Ολόκληρη η ελίτ, πνευματική, οικονομική και πολιτική της Ευρώπης, δίνει την εντύπωση ότι έχει βαλθεί να επιτελέσει στη πράξη το τιτάνιο έργο που θεωρητικά ο Μαρξ ανέλαβε σε σχέση με τον Χέγκελ. Όπως ο Μαρξ , εν ολίγοις, ανέστρεψε τη διαλεκτική και την έστησε στα πόδια της, οι δικοί μας ευρωπαίοι ηγέτες αγωνίζονται να εφαρμόσουν όλες τις βασικές επιταγές της μαρξιστικής θεωρίας αντιστρέφοντάς την έννοια και σημασία τους. Θεωρώντας ότι οικονομικές και θεσμικές μεταβολές είναι αναγκαίες για αρτιότερη εκμετάλλευση, προς όφελός τους, της παραγωγικής διαδικασίας, προβαίνουν σε μεταβολές στους νόμους και θεσμούς που θα επιτρέψουν μια νέα οργάνωση της κοινωνίας, η οποία θα λειτουργεί αποτελεσματικά για την εξασφάλιση του κέρδους. Κι ενώ η υλική υποδομή, η οικονομία, κατευθύνει αυτές τις αποφάσεις τους, επικαλούνται τη διατήρηση του εποικοδομήματος για την εφαρμογή τους, επισείοντας πάντα το φόβο για πλήρη ανατροπή των όρων διαβίωσης. Όλο το εποικοδόμημα εξυπηρετεί, δικαιώνει, εφοδιάζει με ιδέες ολόκληρη την κοινωνία, των εργαζομένων μη εξαιρουμένων.
Από όσες φωνές ακούγονται, που κρίνουν τα τεκταινόμενα στις ατέλειωτες διασκέψεις, συνδιασκέψεις κλπ. των ευρωπαϊκών οργάνων, καμιά δεν αμφισβητεί θεμελιώδεις επιλογές τους ούτε πολύ περισσότερο προκρίνει μια διαδικασία, έστω σταδιακή, τροποποίησης των θεσμών και ιδεών που τις υποστηρίζουν.
Μετά από τόσες αναλύσεις, τόσων χρόνων, για τη σημασία των ιδεών, για τα ελαττώματα της οικονομικής δομής καταλήγουμε στην πλήρη αποδοχή της υπάρχουσας πολιτικής αρχής, αυτού του μέρους δηλαδή του εποικοδομήματος που διατηρεί τους υπάρχοντες θεσμούς.
Και στη χώρα μας, ενώ σιγά σιγά αρχίζουν όλο και περισσότεροι στα ΜΜΕ, στα κόμματα, στα συνδικάτα να ψελλίζουν αδύναμα την κριτική τους για το περίφημο μνημόνιο, που δίνεται μάλιστα στη δημοσιότητα σε συνέχειες, επικαιροποιημένο, διατηρώντας πάντα στο βασικό του πυρήνα τον έσχατο σκοπό του – την αποδιοργάνωση της κοινωνίας μέσω της οικονομικής της ασφυξίας- ελάχιστοι μιλούν, και το εννοούν, για σύγκρουση συμφερόντων και ιδεολογιών. Στην πραγματικότητα ενστερνιζόμενη η πλειοψηφία το ιδεολόγημα για «το τέλος της ιστορίας» δεν τολμά να αμφισβητήσει το θεμέλιο αυτής της ιδεολογίας και του πολιτικού συστήματος.
Ειδικότερα, στη χώρα μας, όποιος τολμά να αρθρώσει μια φράση κριτικής αποδοκιμασίας για τους πολιτικούς χειρισμούς προκαλείται να προτείνει εναλλακτική πρόταση εφαρμόσιμη, δηλ. που αποδέχεται στην ουσία όλες τις πολιτικές επιλογές των τελευταίων χρόνων, άρα και την υποδομή και το εποικοδόμημα.
Και το ίδιο το ΚΚΕ, σημαδεμένο από την αποτυχία της εξέγερσής του μετά την απελευθέρωση, αντάλλαξε τη νομιμοποίησή του με την άσκηση «ακραίας» αντιπολίτευσης, σε φραστικό επίπεδο κατά κύριο λόγο, που δίνει άλλοθι δημοκρατικότητας και πλουραλισμού στη δημοκρατία μας. Σε καιρούς ήρεμους, με οικονομική ευμάρεια, το μοντέλο αυτό αντιπολίτευσης λειτουργεί. Όταν όμως , όπως στις μέρες μας, έχουν επιστρατευθεί όλοι οι θεσμοί και οι ιδέες για να εξυπηρετήσουν, τροποποιήσουν, δικαιώσουν το οικονομικό σύστημα αρκεί η συμβολική αντίδραση;
Ολοι οι πνευματικοί μας ταγοί, που καταβρόχθισαν τόνους βιβλίων, θεωριών και αμφισβητήσεων, στην καλύτερη περίπτωση εφησυχάζουν αν δεν επικροτούν τα τεκταινόμενα από τους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες. Ελάχιστοι αντιτίθενται, χωρίς όμως να οραματίζονται μια άλλη κοινωνία. Κι αυτοί για διαχείριση με κάποιους αλλαγμένους όρους μιλούν. Αρνούνται να κρίνουν τα θεμέλια αυτής της οργάνωσης, να προτείνουν νέο σκοπό στην κοινωνία και τελικά γίνονται επιβεβαίωση αυτού που υπάρχει.
Γιατί για να διαμαρτυρηθούμε θα πρέπει να έχουμε πρόχειρη μια ολόκληρη οικονομική θεωρία που να λύνει τα προβλήματα που άλλοι δημιούργησαν; Γιατί για κάθε αντίδρασή μας στα οικονομικά μέτρα θα πρέπει να υπολογίζουμε τα πιθανά προβλήματα που θα προκύψουν απ΄ αυτή; Ενώ η προοπτική των αποτελεσμάτων της δράσης των οικονομικών και πολιτικών παραγόντων εκτείνεται μέχρι το πολύ ένα μήνα, γιατί εμείς έχουμε πειστεί ότι κάθε αντίδραση μας θα πρέπει να υπολογίζει συνέπειες σε βάθος χρόνων; Γιατί κάθε κριτική μας, για να μετατραπεί σε δράση, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις παραμέτρους που μπορεί να προκύψουν στο μέλλον και να την μεταβάλλουν. Γιατί πιστεύουμε ότι είμαστε ανίκανοι να ξεπεράσουμε τις δοσμένες συνθήκες; Γιατί φοβόμαστε τόσο να διακινδυνεύσουμε έστω και ελάχιστα; Ξεχάστηκε ότι η κοινωνική πραγματικότητα είναι η αλληλεπίδραση των αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων, των αντικειμενικών περιστάσεων και της ανθρώπινης δραστηριότητας;
Αυτό το ρηθέν από το Μαρξ, κλασικό πια, οι άνθρωποι διαμορφώνονται από τις συνθήκες αλλά ταυτόχρονα είναι ικανοί να τις αλλάξουν, μήπως να το ξαναθυμηθούμε;