Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

ΤΟ ΟΧΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ


Κι αν η ΕΡΤ, κατά τον εορτασμό της επετείου του «ΟΧΙ» δίνει μικρόφωνο στον Η .  Κασιδιάρη, εκπρόσωπο Τύπου του κόμματος της Χρυσής Αυγής  που έχει κατηγορηθεί ως εγκληματική οργάνωση από τον Άρειο Πάγο,  για να υμνήσει το Μεταξά, συμβάλλοντας κι αυτή στην νομιμοποίηση του  φασιστικού  λόγου  με τις εθνικιστικές κορώνες και το ρατσιστικό δηλητήριο, το  κύριο άρθρο του Κ. Καραγιώργη στο Ριζοσπάστη,  ανήμερα της επετείου του ΟΧΙ ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, μοιάζει να τους απαντά από το παρελθόν.
«ΤΟ  “ΟΧΙ”  ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
Σ΄ένα λαϊκό παραμύθι ένα βασιλόπουλο βρέθηκε παρασυρμένο μέσα σ’ ένα φράχτη. Κι ο φράχτης ήταν ψηλός και τα σκυλιά άφριζαν και ούρλιαζαν τριγύρω του. Έπεσε όμως σε ύπνο βαθύ και ξύπνησε ύστερα από χρόνια. Κι όταν ξύπνησε, ο φράχτης ήταν πάλι ψηλός και απαίσιος. Και τα σκυλιά άφριζαν και ούρλιαζαν ακόμα πιο λυσσασμένα…
               Αυτές τις μέρες ο ελληνικός λαός είναι σαν το βασιλόπουλο του παραμυθιού του. Σα να είχε αποκοιμηθεί μέσα στον απαίσιο φράχτη της 4ης Αυγούστου και της λογικής συνέχειας της κατοχής. Σα να έσβησαν από τη ζωή του τα τελευταία  χρόνια, τα γεμάτα από θυσία και αίμα, από αγώνα και δόξα. Και σαν να ξύπνησε  προχθές, χθες και σήμερα και ξαναβρέθηκε πάλι μέσα στο φράχτη, κάτω από τα ουρλιαχτά των σκυλιών.  Η επίσημη Ελλάδα  γιορτάζει την 28η Οκτωβρίου! Τη γιορτάζει στα 1945 ή συνεχίζεται ο βραχνάς; Η αστυνομία –ή ίδια της 4ης Αυγούστου και της κατοχής- διέταξε τον υποχρεωτικό σημαιοστολισμό. Στήνονται οι ίδιες αψίδες. Λάμπουν φωτεινές επιγραφές του “ΟΧΙ” όπου ένα μεσαίο τεράστιο “Χ” κι ένα στέμμα  από πάνω του δίνουν το σήμα κατατεθέν του επισήμου γιορτασμού. Ο “Άγνωστος στρατιώτης” δέσμιος της υποκρισίας και της δημοκοπίας βεβηλώνεται από στεφάνια δοσιλογικά και προδοτικά. Διάφοροι «πανηγυρικοί» ρήτορες της δεκάρας γελοιοποιούν με κούφιον αέρα τη μεγάλη μέρα. Τα «προσκοπάκια» με λάβαρα και πίφερα –όπως άλλοτε η ΕΟΝ- και οι εθνοφύλακες παρελαύνουν πέρα δώθε. Οι χίτες ουρλιάζουν “Σόφια-Μόσχα!”, μέσα στο Ιστορικό Στάδιο. Το Στάδιο που κράτησε χθες, έξω από μια γωνιά, όπου οδήγησαν με διαταγές τους φαντάρους και τους προσκόπους, άσπιλη τη λευκότητα των άδειων κερκίδων του.
               Είνε αυτός ο γιορτασμός της μεγάλης μέρας, της ξακουστής 28ης Οκτωβρίου, που ο ελληνικός λαός σαν ηλεκτρισμένος παρουσίασε τη μεγαλύτερη  έξαρση της ιστορίας του; Είνε αυτός ο γιορτασμός της μεγάλης μέρας που είναι πριν απ’ όλα ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΗ;
               Η 28η Οκτωβρίου είναι βαθειά ριζωμένη μέσα στην ψυχή του λαού. Κάτω από τη μπότα του Γερμανού ο λαός τη γιόρτασε με πείσμα και με αίμα, αψηφώντας τανκς και πολυβόλα. Και σήμερα ο λαός θα τη γιορτάσει όπου μπορεί και όπως μπορεί. Αλλά τη γιορτάζει, τη μεγάλη αυτή αντιφασιστική και δημοκρατική μέρα, μακρυά από τον «επίσημο γιορτασμό», δηλαδή μακρυά από τους βέβηλους φασίστες, μακρυά από την ξαναζωντανεμένη, μέσα στο μεταδεκεμβριανό αίσχος 4η Αυγούστου. “Από την σημερινήν εορτήν θα λείπουν ευρισκόμενοι εις τα φυλακάς ή άλλως παρηγκωνισμένοι, όσοι κυρίως ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ να συμμετάσχουν. Αφ’ ετέρου θα παρίστανται πολλοί, οι οποίοι θα έπρεπε να ευρίσκωνται εις τας φυλακάς. Και η δικτατορία θα παραμένη ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ”.-τονίζει ένας τιμημένος ανώτατος αξιωματικός, ο στρατηγός Αλέξανδρος Οθωναίος. Και υπάρχει μια ανυπέρβλητη  σε αναισχυντία αλλά και ειλικρίνεια φράση που θα μπορούσε δικαιωματικά να μπει με μεγάλα φωτεινά γράμματα κάτω από το Λυκαβητό, έξω από το Παλάτι του κ. Δαμασκηνού Παπανδρέου, μπρος στο Γενικό Επιτελείο, σν αληθινό σύμβολο του επίσημου γιορτασμού του μεταδεκεμβριανού κράτους. Είνε η φράση που μέσα στη δίκη του Λάμπου και του θηριοτροφείου της Ειδικής ούρλιαξε έξαλλος ο συνήγορός των κ. Ευστράτιος Κουλουμβάκης προς τον δυστυχισμένο πατέρα ενός κρεουργημένου νέου 19 χρονών “Η ΜΕΓΙΣΤΗ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΥΓΝΩΜΟΝΕΙ ΒΑΘΕΩΣ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ, ΤΑ ΤΑΓΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗΝ ΔΙΑ ΤΑ ΜΠΛΟΚΑ ΚΑΙ ΤΑΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ!”. Η φράση πέρασε στα πρακτικά της δίκης και θα μείνει στους αιώνες των αιώνων.
               Ο “επίσημος γιορτασμός” ανήκει στους φασίστες. Αλλά η 28η Οκτωβρίου ανήκει στο λαό. Γιατί ο λαός την έκανε εναντίον του φασισμού, ιταλικού και ελληνικού. Όταν ήχησαν δαιμονισμένα οι σειρήνες εκείνη την ιστορική νύχτα δύο κατηγορίες Ελλήνων έτρεξαν προς διαφορετική κατεύθυνση. Η μια κατηγορία, η μεγάλη, η καθαρή, η αληθινά ηρωική ξεκίνησε για το μέτωπο. Ήταν γυμνή, πεινασμένη, ανοργάνωτη στρατιωτικά, αλλά ξεκίνησε με τραγούδια και με τραγούδια άρχισε  και συνέχισε τον άνισο πόλεμο. Η άλλη κατηγορία, μικρή, μετρημένη στα δάχτυλα, έτρεξε να βολευτεί στα καταφύγια της «Γκραν Μπρετάνιας». Από τα καταφύγια αυτά έκαναν τον πόλεμο, βασιλιάδες και δικτάτορες. Γενικά Επιτελεία και αρχιστράτηγοι, οι Παπαδημαίοι και Νικολούδηδες και μαζί τους τα θρεμένα λαδοπόντικα της Επιμελητείας. Η πρώτη κατηγορία ήταν ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ που βροντοφώναξε το μυριόστομο ιστορικό “ΟΧΙ”, συγκλόνισε την οικουμένη. Η δεύτερη κατηγορία, οι κιοτήδες και οι κλέφτες, άρπαξε το «ΟΧΙ» για να το βεβηλώσει και για να το στρίψει μ’ αυτό σαν κεφάλαιο δημαγωγίας σε 2-3 μέρες στο σίγουρο Κάιρο.
               Πώς μπορούσε να πει το “ΟΧΙ” ο κρονόληρος Μεταξάς, που η ψυχή του ήταν ποτισμένη με πρωσσισμό, με βαθειά ριζωμένη γερμανοφιλία; Που είχε χίλιους δεσμούς με το χιτλερισμό, που είχε παραδώσει όλα τα στρατιωτικά μυστικά σε Γερμανούς αξιωματικούς, που είχε ανοίξει τη χώρα  διάπλατα στους πράκτορες του Γκαίμπελς; Και που στην πραγματικότητα είχε  μεταβάλει όλο το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ΣΕ ΙΔΕΩΔΗ ΠΕΜΠΤΗ ΦΑΛΑΓΓΑ, στρατιωτική, πολιτική, διπλωματική, ιδεολογική, ηθική;  
               Αλλά πώς θα μπορούσε να πει ο Μεταξάς το “όχι” έστω και στο Μουσολίνι; Ο πρεσβευτής  της Ιταλίας Γκράτσι γράφεις στα απομνημονεύματά του: “Ο Μεταξάς αγαπούσε την Ιταλίαν, όπου είχε περάσει τα έτη της εξορίας τους, την οποίαν υπέστη δια την πίστιν του εις την δυναστείαν του Γκλύξμπουργκ. Ως ιδρυτής του ελληνικού ολοκληρωτικού (φασιστικού) συστήματος, το οποίον μετά του Βασιλέως είχεν εγκαινίασει την 4ην Αυγούστου 1936 εις την Ελλάδα, ο Μεταξάς ήτο φυσικό να κλίνη προς καθεστώτα των οποίων το ιδικόν του ήτο μια απλή μίμησις”. Αυτή η ΜΙΜΗΣΙΣ του Ιταλικού Φάτσιου που ήταν η 4η Αυγούστου ΕΙΧΕ ΕΓΚΡΙΝΕΙ προτήτερα την κατάληψη της Αλβανίας από το Μουσολίνι. Ο Γκράτσι τηλεγραφούσε τότε στην κυβέρνησή του στις 3 Μαΐου 1933 (ραδιογράφημα υπ’ αριθμόν 2085/468) “Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ αντέδρασε εις την παρ’ ημών κατάληψιν της Αλβανίας κατά τρόπον ΕΧΘΡΙΚΟΝ, παρ΄όλον ότι η στάσις των αρχών ΚΑΙ ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (Γκλύξμπουργκ –Μεταξά) ήτο όχι ΜΌΝΟΝ ΑΨΟΓΟΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΦΙΛΙΚΗ!” Αυτός ο Μεταξάς και Γκλύξμπουργκ μπορούσαν να πουν όχι; Αυτοί έκαναν ό,τι τους περνούσε από το χέρι για να παραδώσουν δεμένο χειροπόδαρα τον ελληνικό λαό στον ξένο φασισμό, όπως τον είχαν  παραδώσει και στον εγχώριο. Αυτοί  δεν άφησαν να ζυγώσει στο στρατό σχεδόν κανένας δημοκρατικός αξιωματικός ΟΥΤΕ ΟΤΑΝ ΑΡΧΙΣΕ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Αυτοί παράδωσαν το στρατό σε κλασσικά ανίκανους αξιωματικούς (αποκορύφωμα ο τενεκεδένιος “αρχιστράτηγος” Παπάγος) ή σε πεμπτοφαλαγγίτες σωματάρχες (Τσολάκογλου, Μπάκος κλπ. Κλπ). Αυτοί είχαν αφήσει  (μέσα σε ατμόσφαιρα διεθνούς πολεμικού οργασμού, που η επικειμένη ιταλική επίθεση έκανε “μπού”) το στρατό γυμνό  από ιματισμό, κουβέρτες (για πρώτη φορά ελληνικός στρατός βάδιζε στο μέτωπο με ιδιωτικές κουβέρτες), χωρίς καμμιά οργάνωση επιμελητείας. Και ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ, χωρίς όπλα, χωρίς πυροβολικό, χωρίς μεταφορικά μέσα, χωρίς ούτε ένα σχεδόν αεροπλάνο παρά την περιβόητη  ληστρική ερανολογία για την αεροπορία, σε εσωτερικό και εξωτερικό.
               Αν έμενε η  υπόθεση στο Γεώργιο και στο Μεταξά, στους φασίστες αξιωματικούς και στα επιτελεία τους, στην ανύπαρκτη προπαρασκευή και στο γελοίο εξοπλισμό του στρατού, αλλά και στην ΠΛΗΡΗ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ, η υπόθεση  θα τελείωνε σε ελάχιστες μέρες. Θα γινόταν αυτό που είχε πει ο Μεταξάς, θα έπεφταν μερικές ντουφεκιές “για την τιμή των όπλων”. Κι οι ήρωες των καταφυγίων της “Γκραν Μπρετάνιας” θα έφευγαν, μαζί με τις λίρες του κρατικού θησαυρού για έξω.
               Αλλά η υπόθεση πέρασε στον ίδιο το λαό. Πέρασε στους φαντάρους. Πέρασε στους έφεδρους  αξιωματικούς και στους διοικητές των μικρών μονάδων “που εχρησιμοποίησαν αριστοτεχνικά την ορμή του Έλληνα στρατιώτη”, μας λέει ο στρατηγός Ν. Γρηγοριάδης. Πέρασε στις γυναίκες της Πίνδου, που με τη “ζαλίγκα” της ράχης τους  αντικατέστησαν τα ανύπαρκτα μεταφορικά μέσα. Πέρασε ΣΕ ΟΛΟ  το λαό των μετόπισθεν που συντόνισε τις προσπάθειες του και τις συγκέντρωσε σε μια κοινή προσπάθεια για την Πατρίδα και το ΄Εθνος.
               Έτσι αντί για μερικές ντουφεκιές έγινε σωστός πόλεμος. Έγινε κάτι πολύ περισσότερο. ΕΓΙΝΕ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΩΝ ΑΛΒΑΝΙΚΩΝ ΒΟΥΝΩΝ.
               Το Έπος της Αλβανίας θα ήταν αδύνατοι και ακατανόητο αν ο ελληνικός λαός δεν ήταν βαθύτατα δημοκρατικός, αθεράπευτα εχθρός του φασισμού. Η 4η Αυγούστου, παρά την τετραετία της ως τότε, είχε ναυαγήσει κυριολεκτικά στην προσπάθειά της  να διαφθείρει φασιστικά την ψυχή  του λαού, έστω και της νεολαίας, παρά την τεράστια πραγματικά προσπάθεια. Τις πρώτες μέρες του πολέμου το ίδιο το καθεστώς είχε αναγκασθεί (για λίγες μέρες!) να χρησιμοποιήσει αντιφασιστικά συνθήματα. Και αν υπάρχει πολιτικό και πολεμικό σύνθημα, που με γρηγοράδα αστραπής απλώθηκε απάνω στη χώρα και στο μέτωπο, ήταν ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ που κήρυξε ο φυλακισμένος Αρχηγός των κομμουνιστών μέσα από το κελλί της φυλακής. Όχι το Ιησουίτικο “ΟΧΙ” του πεμπτοφαλαγγίτη Μεταξά, αλλά το στεντόρειο “ΟΧΙ” του Ζαχαριάδη ήταν αυτό που ενσάρκωσε και ζωντάνεψε την παλλαϊκή θέληση του ελληνικού έθνους. Και μέσα στο “ΟΧΙ” του φυλακισμένου Ζαχαριάδη βρίσκονται οι ρίζες του κατοπινού αγώνα του έθνους στα χρόνια της σκλαβιάς, στα βουνά και στις πόλεις, στο Ελ Αλαμέιν και στην αεροπορία, στον πολεμικό και στον εμπορικό στόλο. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΕΙΝΕ ΜΙΑ ΚΑΙ  ΑΔΙΑΙΡΕΤΗ. Αρχίζει στις 28 Οκτωβρίου 1940  συνεχίσθηκε αδιάκοπη στα χρόνια της κατοχής στο εσωτερικό και εξωτερικό, πέρασε σε άλλη φάση το Δεκέμβρη του 44 και δεν έκλεισε ακόμα τον ιστορικό της κύκλο…
               Η 28η Οκτωβρίου είνε μια μεγάλη μέρα. Η αληθινή της σημασία βρίσκεται ολότελα έξω από το βούρκο των σημερινών  επίσημων “εορταστών” της. Και η επίδραση της πάνω στα πεπρωμένα του ελληνικού  έθνους είνε τεράστια. Γιατί μέσα στο λουτρό του εθνικού συναγερμού της άρχισε να βαφτίζεται η ΠΑΛΛΑΪΚΗ αντιφασιστική συνείδηση του ελληνικού έθνους. Η 28η ήταν μια μεγαλειώδης αρχή. Η πραγματοποίηση της αληθινά ανεξάρτητης Λαϊκής Δημοκρατίας θα είνε η ολοκλήρωσή της».
                                                                Ριζοσπάστης, Κυριακή 28 του Οκτώβρη 1945

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Η ΣΚΑΚΙΕΡΑ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ


Η παρέλαση αξιωματούχων από ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ στη FYROM μπορεί να μην έφερε το επιδιωκόμενο απ’ αυτούς αποτέλεσμα στο προ ημερών δημοψήφισμα, όμως οι παντός είδους πιέσεις και προκλήσεις από τους ίδιους αξιωματούχους  σε βουλευτές της FYROM στην ψηφοφορία της βουλής για αποδοχή της συμφωνίας των Πρεσπών απέδωσαν. Βρέθηκαν οι δυσεύρετοι οκτώ βουλευτές για να ανοίξει ο δρόμος για την έναρξη της συνταγματικής αναθεώρησης. Άλλωστε πάντα αποδίδουν τα τεχνάσματα του διαίρει και βασίλευε, όταν διεξάγονται μέσω ευρύτερων πολιτικών και οικονομικών σχέσεων.
               Κι εμείς, έχοντας βουλιάξει στο τέλμα της ονοματολογίας, θέλουμε να το αποσυνδέουμε από  τις ευρύτερες πολιτικές στο Βαλκανικό χώρο και τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Έτσι, σ’ όλη αυτή την διαδικασία, παραβλέπουμε –ή κι άλλοι χλευάζουν για εθνικιστική τη θέση του ΚΚΕ που συνδέει τη συμφωνία των Πρεσπών με τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, γιατί «είναι αυτοί που δημιουργούν τις εστίες πολέμου και τις εντάσεις»,-  τις  πρωτοβουλίες των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιβάλουν την κυριαρχία τους  στην περιοχή. Γι’ αυτό κι επιδιώκουν τη δημιουργία μιας άμεσης σύνδεσης όχι μόνο της FYROM, αλλά και  όλων των χωρών που προέκυψαν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας με τους μεγάλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.
Περίπου ένα τέταρτο του αιώνα από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η περιοχή των Βαλκανίων συνεχίζει να υφίσταται τις συνέπειές της. Μικρά και φτωχά κράτη που προέκυψαν από τη διάλυσή της, στα οποία η διαφθορά είναι ανεξέλεγκτη και στα οποία οι έλεγχοι και οι ισορροπίες είναι στοιχειώδεις, προσφέρουν κάθε είδους ευκαιρίες για απόκτηση επιρροής σε  ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσία καθώς μπορεί ακόμα και να  αγοράζουν συμμάχους και πελάτες από τις εγχώριες ελίτ. ΗΠΑ και ΕΕ εφαρμόζουν μια στρατηγική που εκμεταλλεύεται τις συχνά αφελείς φιλοδοξίες των βαλκανικών χωρών όσον αφορά την ένταξή τους  στην ΕΕ και την προσδοκώμενη οικονομική  τους άνοδο.
Ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών στη διάλυση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας συχνά παραβλέπεται και  από αυτούς που επικρίνουν την παρέμβαση της Ουάσιγκτον στις εσωτερικές υποθέσεις ανεξάρτητων και κυρίαρχων χωρών. Με την ύστερη γνώση που αποκτήσαμε, έγινε φανερό πως στην  πρώην Γιουγκοσλαβία καθορίστηκε το πρότυπο για τη  μελλοντική αμερικανική παρέμβαση στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Λιβύη και τη Συρία. Η Κροατία, η Βοσνία και το Κοσσυφοπέδιο, αποτελούν την αφετηρία για την ιδέα της ανθρωπιστικής επέμβασης της Δύσης, η οποία στην πραγματικότητα αποτέλεσε το  πρόσχημα για τη διαφύλαξη και την ενίσχυση της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ, επικουρούμενης από την ΕΕ. Για τις ΗΠΑ, η συνεισφορά τους  στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας όχι μόνο θα δημιουργούσε κράτη-πελάτες για τις ΗΠΑ, αλλά στην καλύτερη περίπτωση θα κρατούσε τη Ρωσία έξω από τα Βαλκάνια ή, στην χειρότερη περίπτωση, θα περιόριζε τη ρωσική επιρροή στην περιοχή με την οποία  ιστορικά η Ρωσία έχει στενές σχέσεις.
Και επειδή η επιστροφή της Ρωσίας στη διεθνή σκηνή στέφεται από επιτυχίες της εξωτερικής της πολιτικής στην Κριμαία και στη Συρία, όσο αυξάνεται το ενδιαφέρον για τη γεωστρατηγική σημασία των Βαλκανίων για τη ρωσική εθνική ασφάλεια, τόσο και οι ΗΠΑ επιταχύνουν τις διαδικασίες για την ενεργό συμμετοχή της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Ενώ η πΓΔΜ είναι ανεξάρτητη εδώ και 27 χρόνια, είναι όμως μια πολύ εύθραυστη χώρα και αυτό οφείλεται και στην ανήσυχη Αλβανική κοινότητα της, η οποία αποτελεί το ένα τέταρτο του πληθυσμού της. Από τότε που οι ΗΠΑ βομβάρδιζαν τη Σερβία για την υποστήριξη του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου, με δεσμούς με το οργανωμένο έγκλημα, η Ουάσιγκτον καλλιέργησε μια εξαιρετικά ισχυρή σχέση με τους Αλβανούς στα Βαλκάνια - στην Αλβανία, το Κοσσυφοπέδιο και την πΓΔΜ,- που σε μεγάλο βαθμό στην ένθερμη στήριξή τους πατά η αμερικανική υπεροχή στην περιοχή. Στο Κοσσυφοπέδιο  είναι που έχει στηθεί μια από τις μεγαλύτερες αμερικανικές βάσεις στο εξωτερικό, το στρατόπεδο Bondsteel.
 Μοιάζει αυτή μια αμοιβαία επωφελής σχέση, γι’ αυτό  και η απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία και η ετεροβαρής, όπως κρίνεται από πολλούς, υπέρ των Αλβανών  της FYROM συμφωνία της Οχρίδας το 2001, μετά τις ένοπλες συγκρούσεις που προκάλεσε ο UCK, επιβλήθηκαν από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Με τις ΗΠΑ να παίζουν το αλβανικό χαρτί στη FYROM η χώρα θα μπορούσε να σταματήσει να υπάρχει ή θα μπορούσε να μειωθεί σημαντικά, ανάλογα με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς.
Από κοντά και η Ελλάδα επιδιώκει να συμμετέχει στο γεωστρατηγικό σχεδιασμό στην περιοχή, αλλά και να επεκτείνει τη συμμετοχή της σε πρωτοβουλίες στον τομέα της οικονομίας και σ’ αυτόν που σχετίζεται  και με τους νέους ενεργειακούς δρόμους. Κι έτσι η αστική τάξη της χώρας φιλοδοξεί ν’ αυξήσει τη δύναμή της ως τοπικός εταίρος των μεγάλων δυτικών κυβερνήσεων, να εξελιχθεί σε μια περιφερειακή  δύναμη στην περιοχή. Π. Καμμένος και Ν. Κοτζιάς κονταροχτυπιούνται  για την πρωτοκαθεδρία στον τομέα εξυπηρέτησης των συμφερόντων των μεγάλων μας συμμάχων, με το Ν. Κοτζιά να ισχυρίζεται πως αποσύρεται προς το παρόν, προσπαθώντας να μη φθαρεί, με την ελπίδα της μελλοντικής του αξιοποίησης.   
Στα Βαλκάνια με τις μειονότητες, τη φτώχεια και τη διαφθορά μπορεί πολιτικές, ιστορικές, εθνοτικές, οικονομικές αντιπαλότητες να  πυροδοτούνται κατά τακτά χρονικά διαστήματα, να  δίνουν ευκαιρίες για να στραφούν, αναλόγως των συμφερόντων τους,  ο ένας εναντίον του άλλου οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις παρασύροντας ακόμα και σε λουτρό αίματος τους λαούς της περιοχής.  
Στη FYROM  εμφανίζεται και πάλι η αποφασιστικότητα των ΗΠΑ για να παραμείνουν κυρίαρχες στα Βαλκάνια. Οι επεμβάσεις τους όμως κάθε φορά είναι θανατηφόρες  για την ασφάλεια και την ειρήνη σ’ αυτήν την ιστορικά ασταθή περιοχή.  
Μόνο που ό,τι συμβαίνει στα Βαλκάνια υπάρχει πάντα κίνδυνος να μη περιοριστεί μόνο στα Βαλκάνια

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΣΥΝΤΡΙΒΗΣ


Τα δημοσιεύματα για την προ ημερών επίσκεψη του Γερμανού προέδρου Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ στην Αθήνα εστίασαν στην παραδοχή του προέδρου για την ανάληψη της ηθικής ευθύνης εκ μέρους των Γερμανών για τις πράξεις του ναζιστικού παρελθόντος τους, ζητώντας  κι αυτός συγγνώμη για τις φρικαλεότητες των Γερμανών κατακτητών στην χώρα  μας, μετά την επίσκεψή του στο Χαϊδάρι.
     Δεν είναι ο πρώτος ηγέτης που ζητά συγγνώμη για  παρελθοντικές πράξεις του κράτους που εκπροσωπεί ούτε και η πρώτη φορά που Γερμανός ηγέτης απολογείται για τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Γερμανοί στο β παγκόσμιο πόλεμο. Τις τελευταίες δεκαετίες με αυξανόμενη  συχνότητα κυβερνήσεις ζητούν συγγνώμη για ιστορικές αδικίες –ακόμα και ο Μπίλ Κλιντον αναγνώρισε τα λάθη της αμερικανικής πολιτικής στην Ελλάδα στην επίσκεψή του στην Αθήνα το 1999.
       Σε γενικές γραμμές μια συγγνώμη είναι μια λεκτική πράξη που αποσκοπεί στην προώθηση της συμφιλίωσης μεταξύ των δύο μερών. Αντιπροσωπεύει μια  επίσημη προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων που προκαλούνται από το πλήγμα που δέχτηκε το μέρος που αδικήθηκε,  στοχεύοντας στο σημερινό αλλά και  μελλοντικό ακροατήριο. Με την αναγνώριση της αδικίας η πολιτική ηγεσία αυτών που διέπραξαν την αδικία αναγνωρίζει τον πόνο των θυμάτων και τα βάσανά τους.  Η αποδοχή της αδικίας μοιάζει να απαλλάσσει από την ευθύνη της αδικίας αυτούς που τη διέπραξαν, διαβεβαιώνοντας τα θύματα τους ότι η σημερινή πολιτική ηγεσία υποστηρίζει ηθικές αρχές που δεν παραβιάζονται και δεσμεύεται να υποστηρίζει ένα νόμιμο και δίκαιο κοινωνικό σύστημα.
       Συγχρόνως όμως η κυβερνητική συγγνώμη για τις ιστορικές αδικίες εμπεριέχει και την επιδοκιμασία για το σημερινό σύστημα της χώρας, γιατί η αναγνώριση ενός ιστορικού λάθους στην τελική τονίζει τη δικαιοσύνη του παρόντος πολιτικού συστήματος. Και μ’ αυτόν τον τρόπο, καταδικάζοντας τις άδικες πράξεις του παρελθόντος  διαχωρίζεται το παρόν πολιτικό σύστημα από εκείνο που επέβαλλε την αδικία, επιδεικνύοντας και τη δέσμευσή του στη δικαιοσύνη και ανθρωπισμό. Από τη μια λοιπόν  η Δυτική Γερμανία με τον Αντενάουερ συνειδητοποίησε πως για να γίνει  ένα παραγωγικό και ευημερούν κράτος, πρέπει να σφυρηλατήσει στενές σχέσεις με παλιούς εχθρούς, από την άλλη η Ανατολική Γερμανία είδε τον εαυτό της να αντιπροσωπεύει μια διαφορετική Γερμανία, ένα αντιφασιστικό κράτος, εκκαθαρισμένο από τους Ναζί.
        Βέβαια, οι κυβερνητικές συγγνώμες είναι κάθε φορά  πολιτική απόφαση, ακόμα και στο κλασικό παράδειγμα της Γερμανίας που αναφέρεται συχνά ως πρότυπο. Διαδοχικές γερμανικές κυβερνήσεις ζήτησαν συγνώμη και προσέφεραν εκτεταμένες αποζημιώσεις σε εβραϊκά θύματα, αλλά προσέφεραν σχετικά λίγα ή καθόλου στους ομοφυλόφιλους, κομμουνιστές ή στους Τσιγγάνους, τους οποίους  επίσης είχαν στόχο οι Ναζί να εξαλείψουν. Οι σύμμαχοι πίεσαν τους Γερμανούς να βοηθήσουν τον εβραϊκό λαό, αλλά φαινόταν να μην ενδιαφέρονται για άλλες ομάδες. Πέρα λοιπόν από την όποια ηθική διάσταση της απολογητικής στάσης της Δ. Γερμανίας μετά τον β παγκόσμιο πόλεμο, ήταν οι ρεαλιστικοί υπολογισμοί κυρίως που καθόρισαν για το τι έπρεπε να κάνει για να γίνει πάλι σεβαστό κράτος. Εξάλλου έτσι ανταποκρινόταν στη πίεση του ΝΑΤΟ και του  ισχυρού εβραϊκού λόμπι στης ΗΠΑ.
         Κι αυτές οι πολιτικές σκοπιμότητες  που δεν απουσίαζαν από τις διάφορες εκφράσεις μετάνοιας των γερμανών εμφανίστηκαν ξεκάθαρα  όταν Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι, αν και προβάλλονταν ως  αντιπολεμικά κόμματα, συναίνεσαν στην πρώτη, από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στρατιωτική επίθεση της Γερμανίας στη Γιουγκοσλαβία, με τη  δικαιολογία πως έπρεπε να αποφευχθεί η γενοκτονία και η εθνοκάθαρση. Μέχρι τότε η Γερμανία διαβεβαίωνε πως κατευθυντήρια αρχή της εξωτερικής της πολιτικής ήταν να μη ξανασυμμετάσχει σε πόλεμο. Στην συγκεκριμένη περίπτωση της παρέμβασής της η ευθύνη της για το ολοκαύτωμα χρησιμοποιήθηκε με μια ιδιαίτερη ερμηνεία,  για να την δικαιολογήσει. Να διασώσει τους πληθυσμούς της Γιουγκοσλαβίας από μια επανάληψη ενός ολοκαυτώματος από τους Σέρβους.
       Η μετάνοια και  η συντριβή για το ναζιστικό παρελθόν έχουν χρησιμοποιηθεί ως κινητήρια δύναμη  πίσω από τις πολιτικές του γερμανικού κράτους, είτε πρόκειται  για ιδιαίτερης συμβολικής σημασίας δημόσιες πράξεις όπως  η γονυκλισία του Καγκελαρίου Βίλι Μπραντ στο μνημείο του γκέτο της Βαρσοβίας είτε για συμμετοχή σε βομβαρδισμούς  στη Γιουγκοσλαβία, στην  πρώτη απροκάλυπτη στρατιωτική επίθεση της Γερμανίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και δεν είναι βέβαια σύμπτωση πως μετά το 2000 άρχισε να καλλιεργείται μια διαφορετική διάθεση απέναντι  στους δράστες  και στα θύματα του ναζισμού. Η επικέντρωση στις συμμαχικές βομβιστικές επιθέσεις στις γερμανικές πόλεις μοιάζει μάλλον να γίνεται από πολιτική σκοπιμότητα και λιγότερο από ιστορική  αμεροληψία, ώστε  η αντίληψη πως οι γερμανοί είναι κι αυτοί θύματα να γίνεται ισχυρότερη, ενώ αναζητούνται σε δράσεις αντιστασιακές οι αιτίες των φρικαλεοτήτων που διέπραξαν. 
      Δυτικά κράτη επιλέγουν να υιοθετήσουν πολιτικές που περιλαμβάνουν συγγνώμες για τη δουλεία, εκφράσεις λύπης για την αποικιοκρατία, συντριβή για τις γενοκτονίες  σε μια προσπάθεια διόρθωσης της ιστορίας, που μοιάζει να βοηθά στην αποδοχή της σύγχρονης πολιτικής.  Γιατί η ηθική δικαίωση των θυμάτων δεν ακυρώνει τα οφέλη που αποκομίζουν οι επόμενες γενιές στον κόσμο που κληρονόμησαν απ’ αυτούς που διέπραξαν τα εγκλήματα. Μοιάζουν όλα αυτά κενές χειρονομίες, απλά τεχνάσματα, αφού σπάνια συνοδεύονται από ριζικές αποκαταστάσεις και αποζημιώσεις.
Οι κρατικές εκφράσεις συγγνώμης πάνω απ’ όλα αναφέρονται σε ιστορίες του παρελθόντος, κυρίως τι συνέβη κι ελάχιστα γιατί συνέβη. Κι ίσως είναι μια καλή ευκαιρία να λειτουργήσουν αυτές οι εκφράσεις λύπης ως ένας τρόπος για τους πληθυσμούς να αμφισβητήσουν το ειδυλλιακό παρελθόν του έθνους τους. Το πρόβλημα όμως είναι πως πάλι όλες αυτές οι συγγνώμες αναπαράγουν το ίδιο πρόβλημα, δίνουν πάλι βήμα έκφρασης στην κυρίαρχη εξουσία, η οποία ερμηνεύει ιστορίες και γεγονότα έτσι που να τη δικαιώνουν για τις παροντικές της επιλογές.
Και μοιάζει μια συγγνώμη να μπορεί να γίνεται μέσον χειραγώγησης, αφού κυρίως χρησιμοποιείται για να μειώσει την απειλή για το σύστημα διαχωρίζοντάς το ρητά από εκείνο που  διέπραξε την αδικία, επειδή νόμοι, αξίες και πεποιθήσεις  θεωρούνται διαφορετικές απ’ αυτές που είναι σήμερα. Κι έτσι να διαιωνίζονται οι ίδιες πολιτικές. Γιατί  αν οι  ναζιστικές ή αποικιοκρατικές φρικαλεότητες μοιάζουν διαφορετικές από τις σημερινές στη Β. Αφρική ή στη Μ. Ανατολή είναι μόνο λόγω απόστασης και συγκάλυψης.

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

ΕΚΤΟΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑΣ;


Κι αν αυτό  που έχει γίνει φανερώνει το πραγματικό του μέγεθος, τη σημασία του και μπορεί να κατανοηθεί αν το δούμε μέσα σ’ ένα σύνολο καταστάσεων, στο οποίο παίρνει κάποια θέση ή χάνεται, αν και όχι  ποτέ εντελώς, τότε αυτή η συγκίνηση από τις αναμνήσεις συγκεκριμένων γεγονότων, μετά από 65 τόσα χρόνια, ποια σημασία  άραγε μπορεί να έχει; Η ανάμνηση ατομικών περιστατικών συγκροτούν μιαν εικόνα του πολιτικού κλίματος μιας εποχής ή μόνο κάποια  άποψη για τις προσδοκίες και τις ανησυχίες που καθόριζαν τις πράξεις;
Μετά από 65 τόσα χρόνια, μια  τουριστικής μορφής επίσκεψη σε μέρη τιμωρίας και βασανισμού, που η αλλαγή χρήσης τους δεν εξαφάνισε το παρελθόν τους, ανέσυρε αναμνήσεις της εφιαλτικής εποχής μετά την ήττα της επανάστασης στην Ελλάδα.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί και τυπική, για εκείνη την εποχή, η περίπτωση του πατέρα πολυμελούς οικογένειας που καταδικάζεται σε θάνατο από στρατοδικείο του ελληνικού βασιλείου την εποχή του εμφυλίου, αφού υποστήριζε τους κομμουνιστές. Και ούτε το γεγονός πως βρέθηκαν ψευδομάρτυρες να υποστηρίξουν ψευδείς κατηγορίες αποτελούσε εξαίρεση εκείνα τα χρόνια των  λυσσαλέων συγκρούσεων, που οξύνθηκαν οι  αντιθέσεις,  όπου τα γεγονότα επέβαλλαν με άτεγκτη σκληρότητα σε όλους να πάρουν θέση  και δοκιμάστηκαν πεποιθήσεις και αξίες, με την ανθρώπινη ζωή να μην αποτιμάται πάντα ως ανώτερη αξία.  Είναι μια τυπική ιστορία που απεικονίζει ένα σύνολο αξιών και συμπεριφορών ως σταθερά στη δεδομένη χρονική στιγμή. Από τη μια  γενναιότητα, αγωνιστικότητα, ανιδιοτέλεια, αξιοπρέπεια κλπ. από την άλλη δειλία, ιδιοτέλεια, χαφιεδισμός, απληστία κλπ.
Οι κακόμοιροι, σε απόλυτη φτώχεια εξαθλιωμένοι χωρικοί, αγράμματοι εύκολα παρασύρονται, ακόμα και χωρίς ίχνος  προσωπικών αντιδικιών, για να μαρτυρήσουν ό,τι τους υπαγορεύουν οι αρχές, και αυτής της έσχατης τάξης του ελληνικού βασιλείου, στέλνοντας στο εκτελεστικό απόσπασμα συγχωριανούς τους. Οι άνθρωποι της στέρησης και της δυστυχίας, που τους περισσεύει ο πόνος και είναι απόκληροι της ζωής, με τη φτώχεια να τους απονεκρώνει την ψυχή,  χωρίς πίστη και όραμα φτάνουν στη τελειωτική εξαθλίωση σπιουνεύοντας και προδίδοντας.
Αδύναμες γυναίκες έμειναν πίσω, αγράμματες, που ήταν του πατρός τους και με το γάμο τους έγιναν του ανδρός τους, στις περισσότερες από τις οποίες η απόδειξη της ισότητάς τους  με τους άντρες στηρίχτηκε στον τιτάνιο αγώνα που έδωσαν να ορθοποδήσει η οικογένεια «χωρίς πατέρα στο σπίτι». Κι έμεινε για τα παιδιά που δεν είχαν πατέρα - χωρίς να έχει πεθάνει, χωρίς να τους έχει εγκαταλείψει- ο απέραντος θαυμασμός πέρα από την αγάπη για τη σιωπηλή κι ανέκφραστη μάνα, που σήκωνε στους ώμους της όλο το σπίτι των παρόντων κι απόντων.
Κι αν οι αναμνήσεις ως ιστορική πηγή σίγουρα δεν είναι οι πιο αξιόπιστες, αφού η διαπλοκή του γνωσιολογικού με το ψυχολογικό πεδίο, που επικρατεί, συνδέει το παρελθόν με το παρόν σε μια σχέση φορτισμένη  συναισθηματικά, όμως διαμορφώνοντας τις ατομικές ζωές στις πιο εσώτερες πτυχές τους  δημιουργούν τη συλλογική μνήμη. 
Κι επειδή  η δυνατότητα της μνήμης να συλλάβει σημασιολογικά το παρελθόν και να το συνδέσει με το παρόν αναδιοργανώνει και τις ατομικές ζωές, η επέμβαση της κυρίαρχης εξουσίας στη συλλογική μνήμη δεν είναι τυχαία. Προσαρμόζει τις κληρονομημένες παραδόσεις στις εκάστοτε συνθήκες του παρόντος, λειαίνοντας και οξύνοντας, προσθέτοντας και αφαιρώντας, καλλιεργεί  την ψευδαίσθηση πως το παρελθόν δικαιώνεται στο παρόν, προβάλλοντας την ανακατασκευασμένη εικόνα του σ’ ένα αμετάβλητο παρόν.
Κι επειδή για δεκαετίες μετά τον εμφύλιο έπρεπε ν’ αντιμετωπιστούν κοινωνικά προβλήματα που δημιουργούσαν στη χώρα η ιμπεριαλιστική εξάρτηση, η οικονομική καθυστέρηση, οι καπιταλιστικές σχέσεις, πρωταγωνιστές και μάρτυρες της εφιαλτικής εποχής σκόνταψαν  σε ό,τι η πάροδος του χρόνου, με την οικονομική  ανάπτυξη  που εδραίωσε το καθεστώς της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ζήτησε να αναλώσει, να εξαγοράσει, να ανακατασκευάσει. Και επιπλέον, με την υπεσχημένη ευημερία, η προσπάθεια να διαλυθούν πίκρες που συσσωρεύτηκαν, ρωγμές αμφισβήτησης που ανοίχτηκαν, γινόταν αποτελεσματική.
Κι έτσι το φράγμα της μεταπολίτευσης έκοψε στα δυο τη ροή του ιστορικού χρόνου που σύνδεσε τον μετεμφυλιακό εφιάλτη με το πολιτικό καθεστώς της εποχής πριν από τη μεταπολίτευση, για να παρουσιαστεί μεταπολιτευτικά η αστική μας δημοκρατία αμόλυντη κι επιθυμητή. Και ποιος μπορεί να γίνει τιμητής όλων αυτών,  που, αν και πέρασαν από το σίδερο και τη φωτιά, ξαπόστασαν στον κίβδηλο κόσμο που το ΠΑΣΟΚ πρότεινε, τόσο να μοιάζει όμως με τα οράματα και τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς της επαναστατικής δεκαετίας; Τελικά βέβαια το τίμημα της ευημερίας και των αθετημένων, εκ των υστέρων, υποσχέσεων,  ήταν ακριβό ̇ η εμπέδωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και των αστικών κοινωνικών σχέσεων.
Και κάπως έτσι, εβδομήντα τόσα χρόνια μετά, η ατροφική πίστη στην κομμουνιστική προοπτική γιγαντώνει την κυριαρχία του καπιταλισμού.