Οι ενέσεις αισιοδοξίας με τις διαβεβαιώσεις για την
οικονομία που θα πάει καλύτερα με όχημα, εποχή που είναι, τον τουρισμό
συνεχίζονται, όχι χωρίς αποτέλεσμα. Σε δηλώσεις του ο Α. Σαμαράς τις μέρες της
επετείου της μεταπολίτευσης ανέβασε τον αριθμό των τουριστών σε 20 εκατομμύρια,
«δυο τουρίστες για κάθε έλληνα» τους κατένειμε,
υπονοώντας το όφελος για κάθε έλληνα; Υπάρχει μια διάχυτη ελπίδα σε κάποια τμήματα
του πληθυσμού ότι σταθεροποιείται η οικονομική κατάσταση και ανοίγονται προοπτικές βελτίωσής της, που
ο τουρισμός μπορεί να εξασφαλίσει.
Ο τουρισμός μάλιστα, σύμφωνα με
τον κυρίαρχο λόγο, τείνει να μεταβληθεί,
στην εποχή της οικονομικής κρίσης, στον
πιο αναπτυσσόμενο τομέα της οικονομίας,
τονίζοντας ότι θα έχει τεράστιες επιδράσεις
στη συνολική απασχόληση, το εμπόριο, την οικοδομή, την εκμετάλλευση εκτάσεων, διευρύνοντας
και την συνολική παραγωγή ειδών
που καταναλώνονται από τους τουρίστες. Εναποτίθενται δηλ. σ’ αυτόν ελπίδες για εισροή ρευστού χρήματος,
για κερδοφόρες επενδύσεις, για
αξιοποίηση γενικά του τόπου, και κυρίως
για μείωση της ανεργίας με τις προσλήψεις στα τουριστικά επαγγέλματα. Μόνο που
ούτε ο αριθμός των εργαζομένων στα τουριστικά επαγγέλματα φαίνεται να έχει καμιά δραματική αύξηση, ενώ μόνο κατά προσέγγιση μπορεί να υπολογιστεί
τόσο λόγω της υψηλής εποχικότητας όσο
και λόγω του ότι η μαύρη δουλειά, το εξοντωτικό ωράριο, οι ανασφάλιστοι,
ανθούσαν και ανθούν ιδιαίτερα στον τομέα
αυτό. Η επέκταση της τουριστικής απασχόλησης χρησιμοποιείται από τους
κυβερνώντες περισσότερο από κάθε άλλη
φορά σαν μέσο εκτόνωσης, έστω και εποχιακής, της ανεργίας, ιδιαίτερα όσον αφορά
τα στρώματα τα πιο ευάλωτα σ’ αυτή. Εξάλλου,
κάθε φορά που θα πρέπει να ανανεώνεται η αισιοδοξία για έξοδο από την κρίση και
κυρίως για μείωση της ανεργίας είτε πολλαπλασιάζονται οι παροτρύνσεις για
καινοτομίες και αναζήτησης νέων τομέων εμπορευματοποίησης είτε αναδεικνύονται οι κερδοφόρες προοπτικές
παλιών.
Ο τουρισμός είναι ένα απτό παράδειγμα της αναγνώρισης από
το κεφάλαιο κάθε ανθρώπινης ανάγκης και της ικανοποίησής της σαν εμπόρευμα. Ο
ελεύθερος χρόνος και οι διακοπές αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους τομείς
αξιοποίησης του. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στην παραγωγή εμπορευμάτων και την αναπαραγωγή της εργατικής
δύναμης τείνει να εκλείψει, η ίδια η
αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης μεταβάλλεται σε εμπόρευμα και μάλιστα
προσοδοφόρο. Υγεία, διατροφή, ελεύθερος χρόνος κλπ δεν είναι απλά τομείς κατανάλωσης των
παραχθέντων εμπορευμάτων, αλλά τομείς παραγωγής και αναπαραγωγής του
εμπορεύματος εργατική δύναμη. Η τουριστική λοιπόν βιομηχανία είναι μια ζωντανή
απόδειξη ότι το κεφάλαιο δεν δημιουργείται μόνο στους χώρους παραγωγής, αλλά και στους χώρους αναπαραγωγής και κυκλοφορίας του. Το κεφάλαιο
δεν μπορεί να μην καλύψει το χώρο και το χρόνο
που χρησιμοποιείται για την αναπλήρωση
της εργατικής δύναμης, για ξεκούραση και φυγή από την πόλη. Δημιουργεί
γι’ αυτό νέες πόλεις σ’ αυτούς
τους χώρους, όπου επαναλαμβάνεται και η εκμετάλλευση της
εργατικής δύναμης και ο καταναλωτισμός και η μιζέρια των ανθρωπίνων σχέσεων.
Με την είσοδο στην εποχή της μαζικής παραγωγής
εμπορευμάτων και με τις κατακτήσεις των
εργαζομένων περνάμε και στην εποχή της μαζικής παραγωγής ελεύθερου χρόνου αλλά και
καταναλωτών ελεύθερου χρόνου. Από την εποχή της ευμάρειας, που διακήρυττε η σοσιαλδημοκρατία την αλλαγή του
καπιταλισμού εκ των ένδον προς όφελος
της εργατικής τάξης, περιορίζεται ο
παραδοσιακός χωρισμός ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις που διέθεταν
απεριόριστο ελεύθερο χρόνο και τις μισθωτές μάζες που δεν διέθεταν
καθόλου ή ελάχιστο. Με τη γενίκευση
λοιπόν των διακοπών, του πενθημέρου, τη
μείωση της εργάσιμης μέρας κι επομένως και του ελεύθερου χρόνου γεννιέται η ανάγκη για την μαζική παραγωγή υπηρεσιών ελεύθερου χρόνου. Κι έτσι ο ελεύθερος
χρόνος γίνεται εμπόρευμα που πρέπει να καταναλωθεί. Συγχρόνως οι εργαζόμενοι
εξακολουθούν να τρέφουν την
αυταπάτη ότι μπορούν να διαθέσουν τον ελεύθερο χρόνο τους όπως
τους αρέσει, ενώ στην πραγματικότητα είναι υποχρεωμένοι να επιλέξουν ανάμεσα σε συγκεκριμένες επιλογές που καθορίζονται από την
ταξική τους θέση και την οικονομική
δυνατότητα, τον ελεύθερο χρόνο που τους επιτρέπεται να διαθέτουν και τις
επιλογές που τους προσφέρονται με
κριτήριο τη μέγιστη κερδοφορία του κεφαλαίου. Ο χρόνος του τουρισμού και ο
ελεύθερος χρόνος γενικότερα γίνονται εμπόρευμα.
Συγχρόνως, η …ρομαντική αντίληψη, επιβίωση ίσως του
ταξιδιώτη προηγούμενων εποχών, ότι η
επαφή με τους ξένους τουρίστες, και μάλιστα Δυτικούς, ήταν καθοριστική για τη διακίνηση ιδεών και
την θετική πολιτιστική επιρροή στηριζόταν στην αποδοχή της ανωτερότητας του
δυτικού καπιταλισμού. Κι έτσι ο
πολιτιστικός ιμπεριαλισμός και με τον τουρισμό συμπλήρωνε και υποστήριζε τις
ιμπεριαλιστικές επιλογές των εγχώριων ηγεμόνων ανά τον κόσμο. Το μπλέξιμο
εθνικοτήτων, νοοτροπιών και ιδεολογιών με τη μετατροπή τους όλων σε εμπόρευμα
κατέληξαν στη δόξα του καπιταλισμού –νέες μουσικές, γεύσεις κλπ. που αποφέρουν κέρδη, με το κεφάλαιο να
διεθνοποιείται και με τον τουρισμό, ενώ η ταξική αλληλεγγύη να εκμηδενίζεται. Ποιος από τους τουρίστες,
μικρομεσαίους και μικροαστούς ακόμα, που
αγοράζει ήλιο, θάλασσα, σεξ, κλπ. ενδιαφέρεται για την κοινωνική κατάσταση,
πέρα από …εγκυκλοπαιδική γνώση, της
χώρας που είναι τουρίστας;
Το κεφάλαιο έκανε εμπόρευμα και
τον ελεύθερο χρόνο και τη χρήση του. Στην εποχή της κρίσης αποδείχτηκε ότι προκειμένου να μη περιοριστεί η κερδοφορία
του επιτίθεται σε όλες τις κατακτήσεις, ακόμα
και με τους όρους της κυρίαρχης τάξης, των εργαζομένων. Κι έτσι, η οικονομική
μας εξαθλίωση περιόρισε τη δυνατότητα για κατανάλωση προσφερομένων
εμπορευμάτων, κι επομένως και των διακοπών. Κι
έτσι, στην Ελλάδα ο εσωτερικός τουρισμός φθίνει συνεχώς. Οι διακοπές γίνονται
πολυτέλεια, όπως και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
Με την κρίση λοιπόν αποδεικνύεται
η αυταπάτη του μετασχηματισμού της κοινωνίας που στηριζόταν σε αλλαγή των
μοντέλων και αξιών, ενώ παρέμενε αναλλοίωτος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.
Ήταν και παραμένει το κέντρο σύγκρουσης
η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και όχι η μετάθεσή της στο πολιτισμικό
μοντέλο. Η πραγματικότητα που διαμορφώνεται από την οικονομική κρίση ολοένα και
πιο ξεκάθαρα αναδεικνύει την ταξική πάλη και την ένταση του ανταγωνισμού, με
την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων που συνεπάγεται ενίσχυση και
μετατροπή των πάντων σε εμπόρευμα, με αποκλειστικό γνώμονα τη μεγιστοποίηση του
κέρδους, αναζητώντας τους καλύτερους δυνατούς όρους για επενδύσεις.