Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

ΠΕΡΙ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Η διαπίστωση, στην ομιλία του στη  ΔΕΘ του Κ. Μητσοτάκη πως μια κοινωνία χωρίς ανισότητες είναι αντίθετη στην ανθρώπινη φύση και ότι έτσι καταστρατηγείται η ίδια η δημοκρατία και τα ατομικά δικαιώματα, έδωσε ευκαιρία στο ΣΥΡΙΖΑνα ανακαλύψει διαχωριστικές γραμμές με τη Ν. Δημοκρατία για να μπορεί ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας, στο περιφερειακό συνέδριο Κρήτης, να χρεώσει στην αξιωματική αντιπολίτευση  την εκπροσώπηση των λίγων και ισχυρών, και να ανακαλύψει στις δικές του πολιτικές τον αγώνα εναντίον των ανισοτήτων.
             Αν και η έννοια της ισότητας έχει διαφορετικό περιεχόμενο στις διάφορες ιστορικές εποχές και στις διάφορες τάξεις, μπορεί όμως πάντα να χρησιμοποιηθεί σαν  ένα δημαγωγικό όπλο παραπλάνησης των λαϊκών μαζών, γιατί η  κοινωνική ισότητα ήταν ένα από τα βασικά ιδανικά μαζί με την ελευθερία για ένα δίκαιο κοινωνικό σύστημα. Εξάλλου το σύνθημα της ισότητας αποτέλεσε μια από τις κινητήριες δυνάμεις στην εποχή  του επαναστατικού αγώνα της αστικής τάξης εναντίον της φεουδαρχίας. Η κατάκτηση της  αστικής ισότητας, ακόμα κι αυτή η αφηρημένη ήταν επαναστατική σε σύγκριση με τις ιεραρχίες της φεουδαρχίας,  δεν έχει παρά τυπική μορφή, είναι ισότητα απέναντι στο νόμο, είναι ισότητα  δικαιωμάτων πάνω στο θεσμό της ατομικής  ιδιοκτησίας, ενώ μένουν ανέπαφες η οικονομική ανισότητα, η πολιτική ανισότητα. Και η τυπική ισότητά μας ως ψηφοφόρων και πολιτών εξυπηρετεί τη συσκότιση των πραγματικών ανισοτήτων ως προς τον πλούτο και την κοινωνική τάξη.
            Η αστική ισονομία βρίσκει την εφαρμογή της στην παρουσία στην αγορά ελεύθερης εργατικής δύναμης, που είναι όρος ύπαρξης της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας,  και το δικαίωμα να πουλιέται και να αγοράζεται η δύναμη αυτή. Στον καπιταλισμό από τη στιγμή που δεν αμφισβητείται η κυριαρχία της αγοράς το κάθε άτομο θα πρέπει να αμείβεται με βάση την εξατομικευμένη συμβολή του στην παραγωγή. Η κοινωνική ανισότητα λοιπόν εμφανίζεται ως δεδομένο και φυσικό στοιχείο, προϋπόθεση μάλιστα αναγκαία της ανάπτυξης του κοινωνικού συστήματος. Από τη στιγμή που η κοινωνικοοικονομική ανισότητα αποτελεί την  κινητήρια δύναμη της αγοράς ηθικά πρέπει να παραμείνει αλώβητη και γι’ αυτό πρέπει να  εμφανίζεται η καπιταλιστική κοινωνία γενναιόδωρη και επιεικής με τη δημιουργία στοιχειωδών δικτύων ασφάλειας για την επιβίωση των εξαθλιωμένων.   Αυτό λοιπόν που επιδιώκεται δεν είναι έστω ο μετριασμός   των κοινωνικών ανισοτήτων γενικά, αλλά μεθοδεύεται μόνο η κατά το δυνατόν άμβλυνση των πιο ακραίων παρενεργειών των ανισοτήτων αυτών με την προώθηση μιας κοινωνικής αλληλεγγύης και δικαιοσύνης για να αποφευχθούν οι χειρότερες παρενέργειες. Εξάλλου, επειδή αυτού του είδους η ισονομία καταλήγει να συμβιβάζεται με την αύξηση της αθλιότητας, η υπόσχεση της ισότητας δεν εγκαταλείπεται βεβαίως, αλλά ταυτίζεται με το ιδεολόγημα των ίσων ευκαιριών, επιχειρώντας τη γεφύρωση της  απόστασης ανάμεσα στις επαγγελλόμενες αξιακές αφετηρίες του και τον μετασχηματισμό τους στην πραγματικότητα. Γιατί κι αν  οι άνθρωποι δεν έχουν ίσες ικανότητες και δυνάμεις δεν είναι όμως κυρίως και μόνο οι βιολογικές ικανότητες ή μειονεξίες που  προδιαγράφουν τις κοινωνικές συμπεριφορές που αναπτύσσονται και αξιοποιούνται ανεξάρτητα από το κοινωνικό  περιβάλλον,  που είναι αυτό το οποίο παίζει καθοριστικό ρόλο για την άνιση παράταξη στην αφετηρία του κοινωνικού ανταγωνισμού. Το ιδεολόγημα της ισότητας των ευκαιριών που δικαιώνει και την κοινωνική αξιοκρατία, στηρίζεται στην αντίληψη πως ο καθένας δικαιούται να καρπούται όλα τα οφέλη που μπορεί να δρέψει ανεξάρτητα από το τι κάνουν οι άλλοι, για να γίνεται αποδεκτή ακόμα και η κοινωνική εξαθλίωση σαν συνέπεια ατομικής ανικανότητας.
           Είναι πολύ δύσκολο να αποκοπούμε από την αντίληψη όχι της αποδοχής των εγγενών ανισοτήτων μεταξύ των ανθρώπων όσο της αξιολόγησης και ιεράρχησης, με ποσοτικές μετρήσεις που αντιστοιχούν σε ανταλλακτική αξία, των ανθρώπων με βάση ικανότητες και μειονεξίες  που είναι στην ουσία ο πυρήνας της ιδεολογίας του καπιταλισμού και  δικαιώνει την εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων των εργαζομένων. Δηλ. κι  αν θεωρούμε φυσικό την ύπαρξη άνισων εγγενών ικανοτήτων μεταξύ των ανθρώπων η αξιολόγησή τους σ’ ένα καπιταλιστικό περιβάλλον γίνεται με όρους και κριτήρια του καπιταλισμού που εδραιώνουν την εκμεταλλευτική ταξική του ανισότητα. Γιατί αν κάθε  άτομο αναπτύσσει ένα διαφορετικό από άλλα άτομα και απροσδιόριστο σύνολο ικανοτήτων η  διεύρυνση και αξιολόγηση αυτών των ικανοτήτων στο μέγιστο βαθμό εξαρτάται από συνιστώσες του κοινωνικού περιβάλλοντος.
                Με τον όρο ισότητα  ο μαρξισμός εννοεί την πλήρη εξάλειψη των τάξεων και τη δημιουργία των συνθηκών για την ολόπλευρη ανάπτυξη όλων των μελών της κοινωνίας.  Αυθεντική ισότητα δεν σημαίνει να αντιμετωπίζονται οι  πάντες ως ίδιοι, αλλά να καλύπτονται εξίσου οι  διαφορετικές ανάγκες τους. Μόνο που δεν μπορείς να μετρήσεις τις ανάγκες με το ίδιο μέτρο. Γι’ αυτό προϋπόθεση επίτευξη της ισότητας είναι η αφθονία των αγαθών, εξασφαλίζοντας έτσι ότι όλοι οι άνθρωποι θα έχουν άφθονους πόρους για μια ευημερούσα ζωή μετά την ολοκληρωτική κατάργηση της ταξικής κοινωνίας.
                  Ο Μαρξ πίστευε ότι καθένας πρέπει να έχει ίσο δικαίωμα στην αυτοπραγμάτωση και την ενεργητική συμμετοχή στη διαμόρφωση της κοινωνικής ζωής. Πρέπει  λοιπόν να καταργηθούν οι ανισότητες στο βαθμό που εμποδίζουν την επίτευξη αυτού του σκοπού και δεν επιτρέπουν στο κάθε άτομο να ευημερήσει ως μοναδική ατομικότητα. «Στη θέση της παλιάς αστικής κοινωνίας, με τις τάξεις και τις ταξικές της αντιθέσεις, έρχεται μια ένωση όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων»

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ



Στις γερμανικές εκλογές το ακροδεξιό κόμμα, (είναι που απαγορεύονται τα ναζιστικά κόμματα) "Η εναλλακτική για τη Γερμανία", για πρώτη φορά μετά από 60 χρόνια, με ποσοστό 13,5% εισέρχεται  στη Γερμανική Βουλή.
 Η ειδησεογραφία αναφέρει πως η άνοδος του δεν ανησυχεί τους επενδυτές γιατί δεν το θεωρούν απειλή για τη σταθερότητα, αφού από τις εκλογές προκύπτει μια ακόμα κυβέρνηση συνασπισμού υπό την ηγεσία της Α. Μέρκελ, η οποία θεωρείται «πυλώνας σταθερότητας στη Γερμανία και την Ευρωζώνη».
Βέβαια, τα ηχηρά για πολιτικό σεισμό  στη Γερμανία και πάγωμα  της Ευρώπης  από το εκλογικό ποσοστό των φασιστών δεν λείπουν, αλλά  και η προσπάθεια καθησυχασμού των συνεπειών απ’ αυτό το ποσοστό, όπως  η δήλωση  από ένα εκ των επικεφαλής του πως δεν είναι ακροδεξιό κι εξτρεμιστικό κόμμα και  καλύπτουν το χώρο που παλιότερα κάλυπτε ο χριστιανοδημοκρατικό κόμμα της Α. Μέρκελ, ή του  αντιπροέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας της Χριστιανικής Ένωσης που  δήλωσε ότι δεν θα πρέπει να θεωρούνται όλοι οι ψηφοφόροι του  "Η Εναλλακτική για τη Γερμανία" (AfD) ναζιστές. Το πολιτικό σύστημα προσαρμόζεται και  το ηττημένο SPD δεν θα συμμετάσχει στον κυβερνητικό συνασπισμό μένοντας στην θέση της αντιπολίτευσης που διαφορετικά θα είχε το ακροδεξιό κόμμα.
 Σ’ όλη την Ευρώπη αποδεικνύεται και στον πιο καλόπιστο  πια πως οι εκλογές χρησιμοποιούνται σαν ιδεολογικό όπλο του συστήματος, όπου αναβαπτίζει τη νομιμότητά του χωρίς ν’ αλλάζει τις στρατηγικές του θέσεις.  Η διολίσθηση του εκλογικού σώματος σε ακροδεξιές και φασιστικές επιλογές μεθοδεύεται χρόνια τώρα, με τον εκθειασμό μιας συναίνεσης που επικαλύπτει την πάλη ανάμεσα σε τάξεις, τα συμφέροντα των οποίων είναι ασυμβίβαστα, με  την άμβλυνση των πολιτικών διαχωρισμών αφού σε μια ευνομούμενη δημοκρατία πρέπει να υπάρχουν μόνο κοινά συμφέροντα,  με την αναθεώρηση της ιστορίας του β παγκοσμίου πολέμου και την ταύτιση κομμουνισμού –ναζισμού, με τον ναζισμό να απενοχοποιείται, με τη διεύρυνση οικονομικών ανισοτήτων και την αδυναμία σύλληψης της φύσης και της αιτίας τους που αποδίδονται κυρίως στους μετανάστες. Είναι λοιπόν τουλάχιστον υποκριτικό οι αστικές κυβερνήσεις της Ευρώπης  να εκπλήσσονται  για τα υψηλά ποσοστά φασιστικών κομμάτων όταν όλη η πολιτική τους  όχι μόνο τα προκάλεσε αλλά είναι οι ίδιες που πολιτικά τα  νομιμοποίησαν.  
         Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, δεν βρισκόμαστε στον μεσοπόλεμο. Αν όμως με τέτοια σχολαστικότητα  αναθεωρείται η  ιστορία είναι για να μην αναδειχτεί ο στενός δεσμός του φασισμού με τον καπιταλισμό, να μην διερευνηθούν οι αιτίες επιβολής του, να συκοφαντηθεί ο κομμουνισμός που τον πολέμησε. Κατά τον κυρίαρχο λόγο, η τρομοκρατική φύση του ναζιστικού καθεστώτος επικεντρώθηκε στο πρόσωπο του Χίτλερ και κυριαρχώντας στην πολιτική και ιστορική επιστήμη η θεωρία του ολοκληρωτισμού, που έπρεπε να περιλαμβάνει και τη Σοβιετική Ενωση του Στάλιν,  με έμφαση στην τρομοκρατία και την καταστολή  για τον έλεγχο του συνόλου της κοινωνίας, ταύτιζε τον φασισμό με ανελέητη καταπίεση από κτηνώδεις κυβερνήτες αφήνοντας στο σκοτάδι τη σχέση του με τον ίδιο τον καπιταλισμό. Η λεγόμενη αναθεώρηση της ιστορίας, που δεν είναι άλλο από παραποίηση, με αθώωση των φασιστών και ενοχοποίηση της αντίστασης σ’ αυτούς, η περιφρόνηση σε κρίσιμες αποφάσεις της λαϊκής βούληση, η αύξηση της ανασφάλειας, η στοχοποίηση για όλες τις συμφορές των  μεταναστών και προσφύγων, η οικονομική εξαθλίωση  που κυοφορούν τον φασισμό είναι  έργο των δημοκρατικών κυβερνήσεων της Ευρώπης. Το καπιταλιστικό σύστημα επιστρατεύει όλα τα μέσα που διαθέτει για την επιβίωσή του. Και ο φασισμός συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτά.
        Και βέβαια δεν είναι σύμπτωση. Σ’  όλο το Δυτικό κόσμο της αστικής δημοκρατίας ακροδεξιά μορφώματα της βγάζουν τη γλώσσα και οι αστοί δημοκράτες τα χρησιμοποιούν για φόβητρο στους λαούς τους για να μην αντιδρούν στις επιλογές τους που τους εξαθλιώνουν. Η συναίνεση των αστικών κομμάτων, κατασυκοφάντησε την  κομμουνιστική προοπτική,  εξουδετέρωσε  κάθε αντιπαράθεση διακριτών κοινωνικοοικονομικών προγραμμάτων και  κατέστησε άκυρη κάθε προσπάθεια για διαμόρφωση πολιτικών εναλλακτικών επιλογών. Κι έτσι δόθηκε χώρος για τα φασιστικά κόμματα να παρουσιαστούν ως υπέρμαχοι των συμφερόντων του λαού που τα υπόλοιπα κόμματα δεν υπερασπίζονται. Το θέμα των μεταναστών έγινε κεντρικό και οι πραγματικές αιτίες της εξαθλίωσης συσκοτίζονται πλήρως. Ο φασισμός στην υπηρεσία του καπιταλισμού με τους αστούς πολιτικούς να δηλώνουν άγνοια και να επιμένουν πως τον πολεμούν. Η καγκελάριος Μέρκελ στην τηλεοπτική συζήτηση με τους επικεφαλής των κομμάτων, κατά την ειδησεογραφία, παραδέχτηκε ότι δεν υπήρχαν άλλες εναλλακτικές το 2015 στο απόγειο της μεταναστευτικής κρίσης, επιμένοντας στην πολιτική των ανοικτών θυρών, ενώ στο θέμα της ασφάλειας υπογράμμισε πως έχουν πολύ δουλειά. Προβλήματα της κοινωνίας αναδεικνύονται αυτά που ορίζουν τα φασιστικά  κόμματα, χωρίς να αναζητούνται οι αιτίες που τα δημιουργούν, χωρίς να θίγεται ο καπιταλιστικός τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας.
           Και οι μικροαστοί και μεσοαστοί ανά την Ευρώπη με τον στενό πολιτικό τους ορίζοντα, με τον διακαή πόθο να διεισδύσουν στην προνομιούχα μειοψηφία, με τον ατομικισμό τους, την ανασφάλειά τους για τη μικρή τους ιδιοκτησία δεν είναι δύσκολο να ενδώσουν στη δημαγωγία των πιο αντιδραστικών κύκλων της αστικής τάξης και να αφεθούν στην προπαγάνδα της που τους οδηγεί στον φασισμό. Και μην ξεχνάμε αν υπήρχε τέτοιο ρεύμα υπέρ του ναζισμού και μεγάλα τμήματα της κοινωνίας συντονίστηκαν με τις φυλετικές και επεκτατικές πολιτικές του δεν ήταν μόνο η ναζιστική προπαγάνδα και τρομοκρατία, αλλά και η εξαγορά τους από το καθεστώς που τους εξασφάλιζε ένα επίπεδο διαβίωσης που διατηρούνταν από τη λεηλασία  αυτών που χαρακτηρίζονταν κατώτεροι και των υπό κατοχή χωρών.

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΑ



Στο Σαρωνικό προκλήθηκε μεγάλη περιβαλλοντική ζημιά από τη βύθιση του αγκυροβολημένου δεξαμενόπλοιου Αγία Ζώνη ΙΙ, φορτωμένο με 2570 τόνους καύσιμα.        
Στη δε Χαλκιδική, σχεδόν δυο δεκαετίες κρατούν οι αντιδράσεις των κατοίκων της περιοχής, κατά των εξορύξεων για την ανυπολόγιστη περιβαλλοντική καταστροφή που αυτές προκαλούν. Εν μέσω λεονταρισμών του υπουργού Γ. Σταθάκη και απειλών, για άλλη μια φορά,  της  εταιρείας Eldorado Gold περί αναστολής εργασιών της έχουν ήδη εκδοθεί οι απαιτούμενες άδειες από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας στο Μεταλλείο Ολυμπιάδας, ενώ κατά δήλωση του υπουργού οι εκκρεμότητες στις Σκουριές, μέθοδος μεταλλουργίας,  θα κλείσουν με διαιτησία.
Για τη ρύπανση στο Σαρωνικό  η μείζονα αντιπολίτευση εστίασε την κριτική της στην καθυστερημένη και ανεπαρκή αντίδραση   της  κυβέρνησης, ενώ σχετικά με την Eldorado και τις απειλές αποχώρησής της τα αστικά κόμματα ξέσπασαν εναντίον της κυβέρνησης που τρέπει σε φυγή τους επενδυτές. Αυτό που ενδιαφέρει είναι τα μικροπολιτικά παιχνίδια και η υποστήριξη μιας ανάπτυξης που ευνοεί το κεφάλαιο ακόμα κι αν προκαλεί περιβαλλοντική καταστροφή και κινδυνεύει η δημόσια υγεία. Γιατί   πρόοδος, τεχνολογία, υλική ευημερία, ανάπτυξη, μορφές κατανάλωσης και πρότυπα ζωής, ανάγκες, κοινωνικές προσδοκίες κλπ. κατασκευάζονται στο καλούπι των καπιταλιστικών σχέσεων και δυνάμεων παραγωγής που οδηγούν στην καταστροφή του περιβάλλοντος.
Οι καταγγελίες βέβαια για τις προσπάθειες του ανθρώπου να κυριαρχήσει στη φύση μοιάζουν περισσότερο με ρομαντικές φλυαρίες, όταν θεωρείται ότι ο άνθρωπος αντιμετωπίζει  τη φύση ατομικά και όχι διαμέσου της κοινωνίας. Η οικολογική κρίση όταν αποσυνδέεται από τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής, από τον καπιταλισμό, τότε τη ρύπανση νερών  από βιομηχανικά απόβλητα, την καταστροφή δασών, τη μόλυνση του αέρα  ή εδάφους κλπ δεν τα αντιμετωπίζουμε ως  κοινωνικά αποτελέσματα. Ο αγώνας όμως του ανθρώπου και της κοινωνίας  με τη φύση θα μπορούσε ν’  αλλάξει αν άλλαζε η κοινωνία –στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες ήταν διαφορετικός. Η αναγωγή αυτού του αγώνα σε αντίθεση ανθρώπου-φύσης συσκοτίζει  τόσο την ταξική πάλη που διεξάγεται  στην οικονομία, την πολιτική,  όσο και τη χρησιμοποίηση από την κυρίαρχη τάξη  των τεχνολογικών δυνατοτήτων της «φτηνής», για μεγαλύτερο κέρδος, εκμετάλλευσης της φύσης που εξασφαλίζουν την κυριαρχία της.
Η δυτική αστική τάξη προσπαθεί να διατηρήσει την κυριαρχία της στην κοινωνία, αλλά συγχρόνως και κάποιες συνθήκες ζωής και αναπαραγωγής του συνόλου της κοινωνίας. Παζαρεύει  λοιπόν τις αναγκαίες  επεμβάσεις για να αποφευχθεί μια περαιτέρω καταστροφή της φύσης ως το σημείο εκείνο που  θα καθιστούσε αδύνατη την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Εξάλλου υπάρχει και η  αναλώσιμη εργατική δύναμη των πρώην αποικιών της, όπου οι καταστρεπτικές συνέπειες στο περιβάλλον  από τις δραστηριότητες των καπιταλιστών μάλλον αντιμετωπίζονται με αδιαφορία ή το πολύ πολύ  χρησιμοποιούνται ως ευκαιρία για επίδειξη του ανθρώπινου πρόσωπου του καπιταλισμού –στα λόγια.  Και όπως στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παραγωγής, και χάρις και στους εργατικούς αγώνες, επιδιώχθηκε να διασωθεί στη Δύση η εργατική δύναμη από τη φυσική εξόντωση, για να μην εξαντληθεί ολοσχερώς η πηγή ύπαρξης του καπιταλισμού, το ίδιο συμβαίνει και με την οικολογική κρίση. Όχι μόνο καπιταλιστικά κράτη αλλά και μονοπωλιακοί  κολοσσοί τολμούν να αναλάβουν τον …αγώνα για λύσεις οικολογικών προβλημάτων, αν και  τα οικολογικά μέτρα έχουν μερικό και περιορισμένο χαρακτήρα.
Η υπεράσπιση λοιπόν της φύσης έχει πάρει ένα διαταξικό χαρακτήρα. Μόνο που είναι πολύ διαφορετικό να επιδιώκεται αναγκαστικά, γιατί προέχει η επιβίωση των ανθρώπων, η ανάπτυξη με τρόπους που  δεν  δικαιώνονται πλήρως οικολογικά, από τις  αναπτυξιακές δραστηριότητες με αρνητικές οικολογικές συνέπειες απλώς και μόνο γιατί επιδιώκεται αύξηση της κερδοφορίας με μείωση του κόστους. Γιατί είναι σχεδόν κανόνας  στην καπιταλιστική κοινωνία η επιδίωξη του κέρδους από τα μονοπώλια να οδηγεί σε ληστρική χρήση των φυσικών πόρων, στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος.
 Κι αν  ο οικολογικός λόγος ενσωματώνεται στην κυρίαρχη πολιτική, αξιοποιείται όμως  υπέρ του κοινωνικού status quo, γιατί δίνεται ακόμα μια ευκαιρία στον καπιταλισμό να διαχειριστεί αυτός την φυσική και κοινωνική αθλιότητα.  Έτσι μια νέα τύπου παραγωγή αναπτύσσεται, ένας νέος κύκλος συσσώρευσης αρχίζει, που θεμελιώνεται στην κεφαλαιοποίηση της φύσης και τον πλήρη έλεγχο όλων όσα επιτρέπουν τη ζωή πάνω στον πλανήτη. Ο καπιταλισμός οικειοποιείται  τα  επιστημονικά δεδομένα, τις οικολογικές αναζητήσεις και κατασκευάζει και τρομοκρατικούς μύθους που κύρια λειτουργία έχουν την αποδοχή εκείνης της προσπάθειας που οδηγεί σ’ αυτόν το νέο κύκλο καπιταλιστικής συσσώρευσης. Κι έτσι  επιβάλλονται μέτρα προστασίας της φύσης, που το κόστος τους παζαρεύεται  και τα οποία  ανοίγουν  και νέους ορίζοντες στη συσσώρευση του κεφαλαίου.
Στην τελική, οι οικολογικοί προβληματισμοί  αναπτύσσονται στη βάσης μιας ιδεολογικής και πολιτικής αυτονόμησης από το καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής που εστιάζουν μ’ έναν …ρομαντικό τρόπο στο αποτέλεσμα, την καπιταλιστική ανάπτυξη, παρακάμπτοντας ζητήματα όπως, ποιος έχει την εξουσία ελέγχου πάνω στην οργάνωση της παραγωγής,  ποιες οι σκοπιμότητες της παραγωγής κλπ. θεωρώντας πως αυτά είναι αρμοδιότητα της καπιταλιστικής επιχείρησης, που μόνο της κριτήριο όμως είναι η κερδοφορία.

Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

ΧΙΛΙΟΕΙΠΩΜΕΝΑ



 Χρησιμοποιώντας τους κλασικούς συμβολισμούς, Παρθενώνα, Πνύκα κλπ. ο γάλλος πρόεδρος  Ε. Μακρόν κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα εξωράισε την  προώθηση  των οικονομικών συμφερόντων ομίλων της χώρας του. Στη ΔΕΘ ο δικός μας πρωθυπουργός με λογοπαίγνια –Grexit, Grinvest- θέλει να πείσει για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας που επιμένει ότι γίνεται σε ένα περιβάλλον ισονομίας, ισότητας, αξιοκρατίας και άλλα ηχηρά, τα οποία χρησιμοποιεί δυόμιση χρόνια το κόμμα που κυβερνά και  διακηρύττει πως είναι αριστερό, με την υπουργό  του Έφη  Αχτσιόγλου  να υποστηρίζει την άποψη για τη θετική δυναμική της οικονομίας, πριν λίγες μέρες κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου για τα εργασιακά, δηλώνοντας  πως είναι με τον κόσμο της εργασίας και μιλώντας για σταθερή μείωση της ανεργίας, αν και παραμένει υψηλή.
                Χρειάστηκαν να περάσουν κοντά οκτώ χρόνια για να γίνει βεβαιότητα σε όλο και μεγαλύτερο μέρος εργαζομένων πως αυτό που ονομάστηκε κρίση είναι μια μόνιμη κατάσταση, τα μέτρα που πάρθηκαν δεν είναι καθόλου προσωρινά, οι πολιτικές επιλογές στόχο έχουν τον κόσμο της εργασίας και μόνο αυτόν. Η ανάγκη  των καπιταλιστών για αύξηση  ποσοστού κέρδους με την ένταση της εκμετάλλευσης των εργατών κάνει την καπιταλιστική επίθεση μόνιμη και όλο πιο σκληρή.
                Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να έχει  κατοχυρωθεί σαν  βασικός διαχειριστής της αστικής εξουσίας, μέσα από την δυνατότητα που προωθεί πως  έχει ως κόμμα να προβάλει πειστικά την πολιτική στήριξης  της αστικής τάξης μέσα στην κρίση, σαν πολιτική κοινά αποδεκτή και  σαν πολιτική στήριξης των δεινοπαθούντων από τα οικονομικά μέτρα.  Είναι αυτή την δυνατότητα που κατέκτησε το ΠΑΣΟΚ, απαλλοτριώνοντας δόξες του κομμουνισμού και μολύνοντας τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του και συνεχίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, βήμα -βήμα, σημείο προς σημείο δεκαετίες τώρα. Απομόνωση αρχικά και στη συνέχεια υπονόμευση του βάρους του εργατικού κινήματος στις εξελίξεις, υπονόμευση ιδεολογική, πολιτική αλλά και πρακτική και συγκεκριμένη και άμεση –ο κυβερνητικός συνδικαλισμός πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες για το αποτέλεσμα αυτό.
                Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια έχει φτάσει στο αποκορύφωμα μια διαδικασία ιδεολογικής και πολιτικής απομόνωσης  και συκοφάντησης της  κομμουνιστικής αριστεράς μέσα στην κοινωνία,  για  να υπάρξει κενό ταξικής αντιπολίτευσης, ώστε να δημιουργηθεί  κενό προοπτικής για το κομμουνιστικό κίνημα.   Ο ΣΥΡΙΖΑ, περνώντας από μια στρεβλή και εικονική επαναστατικότητα, που το χαρακτήριζε πριν αναρριχηθεί στην εξουσία, στην εμπορία  «οραμάτων» και  περιφορά  προς εξαγορά ελπίδων και υποσχέσεων, σκοπίμως  ασκεί πολιτική για την πλήρη περιθωριοποίηση του εργατικού κινήματος και για αδυναμία συγκρότησης κοινωνικών αντιστάσεων  σε μια συνολική απάντηση στην καπιταλιστική επίθεση. Στην κοινωνία λοιπόν υπάρχουν τεράστιες δυσκολίες να ανοίξουν πραγματικά ζητήματα όπου κρίνονται οι ταξικοί συσχετισμοί, συνηθισμένοι οι περισσότεροι εργαζόμενοι σε πολιτικές δυνάμεις με  πολιτική δανεική από τις υποσχέσεις των πάλαι ποτέ προοδευτικών αστικών κομμάτων. Στα πολιτικά κενά ανάμεσα στη ρητορική  και την πραγματική πολιτική όπως την ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ υποτίθεται ότι αφήνονται δυνατότητες για πρωτοβουλίες μεγάλης κλίμακας, όπου μπορεί να οικοδομηθεί  πρόσωπο και υποψηφιότητα μιας πραγματικής αριστεράς. Κι αυτό το κενό μεθοδεύεται να καλυφθεί με μια έμφαση στη μαχητικότητα που εμφανίζουν ομάδες και ομαδούλες  -ο Ρουβίκωνας, ΛΑ.Ε κλπ. -προσπαθώντας να εκδηλώνουν έναν μαχητικό ακτιβισμό που προωθεί μια πολιτική συγκρότηση είτε στη βάση άμεσων ανακλαστικών σε κάποια γεγονότα είτε στη βάση της απόστασης  ανάμεσα στο τι λέει και τι κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ (εισβολή μελών Ρουβίκωνα στο προαύλιο του κοινοβουλίου, ένταση  με αστυνομικούς σε διαμαρτυρία του ΛΑ.Ε εναντίον της επίσκεψης Μακρόν κλπ. )
                Κι όλα αυτά να οδηγούν σε μια συνολική κρίση αξιοπιστίας για την αριστερά, περιλαμβάνοντας και την κομμουνιστική που είναι ο στόχος,  με  αποδοχή  από τους εργαζόμενους  των οικονομικοπολιτικών επιλογών  σαν αναπόφευκτες και με μονιμοποίηση μιας παθητικότητας που  να εκφράζεται ως  συναίνεση. Και γίνεται αλήθεια φιλότιμη προσπάθεια να θρέφεται αυτή η συναίνεση με τη στροφή στην προσωπική διάσωση με τη δικαιολογία πως δεν γίνεται τίποτε, όλοι είναι προδότες κλπ. Κι αν παλιότερα η καταστολή των αντιδράσεων ήταν βίαιη τώρα η ιδεολογική χειραγώγηση φιλοδοξεί σ’ ένα μεγάλο βαθμό να την περιθωριοποιήσει, όσο η ανάπτυξη της πίεσης πάνω στις λαϊκές μάζες σαν μόνου τρόπου χειρισμού  μιας κρίσης στην οποία δεν εμφανίζονται ελπίδες διεξόδου δεν βρίσκει ισχυρές αντιδράσεις.
                Κι αν όλα αυτά μοιάζουν χιλιοειπωμένα δεν είναι όμως λιγότερο σημαντικά.  Η καθυστέρηση στην ανάπτυξη μετώπου μαζικού κινήματος απέναντι στη σύγχρονη «δημοκρατική» διαχείριση της κρίσης παίζεται στην εκμετάλλευση των πολιτικών συγχύσεων και αυταπατών. Γι’ αυτό αν ακόμα περισσότερο στις μέρες  είναι απαραίτητη η ενίσχυση του κομμουνιστικού κόμματος που να οργανώνει τους εργαζόμενους και να τους καθοδηγεί στον αγώνα τους είναι γιατί η κυρίαρχη εξουσία πια μπορεί κάθε φορά που ξεσπά κρίση και απειλείται να ευνοεί  ή και να οργανώνει  δεκάδες ψεύτικες οργές αντιφρονούντων και κρατικά χρηματοδοτούμενα «αυθόρμητα» ξεσπάσματα  για να καταστρέψουν την αντίδραση των εργατικών τάξεων όταν χωρίς ηγέτες και ταξική συνείδηση ταυτίζουν τα συμφέροντα με την άρχουσα τάξη εγκλωβιζόμενοι στα δικά της διλήμματα.

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗΣ



Συνωστισμός υποψηφιοτήτων για τη θέση του αρχηγού του νέου φορέα της αποκαλούμενης Κεντροαριστεράς, που συσπειρώνει κάτω από ενιαία ηγεσία κόμματα τα οποία στις επόμενες εκλογές φοβούνται πως θα εξαφανιστούν από τον εκλογικό χάρτη. Στην Ελλάδα της εξαθλίωσης και της φτώχειας οι συνεχιζόμενες προσπάθειες μετεξέλιξης των αστικών κομμάτων, που εκτρέπουν τις πολιτικές αναζητήσεις από την αφετηρία των προβλημάτων, ανταποκρίνονται στις ανάγκες της καπιταλιστικής βάσης που απαιτεί μονοσήμαντες πολιτικές επιλογές προσαρμοσμένες στις ανάγκες του κεφαλαίου. Όλα τα αστικά κόμματα δεν μπορούν πια ούτε να υποκρίνονται τους αντιπάλους και μοιάζει να εξαντλείται και η μορφοποίηση σε κομματίδια κάποιων από τα ιδεολογικά συστατικά τους, την ίδια στιγμή όμως που ο τύπος διαχείρισης του συστήματος που αυτά εκφράζουν και παραμένει κυρίαρχος και δεν φαίνεται προς το παρόν να αμφισβητείται από μεγάλη πλειοψηφία. Μοιάζει στις νέες οικονομικοκοινωνικές συνθήκες να ξαναβρίσκει την ισορροπία της η πολιτική σκηνή των αστικών κομμάτων,  αναπαλαιωμένη ίσως και μετεξελιγμένη,  σίγουρα όμως αποθρασυμένη  –όχι μόνο η θρασύτητα της Χ.Α αλλά και η διολίσθηση της Ν. Δημοκρατίας σε θέσεις της το δείχνει.
               Στην προσπάθεια για παγίωση αυτής της  πολιτικής αναπαλαίωσης  και κανονικοποίησης του πολιτικού βίου επιστρατεύονται διανοούμενοι και δημοσιογράφοι που θα θεωρητικοποιήσουν την σταθεροποίηση της κατάστασής μας στα όρια –και πέραν των ορίων- της εξαθλίωσης. Συντονισμένα και σχεδόν επιθετικά προβάλλονται απόψεις για αστική δημοκρατία και φιλελευθερισμό, ενώ δεν σταματά η συνεχής απαξίωση του μαρξισμού ποικιλοτρόπως. Μετά τα διλήμματα και τις απειλές επανέρχεται επιθετικά φτιασιδωμένη η  αστική ιδεολογία για να εκμαιεύσει την ανοχή  και αποδοχή μας.
               Κι έρχεται στο προσκήνιο ο θαυμασμός για τη δημοκρατική και ρασιοναλιστική ευρωπαϊκή παράδοση της κριτικής  κάθε αυθεντίας και επομένως απόρριψης κάθε ολοκληρωτισμού, που σημαίνει απόρριψη του πάλαι ποτέ υπαρκτού σοσιαλισμού, προβάλλεται η αντίθεση ανάμεσα στις δημοκρατικές αρχές από τη μια και στις μαρξιστικές ή λενινιστικές αρχές που έφεραν τον ολοκληρωτισμό. Και δίνεται η διαβεβαίωση πως «η ανθρωπότητα δεν πρόκειται να απορρίψει ξανά τους δύο πυλώνες της νέας εποχής: την ελεύθερη αγορά και τη φιλελεύθερη δημοκρατία».  Μαγική λέξη είναι η ελευθερία. Και η ελευθερία ταυτίζεται με την απουσία καταναγκασμών στις ατομικές επιλογές –ελευθερία στην προσωπική ζωή, στις κοινωνικές σχέσεις, στις οικονομικές δραστηριότητες.
               Ένα νοητικό παράδειγμα από τον Robert Nozick είναι ενδεικτικό για την έννοια αυτής της ελευθερίας που πολλοί από τους φιλελεύθερους ισχυρίζονται πως υπερασπίζονται. Έστω λοιπόν πως υπάρχει μια κοινωνία 24 ατόμων, όπου στην ύστατη θέση της κλίμακάς της βρίσκεται ο εργάτης Ω. Ο Ω έχει να αντιμετωπίσει το δίλημμα της εργασίας (υποταγής) σε έναν καπιταλιστή ή του θανάτου από την ασιτία. Σύμφωνα με τον Nozick παρά το πιεστικότατο δίλημμα, (στην ουσία, μη δίλημμα) ο Ω δεν είναι σε καμιά περίπτωση λιγότερο ελεύθερος από τους Α έως Ψ, εφόσον αυτοί έχουν πράξει εθελούσια και εντός των δικαιωμάτων τους. Η συνθήκη που αντιμετωπίζει ο Ω, ασχέτως του πόσο απεχθής είναι, δεν αφορά τη δικαιοσύνη. Αν ο Ω επιλέξει να εργαστεί για τον καπιταλιστή, η επιλογή του δεν είναι προϊόν εξαναγκασμού, αλλά ίδιας και ελεύθερης βούλησης. Δεν θεωρείται πως ο Ω είναι ελεύθερος επειδή μπορεί να επιλέξει μεταξύ δυο ενδεχομένων (με το δεύτερο να αποτελεί την πείνα), αλλά επειδή απλώς δεν έχει προηγηθεί κάποια παραβίαση δικαιωμάτων. Μ’  άλλα λόγια μπορεί  οι πράξεις των Α έως Ψ να μειώνουν τις διαθέσιμες επιλογές του Ω, ωστόσο αυτό σε καμιά περίπτωση δεν μειώνει την ελευθερία του.
Οι απολογητές λοιπόν του καπιταλισμού μέσα από έννοιες όπως δικαιοσύνη κι ελευθερία προσπαθούν να τον δικαιώσουν. Μόνο που η ελευθερία τους εμφανίζεται μονοσήμαντη, έτσι που να επιστρατευθεί  στην υπεράσπιση της ιδιοκτησίας η οποία βέβαια προσδιορίζεται  ως αποκρυστάλλωση της ελευθερίας. Υπονοείται πάντα πως ο εργάτης λαμβάνει περισσότερα από όσα θα λάμβανε σ’ ένα κόσμο χωρίς ιδιοκτησία, ενώ όσον αφορά τους εργάτες που δεν βρίσκουν αγοραστές για την εργατική τους δύναμη, η υπόρρητη ή και εκφρασμένη άποψη είναι πως ούτως ή άλλως δεν θα επιβίωναν, αυτοί είναι υπεύθυνοι για την ανικανότητά τους.
Η μεγάλη επιθυμία των φιλελεύθερων για προστασία της ελευθερίας στην τελική δεν αφορά όλους, εφόσον ελευθερία εννοείται στην πραγματικότητα η ελευθερία των ιδιοκτητών να πράττουν όπως θέλουν με την περιουσία τους. Κι αν ακόμα μοιάζει προβληματική η σύνδεση καπιταλισμού και ελευθερίας, αυτό όμως που προέχει είναι να αποδειχτεί πως το αντίπαλο δέος του καπιταλισμού ο κομμουνισμός, δεν μπορεί να διατηρηθεί παρά με κόστος την ίδια την ελευθερία. Και μέσα από νοητικά τεχνάσματα, υπόρρητες παραδοχές στην ουσία ο τυπικός σύγχρονος αστός της καπιταλιστικής κοινωνίας θεωρείται ο καθολικός τύπος του φυσικού ανθρώπου.
Στα επιχειρήματά τους επικρατεί μια  φορμαλιστική αντίληψη του δικαίου και του ηθικού που  αγνοεί την άσκηση της εξουσίας, την κατοχή των μέσων παραγωγής, τη συσχέτιση της ανισότητας ως προς την ιδιοκτησία με την ανισότητα σε σχέση με την εξουσία και τις συνέπειες της για την ελευθερία του ατόμου. Και όλοι αρνούνται να δουν την καταγωγή της ιδιοκτησίας, τα ιστορικά συμφραζόμενά της, δεν βρίσκουν, γιατί δεν μπορούν να δικαιολογήσουν ακόμα και με τις δικές τους έννοιες δικαίου ή ελευθερίας,  στα θεμέλιά της αυθαιρεσίες και ανομίες. Και αν θέλοντας να δώσουν αιωνιότητα στο παρόν πολιτικοοικονομικό σύστημα δημιουργούν άχρονα και καθολικά υποκείμενα στα παραδείγματα, όμως αυτά δεν είναι παρά προϊόντα των δυτικών καπιταλιστικών κοινωνιών.
Μόνο που  το δίκαιο και η ελευθερία δεν εξαντλείται στο επίπεδο μιας αποστειρωμένης  μικροκοινωνίας χωρίς προβλήματα επιβίωσης,  σε ένα ατομικιστικό περιβάλλον όπου αγνοείται η έννοια του κοινωνικού γίγνεσθαι και παύει ο ιστορικός χρόνος.