθυμία μάλιστα πολλών για  χρήση μάσκας δεν είναι δύσκολο να ερμηνευθεί και ψυχολογικά. Ενώ η επιβολή χρήσης μάσκας στηρίζεται σε αυξανόμενες ενδείξεις ότι μπορεί να μειώσει την εξάπλωση της COVID-19, επειδή όμως η μάσκα είναι συγχρόνως και μια οπτική αναπαράσταση αυτής της απειλής κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν πιο φοβισμένοι και θέλοντας να πιστέψουν πως η επιδημία δεν θα τους επηρεάσει γίνονται απρόθυμοι να την φορέσουν.  
Αν και οι μάσκες από μόνες τους δεν θα σταματήσουν εντελώς την εξάπλωση του ιού, η επικοινωνιακή πολιτική που υιοθετείται από την κυβέρνησή μας, και όχι μόνο, μοιάζει να προωθεί τη χρήση τους σχεδόν σαν το μοναδικό πιο αποτελεσματικό τρόπο για να περιοριστεί η μετάδοσή του θεωρώντας τη μάσκα ως έμβλημα του δημόσιου πνεύματος και της πειθαρχίας για το καλό της κοινότητας.  Και δεν θα ήταν υπερβολή  να θεωρηθεί ότι οι κυρώσεις για παράβαση κανονισμών στη χρήση μάσκας, όπως πριν από μήνες στη διάρκεια της καραντίνας,  μοιάζει να είναι  σχεδόν η μόνη απάντηση των αστικών κυβερνήσεων στο ζήτημα της πολιτικής δημόσιας υγείας, καθώς ενθαρρύνει τους ανθρώπους να αναλάβουν ατομική ευθύνη για τη δική τους υγεία. Και είναι ένα ακόμα παράδοξο με τη μάσκα, πως παραμένει το μόνο όπλο μας, όπως και τον 19ο αι., για τον περιορισμό μεταδοτικών νόσων, σε μια εποχή που για κάθε πρόβλημα πιστεύουμε αυτόματα πως η τεχνολογία και η επιστήμη μπορεί να δώσουν λύσεις.
Περνώντας ο χρόνος, τα έκτακτα μέτρα για την καταπολέμηση της πανδημίας διεισδύουν στην καθημερινή ζωή  και αποτελούν μέρος της ρουτίνας. Η μάσκα τείνει να γίνει ένα φυσικό και αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής μας σκευής και οι  άνθρωποι που δεν φορούν μάσκα στοχοποιούνται και  καταλήγουν να απολογούνται και να γίνονται αποδέκτες κριτικής και αντιπαράθεσης. Κατηγορούνται μάλιστα σαν αίτιοι της διασποράς της νόσου εξ αιτίας της ανευθυνότητάς τους που  ενεργοποιεί τον κοινωνικό αυτοματισμό σε μια διαδικασία παρόμοια μ’ εκείνη των πρώτων χρόνων της οικονομικής όταν  αλληλοκατηγορούνταν διάφορες ομάδες εργαζομένων σαν αίτιοι για την οικονομική κατάρρευση.
         Και η κατάληξη είναι, σχεδόν έξι μήνες μετά την εμφάνιση του κορωνοϊού, η μάσκα προσώπου να γίνεται πολιτικό ζήτημα. Και δεν είναι επειδή ένα τμήμα του πληθυσμού ανακάλυψε  στη χρήση της επίθεση κατά της ατομικής ελευθερίας, όσο γιατί  φαίνεται πως, μετά το οριζόντιο κλείδωμα την άνοιξη, αμφισβητείται η επάρκεια της κυβέρνησης που οι ενέργειές της περιορίζονται στην υποχρεωτικότητα της μάσκας και την εφαρμογή αστυνομικών μέτρων σε κάθε παράβαση. Η εστίαση μάλιστα σ’ αυτήν και την ατομική ευθύνη αποσπά το βλέμμα από την κατάσταση του συστήματος υγείας, τις σχέσεις των επιτροπών υγείας με την κυβερνητική εξουσία ή και την ενσωμάτωση της αστυνομικής καταστολής στην καθημερινότητα των ανθρώπων.
           Στις αρχές της πανδημίας, οι ίδιες οι ιατρικές αρχές αποτέλεσαν πηγή σύγχυσης σχετικά με τις μάσκες αφού αποθάρρυναν τη χρήση τους. Αργότερα, η αιτιολογία της διφορούμενης στάσης τους που αποδόθηκε  στην έλλειψη εμπεριστατωμένης έρευνας  έπεισε λιγότερο από όσο αν ομολογούνταν η ανάγκη εξασφάλισης μάσκας για τους εργαζόμενους στην υγειονομική περίθαλψη, την εποχή που υπήρχε έλλειψη. Η ρωγμή που ανοίγεται στην αξιοπιστία επιστημόνων υπονομεύει την εμπιστοσύνη προς αυτές. Ίσως θα μπορούσε να αποφευχθεί αυτό αν οι επιστήμονες ήταν πιο ξεκάθαροι στην εξήγηση των αποδεικτικών στοιχείων, ή ακόμα και στην έλλειψη αυτών, που καθοδηγούν στις αποφάσεις τους και  δεν συσκότιζαν τις σχέσεις τους με την κυρίαρχη εξουσία.
          Καθώς ο κόσμος συνεχίζει να αντιμετωπίζει την πανδημία του κορανοϊού, οι αξιόπιστες πληροφορίες από ειδικούς στη δημόσια υγεία θα συνεχίσουν να είναι αναγκαίες. Εάν ένας αξιωματούχος δημόσιας υγείας χάσει την αξιοπιστία του, η ανάκτηση της μπορεί να είναι αδύνατη. Η αποδοχή πολιτικών αποφάσεων από επιστήμονες όταν δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να τις υποστηρίζουν υπονομεύουν την αξιοπιστία τους. 
Ενδεικτικό παράδειγμα για τη σύγχυση των δημόσιων μηνυμάτων που προέρχονται τόσο από αξιωματούχους δημόσιας υγείας όοο και από την κυβέρνηση είναι η συνέντευξη τύπου για το άνοιγμα των σχολείων της υπουργού Παιδείας Ν. Κεραμέως. Και ενώ η ίδια η υπουργός  επαναλάμβανε για τα μέτρα που παίρνονται, πάντα μετά από εισήγηση των ειδικών,  για το ασφαλές άνοιγμά τους, στην ουσία αυτά τα περιόριζε στο μοναδικό ένα, τη χρήση μάσκας …αν εξαιρέσουμε βέβαια και τη χρήση ατομικού παγουριού ευγενική χορηγία κοινωφελούς Ιδρύματος Α. Λασκαρίδη. Η χρήση μάλιστα μάσκας αποκτά μαγικές ιδιότητες που καθιστά περιττή την απαιτούμενη  διατήρηση απόστασης ανάμεσα σε μαθητές, αφού σύμφωνα με την παιδίατρο λοιμωξιολόγο Παπαευαγγέλου  ο αριθμός μαθητών στην αίθουσα δεν έχει τις ίδιες συνέπειες με τον αριθμό πελατών σε ένα μαγαζί αφού θεωρεί το σχολείο μια κλειστή ομάδα που ζει μαζί. Κι έτσι ...επιστημονικά δικαιολογείται η πολιτική της κυβέρνησης και στο χώρο της παιδείας.

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΕΛΠΙΔΕΣ


Σε ενημέρωση των πολιτικών συντακτών ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στ. Πέτσας εφαρμόζοντας την επικοινωνιακή γραμμή της κυβέρνησης, που βγάζει από το κάδρο των συντελεστών της αύξησης των κρουσμάτων κορωνοϊού το ασυντόνιστο και εν πολλοίς ανεξέλεγκτο άνοιγμα  των συνόρων στον τουρισμό, επανέλαβε πως για την αύξηση ευθύνεται όχι ο τουρισμός «αλλά η χαλαρότητα που επικράτησε στο εσωτερικό», χρεώνοντάς  την εξ ολοκλήρου στον εφησυχασμό της ατομικής ευθύνης. Και αφού δεν μπορεί πια ο κυβερνητικός λόγος να θριαμβολογεί για συνεχιζόμενη επιτυχημένη διαχείριση της επιδημίας, όπως στον καιρό της καραντίνας, αρκείται σε ερμηνεία κατά το δοκούν των αριθμητικών στοιχείων, ώστε να μην διαψεύδουν αυτόν τον ισχυρισμό. Έτσι  τονίζεται πως μόνο το 0,21% των επισκεπτών βρέθηκαν θετικοί στον ιό ή πως η επιδημιολογική εικόνα της Ελλάδας παραμένει καλύτερη από τις περισσότερες άλλες χώρες σύμφωνα με τα γραφήματα που περιλαμβάνουν και την περίοδο της καραντίνας.  
           Συγχρόνως η επιδείνωση, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών στο πρώτο εξάμηνο το έτους αποδίδεται κυρίως στην ραγδαία μείωση των εσόδων από τον τουρισμό που κλονίζει την οικονομία με ακόμα περισσότερο  βάθεμα της ύφεσης λόγω της υγειονομικής κρίσης. Είναι που στην  Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής θέσης της, του κλίματος και της γεωφυσικής διαμόρφωσης, ο τουρισμός έχει μεταβληθεί στον πιο δυναμικό τομέα της οικονομίας, όπου έχουμε μια τεράστια συσσώρευση κεφαλαίου, μια επέκταση των τουριστικών δραστηριοτήτων  μέχρι το τελευταίο χωριό της χώρας, μια διείσδυση των εμπορευματικών σχέσεων παντού. Η επέκταση λοιπόν του τουρισμού με τις  παροχές υπηρεσιών παντός είδους έχει τεράστιες επιδράσεις στη συνολική εργασιακή απασχόληση. Ο αριθμός των εργαζομένων στα τουριστικά και παρατουριστικά επαγγέλματα μόνο κατά προσέγγιση μπορεί να υπολογιστεί  λόγω της υψηλής εποχικότητας όσο και της αδήλωτης εργασίας με το εξοντωτικό όριο και την ανασφάλεια κλπ. Το πλήγμα λοιπόν που δέχτηκε η τουριστική οικονομία  από την πανδημία έχει σημαντικές επιπτώσεις στο εμπόριο υπηρεσιών και  στην απασχόληση και φυσικά συνολικά στην οικονομία.
         Επειδή λοιπόν η κυβέρνηση  είδε στον τουρισμό ένα σημαντικό μέσο που θα επέτρεπε τις  εταιρείες  να συνεχίζουν να  αποκομίζουν  κέρδη και στους εργαζόμενους να αισιοδοξούν για την επιβίωσή τους, με την αύξηση της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας, και ευελπιστώντας στον επικοινωνιακό χειρισμό αυτής της αισιοδοξίας προτίμησε να παραβλέψει μέτρα για ασφαλή τουρισμό. Η υποχώρησή της πριν δυο μήνες στις απειλές της εταιρείας ταξιδίων  TUI για ακύρωση ταξιδιών στην Ελλάδα σε περίπτωση 36ωρης καραντίνας σε νεοαφιχθέντες είναι ενδεικτική του τρόπου που σχεδιάστηκε το άνοιγμα στον τουρισμό.  Μόνο που τελικά η  θεαματική έναρξη της τουριστικής σεζόν από τον ίδιο τον πρωθυπουργό στη Σαντορίνη, όπου στο σκηνικό που στήθηκε ομογενοποιήθηκαν θέαμα και πολιτική για να χειραγωγήσουν αποτελεσματικότερα, κατέληξε σε λιγότερο από δυο μήνες στους τίτλους τέλους με κάθε ανακοίνωση αύξησης των κρουσμάτων.
        Παγκοσμίως φαίνεται πως η ανθεκτικότητα του τουριστικού συστήματος σε σχέση με την κρίση που προκάλεσε η πανδημία είναι προβληματική και πολλά στοιχεία δείχνουν πως ο αντίκτυπος από αυτήν θα είναι άνευ προηγουμένου. Η κατάρρευση, που σχετίζεται με τον κορωναϊό, του παγκόσμιου τουρισμού ο οποίος αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 10% της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής σύμφωνα με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ταξιδιών και Τουρισμού, μπορεί κάλλιστα να πυροδοτήσει το επόμενο στάδιο αυτής της κρίσης. Κι έτσι να μετατοπιστούμε από μια  κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία σε μια κατάσταση εκτεταμένης οικονομικής εξαθλίωσης.
Ένα εξάμηνο από την κρίση υγείας που προκλήθηκε από την πανδημία πυροδοτείται γρήγορα μια οικονομική κρίση της οποίας οι  συνέπειες είναι θέμα ελάχιστου χρόνου να βιωθούν σε όλη τους την έκταση.  Η πραγματικότητα είναι πως δεν έχουμε εργαλεία του 21ου αιώνα για την καταπολέμηση της COVID-19. Δεν υπάρχει εμβόλιο ή θεραπεία. Το μόνο που έχουμε είναι οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για τον έλεγχο των επιδημιών στις αρχές του 20ού αιώνα, που τείνουν να είναι οικονομικά καταστροφικές σ’ ένα οικονομικό περιβάλλον του 21ου αι. Μ’ ένα ταχέως αναπτυσσόμενο και κινητό παγκόσμιο πληθυσμό, με τάσεις αστικοποίησης και συγκέντρωση ανθρώπων, με βιομηχανική παραγωγή τροφίμων σε παγκόσμιες αλυσίδες, με ανάπτυξη παγκόσμιων δικτύων μεταφορών όλα δρουν ως φορείς στην εξάπλωση παθογόνων νόσων.
 Η κρίση της COVID-19 επιδεινώνει όλα τα προβλήματα της οικονομίας που μια δεκαετία τώρα με την εφαρμογή της πολιτικής που επέβαλλαν τα μνημόνια  όλες οι κυβερνήσεις μας της τελευταίας δεκαετίας ήθελαν να μας πείσουν πως είχαν λύσει. Το μόνο τελικά που επιτεύχθηκε ήταν μια αέναη λιτότητα, αφού στον καπιταλισμό το κόστος των οικονομικών κρίσεων πληρώνουν οι εργαζόμενοι και γι’ αυτό επιδιώχτηκε από την κυρίαρχη εξουσία με νομοθετήματα και καταστολή η επιδείνωση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων.  Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να διαβρωθούν όλοι οι δημόσιοι οργανισμοί, που θα μπορούσαν να συντελέσουν στην καλύτερη διαχείριση υγειονομικών κρίσεων,  όπως η πανδημία του κορωνοϊού. Επομένως τόσο ο φόβος για ολιγωρία εκ μέρους της κυρίαρχης εξουσίας στη μέριμνα για την υγεία, όσο και η καχυποψία  για  επιχειρήσεις διάσωσης που  θα επιτρέψουν, όπως και στην οικονομική κρίση, μόνο στις  καπιταλιστικές εταιρείες να αποκομίσουν ακόμα υψηλότερα κέρδη χωρίς οικονομική ανάκαμψη που ν’ αφορά τους εργαζομένους δεν είναι αβάσιμοι.

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΦΥΣΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ


Σε λιγότερο από μια εβδομάδα, όπως συμβαίνει συνήθως,  οι καταστροφικές πλημμύρες στην Εύβοια με οκτώ νεκρούς, ελάχιστα απασχολεί την επικαιρότητα, καθώς η νέα έξαρση της πανδημίας, με τις συνέπειές της, μαζί με τις  εντάσεις στο Αιγαίο, με το ερευνητικό πλοίο της Τουρκίας που πλέει πότε σε ελληνική πότε σε Κυπριακή ΑΟΖ να αυξομειώνονται ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, δημιουργούν απειλητικό κλίμα για το μέλλον.
        Και  σε όλα αυτά τα ζητήματα επικαιρότητας των τελευταίων ημερών, είτε τα θεωρήσουμε σαν επακόλουθο μιας μεγάλης ανικανότητας, όπως την πλημμύρα  στην Εύβοια, είτε σαν συνέπεια μιας  καλυμμένης αδιαφορίας για το ανθρώπινο κόστος σε σύγκριση με την οικονομική κερδοφορία, όπως την πανδημία, είτε σαν τμήμα μιας ιμπεριαλιστικής επιχείρησης, όπως τα τεκταινόμενα στο Αιγαίο, τα αποτελέσματα τελικά είναι ίδια: περισσότερα βάσανα  για όλους μας που ήδη για μια δεκαετία έχουμε αντιμετωπίσει μια επιδεινούμενη οικονομική κατάσταση και ένα όλο και πιο αδιέξοδο πολιτικό περιβάλλον. Κι αν οι καταστροφές στην Εύβοια αφορούν περιορισμένες πληθυσμιακά κοινότητες, δεν σημαίνει πως δεν είναι ενδεικτικές για τις προτεραιότητες και τον τρόπο που λειτουργεί ο κρατικός μηχανισμός στον καπιταλισμό, που τον αναγνωρίζουμε σε κάθε δυσμενή κατάσταση και   σε κάθε καταστροφή, ανθρωπογενή ή φυσική.
        Ο κατάλογος των ελλείψεων στον τρόπο αντιμετώπισης της πλημμύρας από την κυβέρνηση μας δίνει σχεδόν και τη λίστα με τις υποχρεώσεις της που δεν εκπληρώθηκαν. Από την ελλιπή ενημέρωση των κατοίκων, με τις σχεδόν παιδαριώδεις δικαιολογίες για την μη ενεργοποίηση του περίφημου τηλεφωνικού αριθμού 112, μέχρι την αποτελεσματικότητα στις καθοδηγήσεις των επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης. Και δεν είναι βέβαια μόνο κάποια κακή λήψη αποφάσεων, αλλά και η προσπάθεια απόκρυψης της αδυναμίας της κυβέρνησης να ανταποκριθεί στην καταστροφή, με τη συνεπικουρία των ΜΜΕ, είτε αποδίδοντας ευθύνες στην Μετεωρολογική Υπηρεσία είτε υπερβάλλοντας στην έκταση και ένταση του φαινομένου. Είναι που επειδή  πάντα εστιάζεται η προσοχή σε αυτό που έκανε ή δεν έκανε το κράτος, ο ρόλος του σε περιόδους κρίσης έχει καταστεί σχεδόν ακρογωνιαίος λίθος για τον καθορισμό της νομιμότητας του. Γι’  αυτό σε καιρούς αστικής δημοκρατίας οι πολιτικοί επιδιώκουν να νομιμοποιήσουν το ρόλο τους υποσχόμενοι προστασία σε εκλογείς τους. Η σκέψη  λοιπόν του υφυπουργού Πολιτικής Προστασίας Ν. Χαρδαλιά  «είναι στους ανθρώπους που δεν τα κατάφεραν», ενώ ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης διαβεβαιώνει μετά τα συλλυπητήρια και την οδύνη του στις οικογένειες των θυμάτων πως «Η πολιτεία θα είναι δίπλα τους». Αντίστοιχη συμπεριφορά και δράση εκ μέρους της κυβέρνησης διαπιστώνεται και στο θέμα του κορωνοϊού
      Γενικά πάντως, είναι αλήθεια πως η οικονομική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με επιστημονικές και τεχνολογικές καινοτομίες, προφυλάσσει όλο και περισσότερο την ανθρωπότητα από τις αντιξοότητες της φύσης. Μόνο που τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο ακούμε για το αυξανόμενο κόστος των φυσικών καταστροφών και τις θετικές προοπτικές για την αντιμετώπισή τους, αναλόγως του βαθμού που θα επιτραπεί στις δυνάμεις της αγοράς να λειτουργήσουν και σ’ αυτόν τον χώρο. Και θεωρείται πως  μόνο κάτω απ’ αυτό το πρίσμα μπορεί να αναπτυχθεί ένα φάσμα επιλογών για την πρόβλεψη, την πρόληψη και την αντιστάθμιση του κόστους αυτών των φυσικών κινδύνων. Και αν σε μεγάλες καταστροφές θεωρούνται οι κρατικές υπηρεσίες πρωταρχικός παράγοντας για τον μετριασμό των συνεπειών τους, συγχρόνως όμως τροφοδοτούν πιέσεις από ομάδες συμφερόντων για ένα ολοένα μεγαλύτερο μερίδιο  από την πίτα μέτρων ανακούφισης και αποκατάστασης, που μπορεί να  βοηθήσει στη βελτίωση των οικονομικών επιδόσεών τους, αυξάνοντας και  την προοπτική διαφθοράς.
       Φυσικά φαινόμενα, όπως πλημμύρες ή σεισμοί  αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του πλανήτη που για τον αντίκτυπό τους στις ανθρώπινες κοινωνίες πολλοί παράγοντες είναι υπεύθυνοι. Όλη η ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού περιλαμβάνει έναν αγώνα διαφυγής από τις εκδηλώσεις διαφόρων ιδιοτήτων της φύσης: ασθένεια, λιμός, πλημμύρες, ξηρασίες, θερμότητα, κρύο, καταιγίδες, σεισμοί κλπ. Με βελτιωμένες γεωργικές τεχνικές η ανθρωπότητα μπόρεσε να περιορίσει σε σημαντικό βαθμό την αέναη απειλή της ξηρασίας και του λιμού, όπως και  η βελτιωμένη κατανόηση της υγείας και της υγιεινής έχει περιορίσει την απειλή επιδημιών που ήταν οι χειρότεροι δολοφόνοι  των ανθρώπων. Εάν εξακολουθούμε να είμαστε ευάλωτοι  σε πείνα και επιδημίες, σε σεισμούς και πλημμύρες  αυτό οφείλεται περισσότερο στο είδος των πολιτικών που ακολουθούν οι κοινωνίες, και όχι σε κάθε περίεργο φυσικό κίνδυνο. Γι’ αυτό, όταν  δεν είναι η κερδοφορία ο επιδιωκόμενος στόχος, όπως σε σοσιαλιστικές κοινωνίες,  οι δράσεις και οι ενέργειες που κατευθύνονται στο μετριασμό  των συνεπειών από τις φυσικές καταστροφές είναι πιο αποτελεσματικές για το σύνολο του πληθυσμού και όχι μόνο για τμήμα του.
  Σίγουρα όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, τόσο χαμηλότερη είναι η απειλή από τους φυσικούς κινδύνους. Κι’ αν η  αντίληψη της απειλής συνεχίζει να κυριαρχεί στις συζητήσεις για τις φυσικές καταστροφές, είναι γιατί  το μέγεθος  των αποτελεσμάτων που προκαλούν είναι κοινωνικά καθορισμένο. Οι καταστροφές φαίνεται να προκαλούν τις περισσότερες ζημιές στους ήδη φτωχούς και σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι φτωχοί άνθρωποι ζουν σε πιο επικίνδυνες περιοχές και σε πιο δυσμενείς συνθήκες,  σε κτίρια με άθλια δόμηση, ενώ οι φυσικές καταστροφές επιδεινώνουν  αυτή την ανισότητα. Στις ταξικές κοινωνίες και τα αποτελέσματα από τις φυσικές καταστροφές είναι ταξικά,  πάντα δυσμενέστερα για τις υποτελείς τάξεις.
      Και καθώς   είναι αυξανόμενη  η τάση να βασίζεται η αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών και άλλων μορφών μεγάλης κλίμακας καταστροφών στον ιδιωτικό τομέα χωρίς κανέναν έλεγχο, αυξάνονται και οι αμφιβολίες για την υψηλή προτεραιότητα που μπορεί να δίνεται στα πραγματικά θύματα των μεγάλων καταστροφών, ιδιαίτερα στην περίπτωση που δεν εξασφαλίζεται η κερδοφορία. Το αόρατο χέρι της αγοράς, σε τελική ανάλυση, αποδεικνύεται ελάχιστα ικανό να αντιμετωπίσει τέτοιες ορατές καταστροφές.
      Συνεπώς, ακόμα κι αν το φυσικό μέρος της καταστροφής επηρεάζει τόσο τους πλούσιους όσο και τους φτωχούς, η διαδικασία ανακούφισής τους όμως δεν είναι ίδια. Σε μια κοινωνία διαιρεμένη σε τάξεις οι κυρίαρχες τάξεις μπορούν να πληρώσουν για ιδιωτικές υπηρεσίες, ιατρικές και ανοικοδόμησης, ενώ οι υποτελείς τάξεις θα πρέπει να αρκούνται περισσότερο σε λόγια παρηγοριάς και ψίχουλα φιλανθρωπίας.