Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΕΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΕΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2021

ΕΚΠΟΙΗΣΕΩΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

 

Οι αναθέσεις  κοινωνικών υπηρεσιών σε ιδιώτες και η πώληση επιχειρήσεων κοινής ωφελείας ήταν συνεχώς επιδιωκόμενοι στόχοι της εφαρμοζόμενης πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες και αποτέλεσαν απροκάλυπτα το επίκεντρό της στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, με το αιτιολογικό της εξοικονόμησης λειτουργικού κόστους με την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.
        Τον τελευταίο καιρό ήρθε πάλι στο προσκήνιο η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της, χωρίς τη συμμετοχή του βασικού μετόχου του Δημοσίου που θα μειώσει, χωρίς να πουλήσει μετοχές,  τη συμμετοχή του περίπου στο 34%, ενώ ολοκληρώνονται και οι διαδικασίες για την ανάδειξη προτιμητέου  επενδυτή για την εξαγορά του 49% των μετοχών ΔΕΔΔΗΕ. Κατά τον κυρίαρχο λόγο, όπως διαδίδεται από τα ΜΜΕ, με την Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου στον οποίο καταφεύγει η ΔΕΗ διασφαλίζεται και ο μεγαλύτερος έλεγχος των συμφερόντων του Δημοσίου ως μεγαλύτερου μετόχου της εταιρείας και απεμπλέκεται η ΔΕΗ από τους περιορισμούς και την έλλειψη ευελιξίας του Δημοσίου. Συγχρόνως βέβαια υποστηρίζεται πως εξυπηρετείται η στρατηγική μετατόπισης της εταιρείας στην πράσινη ενέργεια, την πολλά υποσχόμενη  προσπάθειες για επενδύσεις και επεκτάσεις του κεφαλαίου. Βέβαια προς το παρόν, εκτινάσσονται οι τιμές ρεύματος για τα νοικοκυριά, που αποδίδονται στη διεθνή κρίση ενέργειας, και  η κυβέρνηση υπόσχεται οριζόντια για όλους απορρόφηση  των αυξήσεων,  με το Ταμείο ενεργειακής μετάβασης που θα καλύπτει το 80% των αυξήσεων.   
          Εν τω μεταξύ,  η ΔΕΗ από το 2001 έχει εισαχθεί στο χρηματιστήριο και μέχρι το 2011 το Ελληνικό Δημόσιο είχε ποσοστό μετοχικού κεφαλαίου λίγο πάνω από το 51%. Από το 2011 ένα ποσοστό της 17% μεταβιβάστηκε από το Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ, για να πωληθεί για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Το υπόλοιπο 34% μεταβιβάστηκε το 2016 στο λεγόμενο Υπερταμείο,  την Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ (ΕΕΣΥΠ), το οποίο συστήθηκε με το άρθρο 184 του νόμου 4389/2016 που  ψηφίστηκε στη Βουλή στις 22 Μαΐου 2016.
          Και αν η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση των αστικών κομμάτων, με τις εναλλαγές τους σ’ αυτούς τους ρόλους,  οι οποίοι υπέγραψαν και υπερασπίστηκαν τα μνημόνια εξαθλίωσης του συνόλου των εργαζομένων θέλουν να πείσουν για το τέλος της οικονομικής κρίσης, αν βέβαια δεν προέκυπτε η πανδημία, είναι όμως οι νόμοι και οι μηχανισμοί που εφαρμόστηκαν και συνεχίζουν να ισχύουν που τους διαψεύδουν. Όπως είναι ο νόμος για την ίδρυση του Υπερταμείου Ιδιωτικοποιήσεων του οποίου η λειτουργία δεν πρέπει να ξεχνιέται.
           Η ίδρυσή του προβλέπεται από το τρίτο μνημόνιο του Ιουλίου του 2015, ως προαπαιτούμενο της συμφωνίας Ελλάδας -Κομισιόν, που περιείχε τη δέσμευση της Ελλάδας  να συγκεντρώσει κάτω από μια ενιαία στέγη τα  δημόσια περιουσιακά στοιχεία, για να προχωρήσει σε ιδιωτικοποιήσεις.
         Έτσι, στο άρθρο 186 του νόμου  παράγραφος 2  του νόμου 4389/2016 για το Υπερταμείο,  αναφέρεται πως  «η διάρκεια της Εταιρείας ορίζεται σε ενενήντα εννέα (99) έτη» και ότι «Η διάρκεια δύναται να παρατείνεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του μοναδικού μετόχου», όπου μοναδικός μέτοχος είναι το Ελληνικό Δημόσιο. Κατά το άρθρο 190 « Τα όργανα της Εταιρείας είναι η Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου, το Εποπτικό Συμβούλιο, το Διοικητικό Συμβούλιο (ΔΣ) και οι Ελεγκτές», ενώ  «Το ανώτατο όργανο της Εταιρείας είναι η Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου,  δηλαδή του Ελληνικού Δημοσίου, όπως αυτό εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών». Το Εποπτικό Συμβούλιο είναι υπεύθυνο για την εποπτεία του ΔΣ της Εταιρείας και αποτελείται από πέντε μέλη εκ των οποίων τα τρία επιλέγονται από το μοναδικό μέτοχο, μετά από σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κομισιόν) και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας που ενεργούν από κοινού, ενώ τα δυο, μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου, επιλέγονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, ενεργώντας από κοινού, μετά από σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών. Είναι σαφές ότι και τα πέντε μέλη, μεταξύ αυτών και ο πρόεδρος, πρέπει, έτσι ή αλλιώς, να εγκρίνονται από την κομισιόν. 
          Στο άρθρο 201 περιγράφονται «Μέθοδοι και διαδικασία αξιοποίησης», σύμφωνα με το οποίο «Προκειμένου να προβούν σε ιδιωτικοποίηση περιουσιακών τους στοιχείων, η Εταιρεία και οι άμεσες θυγατρικές της (εξαιρουμένων των ΤΧΣ και ΤΑΙΠΕΔ) δύναται να προβαίνουν ενδεικτικά στην πώλησή τους, τη μεταβίβαση οποιωνδήποτε εμπράγματων ή ενοχικών δικαιωμάτων επί αυτών ή την εισφορά των τελευταίων σε ανώνυμες εταιρείες (Α.Ε.) ή ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες (Ι.Κ.Ε.) και στη συνεπακόλουθη πώληση των σχετικών μετοχών σε τρίτους». 
          Εν ολίγοις με το Υπερταμείο χρησιμοποιείται το τ σύνολο της Δημόσιας Περιουσίας  ως ενέχυρο για τα δάνεια του ελληνικού κράτους από τους Διεθνείς και Ευρωπαϊκούς Μηχανισμούς Στήριξης. Αυτό  έχει ως συνέπεια όχι μόνο την εκποίηση σε ιδιώτες καπιταλιστές και σε πολύ χαμηλές τιμές της δημόσιας περιουσίας, αλλά και  την απώλεια κρατικού ελέγχου σε κρίσιμους τομείς όπως ενέργεια και μεταφορές. Η παράταση της διάρκειας του Υπερταμείου και μετά τη λήξη των δανειακών υποχρεώσεων σηματοδοτεί τη δέσμευση της χώρας χωρίς ουσιαστικά ημερομηνία λήξης,  ενώ προβλέπεται και η δυνατότητα να ενταχθούν σε αυτό και νέα περιουσιακά στοιχεία.
           Στην ουσία το Δημόσιο με ευθύνη των αστικών κυβερνήσεων εκποιεί σε ιδιώτες και σε πολύ φθηνή τιμή  «έτοιμες αξίες», για να διευκολύνει τις επενδύσεις και την υψηλή κερδοφορία των ιδιωτικών επιχειρήσεων. 
            Επιπλέον, ούτε καν η ελληνική κυβέρνηση δεν ελέγχει το Ταμείο, αφού τα δύο από τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου επιλέγονται με σύμφωνη Γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του EMS και τα υπόλοιπα τρία επιλέγονται από αυτήν, ενώ το Εποπτικό Συμβούλιο διορίζει τα μέλη του Δ.Σ. με απλή διατύπωση γνώμης του Υπουργού. Τα Ευρωπαϊκά όργανα λοιπόν καθορίζουν ουσιαστικά την επενδυτική πολιτική, ενώ καμιά πρόβλεψη δεν υπάρχει για κοινοβουλευτικό έλεγχο ή λογοδοσία για  τους χειρισμούς της Εταιρείας.
          Αντίστοιχος οργανισμός διαχείρισης δημόσιας περιουσίας συστήθηκε στην ενιαία Γερμανία μετά την ανατροπή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας,  με την επωνυμία Treuhand,  για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας της Ανατολικής Γερμανίας, που εξελίχθηκε σε λεηλασία. Λειτούργησε από το 1990 έως το 1994, παραχωρώντας σε ιδιώτες 8.500 δημόσιες επιχειρήσεις και  σε πολλές περιπτώσεις σε τιμές πολύ χαμηλότερες από την αξία τους, με σκάνδαλα διαφθοράς  που απασχόλησαν επί σειρά ετών τα δικαστήρια.
         Κρίνοντας από τον πρωτοφανή  όγκο, τη διάρκεια και την ποιότητα του προγράμματος εκποίησης, μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι η  πολιτική των τριών μνημονίων συνεχίζεται και  υλοποιείται σταδιακά, με τις απαραίτητες βέβαια θριαμβολογίες που θέλουν να παραπλανήσουν.
            Όσο για τις επενδύσεις, πέρα από μια λιγότερο ή περισσότερο έτσι κι αλλιώς αναιμική ανάπτυξη, αυτό που σίγουρα φέρνουν είναι  η  άγρια εκμετάλλευση των εργαζομένων και των  μικρομεσαίων στρωμάτων αλλά και των υποδομών και των φυσικών πόρων της χώρας. Αυτή η ανάπτυξη, επειδή είναι καπιταλιστική, δηλ. ταξική, ανταγωνιστική, εκμεταλλευτική, κυοφορεί και την επόμενη κρίση, ανεξάρτητα από την επιδημία, που χρησιμοποιείται μάλλον για να τη δικαιολογήσει.  Το ζήτημα λοιπόν είναι τι στάση πολιτική και συνδικαλιστική θα κρατήσουν εργαζόμενοι και άνεργοι, οι λαϊκές τάξεις των οποίων η ζωή συνθλίβεται από την καπιταλιστική επίθεση.

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ


Ο υπουργός Ενέργειας και Περιβάλλοντος Κ. Χατζηδάκης σε δηλώσεις του στο ΣΚΑΙ αναφέρεται σε «πολυπαραγοντικό» σχέδιο σωτηρίας για τη ΔΕΗ που ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης θα παρουσιάσει στη Βουλή και ο  ίδιος θα το εξειδικεύσει, το απόγευμα της Δευτέρας,  και το οποίο θα χρειαστούν μήνες για την εφαρμογή του. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός στην ανάγνωση προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης έκανε λόγο για ιδιωτικοποίηση δικτύων στην αρχή και στη συνέχεια αναζήτηση στρατηγικού επενδυτή.
Μέρες πριν τις εκλογές, στο επίκεντρο της  πολιτικής  αντιπαράθεσης ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ βρέθηκε και η ΔΕΗ, με την κατάρρευση της μετοχής της εκείνη την περίοδο στο Χρηματιστήριο. Για κινδυνολογία κατηγόρησε τότε τη Ν.Δ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ελαφρότητα και ιδεοληψία, «επιτομή» του τρόπου διοίκησης του ΣΥΡΙΖΑ, του χρέωνε η ΝΔ.
Εν ολίγοις, τα δυο κόμματα αλληλοκατηγορούνται σχετικά με τις αποκρατικοποιήσεις στην ενέργεια,  την ίδια στιγμή που η ενεργειακή πολιτική  βασικά καθορίζεται από την ΕΕ, της οποίας την πολιτική αποδέχονται. Μια πολιτική  που  απαιτεί την υποχώρηση στην λιανική αγορά του μεριδίου της ΔΕΗ  στο  50%,  την πώληση λιγνιτικών μονάδων Μεγαλόπολης και Φλώρινας,  που θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί το 2018, ιδιωτικοποίηση των ΕΛΠΕ και της ΔΕΠΑ Εμπορίας, ενώ  το 17% των μετοχών της ΔΕΗ παραμένει στο ΤΑΙΠΕΔ, με δυνατότητα πώλησής του.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προσδιορίσει τον ενεργειακό τομέα ως μία από τις κύριες πολιτικές της  προτεραιότητες. Μάλιστα οι πρώτες οδηγίες ελευθέρωσης στην ΕΕ εγκρίθηκαν το 1996 (ηλεκτρική ενέργεια) και το 1998 (φυσικό αέριο), οι οποίες έπρεπε να μεταφερθούν στα νομικά συστήματα των κρατών μελών μέχρι το 1998 (ηλεκτρική ενέργεια) και το 2000 (φυσικό αέριο).
Ουσιαστικά, οι στόχοι της ενεργειακής πολιτικής αποβλέπουν στην ικανοποίηση ενεργειακών αναγκών με το ελάχιστο δυνατό κόστος για το ίδιο το κεφάλαιο. Οι μεταρρυθμίσεις και οι απορρυθμίσεις στη βιομηχανία ηλεκτρικής ενέργειας προωθούν μια μεταμόρφωση στην εγκατάσταση  και οργάνωση εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας, που δηλώνουν τη μετάβαση από ένα  μονοπωλιακό στάδιο, που ήταν κρατικό,  σε ένα ανταγωνιστικό, που εξασφαλίζει κερδοφορία στους ιδιώτες διαχειριστές της. Επιπλέον η ιδιωτικοποίηση σημαίνει όχι μόνο τη μόνιμη μεταφορά του δικαιώματος ιδιοκτησίας από μια δημόσια αντιπροσωπεία αλλά και του αντίστοιχου ελέγχου.
Μ’ αυτή την οπτική, η  ιδιωτικοποίηση  θεωρήθηκε ως λύση για τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις των χωρών. Στη χώρα μας, όλα αυτά τα χρόνια, ιδιαίτερα αυτά των μνημονίων, για την ανάθεση υπηρεσιών σε ιδιώτες ή πώληση επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, όπως ΔΕΗ ή παλιότερα ΟΤΕ,  υποστηρίζεται ως πιο ισχυρό κίνητρο η επίτευξη εξοικονόμησης  λειτουργικού κόστους με την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Ως οικονομικοί στόχοι αναφέρονται  αύξηση της παραγωγικότητας, ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς και ρύθμιση της ανταγωνιστικότητας. Επιπλέον, στους οικονομικούς στόχους περιλαμβάνεται και η παραγωγή εσόδων για την διάσωση κρατικών και δημόσιων εταιρειών από χρέη.  Τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις θεωρούνται μια   σημαντική πηγή του προϋπολογισμού που βοηθά στη μείωση των ελλειμμάτων, ενώ ενισχύεται ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα στην οικονομία, απελευθερώνοντας την εγχώρια αγορά.
               Η στροφή στην ιδιωτικοποίηση έχει εξαπλωθεί για να γίνει το παγκόσμιο οικονομικό φαινόμενο της δεκαετίας του '90. Σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, οι κυβερνήσεις στρέφονται προς τους ιδιωτικούς διαχειριστές ελέγχοντας τα πάντα, από τις ηλεκτρικές επιχειρήσεις μέχρι τις φυλακές, από τις σιδηροδρομικές μεταφορές μέχρι την εκπαίδευση, με το προπαγανδιστικό σκεπτικό πως τα κέρδη και το δημόσιο συμφέρον αλληλεπικαλύπτονται καλύτερα όταν η ιδιωτικοποιημένη υπηρεσία βρίσκεται σε ανταγωνιστική αγορά. Μόνο που αυτό δεν έχει επαληθευτεί στην πράξη,.
Οι τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο έχουν υποστεί σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές. Και όπως μπορεί να φαίνεται ότι ο καπιταλισμός παρουσιάζει μια ποικιλομορφία, εστιάζοντας στη θεσμική αρχιτεκτονική του ή σε ρυθμιστικούς του κανόνες, αν και είναι κοινά τα χαρακτηριστικά οργάνωσης παραγωγής και κατανάλωσης για κερδοφορία, το ίδιο και οι τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας κάθε μορφής καπιταλισμού έχουν αναδιαρθρωθεί με παρόμοιο τρόπο, και παρά τις θεσμικές διαφορές, κάθε καπιταλιστική χώρα αντιμετωπίζει την ενέργεια με παρόμοια μέτρα πολιτικής. Οι ιδιωτικοποιήσεις λοιπόν στο χώρο της ενέργειας, με την τρέχουσα ορολογία,  ταυτίζονται με απελευθέρωση της και διαφημίζονται για το όφελος των καταναλωτών να επιλέγουν τον προμηθευτή της ηλεκτρικής ενέργειας, που ο ανταγωνισμός τους υποστηρίζουν πως μειώνει τις τιμές.
 Μόνο που η εμπειρία έχει δείξει πως η ιδιωτική ιδιοκτησία δεν μεταφράζεται αναγκαστικά σε βελτιωμένη αποτελεσματικότητα σε απόδοση και κόστος. Εξάλλου οι ιδιώτες διαχειριστές ενδιαφέρονται πάντα, και γίνεται αποδεκτό,  για υιοθέτηση κερδοφόρων στρατηγικών ή εταιρικών πρακτικών που καθιστούν τις βασικές υπηρεσίες απρόσιτες ή μη διαθέσιμες σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Μια επιχείρηση που αναζητά κέρδος και ενεργεί πάντα προς το συμφέρον των μετόχων δεν μπορεί, για παράδειγμα, να επιλέξει να παρέχει υγειονομική περίθαλψη στους άπορους ή να επεκτείνει την εκπαίδευση σε φτωχά παιδιά ή παιδιά με ειδικές ανάγκες.
Ο τομέας της ενέργειας έχει  άμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις σε όλους τους τομείς ανθρώπινης δραστηριότητας. Η  ενέργεια αποτελεί κίνητρο και προϋπόθεση υλοποίησης των περισσότερων καθημερινών ανθρώπινων δραστηριοτήτων, αφού απαιτείται ενέργεια για την παραγωγή βασικών αγαθών και υπηρεσιών, για την εξυπηρέτηση βασικών λειτουργιών των ανθρώπων π.χ, θέρμανση, μαγείρεμα κλπ. Αποτελώντας λοιπόν  καθοριστικό παράγοντα για χάραξη πολιτικής σε τομείς όπως μεταφορές, οικοδομές, βιομηχανία, για την έρευνα, την τεχνολογία και συνολικά στην οικονομία μιας χώρας, το μείζον θέμα είναι ποιος ελέγχει την ενέργεια από την οποία εξαρτάται όχι μόνο η ευημερία αλλά ακόμα και η επιβίωσή μας.

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Η ΔΕΗ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ



Πληθωρισμός από συλλογισμούς στο περιθώριο των γεγονότων,  από συνδυασμούς  λέξεων που φθείρονται γρήγορα όταν τις χρησιμοποιούμε για να μεταφέρουμε γεγονότα, αγωνιστικές κινητοποιήσεις και   δραστηριότητες σχεδόν εξ ολοκλήρου στο επίπεδο του λόγου, προφορικού ή γραπτού και  μερικές φορές ίσως και  απλοϊκού,  θα μπορούσε να ήταν σε γενικές γραμμές η απογραφή ενός, κατά προσδοκίαν  μιας μικρομεσαίας πλειοψηφίας, εκκολαπτόμενου κινήματος αυτά τα τέσσερα χρόνια της σκληρής λιτότητας. Ενός κινήματος που ανακαλύπτεται σε κάθε απεργία, μέχρι να επηρεάσει τον προσωπικό μας χώρο για να αποκηρυχτεί,   σε κάθε επαναστατική φρασεολογία που καταναλώνεται για να υποδυθούμε τους εξεγερμένους. Στεκόμαστε στα προσωπικά δράματα, στις δυσοίωνες  πολιτικοοικονομικές προοπτικές μόνο και μόνο για να προβάλλουμε την παιδαριώδη και ανύπαρκτη  επαναστατικότητά μας.
                 Σχεδόν κάθε αντίδρασή μας λυρική και ρητορική είναι περισσότερο μια λεκτική κάθαρση παρά ένας πραγματικός αγώνας στην καρδιά των προβλημάτων, των απαιτήσεων και των αναγκών μας. Συνεχίζουμε να μιλάμε και να μη δρούμε. Παίρνουμε τις λέξεις αντί για τα πράγματα. Επιμένουμε να πιστεύουμε απόλυτα  στη σαγηνευτική αξία  του λόγου. Μιλάμε με ευφράδεια και δρούμε  με μια θλιβερή μετριότητα. Αφήνουμε άθικτα την πολιτική  πραγματικότητα της χώρας, τις  οικονομικές  της δομές, τις άρχουσες τάξεις και τα  συμφέροντά τους, χωρίς καν να τις γρατζουνίσουμε. Και παρ’ όλα αυτά, έχοντας ψευδή συνείδηση της   κοινωνικής πραγματικότητας και της θέσης μας σ’  αυτήν  ονειρευόμαστε εξεγέρσεις, συγκρούσεις κλπ.  Ρητορεύουμε μέχρι τρέλας, υπερβολικά, κι ενώ νομίζουμε ότι έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά αδυνατούμε να δούμε πέρα από το μικροχώρο μας κι όταν κοιτάμε πέρα απ’ αυτόν  ψάχνουμε  μια πραγματικότητα φανταστική, στην οποία  οι ψευτομεσίες και ψευτοθεοί είναι τόσο αληθινοί όσο και  αυτοί που εξουσιάζουν  ή παίρνουν αποφάσεις.
                Η μόνη πραγματικότητα όμως είναι αυτή που βιώνουμε κι αυτήν πρέπει να κατανοήσουμε. Είναι βέβαια  αλήθεια  πως όσο περνά ο καιρός  τα ταξικά χαρακτηριστικά της  αναδεικνύονται πιο ξεκάθαρα. Όσο θα σταθεροποιείται  και θα μονιμοποιείται η κατάσταση κρίσης θα γίνεται φανερή η  διαφορετική έκτασή της  στις κοινωνικές τάξεις.  Αν στην αρχή λόγω πανικού των κυβερνώντων ή ίσως και συνειδητής επιλογής  για περιορισμό των αντιδράσεων φάνηκε τα οικονομικά μέτρα να πλήττουν ακόμα και τμήματα του κατεστημένου, η δικαίωση των δικαστικών από τους ίδιους, που το πολιτικό σύστημα έκανε άμεσα αποδεκτή, είναι η αφετηρία για την εφαρμογή των νέων όρων  των κοινωνικών ανακατατάξεων. Και βέβαια ένστολοι και δικαστές αποτελούν τους πυλώνες του κατασταλτικού μηχανισμού, πρακτικού και ιδεολογικού, μαζί με τους πανεπιστημιακούς, του συστήματος.  
Αλλά έτσι  σιγά σιγά θα συνειδητοποιείται από τις υποτελείς τάξεις  ότι  η κρίση δεν αφορά όλους το ίδιο, ενώ  θα γίνονται κατανοητές  οι αντιθέσεις  και το είδος συγκρούσεων  διαφόρων κοινωνικών ομάδων  με την κυρίαρχη εξουσία. Γι’  αυτό και είναι σημαντική η κατεύθυνση που θα δοθεί στην απεργία  της ΓΕΝΟΠ –ΔΕΗ που ξεκίνησε σήμερα. Το ισχυρό αυτό συνδικάτου του πάλαι ποτέ δημοσίου, ξεκινά απεργίες για τη ματαίωση της εφαρμογής του νομοσχεδίου για πώληση της  μικρής ΔΕΗ που είναι μια από τις φάσεις για την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας. Αυτή η  διαδικασία απελευθέρωσης  εδώ και πάνω από μια δεκαετία έχει ξεκινήσει με τη μετοχοποίηση και ιδιωτικοποίηση μερικώς  της ΔΕΗ και  την παράδοση τμημάτων   παραγωγής  και κοιτασμάτων λιγνίτη  σε ιδιώτες.
Σκέφτεται κανείς ότι με τις ιδιωτικοποιήσεις συγχρόνως επιτυγχάνεται και η κάμψη της δύναμης των συνδικάτων, αφού ο αφανισμός του δημόσιου τομέα, όπου κάποια συνδικάτα ήταν πολύ  ισχυρά, μειώνει δραστικά και την επιρροή τους. Κι εδώ βρίσκεται το κομβικό σημείο κι αυτής της απεργίας. Θα θελήσουν οι απεργοί της ΔΕΗ με  το συνδικάτο τους  τη σύνδεση του αγώνα τους με άλλων εργαζομένων, την ιδεολογική σημασιοδότησή του, την ανάδειξη της ταξικής διάστασης στις αποφάσεις της ιδιωτικοποίησης;  Θα περιοριστούν οι απεργοί με το συνδικάτο τους στις υποσχέσεις  για εξασφάλιση του εργασιακού τους καθεστώτος, που την επαύριο της συμφωνίας με εύσχημο τρόπο μπορούν να αναιρεθούν; Μήλον της έριδος με την κυβέρνηση θα είναι μόνο οι όροι της ιδιωτικοποίησης, να μη γίνει «η εκποίηση αντί πινακίου φακής»; Όλη η κινητοποίηση για δημοψήφισμα θα είναι απλώς μια προσπάθεια για να εκβιαστούν συμμαχίες με εκλογικούς στόχους;  Η ρητορική και η σαγήνη της  θ’ αποδειχτεί υπέρτερη της δράσης;
Και τελικά αυτή η απεργία θα συμβάλει στην συνειδητοποίηση,   τόσο  από τους εργαζόμενους στη ΔΕΗ όσο και  από την πλειοψηφία της κοινωνίας, της  ανάγκης για υπέρβαση των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων  που επιβάλλει η καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας;