Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

ΑΚΟΜΑ ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ;

Είκοσι χρόνια τώρα η κυρίαρχη τάξη κατάφερε δίπλα στην οικονομική  και κοινωνικη  της κυριαρχία να προσθέσει και την ιδεολογική της κυριαρχία, ακόμα κι αν χρησιμοποιεί όρους ή υποσχέσεις που έχει λεηλατήσει από το οπλοστάσιο αριστερών ιδεολογιών.
         Η οικονομία της αγοράς κυρίαρχη στη σκηνή. Η βιωσιμότητα του συστήματος γίνεται επιχείρημα για τη δική του νέα έφοδο εναντίον των υποτελών τάξεων, που φοβισμένες στην πλειοψηφία τους συναινούν.  Τα ιδεολογικά επιτελεία του συστήματος σ’  ολόκληρο τον πλανήτη αποτελούν τους  σταυροφόρους του νεοφιλελευθερισμού, που καλούνται όχι απλώς να πείσουν, αλλά να  υποβάλλουν και να επιβάλλουν τις επιλογές  του κυρίαρχου συστήματος, περιθωριοποιώντας  και απαξιώνοντας τους λίγους διανοούμενους που ακόμα αγωνίζονται με κομμουνιστικού  χαρακτήρα προσανατολισμούς. Αναγορεύονται σε οικουμενικές αξίες και  παγκοσμιοποιούνται  το κέρδος, η επιχειρηματικότητα, η παραγωγικότητα, αναγνωρίζεται το αναπότρεπτο και επωφελές της αλληλεξάρτησης,  των αγορών,  δεν ομολογείται πια η ταξική αντιπαλότητα, όλοι,  εξουσιαστές και υποτελείς, θεωρούνται  κοινωνικοί εταίροι, φετιχοποιείται η ανάπτυξη  και  όσο όλοι αυτοί οι όροι  αποχτούν  επιστημονική εγκυρότητα και μονοσήμαντη ερμηνεία αδιαπέραστη από την ιδεολογία  και τα διαφορετικά συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων, τόσο πιο ενιαίος και ομοιογενής παρουσιάζεται ο κόσμος ολόκληρος και πιο πειστική η αντίληψη ότι δεν μπορεί να αλλάξει και πρέπει να γίνει αποδεκτός -  το πολύ πολύ κάποιες επιμέρους μεταρρυθμίσεις είναι δυνατόν να γίνουν, αν και όταν επιτευχθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης, που επιδιώκονται.
           Συγχρόνως,   στον καιρό της οικονομικής κρίσης ολοένα και περισσότερο βιώνεται το μοντέλο της  διπολικής κοινωνίας. Στον ένα πόλο έχουμε την υπερσυγκέντρωση του πλούτου και στον άλλο τις ποικιλότροπα εξαθλιωμένες μάζες ανθρώπων, όχι πια μόνο  στις λεγόμενες υποανάπτυκτες  χώρες, αλλά και στα ίδια τα κέντρα των αναπτυγμένων χωρών σε Δύση και Ανατολή. Η ανεργία αυξάνεται, στα αστικά μας κέντρα ζητιάνοι και άστεγοι  πολλαπλασιάζονται, όμως η πορεία μας προς την εξαθλίωση  συνεχίζει να ντύνεται με ωραίες λέξεις,  όπως διαρθρωτικά μέτρα, εξυγίανση, περιστολή δαπανών, εξορθολογισμός  κλπ. Οι δε πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές  της κυρίαρχης τάξης βρίσκονται σε κατάσταση διαρκούς εκπληξης, όταν αναγκάζονται να μιλήσουν  για την πραγματικότητα, αρνούμενοι να την εξετάσουν και ερμηνεύσουν με βάση τους ταξικούς συσχετισμούς και την ταξική πάλη.
        Άλλωστε, ο καθένας  είναι ελεύθερος να βγάζει, όπως καταλαβαίνει η και να μη βγάζει το ψωμί του, ανάλογα με τις ικανότητές του – αν είναι δημιουργικός, με ευελιξία σκέψης κλπ. Στην εποχή της επικοινωνίας, της αλληλεξάρτησης, της παγκοσμιοποίησης, η βάση της ανάλυσης συνεχίζει να παραμένει το άτομο, η δήθεν ελευθερία του και ανάπτυξή του, κι ας συνεπάγεται κάτι τέτοιο την καταπίεση  και ίσως και εξολόθρευση του διπλανού, και τελικά τεράστιων μαζών για τις οποίες αδιαφορούμε αν διασωθούμε οι ίδιοι. Οσο μένουμε σ’  αυτό το  επίπεδο ανάλυσης  και όσο με βάση τέτοιου είδους ιδεολογικές συντεταγμένες ψάχνουμε  τον τρόπο υπέρβασης  της πραγματικότητας κανένα φως δεν θα υπάρξει. Μπορεί κάποιες μάχες να γίνονται,  - πότε οι αγανακτισμένοι που μουτζώνουν, πότε το εκλογικό σώμα να ψηφίζει ΔΗΜΑΡ, ΣΥΡΙΖΑ, Καμμένο ή Χρυσή Αυγή,  - αλλά ο πόλεμος θα είναι χαμένος, όσο δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την ιδεολογική επιρροή της κυρίαρχης τάξης.
               Κι ενώ παρουσιάζεται ο κόσμος ως ενιαίος και σχεδόν ομοιογενής, με την έννοια πως παντού κυριαρχεί το κεφάλαιο, που οργανώνει την παραγωγή σύμφωνα με τις απαιτήσεις του, συγχρόνως όμως  είναι πολυεπίπεδα διασπασμένος, λυσαλέα ανταγωνιζόμενος σ’ ένα τεράστιο  πλέγμα σχέσεων ελέγχου και εποπτείας, κρατών, παγκόσμιων οργανισμών κλπ. που προσπαθούν να ελέγξουν και να επιβάλλουν ισορροπίες, για δικό τους συμφέρον, με τα μέσα που διαθέτουν.
      Και η πλειοψηφία των υποτελών τάξεων φαίνεται να μη μπορεί να απεγκλωβιστεί  από την κυρίαρχη ιδεολογία, να μην αναζητεί μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση, αλλά να αρκείται σε υποσχέσεις  για διαφορετικές εκδοχές της κυριαρχίας του κεφαλαίου, που δεν θα μας εξολοθρεύουν και να ελπίζει στην καλή προαίρεση των κυβερνώντων.
                Ηδη όμως έχουμε εξαντλήσει όλες τις μορφές των αντιδράσεων που περιορίζονται στο   στο μερικό και ιδιαίτερο κι αυτό το έδειξε το μετεκλογικό τοπίο. Η όποια αισιοδοξία μας  ότι τα μνημόνια   επιβλήθηκαν σαν αποτέλεσμα μιας κακής διαχείρισης,  στην οποία και μεις συμμετείχαμε, ή μιας  …αμέλειας του κεφαλαίου για τους καημένους τους εργαζόμενους που μετά τις εκλογές θα κατανοήσουν οι κυβερνώντες  και θα  … διορθώσουν εξέλιπε. Η μήπως όχι;  Ακόμα ελπίζουμε;
         Ακόμα δεν έχουμε συνειδητοποιήσει  ότι η σημερινή πραγματικότητα και η εξέλιξή της αποτελεί και  θα αποτελέσει συνάρτηση των ταξικών συσχετισμών σε κάθε χώρα  και ευρύτερα, και της αντίστασης που θα συναντήσει η κυρίαρχη πολιτική από τον λαϊκό παράγοντα;

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Ο ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

         Σύμφωνα με τα ΝΕΑ(25/07), ο Σαμαράς έστειλε μήνυμα προς τις συντεχνίες διαβεβαιώνοντας πως «η ασυδοσία των συντεχνιών και των ισχυρών και η ατιμωρησιά των παρανόμων τέλος. Δείξαμε στο προαύλιο της Χαλυβουργίας ότι εννοουμε αυτά που λέμε».Στην ίδια εφημερίδα, στη σελίδα της  Φοίβης Αθηναίου,  υπάρχει το σχόλιο:  «Οσοι έχουν απομείνει εργαζόμενοι σ’  αυτή τη χώρα εξακολουθούν – ευτυχώς-  να συμβάλλουν, με τον οβολό τους, στην επιβίωση της χώρας και για τον πληθυσμό που δοκιμάζεται από την ανεργία και την ανέχεια. Αυτές οι απεργίες των συνδικαλιστών σε τι ακριβώς συμβάλλουν στην ανακούφισή τους; Που στο τέλος – ιδέ Χαλυβουργία…- φτάνουν κάποιες φορές και να προσθέτουν και άλλους ανέργους.»
           Ο Σαμαράς, ανερυθριάστως, ομολογεί  ένα βασικό στόχο της πολιτικής  που εφαρμόστηκε τα τελευταία χρόνια, προσπαθώντας ακόμα  να την δικαιολογήσει, έστω και διαστρέφοντας τη λογική με το να βαφτίζει ισχυρούς και συντεχνίες τους  επι εννεάμηνο απεργούς της χαλυβουργίας. Το δημοσιογραφικό σχόλιο σε άλλη σελίδα της εφημερίδας είναι ακόμα ένα δείγμα της δημοσιογραφίας που εδώ και είκοσι χρόνια κυριαρχεί -  θεραπαινίς της εξουσίας. Αμφότεροι στοχεύουν να  εξουδετερώσουν πλήρως το  εργατικό κίνημα.
         Εδώ και χρόνια, από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ,  οι ηγετικοί κύκλοι της Ευρώπης, κι από κοντά και της Ελλάδας,  άρχισαν σιγά σιγά να εγκαταλείπουν ως  ξεπερασμένες τις αντιλήψεις του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους, να  θεωρούν ως περιττό και δυσβάστακτο βάρος την πλήρη απασχόληση και μάλιστα οι σοσιαλδημοκράτες να θεωρούν ως αναχρονιστικές τις παραδοσιακές κοινωνικές και ταξικές αναφορές των κομμάτων τους.  Εδώ και χρόνια άρχισε η επιχείρηση για  να αναζωογονηθεί  ο καπιταλισμός μέσω γενικευμένων απορρυθμίσεων, με ένα … ιδιωτικοποιημένο κράτος – χωροφύλακα της ελευθερίας των αγορών, με νέες μορφές ταχύτερης κεφαλαιακής συσσώρευσης, με την ευρεία  εισαγωγή νέων ευέλικτων τύπων και μορφών  οργάνωσης της παραγωγής και των υπηρεσιών, μέσω εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων και την ενθάρρυνση μιας νέας συγκέντρωσης  του κεφαλαίου δια συγχωνεύσεων και εξαγορών,  μέσω της υπερανάπτυξης  της εικονικής  οικονομίας, των κεφαλαιαγορών κλπ. Κι εμείς  υπνωτισμένοιαπό το …  όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τυφλωμένοι από τις ψευδαισθήσεις μας  δεν αντιδρούσαμε, μέχρι που φτάσαμε να παρακαλούμε για την επιβίωσή μας, επιτρέποντας σε πρωθυπουργούς που οι ίδιοι ψηφίσαμε, ασυστόλως να μας κοροϊδεύουν.
        Για την κυβέρνηση η επιλογή στο θέμα της απεργίας στη χαλυβουργία είναι καθαρή: να διευκολύνει  με κάθε τρόπο τους απεργοσπάστες να εξασκήσουν το «δικαίωμα στην εργασία». Αυτό το «με κάθε τρόπο» δε σημαίνει  μόνο την εξαιρετική προβολή από τα ΜΜΕ  κάθε απεργοσπαστικής  προσπάθειας, αλλά κυρίως  την αστυνομική προστασία της  για να σπάσειη  απεργία, που συνδυάστηκε με μια φανερά διατεταγμένη προκλητικότητα- από τα … μηνύματα του πρωθυπουργού μέχρι την παράταξη των ΜΑΤ έξω από τη χαλυβουργία.
          Σε κάθε απεργία, το διακηρυγμένο χαρτί της εργοδοσίας είναι να λυγίσει τους απεργούς μεμονωμένα, με όπλο την ανέχεια. Στην εποχή της κρίσης εδώ προστίθεται και η απειλή της ανεργίας. Στα ΝΕΑ μάλιστα παραποιώντας την πραγματικότητα, το δημοσιογραφικό σχόλιο κατηγορεί τις απεργίες για την αύξηση της ανεργίας.Κοντά σ’ αυτά  επιστρατεύεται  και ο ψυχολογικός παράγοντας, ελπίζοντας σε  πιθανή αποκαρδίωση των απεργών καθώς η απεργία μπορεί αργά – αργά να μαραίνεται. Αντικειμενικός σκοπός των συνδικάτων λοιπόν είναι από τη μια να εξασφαλίσουν ότι κάθε επιστροφή απεργού στη δουλειά  θα προκαλέσει τόση αναταραχή, ώστε μόνο συνειδητοί  απεργοσπάστες να τολμήσουν κάτι τέτοιο και από την άλλη ακόμα και οι απόπειρες επιστροφής  πρέπει  να τονώνουν αντί να ρίχνουν το ηθικό των απεργών. Γι’  αυτό είναι απαραίτητη η μαζική, ακόμα κι αν χρειαστεί, βίαιη περιφρούρηση του χώρου δουλειάς. Είναι αναγκαία μια περιφρούρηση που δημιουργεί ένα χειροπιαστό διαχωρισμό ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενες μερίδες, τους απεργούς και αστυνομικούς, και τοποθετεί τους απεργοσπάστες με τη μεριά των δεύτερων. Και είναι αναγκαία η μαζική συμπαράσταση σε απεργίες, όπως αυτή της χαλυβουργίας.
      Αυτό που φοβίζει την κυβέρνηση είναι μήπως αυτός ο αγώνας και κάθε τέτοιος αγώνας,  προωθήσει την ενότητα στη βάση, την αυτοπεποίθηση, τη ριζοσπαστικοποίηση και γενικά την ταξική συνείδηση και την οργάνωση σαν τάξη  των εργατών. Σε εποχές μάλιστα ταξικής όξυνσης, έστω  και ανομολόγητης, πάντα υπάρχει ο φόβος μήπως ο εργαζόμενος συνειδητοποιώντας τη δύναμή του διεκδικήσει τον εργατικό έλεγχο πάνω στη δουλειά και τα προϊόντα της, βάζοντας καθαρά στόχο, σαν διαδικασία αλλά και προϋπόθεση για τον εργατικό έλεγχο,  την κατάληψη της κεντρικής πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.
        Γι’ αυτό λοιπόν η κυρίαρχη τάξη φροντίζει,  για να μην αποκτήσουν ποτέ ταξική συνείδηση, αυτοπεποίθηση, αγωνιστικότητα  οι εργαζόμενοι, κάθε αγώνας να καταλήγει σε ήττα, κάθε αγωνιστική συμπαράσταση να συκοφαντείται, κάθε συνδικάτο ή κόμμα που τους συσπειρώνει  αγωνιστικά να διαλύεται.Οι απεργοί  λοιπόν  στην χαλυβουργία πρέπει να νικηθούν – ν’ απολυθούν λοιπόν όλοι. Το ΠΑΜΕ, και μαζί το ΚΚΕ, να κατηγορηθεί για μικροπολιτικά παιχνίδια που στρέφονται εναντίον των εργαζομένων, ώστε να μη μπορεί καμια απεργία να οργανώνεται.
       Όμως η  επικαιρότητα του κομμουνισμού δεν είναι μια ουτοπία, όσο κι αν  η ανασύνταξη του καπιταλισμού  επιζητεί την ακύρωση όλων των ιδεολογικών και πολιτικών καταχτήσεων της εργατικής τάξης και την εξάλειψη της ιστορικής της μνήμης, για να  της παραδοθεί αμαχητί. Η εργατική τάξη παρά τα αλλεπάλληλα χτυπήματα που δέχεται,  μέσα από συνεχείς αναδιαρθρώσεις του καπιταλισμού,  έχει τη δύναμη και τη δυνατότητα να οργανωθεί και να αγωνιστεί, για να πετύχει την χρεωκοπία της  καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, τον απεγκλωβισμό του κόσμου από την επιρροή των αστικών δυνάμεων, αντιπαλεύοντας όλες τις επιλογές τους.  

Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

«ΘΑ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΙ Η ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ»


         Ένα μήνα μετά τις εκλογές ξεκάθαρα αποδεικνύεται  ο φορμαλιστικός τρόπος λειτουργίας της  αστικής δημοκρατίας. Μετά από τόσα διλήμματα και  εκβιασμούς, πολλοί νιώθουν ότι  βρίσκονται πάλι με την πλάτη στον τοίχο, όπως και πριν δυο χρόνια, με την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος να μην έχει γίνει ούτε κατ΄ ελάχιστον  λίγο πιο … σοφή. Φαίνεται μάλιστα ότι οι εκλογές δεν λειτούργησαν ούτε σαν  ευκαιρία, για πολλούς, να συνειδητοποιήσουμε ότι οι κοινοβουλευτικές συνθήκες της πολιτικής πάλης  παραχωρούνται ή αφαιρούνται από την κυρίαρχη τάξη, διατηρούνται ή αίρονται, ανάλογα με το βαθμό που οι θεσμοί αυτοί εξασφαλίζουν τα ταξικά της συμφέροντα,  αλλά και ανάλογα με την επίδραση που ασκεί η  πίεση των λαϊκών μαζών, επιθετική ή αμυντική.
           Ταυτόχρονα,  το πεδίο της αστικής  νομιμότητας, είναι όχι μόνο πεδίο κυριαρχίας της καπιταλιστικής τάξης, μα και πεδίο μάχης, οπου διασταυρώνονται οι ανταγωνισμοί μεταξύ προλεταριάτου και αστών. Αν πίσω από τη νόμιμη κοινοβουλευτική  ή συνδικαλιστική  δράση των  αντιπροσώπων της εργατικής ταξης  δεν υπάρχει η δύναμη και αποφασιστικότητα της εργατικης τάξης, έτοιμη να μπει σε ενέργεια μόλις  χρειαστεί, η κοινοβουλευτική ή συνδικαλιστική δράση  στην αστική  δημοκρατία  καταντά μανδύας που καλύπτει τις αυθαιρεσίες της κυρίαρχης τάξης.
             Η χθεσινή επέμβαση των ΜΑΤ για το άνοιγμα της χαλυβουργίας, μετά την εννεάμηνη απεργία,  ήταν καθαρά επίδειξη δύναμης του κράτους, την «ισχυρή προστασία»  του οποίου επικαλέστηκε η χαλυβουργία για να εξασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία του εργοστασίου. Ήταν και ένας τρόπος να διαπιστωθεί, αδιαφορώντας μάλιστα για το αν και ο ίδιος ο συνδικαλισμός  και όλη η περίφημη νομιμότητα  εξαφανιστούν ως βάση του πολιτικού αγώνα,  κατά πόσο υποστηρίζονται τέτοιες αγωνιστικές κινητοποιήσεις από πλατιές λαϊκές μάζες, οι οποίες μάλιστα είναι έτοιμες να δράσουν όταν χρειαστεί.
           Στην ανακοίνωση του κυβερνητικού εκπροσώπου τονίστηκε η προσωπική απόφαση του πρωθυπουργού να εφαρμοστεί ο νόμος, στέλνοντας, με τη συγκεκριμένη αυτή απόφαση, μήνυμα  και προς τους δανειστές για την αποφασιστικότητά του στην τήρηση των νόμων, που ευνοούν την κυρίαρχη τάξη, αλλά και σε όλους τους … επίδοξους απεργούς για την σκληρότητα των μέτρων που θα χρησιμοποιήσει.Μήπως ο φόβος αρχίζει να εγκαθίσταται και στη ντόπια  κυρίαρχη τάξη;
           Η χθεσινή επέμβαση αποκάλυψε τον αληθινό ρόλο της κυβέρνησης. Ο, τι παρουσιάζεται από την πλευρά της κυβέρνησης σαν  νομιμότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η βία της κυρίαρχης τάξης ανυψωμένη εκ των προτέρων σε υποχρεωτικό κανόνα. Η  έννομος τάξις παρουσιάζεται σαν ένα ανεξάρτητο δημιούργημα της δικαιοσύνης και η βία του κράτους σαν μια απλή της συνέπεια, σαν μια κύρωση των νόμων, ενώ ο  Σαμαράς προβάλλεται σαν  εγγυητής  της τήρησης των νόμων.
           Από την άλλη, οι «αριστεροί» υπουργοί της κυβέρνησης Μανιτάκης, Ρουπακιώτης κλπ. μέσα σε ένα μήνα εξάντλησαν κάθε απόθεμα  καλοπροαίρετης δικαιολόγησης της παρουσίας τους στην κυβέρνηση και συγχρόνως απέδειξαν με τη συγκατάθεσή τους σ’  αυτή την επέμβαση ότι πια ο ακήρυκτος πόλεμος είναι ταξικός. Οι αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί διάλεξαν στρατόπεδο. Το δυστύχημα όμως είναι ότι ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων συνεχίζει να ζει στην αυταπάτη μιας ψευδούς ταξικής συνείδησης, ταυτίζοντας τα συμφέροντά του με αυτά της κυρίαρχης τάξης και τωνόργανων της.
         Η νομιμότητα, όσο θα οξύνεται η σύγκρουση, θα  αποδεικνύεται ότι είναι προϊόν του συσχετισμού των δυνάμεων των διαφόρων τάξεων που συγκρούονται, και ότι πάντα ταλαντεύεται κι εξαρτάται από την αποφασιστικότητά τους.
           Ο  βίαιος τρόπος που η κυβέρνηση χρησιμοποίησε να τερματίσει την απεργία, ενώ ήδη μερικές μέρες πριν υποκρινόταν τον διαιτητή στη σύγκρουση ανάμεσα στους απεργούς και την εργοδοσία, κάνουν ακόμα πιο επιτακτική την αναγκαιότητα της  πλατιάς οργανωτικής δουλειάς σε όλους τους χώρους εργασίας,  ενός κόμματος,  ενός κέντρου,  που να συντονίζει τις δραστηριότητες, να επεξεργάζεται τακτικές και στρατηγικές. Επειδή έναν τέτοιο ρόλο έχει το ΚΚΕ, στην πραγματικότητα, η επέμβαση των ΜΑΤ  ήταν η πρώτη αναμέτρηση  της νέας κυβέρνησης μαζί του.
          Ο μικροαστικός ατομικισμός μας  όμως  συνεχίζει να υπερασπίζεται την αυτονομία της απραξίας και μοιρολατρίας μας, να περιφρονεί την οργανωμένη δράση και επιτρέπει σ’  αυτούς που οδηγούν ενάμιση εκατομμύριο εργαζόμενους στην ανεργία να μιλούν ανερυθρίαστα για το δικαίωμα στην εργασία, το οποίο οι απεργοί καταπατούν.
             Η κυβέρνηση Σαμαρά, με θρασύτητα, ένα μήνα μετά τις εκλογές, όπου υπόσχονταν  σχεδόν τα πάντα, μας έδωσε ξεκάθαρα το … μοντέλο διακυβέρνησης αφαιρώντας από όλους, εντός και εκτός κυβέρνησης, τη δικαιολογία της άγνοιας. Η κυρίαρχη τάξη που κραυγάζει υπέρ της  συρρίκνωσης του κράτους, για να επιβληθεί ζητά τη συνδρομή του, αποκαλύπτοντας σε όλους τον ταξικό του ρόλο.
            Κι ενώ μια τέτοια επίθεση είναι απλώς ο προάγγελος  των μελλούμενων, ακόμα σε μεγάλα στρώματα  εργαζομένων ο μικροαστικός  μύθος του ατομικισμού συνεχίζει να κυριαρχεί και τείνει να γίνει  δυναμικό συστατικό των όποιων αντιδράσεων,παρασύροντας μαζί του και την προσδοκία για ανατροπή της καθεστηκυΐας τάξης, που τη φαντασιώνονται  είτε  σαν προσφυγή στα κατορθώματα ορισμένων προσώπων ή ομάδων  είτε στην ασφάλεια μιας ποικιλίας από «προστάτες», ένδειξη μιας βαθιάς θεωρητικο-ιδεολογικής αβεβαιότητας. Μετά την «προδοσία»  του ΠΑΣΟΚ  το ρόλο τους πρόθυμα αναλαμβάνει ένα πολιτικό τόξο που εκτείνεται από Χρυσή Αυγή εως ΣΥΡΙΖΑ.
           Μια τέτοια αντιμετώπιση πολλές φορές δεν σημαίνει παρά έκκληση στα  συναισθήματα και στην εθνικη ενότητα, επιθυμία να δοθεί ένα παράδειγμα συναίνεσης, προσφυγή στις συμβάσεις, τα συντάγματα και  τα δικαιώματα του ανθρώπου,  γενικά εγκατάλειψη της κοινωνίας  σε νεφελώδεις ιδεολογίες με μια ολοκληρωτική και διφορούμενη άγνοια των ιστορικών διδαγμάτων και των βασικών οικονομικών-πολιτικών  αιτιών της κρίσης. Το πρόβλημα όμως  αντιμετώπισης της οικονομικής  κρίσης αφορά την ταξική συνείδηση και το επίπεδο υλικής καταπίεσης των ανθρώπων.
       Οι μάζες των εργαζόμενων και ανέργων  αγανακτούν και θυμώνουν, αλλά  η πλειοψηφία τους δεν ξέρουν  πώς να διοχετευτούν και να συγκεντρωθούν όλες αυτές οι σταγόνες και τα ρυάκια της λαϊκής αγανάκτησης σε ένα γιγάντιο ποτάμι λαϊκής οργής  που θα γκρεμίσει ένα σύστημα  που απροκάλυπτα τους οδηγεί στην εξόντωση.
          Μήπως να πάψουμε να βλέπουμε την κομμουνιστική ιδεολογία με τα μάτια της κυρίαρχης τάξης ;

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

"ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΕΚΒΙΑΣΜΟ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ"

           Και εκεί που εννιά μήνες αγνοούσαν την απεργία στη χαλυβουργία, εφημερίδες και κανάλια, τις τελευταίες μέρες αναφέρονται επανειλημμένα σ’  αυτήν για να τονίσουν το αδιέξοδό της,  επειδή … θα αναγκαστεί   ο όμιλος Μάνεση να προχωρήσει στο κλείσιμο του  εργοστασίου. «Μοιάζει με εκβιασμό, αλλά δεν είναι… Η μάχη για τους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ και των άλλων κομμάτων κερδήθηκε, ο απεργοί άντεξαν, αλλά ο πόλεμος χάνεται γιατί χάνονται οι θέσεις εργασίας» γράφει η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 12 Ιουλίου
          Κι έτσι βγαίνει και το επιμύθιο προς γνώση και συμμόρφωση των απανταχού εργατών και επίδοξων απεργών, για το αδιέξοδο που οδηγεί η απεργία  και  για την  ολοκληρωτική απώλεια των θέσεων εργασίας που προκαλεί.
           Όσο μεγεθύνεται η όξυνση  της οικονομικής  και κοινωνικής κρίσης, η  καπιταλιστική ανασύνταξη προχωρά  με την ένταση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης  πάνω σε όλο και πλατύτερα κοινωνικά στρώματα.  Η ανεργία, οι περικοπές των κοινωνικών δαπανών, η χωρίς άμεση εναλλακτική λύση κατάρρευση των κυρίαρχων αξιών δημιουργούν μια μόνιμη κατάσταση απελπισίας σχεδόν για το σύνολο των εργαζομένων. Οι συνθήκες αυτές πάντα  τροφοδοτούν το φόβο στην κυρίαρχη τάξη  ότι μπορεί να αποτελέσουν  τη βάση για αυθόρμητα ξεσπάσματα η και κινήματα με κάποια ίσως μονιμότητα και συνέχεια, που συνήθως τις  εξασφαλίζουν  οι δράσεις  που συνδέονται  με το εργατικό κίνημα. Η εργατική τάξη συνεχίζει να έχει  μια μορφή εξουσίας, γιατί συνεχίζει να  διατηρεί μια αντικειμενική θέσης δύναμης  μέσα από τη δυνατότητα να σταματάει άμεσα την παραγωγή, όταν το θελήσει, και κατ΄ επέκταση να εμποδίζει την εύρυθμη λειτουργία ολόκληρης της κοινωνίας. Αυτή τη δύναμη που έχει η εργατική τάξη είναι που θέλει η κυρίαρχη τάξη να εκμηδενίσει, γι’  αυτό κάθε απεργία  θα πρέπει  η να   οδηγεί  σε αδιέξοδο η να αποψιλώνονται τα αιτήματά της από το ουσιαστικό περιεχόμενό τους με μια κατ’  αρχήν αποδοχή τους, που  την αναβάλλει επ’  αόριστο.  
            Στον καιρό της ευμάρειας,   το εργατικό κίνημα  είτε με την  μετατροπή του σε συνέχεια και τμήμα της σοσιαλδημοκρατίας στους χώρους δουλειάς είτε με τη μυθοποίησή του σε  κάτι το αφηρημένο, είχε σαν συνέπεια την  ενσωμάτωση και αδρανοποίησή του με στόχο τον πλήρη αφοπλισμό του. Αυτό γινόταν πιο εύκολο με τις αυταπάτες που καλλιεργούνταν στους εργαζόμενους για έλεγχο της δουλειάς τους, των συνθηκών  της  κλπ. από τους ίδιους, μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία.  Συγχρόνως βέβαια προσέδιδαν στο εργατικό κίνημα και αναπτυξιακά καθήκοντα, δηλ.  στόχους που σκόπευαν  στην οικονομική ανάπτυξη και την ανάπτυξη της επιχειρηματικής δράσης, ιδιαίτερα στις μέρες μας μια εθνικοαναπτυξιακού τύπου αντίληψη  αποτελεί μια καλή ιδεολογική βάση για τον αφοπλισμό του εργατικού κινήματος. Καλλιεργείται έτσι η αντίληψη   ότι ο εργάτης  συμμετέχει   στην επιχείρηση, και    μ’  αυτό το σκεπτικό μεταφέρονται τα προβλήματα των επιχειρήσεων  στο ήδη προβληματικό  εργατικό εισόδημα, χωρίς τη χρήση άμεσων κατασταλτικών μέτρων και μάλιστα με τη σύμφωνη γνώμη του. Θεωρείται υπεύθυνος  και ο ίδιος για την κερδοφορία της επιχείρησης που εργάζεται και, στον καιρό της κρίσης,  ως συνέπεια αυτού του σκεπτικού,  επιβάλλεται επέκταση … της συμμετοχής του είτε  αυτή  είναι η μερική απασχόληση  είτε οι περικοπές στο μισθό  και η εντατικοποίηση, συνδυασμένες με την ιδεολογική προπαγάνδα για τον κοινωνικά ωφέλιμο ρόλο των εργαζομένων.
          Παγιδευμένοι  οι εργαζόμενοι  ανάμεσα στην ευθύνη που τους επιρρίπτουν για την καλή λειτουργία της επιχείρησης,  που τους εξασφαλίζει τη δουλειά τους,  και τα  πραγματικά ταξικά τους συμφέροντα μπερδεύουν την ταξική πάλη με την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Μέσα από τέτοιες διαδικασίες κοντεύει η παθητικότητα  της εργατικής τάξης, που βρίσκεται είτε διαλυμένη από την κρίση είτε στη μέγγενη της καταστολής ή ρεφορμιστικής κυριαρχίας, να γίνει μόνιμο χαρακτηριστικό της.
           Απεργία λοιπόν σαν  αυτή της χαλυβουργίας ανατρέπει όχι  μόνο την εικόνα του εργατικού κινήματος αλλά και τους όρους ύπαρξής του. Υποδεικνύει  άλλους δρόμους, πέρα από την παθητικότητα,   για αντιμετώπιση των χτυπημάτων ενάντια στην εργατική τάξη, που είναι η δυναμική αντίσταση, με τα όπλα του εργατικού κινήματος.
             Βέβαια, ο καπιταλισμός,  ειδικά σε περιόδους  ύφεσης   και αύξησης της ανεργίας,  πέρα από το φόβο της απόλυσης, επιβάλλει διασπάσεις πάνω στην εργατική τάξη που εκφράζονται με την αποσπασματικότητα στις όποιες αντιδράσεις, που επιδιώκεται να περιοριστούν  στα όρια συντεχνιών ή κλάδων.  Οι διασπάσεις αυτές  οδηγούν  να βλέπουν οι εργαζόμενοι  τα συμφέροντά τους αντιθετικά με εκείνα άλλων κλάδων εργαζομένων. Αυτό μπορεί να συμβαίνει και στον ίδιο κλάδο, στην ίδια επιχείρηση,  στο ίδιο εργοστάσιο  κλπ. Ταυτόχρονα, για χρόνια, στο ρόλο του μακρύ βραχίονα της εξουσίας,η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που  ένα μέρος της συνειδητά εξυπηρετούσε τα κόμματα εξουσίας,  ήθελε να ελέγχει τις αντιδράσεις των εργαζομένων μέσα από τα  σωματεία, απαξιώνοντας  έτσι το συνδικαλισμό και συντελώντας στην απομαζικοποίηση  του. Γι’  αυτό πάντα χρειαζόταν  ο έλεγχος της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας από τα κέντρα εξουσίας, που κατάφεραν να αποδυναμώσουν το εργατικό κίνημα, να μειώσουν τη δύναμη της βάσης του, επιβάλλοντας τον συντεχνιασμό ή τις διαφόρου τύπου  προσομοιώσεις αντίστασης διαλύοντας έτσι τις δυνατότητες γενίκευσης των κινητοποιήσεων. Η σιωπή της ΓΣΣΕ για την απεργία  στη χαλυβουργία είναι εύγλωττη.
       Και οι εργαζόμενοι διαλυμένοι, φοβισμένοι, αντί να πάρουμε στον έλεγχό μας τα συνδικάτα μας στραφήκαμε εναντίον του συνδικαλισμού, (την κατάργηση τους δεν απαιτούσαν πέρυσι οι πλατείες;) περιμένοντας παθητικά τις αποφάσεις άνωθεν.
         Σε κάθε απεργία όμως, πολύ περισσότερο στους χαλεπούς καιρούς σήμερα που πάντα μια απεργία μπορεί να πυροδοτήσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις, που τα κυρίαρχα κέντρα απεύχονται,  μπαίνει πάντα  και παντού το ζήτημα της συμπαράστασης, από συνδικάτα, συντροφικά κόμματα ή οργανώσεις και γι’  αυτό, εκτός από το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ,  τα περισσότερα κόμματα και η πλειοψηφία των συνδικάτων απέφυγαν συστηματικά την οποιαδήποτε σύνδεση με την απεργία
          Η αφηρημένη  όμως συμπαράσταση πρέπει να συγκεκριμενοποιείται σε συμμετοχή σε διαδηλώσεις των απεργών και σε ομάδες περιφρούρησης της απεργίας, σε οικονομική βοήθεια η κι ακόμα  σε απεργιακή κινητοποίηση σε άλλους τόπους δουλειάς.  Στη συγκεκριμένη απεργία δεν έγινε στο  βαθμό και την έκταση που θα μπορούσαμε, όσοι εργαζόμενοι απομένουμε με τα σωματεία μας να συμπαρασταθούμε. Η δε συμπαράσταση του ΠΑΜΕ και του ΚΚΕ χρησιμοποιήθηκε από τον κυρίαρχο λόγο απαξιωτικά, ακριβώς γιατί έπαιρνε η συμπαράσταση χαρακτηριστικά ταξικής σύγκρουσης.
       Ανεξάρτητα  λοιπόν από την έκβαση των σημερινών συνομιλιών η νίκη είναι των απεργών  και αυτών που τους συμπαραστάθηκαν έμπρακτα και συγκεκριμένα, η ήττα είναι μόνο όλων των υπολοίπων  που ο φόβος μας έχει συρρικνώσει μέχρι εξαφανίσεως.

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

ΞΕΣΤΡΑΤΙΖΟΥΜΕ;


           «Σε σχέση με το βαρόμετρο Μαΐου, σχεδόν όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς καταγράφουν μείωση της δημοτικότητάς τους, ενώ αντίθετα όλα τα Δεξιά κόμματα ανεβαίνουν ή παραμένουν στάσιμα. Τη μεγαλύτερη άνοδο σε δημοτικότητα σημειώνει η Νέα Δημοκρατία (12%) ενώ αύξηση της τάξης του 8% καταγράφεται για τη Χρυσή Αυγή», υπογραμμίζει το νέο βαρόμετρο της Public Issue για την Καθημερινή και τον ΣΚΑΪ.
      Δεν έκλεισε ούτε μήνας από τις εκλογές, με μια κυβέρνηση χαμένη σε αρρώστιες και παραιτήσεις, που λειτουργεί όμως χάρη στον αυτόματο πιλότο του μνημονίου, και το εκλογικό σώμα  αρχίζει να αποκτά ξεκάθαρα την ταυτότητά του που τα ψευτοδιλήμματα  των εκλογών συσκότιζαν.
      Η κοινωνία συνεχώς συντηρητικοποιείται, ξεστρατίζει σε γνωστές από το παρελθόν  ατραπούς που οδηγούν στον εκφασισμό της.
        Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ  στη θέση  της αξιωματικής αντιπολίτευσης   είναι  μεν η πειστικότερη απόδειξη για την αλματώδη αύξηση της πολιτικής του δύναμης, αφού κατάφερε  να εισπράξει το μεγαλύτερο ποσοστό από το κοινωνικό υπόστρωμα του όποιου  λαϊκού ριζοσπαστισμού και της ανασύνθεσης της καπιταλιστικής εξουσίας, όχι όμως  για την αριστερή στροφή της κοινωνίας.
          Όταν η λαϊκή αγανάκτηση άρχισε να αναπτύσσεται   σαν ένας  αδιαμόρφωτος  αλλά σημαντικός αντίπαλος  της μνημονιακής πολιτικής, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δίστασε, με ένα νεφελώδη λόγο,  να συμπαραταχθεί,  γενικά και αόριστα, μαζί της, κατορθώνοντας να υπερκεράσει τελικά τις δυνάμεις της κομμουνιστικής αριστεράς.  Ταυτόχρονα, η λαϊκή αγανάκτηση σε συνδυασμό με την απαξίωση των  πρώην κομμάτων εξουσίας βρήκαν   άνετα  θέση στο ΣΥΡΙΖΑ, αφού ιδιαίτερα η απαξίωση  νομιμοποιείται από τον θεωρητικό λόγο του, ενώ γενικώς η αγανάκτηση  μπορεί  να διατηρεί  πάντα μια ιδιαίτερη σχέση με την πολιτική του,  που δεν έχει την ταξική  και ξεκάθαρη διάσταση   της πολιτικής  της κομμουνιστικής αριστεράς. Γι’ αυτό και ο  ΣΥΡΙΖΑ απρόθυμα χαράζει ευκρινώς την  πολιτική του για βασικά ζητήματα, όπως τις ιδιωτικοποιήσεις – από την απόλυτη άρνηση πέρασε στην πρόταση για αναπτυξιακές κοινοπραξίες.  Εξάλλου, ο θεωρητικός εκλεκτικισμός του μπορεί να εξυπηρετεί πολιτικές προτεραιότητες ευρύτερων και ίσως και ετερόκλητων  κοινωνικών ομάδων.   Δεν ήταν  επομένως  ο αριστερός λόγος που προσείλκυσε τους ψηφοφόρους, αλλά οι υποσχέσεις για επιτυχία στην καταγγελία του μνημονίου, για ακύρωση των αντεργατικών  μέτρων, που τις παρουσίαζε σαν βόλτα σε μεγάλες λεωφόρους. Γιατί, στις εκλογές οι περισσότεροι αναζητούσαν πολιτικούς σχηματισμούς που υπόσχονταν την πραγματοποίηση των επιθυμιών τους, πολλοί χωρίς να αντιλαμβάνονται καν τις διαφορές ανάμεσα τους.
           Στην ίδια δημοσκόπηση    η δημοτικότητα της ΔΗΜΑΡ φτάνει στο εντυπωσιακό 60% και η εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος σ’  αυτήν ισοψηφεί με  αυτή στον ΣΥΡΙΖΑ. Το εκλογικό σώμα φαίνεται να επιδοκιμάζει τη σύμπραξη  της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση Σαμαρά.
          Αν η προσδοκία  του εκλογικού σώματος για την αποστολή της αριστεράς περιορίζεται  αφενός στην ολοκλήρωση του εκσυγχρονισμού με τους όρους που υπαγορεύουν τα κυρίαρχα κέντρα εξουσίας  κι αφετέρου  στην ανάπτυξη και στη χώρα μας του καπιταλισμού όχι με στρεβλό  τρόπο και εξαρτημένο  αλλά  αυτοδύναμα και με βάσεις κοινωνικής δικαιοσύνης, τότε κανείς δε θα μπορούσε να  το χαρακτηρίσει αυτό το σώμα  αριστερό. Αυτή η προσδοκία αντιμάχεται  την ίδια την αριστερά, αν και δεν έρχεται σε αντίθεση ούτε με το ΣΥΡΙΖΑ ούτε πολύ περισσότερο με τη ΔΗΜΑΡ. Η ουσία του προβλήματος βρίσκεται  στον τρόπο με τον οποίο  η αριστερά αντιμάχεται τη σημερινή πολιτική όχι γιατί είναι ανάλγητη ή αποτυχημένη,  αλλά γιατί είναι καπιταλιστική, δηλ. κοινωνικά ανίκανη να εκφράσει την κοινωνική προοπτική της αριστεράς. Η επίκληση στην ανάπτυξη, σαν μέσο για ξεπέρασμα της κρίσης, και η πολεμική  ενάντια στο ΠΑΣΟΚ και τη Ν. Δ, για την έλλειψη μέριμνας στα μνημόνια για την ανάπτυξη,  δεν μπορεί να περιορίζεται επειδή  είναι ανύπαρκτη  ή στρεβλή,  αλλά γιατί είναι καπιταλιστική και κοινωνική ανάπηρη. Αποστολή της αριστεράς  δεν είναι το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης, ως αρωγός του έργου που εδώ και δυο χρόνια έχουν αναλάβει Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ, ως βοηθητικό προσωπικό του κυρίαρχου συστήματος.  Η ιστορική επιβίωση της αριστεράς εξαρτάται από το αν θα καταφέρει να οργανώσει  την αντιπαλότητά της προς την καπιταλιστική εξουσία και την πολιτική στρατηγική  που έχει επιβληθεί μέσω της Ν.Δ  και ΠΑΣΟΚ  και προς αυτό που πραγματικά εκπροσωπούν  και εκφράζουν.
         Η κομμουνιστική αριστερά προσπάθησε να αποκαλύψει την αφερεγγυότητα και αναξιοπιστία της πολιτικής κριτικής που δεν έθιγε την ουσία της, αναδεικνύοντας κομβικό σημείο της αντίδρασης την ταξική πάλη και προβάλλοντας μια άλλη πρόταση  και προοπτική στις λαϊκές δυνάμεις, που όμως,  με την αρωγή του συστήματος, συνάντησαν ευρεία δυσπιστία σε σχέση με το ρεαλιστικό τους χαρακτήρα.
        Ενα μήνα μετά τις εκλογές είμαστε σε αναμονή ή σε αποστρατεία;  Οι αντιδράσεις μας μέχρι τώρα ήταν αναιμικές, αρνούμαστε  την ύπαρξη ενός κέντρου  που να συντονίζει δραστηριότητες και να επεξεργάζεται τακτικές και στρατηγικές. Όλα να γίνονται αυτόνομα. Τι θα συμβεί απο δω και πέρα;
    Προς τα παρόν, συνεχίζουμε  να επαναλαμβάνουμε τα περί κοινωνικής συναίνεσης και εθνικής σωτηρίας.                
       Δεν    μπορεί όμως να  υπάρχει κοινωνική συναίνεση, εφόσον η περίοδος που περνάμε είναι περίοδος ωμής και απροσχημάτιστης επίθεσης του κεφαλαίου στα πιο στοιχειώδη δικαιώματα των εργαζομένων. Η συναίνεση χρησιμοποιείται,  ξεκινώντας από   τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού, τις διαδικασίες των  κοινοβουλευτικών αναμετρήσεων, τις σχέσεις δηλ. μεταξύ των κομμάτων, για να εξουδετερωθούν οι ταξικές συγκρούσεις  και να περιθωριοποιηθεί ο κομμουνιστικός λόγος,  Ούτε υπάρχει ζήτημα  εθνικής σωτηρίας, γιατί τα μέτρα που λαμβάνονται είναι καθαρά ταξικά και δεν αφορούν σε μόνο μια χώρα. Η εθνική σωτηρία χρησιμοποιείται για να υπερκεραστούν οι ταξικές διαφορές, να μετατεθεί το πεδίο της αντιπαλότητας και να αποκτήσει ερείσματα ο φασιστικός λόγος.
    Μοιάζει σαν να  έχουμε ξεστρατίσει. Όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης ξεχαστήκαμε. Όλα τα θεωρήσαμε εύκολα, μετρήσιμα, με κριτήριο το άμεσο  όφελος, και συνεχίζουμε να αντιδρούμε με τον ίδιο τρόπο, ενώ άλλαξαν άρδην οι συνθήκες. Συνεχίζουμε να πιστεύουμε στις ίδιες υποσχέσεις της ίδιας πολιτικής αντίληψης και δεν σταθμίζουμε τις ταξικές και κοινωνικές συντεταγμένες στον καθορισμό της πολιτικής.

Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΕΑΜ;

               Σύμφωνα με την απόφαση της Πανελλαδικής Συντονιστικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, για την αποτίμηση των εκλογών,  εκτιμά ότι το χαμηλό εκλογικό ποσοστό του ΚΚΕ ήρθε εξαιτίας της «αντιενωτικής πολιτικής του και της σεχταριστικής στάσης πολιτικής απομόνωσης..» ενώ θεωρεί ότι  «η ηγεσία του ΚΚΕ εγκλωβίστηκε σε μια ανάλυση που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία ο εγχώριος και ο ευρωπαϊκός αστισμός θα επιχειρούσε τη διαμόρφωση μιας νέας συναίνεσης με τα λαϊκά στρώματα μέσα από ένα νέο είδος σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης και αντιτάχθηκε στη δυναμική του αιτήματος για κυβέρνηση της Αριστεράς».  
             Δεν είναι μόνο και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ  που κατηγορεί το ΚΚΕ για την άρνηση συνεργασίας όλων των αυτοαποκαλούμενων αριστερών. Από διάφορες κατευθύνσεις  περίσσεψαν οι κριτικές στο ΚΚΕ που επιμένει στον …  απομονωτισμό του, ενώ η αριστερά έχει «κουλτούρα» συνεργασίας, από τον καιρό του ΕΑΜ. Και φυσικά  όλοι όσοι δηλώνουν  αντιμνημονιακοί δεν παραλείπουν  να μιλούν για δημιουργία νέου ΕΑΜ,  όλοι μαζί αγαπημένοι,  τουλάχιστον εξαιρείται η Χρυσή Αυγή.
              Και αναρωτιέται κανείς σε ποιο ΕΑΜ  γίνεται αναφορά,  αν από κείνο το ΕΑΜ  της αντίστασης έχει μείνει  σήμερα τίποτε άλλο  από το όνομα, έτσι,  για …  ιδεολογική παραπλάνηση.
            Στα χρόνια εκείνα της ναζιστικής κατοχής, ένα ταξικό και διεθνιστικό κόμμα, το ΚΚΕ, παίρνει  την πρωτοβουλία σε ένα μεγάλο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.  Η φαινομενική  αντινομία ανάμεσα στο χαρακτήρα του κόμματος και τη δράση του,  πολλές φορές  χρησιμοποιήθηκε για ενίσχυση της εναντίον του πολιτικής, ενώ αντίθετα στις μέρες μας λησμονείται  αυτή η  φαινομενική αντινομία,  για να υποστηριχτεί η υποχρέωση του ΚΚΕ να συμμετάσχει σε συσπείρωση πλήρως αποχρωματισμένη ταξικά.
            Την εποχή εκείνη είναι αλήθεια ότι η άνοδος του Χίτλερ κατευθύνει  τα κομμουνιστικά κόμματα στην αναζήτηση αντιχιτλερικών συμμάχων, ανεξάρτητα από την  ταξική τους τοποθέτηση, και στην επιδίωξη  σύστασης αντιφασιστικών μετώπων, τόσο στη βάση όσο και στην κορυφή. Η κομμουνιστική ηγεσία τότε  επιχειρεί να δώσει στο ΕΑΜ τη μορφή  ενωτικού  μετώπου, που ξεκινά από τη βάση,  με έκκληση   προς όλες  τις τάξεις του ελληνικού λαού,  δίχως διακρίσεις, να προσχωρήσουν  στις τάξεις του και με παράλληλη προσέγγιση και προς τους αστούς πολιτικούς ηγέτες.
           Αν τελικά το  ΕΑΜ παίρνει  τη μορφή  ενιαίου μετώπου  μόνο στη βάση του  αυτό  ίσως  δεν οφείλεται σε καθαρή επιλογή του ΚΚΕ,  αλλά στη μωρία και τον καιροσκοπισμό της τότε αστικής τάξης, σαν τάξης όχι σαν άτομα,  που διάλεξε την εύκολη  λύση της αναμονής και της αποχής. Η εργατική  τάξη λοιπόν  και η αγροτιά  αναλαμβάνει να εκπληρώσει και τα εθνικά καθήκοντα που άφησε έκθετα  η αποστασία των αστών. Εκείνη την εποχή πετυχαίνεται η μεταφορά του σχήματος του ταξικού συνασπισμού εργατών – αγροτών εναντίον  των αστών από το κοινωνικό   και  στο εθνικό πια πεδίο.  
            Η αποχή των αστών  πολιτικών δεν ήταν παρά  εκδήλωση μιας πολύ βαθύτερης ταξικής συμπεριφοράς, εφόσον και στη κατοχή ο κόσμος των αστών είχε αρκετή ελευθερία να ασκεί την πολιτική του όχι όμως και να άρχει. Η  ελληνική αστική τάξη, σαν τάξη,  υπήρχε κίνδυνος, υπό τη γερμανική κατοχή, να διαλυθεί, ή τουλάχιστον να συρρικνωθεί, αν δεν μπορούσε να εξουσιάζει και ελέγχει, γιατί μια   άρχουσα τάξη     που  δεν εξουσιάζει καταδικάζεται σε αποσύνθεση. Για να συνεχίσει  επομένως  να εξουσιάζει  σε συνθήκες  γερμανικής κατοχής, είχε ανάγκη από τη γερμανική σύμπραξη.  Η πλειοψηφία λοιπόν  των αστών προτίμησαν να είναι  η συνεργάτες ή αμέτοχοι, με τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ’  αυτά τα δυο ακαθόριστη και κυμαινόμενη.
          Αντίθετα  όμως με την αστική τάξη, η ύπαρξη της εργατικής τάξης και της πολυπληθούς  αγροτιάς δεν βρισκόταν σε εξάρτηση από τη συνεργασία με τους κατακτητές, ενώ η αντιστασιακή δράση ακριβώς τόνωνε συχνά  την ταξική τους συνοχή και  ανέβαζε την  ταξική τους συνείδηση. Οι αγώνες για μισθούς, μεροκάματα,  παροχή τροφίμων, ακύρωση πολιτικής επιστράτευσης,  δηλ. αγώνες με καθαρά προλεταριακό χαρακτήρα, δημιούργησαν  τη βάση για το μεγάλο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στις πόλεις, ενώ το αντάρτικο στην ύπαιθρο ξεκινά πολλές φορές  με συγκρούσεις εναντίον των κατακτητών για διαφύλαξη της παραγωγής.
           Με τον καιροσκοπισμό  ή  και την ανοιχτή συνεργασία των αστών,  επιστεγασμένη μάλιστα  με   την αποχή    από τον αγώνα του συνόλου ουσιαστικά του αστικού πολιτικού κόσμου, και τη διαμετρικά αντίθετη αγωνιστική στάση της εργατικής τάξης,  ο εθνικοαπελευθερωτικός  αγώνας πήρε βασικά ταξικά χαρακτηριστικά.      Η εθνική ενότητα λοιπόν του ΕΑΜ ήταν η ενότητα που επέβαλλε εκ των πραγμάτων  ο συνασπισμός των εργατών και αγροτών  στην ελληνική κοινωνία, με την αστική τάξη ή αποτραβηγμένη στο περιθώριο ή αντίπαλη, αλλά ουσιαστικά ανίσχυρη και ικανή μόνο να προσφεύγει στην προστασία πότε των γερμανών και πότε  των άγγλων για να διασφαλίσει το μέλλον της.  Γι’  αυτό ήδη από τα χρόνια της κατοχής γερμανοί και  έλληνες αστοί συναντήθηκαν σε ένα κοινό σημείο, ότι οι κυριότερος κίνδυνος ήταν ο κομμουνισμός.
          Στις συνθήκες εκείνες λοιπόν  τα εθνικά και ταξικά στοιχεία  στην πολιτική του ΚΚΕ  δεν βρίσκονται σε δυσαρμονία. Το μέτωπο των κοινωνικών αλλαγών το άνοιγε η ίδια η ταξική υφή του ΕΑΜ που προκαθόριζε και  τη  μελλοντική εξαφάνιση  του αστικού καθεστώτος  σε περίπτωση που θα επικρατούσε πολιτικά μετά την απελευθέρωση. Γι’  αυτό ήδη και πριν την απελευθέρωση το ΚΚΕ είναι ο στόχος των άγγλων και των  ελλήνων αστών πολιτικών.
          Στις μέρες μας προβάλλεται η ιδέα της εθνικής ενότητας που αποβλέπει όχι απλώς σε έναν ταξικό συμβιβασμό, αλλά στην εξουδετέρωση κάθε ταξικής διεκδίκησης. Και επειδή  σε κάθε κοινωνία   η κυρίαρχη αντίληψη παράγει το παρελθόν και το γράφει και  το  ξαναγράφει με  διαφορετικό τρόπο, η αναφορά στο ΕΑΜ γίνεται με την οπτική  της κυρίαρχης τάξης.  Προτείνεται λοιπόν μια συγκεκριμένη εικόνα και  ερμηνεία  του παρελθόντος που βολεύει  στην παρούσα συγκυρία. Σε μια στιγμή που οι κοινωνικές συγκρούσεις, εκ των πραγμάτων, μπορεί να πάρουν οξύτατη μορφή η αναφορά  σε ένα ΕΑΜ ενωτικό,  διαταξικό, εθνικό, που ενώνει όλους τους έλληνες εναντίον κάποιων κακών ξένων  δίνει ένα ιδεολογικό πρότυπο  ενός  πολιτικού αγώνα απονευρωμένου από ταξικές διαμάχες και ρήξεις με το κυρίαρχο σύστημα.  
         Έτσι συρρικνώνεται έως εξαφάνισης η ιδεολογική και κοινωνική λειτουργία του  επαναστατικού εκείνου παρελθόντος στις συνειδήσεις των ανθρώπων.  Καλή η αντίσταση κατά του κατακτητή, αλλά όλα τα άλλα ήταν λάθος . Αποσιωπάται, αν δεν καταδικάζεται, η επαναστατική δράση της εργατικής τάξης και αγροτιάς και, με τη νέα ερμηνεία που δίνεται στη δημιουργία του  ΕΑΜ  από την κυρίαρχη αντίληψη, θέλει όλοι να  πιστέψουμε   ότι στο τέλος η πραγματοποίηση  μιας δίκαιης κοινωνίας, όχι βέβαια κομμουνιστικής,  επαφίεται  απλώς στην καλή θέληση όλων των ανθρώπων, εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων.

Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΤΑ ΙΔΙΑ…

         Καθώς τα προβλήματα όσο περνά ο καιρός διογκώνονται και πολλαπλασιάζονται δεν μπορεί ο καθένας πια  μόνος του να βρει τη θέση του  ως προς αυτά,  μόνο με όποια μέσα μπορεί να διαθέσει, δηλ. κατά κανόνα με τα εφόδια που του παρέχουν  η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τα τυχαία συνήθως επεισόδια της προσωπικής του πολιτικής διαδρομής.
         Οσο  λοιπόν συνεχίζουμε να δεχόμαστε το κοσμοείδωλο που οι κυρίαρχες ιδεολογίες μας προσφέρουν για να δούμε τον εαυτό μας,  καμωμένο με τις πολιτικές και κοινωνικές ανάγκες ηγετικών ομάδων που βρίσκονται μακριά από τις αγωνιστικές διεκδικήσεις των υποτελών τάξεων, θα είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
              Η οργή και η αγανάκτηση εξαντλήθηκαν στις  εκλογές της 6ης Μαΐου, ενώ με τις τελευταίες  εκλογές εναποθέσαμε ξανά την  ευθύνη της διακυβέρνησης στα  δύο κόμματα εξουσίας της μεταπολίτευσης, που η ΔΗΜΑΡ μετά τα  «νάζια» της 6ης Μαΐου προσχώρησε, και τις ελπίδες μας για βελτίωση της κατάστασης στο ΣΥΡΙΖΑ. Η νέα μορφή του δικομματισμού ήρθε κι … έδεσε.  Το δείχνει και η  δημοσκόπηση στην Εφημερίδα Επενδυτής, όπου η κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ έχει την αποδοχή του 57% των ερωτηθέντων, ενώ το 55% των πολιτών έχει θετική εκτίμηση για τον Αντώνη Σαμαρά.
       Στη βουλή ξαναζούμε επανάληψη των θεατρικών δρώμενων των τελευταίων δυο ετών, κι ας έχουν αλλάξει οι πρωταγωνιστές.
          Ο πρωθυπουργός,  Α. Σαμαράς, ανέφερε κατά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων,  ότι περιλαμβάνονται στις προτεραιότητες της κυβέρνησης αποκρατικοποιήσεις, συγχωνεύσεις οργανισμών και φορέων του Δημοσίου ξεμπλοκάρισμα των πόρων του ΕΣΠΑ και μέτρα για τη στήριξη της ρευστότητας και αρίθμησε σε εννιά τα βήματα  που δείχνουν την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης.
    Οι   προεκλογικές υποσχέσεις της για επαναδιαπραγμάτευση  του μνημονίου θα πραγματοποιηθούν αφού …  εφαρμοστεί το μνημόνιο και ξεπουληθεί  σύμπασα η ελληνική επικράτεια.
           Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Α. Τσίπρας, ανταποκρινόμενος στο ρόλο του, χαρακτήρισε τη χθεσινή ομιλία Σαμαρά ως «αγγελτήριο πωλήσεων γης και ακινήτων» και έκανε λόγο για «ανάγνωση γενικού πωλητηρίου της Ελλάδας» που έχει αναρτηθεί «στις δανείστριες χώρες». Χαρακτήρισε «φιάσκο για την Ελλάδα» τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της 29ης Ιουνίου, υποστηρίζοντας ότι η ελληνική πλευρά θα έπρεπε να ζητήσει απαλοιφή από το δημόσιο χρέος του ποσού που διατέθηκε για την ανακεφαλαιοποίηση των εγχώριων τραπεζών, αριθμώντας αυτός  σε τέσσερις  τις βασικές προϋποθέσεις για ξεβάλτωμα της χώρας
            Οι προεκλογικές επαναστατικές κορώνες της αξιωματικής αντιπολίτευσης συρρικνώθηκαν στην  απαίτησή της  να εφαρμοστεί  η απόφαση  για την Ισπανία της Συνόδου Κορυφής και στην Ελλάδα και στην απειλή της για  τους επίδοξους αγοραστές της δημόσιας περιουσίας.
         Όλα συνεχίζουν ακριβώς από κει που σταμάτησαν την 5η Μαΐου.  Η κυρίαρχη τάξη  φαίνεται να κερδίζει αλλεπάλληλες μάχες επιλέγοντας και προβάλλοντας διαφορετικό  κάθε φορά πεδίο αντιπαλότητας, εύκολα διαχειρίσιμο, ( ΠΑΣΟΚ ενάντια στην Ν.Δ, εντός Ευρωπαϊκής Ενωσης ή εκτός κλπ.) και παρασύροντας την πλειοψηφία του λαού,  στην προσπάθειά της να πετύχει την τελική νίκη, που είναι η καταβαράθρωση των υποτελών τάξεων. Η εύκολη δημαγωγία για βελτίωση της κατάστασης  απλώς προηγήθηκε  και πάλι της αυταρχικής απαρέγκλιτης εφαρμογής των οικονομικών προγραμμάτων, που έχουν επιβληθεί εδώ και δυο χρόνια, χωρίς να είναι προφανής η διαδικασία της ανάκαμψης η βελτίωση των βασικών οικονομικών μεγεθών που υποσχέθηκαν απαξάπαντες οι διεκδικητές της εξουσίας.
         Αυτά τα δυο χρόνια  προσφιλής μας θεωρία στα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα έχει γίνει εκείνη της ρευστότητας, που στηρίζεται στην παραδοχή ότι η ελληνική κοινωνία είναι μεταβαλλόμενη και εν τέλει ρευστή, σε καμιά περίπτωση ταξική, και το οικονομικό περιβάλλον απροσδιόριστο κι ανεξέλεγκτο.  Με βάση αυτή τη θεωρία προκρίνονται χειρισμοί  που φέρνουν τη σφραγίδα του τακτικού ελιγμού, του αιφνιδιασμού και της χειραγώγησης του λαού μέσα  από την καταχρηστική και συχνά παραπλανητική λειτουργία των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Τα  κόμματα  λοιπόν  ως πολιτικοί οργανισμοί και η κυβέρνηση ως κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας θεωρείται ότι δεν πρέπει να παγιδευτούν σε αποκρυσταλλωμένα σχήματα ή στρατηγικές αγκυλώσεις, διότι με αυτό τον τρόπο θα χάσουν την ικανότητα της συνεχούς προσαρμογής που απαιτεί το ρευστό περιβάλλον. Έτσι  δικαιολογούνται  οι μεταμορφώσεις των κομμάτων  εξουσίας  πριν και μετά τις εκλογές.
        Οι εκλογές  πάλι ήταν το μέσο που χρησιμοποιήθηκε για να χειραγωγηθεί επιδέξια το εκλογικό σώμα και   να συνεχίζεται να καλλιεργείται η ρευστότητα που μας περιτριγυρίζει. Συγκυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση με ποικίλους τακτικούς ελιγμούς, άλλοτε  λιγότερο άλλοτε  περισσότερο, φροντίζουν να μη συντριβούν τα θεμελιώδη πολιτικά ερείσματα που συγκροτούν και αναπαράγουν την κοινωνικά αναγκαία συναίνεση για την πραγματοποίηση του στρατηγικού  στόχου, παραμονή στην ευρωζώνη με κάθε κόστος, πάει να πει αποδοχή της καπιταλιστικής λογικής σε όλα τα επίπεδα.
         Με την νέα αξιωματική αντιπολίτευση και την ανανέωση του πολιτικού σκηνικού, το αποτέλεσμα  που επιδιώκεται  είναι η αναχαίτιση της κοινωνικής ανησυχίας, η αδρανοποίηση του δυναμισμού του μαζικού κινήματος, η εγκατάλειψη της προσπάθειας αντιμετώπισης  της κατάστασης στα χέρια πολιτικών που θα δρουν εξ ονόματός του.  Η πολιτική αντίληψη όμως που δεν σταθμίζει τις ταξικές και κοινωνικές συντεταγμένες στον καθορισμό της πολιτικής και αρκείται σε αγώνες οπισθοφυλακής που δεν υπερβαίνουν τα πλαίσια του συστήματος, συντηρεί ουσιαστικά  αυτά τα πλαίσια.