Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ ΚΑΙ ΒΙΑΙΟΠΡΑΓΩΝΤΑΣ


Στις ειδήσεις για το θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου, από τις πρώτες πληροφορίες, που ανέφεραν αυτοτραυματισμό επίδοξου ληστή από τζαμαρία κοσμηματοπωλείου, μέχρι τις εικόνες από βίντεο, στα οποία καταγράφονται ο άγριος ξυλοδαρμός του ή οι βιαιότητες της αστυνομίας και τα συμπεράσματα της νεκροψίας με την αιτία θανάτου να μένει απροσδιόριστη, θα κάνει πολύ κόπο κάποιος να συναντήσει την αλήθεια. Σ’ αυτή την τραγική υπόθεση όμως γίνεται διάφανος ο ρόλος της δημοσιογραφίας, η θέση της αστυνομίας, η κατάσταση της σιωπηλής πλειοψηφίας.
              Τη δημοσιογραφία που υποκύπτει στις επιθυμίες των χρηματοδοτών της και παρασύρεται σε διαφημιστικές υπερβολές και προβολή πτυχών της πραγματικότητας που εξυπηρετούν σκοπούς τους  αδιαφορώντας για την αξιοπιστία της δεν είναι μόνο στο συγκεκριμένο γεγονός που αναγνωρίζουμε. Για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται κι εδώ η σκόπιμη και επιλεκτική κατασκευή μιας εικόνας του κόσμου, από κομμάτια της πραγματικότητας με βάση τους στόχους αυτών που ελέγχουν τα μέσα επικοινωνίας. Κι αν από την πλειοψηφία των δημοσιογράφων το συγκεκριμένο γεγονός στην αρχή καταγράφηκε ως ληστεία που προκάλεσε τη δίκαιη οργή του ιδιοκτήτη  αυτό δεν οφείλεται μόνο στην προχειρότητα και αδιαφορία  για διασταύρωση πληροφοριών, αλλά και στη συναίνεσή τους για μια αναπαράσταση του πραγματικού που συναρμολογείται με τις αξίες που προωθούνται –αποθέωση της ιδιοκτησίας, περιφρόνηση του αδύναμου κι επιβολή του ισχυρού. Η πληροφόρηση για το συγκεκριμένο γεγονός όλες αυτές τις μέρες πήρε τη μορφή παζλ που ανέλαβαν να συμπληρώσουν τα κομμάτια του τα ερασιτεχνικά βίντεο αυτοπτών μαρτύρων, τα οποία αποκάλυψαν το έλλειμμα αξιοπιστίας των πληροφοριών που μεταδίδονται από τους επαγγελματίες δημοσιογράφους.  
Κι είναι η  καταπάτηση κανόνων και προτύπων που έχουν θεσμοθετηθεί  για κατοχύρωση του κύρους του δημοσιογραφικού επαγγέλματος που οδήγησε στην απώλεια της εμπιστοσύνης προς τους επαγγελματίες δημοσιογράφους, οι οποίοι στο θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου έδειξαν και πάλι  ολιγωρία στη συλλογή στοιχείων και αρκέστηκαν στις εκδοχές των πρωταγωνιστών του αποτρόπαιου λυντσαρίσματος. Και κάπως έτσι ενισχύεται μια αντίληψη για την ατομική ευθύνη, που προωθεί  όμως  συγχρόνως και μια αίσθηση αυτονομίας και ελευθερίας να δημοσιεύει ο καθένας με τα δικά του κριτήρια, που  μπορεί να τον οδηγήσει πάλι στον ίδιο φαύλο κύκλο αναξιοπιστίας, όχι εξαιτίας της παράβασης κριτηρίων, αλλά εξαιτίας της έλλειψής τους.  
Το συγκεκριμένο γεγονός ανέδειξε τη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία επιλογής και προβολής των ειδήσεων,  πέρα από το μονοπώλιο των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Ήταν οι πολίτες σε ρόλο δημοσιογράφων που συνέλεξαν, δημοσίευσαν και σχολίασαν στοιχεία για το συγκεκριμένο γεγονός.  Αυτό αν φαίνεται να παρέχει μια διορθωτική, εναλλακτική άποψη που μπορεί να εκθέτει  το ψέμα, τη διαφθορά, την κατάχρηση εξουσίας κλπ προκαλώντας την κυρίαρχη εξουσία,  όμως  δεν σημαίνει πως αν καθένας μπορεί να θεωρηθεί δημοσιογράφος δεν μπορεί και να χρησιμοποιηθεί σαν  εργαλείο για ποικίλους και άδηλους σκοπούς. Κι επιπλέον,  η ανάληψη δημοσιογραφικού έργου που είναι η παρατήρηση, αναζήτηση, καταγραφή και μετάδοση γεγονότων μας μετατρέπει  από δρώντα υποκείμενα σε απλούς παρατηρητές, που τα γεγονότα εξελίσσονται ερήμην μας.
Φαίνεται λοιπόν πως για την υπεράσπιση του αδύναμου  Ζακ Κωστόπουλου, που εκτός από τους δυο ιδιοκτήτες που τον χτυπούν με λύσσα και ανελέητα, ενώ αυτός δεν αντιστέκεται καθόλου, ασκούν βία και οι αστυνομικοί, ενώ αυτός είναι πληγωμένος και μοιάζει νεκρός, δεν υπήρξε από τους παρευρισκόμενους θεατές  κάποια ιδιαίτερη αντίδραση.
Και καθυστερημένα και μάλλον απλώς για να διατηρήσει τα προσχήματα με φτηνή δημαγωγία, είναι που υποστηρίζει ακόμα η κυβέρνηση πως είναι αριστερή,  η πολιτική ηγεσία διατάσσει ΕΔΕ, για να δείξει πως οι βιαιοπραγίες των αστυνομικών τους κοστίζουν ως προς την νομιμότητα. Ο επιθετικός λόγος όμως του προέδρου της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Αθήνας Δ. Πάικο που υποστηρίζει πως οι συνάδελφοί του «άσκησαν την απολύτως απαραίτητη βία» προκαλώντας «Σε όποιον αρέσει, σε όποιον δεν αρέσει» σηματοδοτεί τη βεβαιότητά του πως δεν θα υποβληθεί σε αμφισβήτηση η εξουσία  που του έχει παραχωρηθεί.
Η πολιτική υποστήριξη της αστυνομίας στη  βία που ασκεί,  η οποία  αντιμετωπίζεται  με ατιμωρησία, μετασχηματίζει το μονοπώλιο της βίας του κράτους σε ικανότητα να επιβληθεί η  κυριαρχία του σε όποιον αντιδρά. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει πολιτική βούληση να ελεγχθούν ακόμα και οι χειρότερες καταχρήσεις εξουσίας της αστυνομίας. Και ούτε βέβαια η  υποτιθέμενη αριστερή κυβέρνησή μας είναι διατεθειμένη να αμφισβητήσει την αστυνομική βία όχι μόνο όπως υπάρχει στις κανονικές λειτουργίες του θεσμού, αλλά ακόμα και στις πιο εντυπωσιακές μορφές της. Και ο φόβος πως  οι βιαιοπραγίες σ’ ένα αναίσθητο σώμα εντάσσονται στις κανονικές λειτουργίες του θεσμού, όσο δεν δημοσιοποιούνται,  ίσως να μην είναι αβάσιμος.
Εν ολίγοις, από την άποψη του κράτους, η βία της αστυνομίας θεωρείται νόμιμη και η βία κατά της αστυνομίας είναι παράνομη. Κι επειδή έχει το κράτος το δικαίωμα να καθορίζει όχι μόνο τη νόμιμη δύναμη, αλλά και τη νόμιμη αντίσταση εναντίον του η αστυνομία που το υπερασπίζεται απολαμβάνει ειδικές προστασίες. Η αστυνομία έχει τη διακριτική ευχέρεια να κρίνει  τα όρια της νομιμότητας, να τα διαστέλλει ή να τα συστέλλει αναλόγως και σύμφωνα με τις επιταγές της εκτελεστικής εξουσίας κι ας δίνεται η εντύπωση, ή καλλιεργείται τεχνηέντως,  πως οι κατασταλτικοί μηχανισμοί λειτουργούν πολλές φορές αυτόνομα.
Σε τελική ανάλυση αυτός που διαστέλλει ή συστέλλει τα όρια της νομιμότητας και της παρανομίας, του κοινωνικού και του αντικοινωνικού δεν είναι στην αστική μας δημοκρατία παρά το αστικό κράτος. Μόνο όταν συσσωρεύεται αγανάκτηση για τη νομιμότητα της αστυνομικής βίας κι υποβαθμίζεται η εμπιστοσύνη προς την αστυνομία, η εκτελεστική  εξουσία αποστασιοποιείται στην προσπάθειά της να τα χειριστεί. Όμως στις πιο πολλές περιπτώσεις οι στόχοι της προσοχής της αστυνομίας - και επομένως και της αστυνομικής βίας - αντικατοπτρίζουν και ενισχύουν τις υπάρχουσες ανισότητες τόσο της  φυλής όσο και της τάξης. Στο  χαρακτήρα της αστυνομικής βίας και στην ιδεολογία που τη στηρίζει αντανακλώνται τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης.
Χρειάζεται να δούμε την αστυνομική βία πολιτικά - δηλαδή να αναγνωρίζουμε την πολιτική που είναι εγγενής σε αυτήν. Η βία αποτελεί βασική λειτουργία της αστυνόμευσης. Και οι αδικίες της αστυνόμευσης αντανακλούν και αναπαράγουν τις αδικίες της κοινωνίας μας.  

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Η ΙΣΧΥΣ ΤΟΥ ΛΙΓΟΤΕΡΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ


Κι απ’ όλες αυτές τις, μετά τυμπανοκρουσιών, ανακοινώσεις της κυβέρνησης για την αύξηση του κατώτατου μισθού το 2019, αυτό που έχει σημασία από την κατάθεση της αντίστοιχης τροπολογίας στη βουλή είναι η διαδικασία και τα χρονοδιαγράμματά της για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου όλης της χώρας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 τον ν. 4172/2013, της κυβέρνησης Σαμαρά. Η όλη διαδικασία που διαρκεί μήνες, περιλαμβάνει εκθέσεις αξιολόγησης του ισχύοντος κατώτατου μισθού από εξειδικευμένους επιστημονικούς φορείς, υπομνήματα των εκπροσώπων των κοινωνικών εταίρων σχετικά με την αναπροσαρμογή του, πορίσματα διαβούλευσης από το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) και μετά την εισήγηση του υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης στο υπουργικό συμβούλιο για τον κατώτατο μισθό, έκδοση της απόφασης του με την οποία καθορίζεται ο κατώτατος μισθός.
               Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που υποστηρίζει πως χάος τη χωρίζει με τη Νέα Δημοκρατία, στηρίζεται σε νόμο της τελευταίας για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού. Κι ενώ αμφότεροι ομνύουν στην ελεύθερη αγορά και τα πλεονεκτήματά της επιστρατεύουν όμως το κράτος, το ταξικό κράτος,  για να ορίσουν το μισθό των εργαζομένων στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, ξεχνώντας διακηρύξεις περί ελαχίστου κράτους. Μία ακόμα απόδειξη πώς αν το αστικό κράτος απεμπολεί αρμοδιότητες, κρατά όμως εκείνες που εντάσσονται στον σκληρό κρατικό πυρήνα, και ο έλεγχος των εργαζομένων, προς όφελος του κεφαλαίου, είναι μια από αυτές. Κι επειδή η αποψίλωση του κράτους από υπηρεσίες παροχής δημόσιων αγαθών δικαιολογήθηκε με τον περιορισμό της γραφειοκρατίας είναι άξια απορίας η διαδικασία που ορίζεται για την τελική απόφαση της κυβέρνησης για καθορισμό του ημερομισθίου, η οποία μοιάζει να αποκαθιστά κλασικούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς.  
Γιατί στην τελική, αν σε  αστούς  ιδεολόγους φιλελεύθερους, ή όπως αλλιώς βαφτίζονται, η μαζική διεθνοποίηση της οικονομίας και της παραγωγής βρίσκει την αντανάκλασή της και γίνεται λόγος για συρρίκνωση του  αστικού κράτους ή και ιδιωτικοποίησή του, αυτό δεν σημαίνει ότι ακόμα και οι πολυεθνικές εταιρείες σταματούν τη σύνδεσή τους με αυτό. Η ιδιωτικοποίηση είναι συχνά ένας μανδύας που χρησιμοποιείται από άρχουσες τάξεις που θέλουν να αυξήσουν το επίπεδο εκμετάλλευσης των εργαζομένων καθώς μετακινούνται από εθνικές επιχειρήσεις σε διεθνείς.
Το κεφάλαιο βασίζεται στο κράτος όσο ποτέ, και ας  εξαπλώνεται πέρα από αυτό, γιατί θα ήταν πολύ ευάλωτο να λειτουργήσει σε καταστάσεις «άγριας δύσης», ελπίζοντας στην περίφημη αυτορρύθμιση των αγορών. Είναι το κράτος μέσω της κυβέρνησης που παρέχει τις πολιτικές προϋποθέσεις για την καπιταλιστική παραγωγή και εξασφαλίζει για το κεφάλαιο τον εφοδιασμό με εξειδικευμένη εργατική δύναμη, τη σωστή ρύθμιση των εμπορικών σχέσεων, τη λήψη μέτρων για την προστασία των επιχειρήσεων από ξαφνικούς κινδύνους ακόμη και την παροχή ένοπλης δύναμης ως έσχατη λύση στην προστασία των συμφερόντων του. Εταιρείες και επιχειρήσεις ξέρουν πως η επιτυχία τους σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται και από την ικανότητα του κράτους να κρατά χαμηλά το κόστος εργασίας.
Ξεκινώντας η ανάπτυξη του κεφαλαίου  μέσα στα όρια μιας συγκεκριμένης περιοχής διαμορφώνει τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες στην εν λόγω περιοχή για να προσαρμοστούν στους δικούς του στόχους. Κι είναι το αστικό κράτος που εξασφαλίζει  την αποδέσμευση κάθε ελέγχου της εργασίας από την ίδια την εργατική τάξη, τη δημιουργία  υποδομών που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του, τη ρύθμιση  σχέσεων ιδιοκτησίας  με νόμους, ακόμα και τη δημιουργία  ένοπλης δύναμης που θα προστατεύει την ιδιοκτησία από παντός είδους απειλές. Κι είναι το αστικό  κράτος που όταν δεν μπορεί να καταστείλει τις αντιδράσεις της εργατικής δύναμης διαπραγματεύεται μαζί της υποχωρεί και παραχωρεί χωρίς όμως  να παραδίνεται ο σκληρός του πυρήνας, όπως συνέβη στην ακμή του εργατικού κινήματος.
               Κι αν λοιπόν οι θέσεις του ΣΕΒ, ενός από τους κοινωνικούς εταίρους,  πως η ανεξέλεγκτη αύξηση του κατώτατου μισθού είναι πιθανόν να επιφέρει εκ νέου αύξηση της ανεργίας δίνουν την ευκαιρία στην κυβέρνηση να διαφωνήσει και να αντιταχθεί σ’ αυτές  επιδεικνύοντας έτσι ένα φιλολαϊκό προφίλ, αυτό λειτουργεί πάλι προς όφελός του, αφού μ’ αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση ελπίζει να περάσει μέτρα που ενώ θα ευνοούν το κεφάλαιο θα προπαγανδίζονται ως φιλεργατικά, για να γίνουν αποδεκτά από τη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων.
Σε όλη αυτή την διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού, το καπιταλιστικό κράτος μέσω της κυβέρνησης έχει τον τελευταίο λόγο, ενώ οι εργαζόμενοι με τα συνδικάτα τους εξουδετερώνονται από επιστημονικούς φορείς που αξιολογούν και  εκμηδενίζονται από κοινωνικούς εταίρους που διατυπώνουν γνώμες.  

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ



Η δίκη της Χρυσής Αυγής  για άλλη μια επέτειο, την πέμπτη, της  δολοφονίας του Π. Φύσσα,  συνεχίζεται, στο περιθώριο της πολιτικής ζωής, χωρίς ευρεία δημοσιότητα, χωρίς φυσική παρουσία κατηγορουμένων, με το φασιστικό μόρφωμα να έχει σταθεροποιηθεί και να προκαλεί σαν λόγος και σαν πρακτική στη πολιτικοκοινωνική  μας ζωή και όχι μόνο στην εγχώρια.
Ο φασισμός δεν είναι απλώς ένα αυταρχικό αστυνομικό καθεστώς που απορρίπτει τους κανόνες της κοινοβουλευτικής εκλογικής δημοκρατίας, αλλά  είναι μια συγκεκριμένη πολιτική απάντηση στις προκλήσεις με τις οποίες η διαχείριση της καπιταλιστικής κοινωνίας μπορεί να αντιμετωπιστεί σε συγκεκριμένες περιστάσεις, προς όφελος του κεφαλαίου βεβαίως. Κι αν επανεμφανίζεται συνεχώς είναι επειδή οι σπόροι του επωάζονται στις αντιφάσεις του καπιταλισμού. Ακόμα κι αν οι λέξεις καπιταλισμός ή πλουτοκρατία αποτελούν στη ρητορική του φασιστικού λόγου αντικείμενο επίθεσης αυτό είναι ένα καμουφλάζ που κρύβει την αληθινή φύση του φασιστικού λόγου. Γιατί  η φασιστική λύση σε ορισμένες συγκυρίες μιας βίαιης και βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού  φαίνεται να είναι η καλύτερη για την κυριαρχία του κεφαλαίου, αν όχι η μόνη δυνατή, ώστε να μην κλονιστούν οι θεμελιώδεις αρχές του και τεθεί υπό αμφισβήτηση η ιδιωτική καπιταλιστική ιδιοκτησία, η κυριαρχία των  μονοπωλίων της.
                Ο φασισμός αντικαθιστά τις γενικές αρχές στις οποίες οι θεωρίες και πρακτικές των σύγχρονων δημοκρατιών υποστηρίζεται πως είναι βασισμένες, όπως η  αναγνώριση των διαφορετικών  απόψεων, η προσφυγή σε εκλογικές διαδικασίες για να καθορίσουν την πλειοψηφία, η  εγγύηση των δικαιωμάτων της μειονότητας, κ.λπ., με εκείνες που τονίζουν την εθνικιστική ανωτερότητα και τη σύγκρουση για την εξαφάνιση του διαφορετικού που συνοδεύεται με μια επιστροφή προς το ιστορικό παρελθόν, αναζητώντας ιδέες που να είναι σε θέση να του παρέχουν μια φαινομενική νομιμότητα. Έτσι  και στα καθ’ ημάς η άκριτη και υπέρτατη αξιοποίηση των ψευδοεθνοτικών ή ψευδοθρησκευτικών μυθολογικών κατασκευών, όπως το μεγαλείο της ελληνικής φυλής που προστατεύεται και διασώζεται πάντα από τον θεό της Ελλάδας, καλλιεργούν φανατισμό για στρατολόγηση οπαδών για βίαιες, και δήθεν αντισυστημικές ενέργειες, που πολλαπλώς αξιοποιούνται από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα (π.χ. συλλαλητήρια για το Μακεδονικό)
                Οι φασισμοί του μεσοπολέμου, του Μουσολίνι στην Ιταλία του Χίτλερ στη Γερμανία, στα πρώτα χρόνια κέρδιζαν και συμπάθειες στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια και στους δημοκρατικούς ηγέτες τους, εφόσον ήταν  υπέρ του καπιταλισμού και ως εκ τούτου σύμμαχοι με το κεφάλαιο.  Οι πολιτικές των ηγετών  δεν εξέφραζαν μια αντιφασιστική θέση, αλλά περισσότερο μια σύγκρουση συμφερόντων όταν οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί του Χίτλερ απείλησαν τα δικά τους συμφέροντα. Του ίδιου του Χίτλερ ο αντισημιτισμός προκάλεσε κατακραυγή μόνο πολύ αργότερα, όταν έφτασε στο τελικό στάδιο της δολοφονικής δράσης του. Η έμφαση στο μίσος για «εβραιο-μπολσεβικισμό» που κυριαρχούσε στο λόγο  του Χίτλερ ήταν κοινή σε πολλούς πολιτικούς των αστικών δημοκρατιών της Δύσης, αφού και γι’ αυτούς, πέρα από τον εβραίο ως αποδιοπομπαίο τράγο,  στην πραγματικότητα  ο βασικός αντίπαλος ήταν η νεαρή τότε Σοβιετική Ένωση.  Ήταν μόνο μετά την ήττα του ναζισμού που ο αντιφασιστικός αγώνας των λαών έκανε  απαραίτητη την καταδίκη  του αντισημιτισμού ως  αρχή. Αυτή η στάση έγινε μεταπολεμικά πιο …εύκολη, γιατί οι αυτοαποκαλούμενοι κληρονόμοι του τίτλου του «θυμάτων του Ολοκαυτώματος» είχαν γίνει οι σιωνιστές του Ισραήλ, σύμμαχοι του δυτικού ιμπεριαλισμού κατά των Παλαιστινίων και του αραβικού λαού, ο οποίος, ωστόσο, δεν είχε ποτέ εμπλακεί στην φρίκη του Ευρωπαϊκού αντισημιτισμού.
          Προφανώς, η κατάρρευση των Ναζί στη Γερμανία και του Μουσολίνι στην Ιταλία με τον λυσσαλέο αγώνα της Σοβιετικής Ένωσης και των αντιστασιακών ευρωπαϊκών κινημάτων, υποχρέωσε τις πολιτικές δυνάμεις  στην Ευρώπη, δυτικά του αποκαλούμενου «παραπετάσματος», να ξεχωρίσουν τους εαυτούς τους από εκείνους που, και  ανάμεσά τους, ήταν  συνεργοί και σύμμαχοι του φασισμού. Μόνο που στην πραγματικότητα τα φασιστικά υπολείμματα είχαν αναγκαστεί μόνο να υποχωρήσουν στο παρασκήνιο και να κρύβονται, χωρίς πραγματικά να εξαφανίζονται.
Έτσι, στη Δυτική Γερμανία, στο όνομα της «συμφιλίωσης», η ντόπια κυβέρνηση  με τους  προστάτες της,  κυρίως  των Ηνωμένων Πολιτειών, και κατά δεύτερο λόγο της Μεγάλη Βρετανίας και Γαλλίας,  διατήρησαν κατά βάση στη θέση τους σχεδόν όλους όσοι είχαν διαπράξει εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Στην Ιταλία ο φασισμός σιωπηλά ενσωματώθηκε στις τάξεις των Χριστιανοδημοκρατών  και βέβαια της Καθολικής Εκκλησίας. Εξάλλου ένας μεγάλος αριθμός από ηγετικά στελέχη των φασιστικών καθεστώτων βρήκαν καταφύγιο στις ΗΠΑ και αντιμετωπίζονταν με ευνοϊκή διάθεση εξαιτίας του άγριου αντικομμουνισμού τους.
Επιπλέον, παρόλο που σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης πολέμησαν το φασισμό στη σύγκρουση του β παγκοσμίου πολέμου, όμως η υποστήριξή τους στις αντικομμουνιστικές εκστρατείες που αναλαμβάνονταν από τον άλλο πολιτικό πόλο των αστικών δημοκρατιών, τη συντηρητική δεξιά,  μοιράζεται την ευθύνη για τη σύγχρονη επιστροφή του φασισμού.
Έτσι στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια και  επί διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, που θρασύτατα επιμένει να υποκρίνεται την αριστερά,  η  ανοχή του ΣΥΡΙΖΑ προς τη Χρυσή Αυγή,  η νομιμοποίηση του φασιστικού λόγου στο όνομα της ισοδυναμίας όλων των απόψεων, ο καλυμμένος αντικομμουνιστικός του λόγος, η εξευτέλιση των σοσιαλιστικών οραμάτων ανοίγει διάπλατα τις πόρτες  για την εγκατάστασή του στον πολιτικοκοινωνικό χώρο με όποια ονόματα ή μεταμφιέσεις εμφανιστεί στο μέλλον.
Εξάλλου ο  έξυπνος τρόπος να κρύβει  ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος αλλά και τα ΜΜΕ  την υποστήριξή τους για τους φασίστες είναι να αντικαθίσταται ο χαρακτηρισμός φασίστας μ’ εκείνη του εθνικιστή και τα κόμματά τους να χαρακτηρίζονται ακραία δεξιά. Έτσι στη Γερμανία μπορεί ο ναζισμός να είναι εκτός νόμου αλλά οι ναζιστές, με όνομα Εναλλακτική για τη Γερμανία,  όλο και αποκτούν δύναμη, και εκλογική, στη Σουηδία ως Σουηδοί Δημοκράτες αυξάνουν την εκλογική τους δύναμη στο 17,6% κι ας περιφερόταν ανά την Ευρώπη το σουηδικό μοντέλο για προσέλκυση οπαδών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.  Ο  μεταμφιεσμένος σε εθνικισμό  φασισμός  ισοδυναμεί με σοβινιστικό μίσος προς γειτονικούς λαούς ή και πιο μακρινούς  που τους καθιστούν υπεύθυνους για όποιες …εθνικές κακοτυχίες. Για τους Ουκρανούς είναι οι Ρώσοι, όχι βέβαια ο Τσάρος, για τους Κροάτες οι Σέρβοι, για την …άκρα δεξιά στη Γαλλία, την Αυστρία, την Ελβετία, σε μας  και αλλού, είναι  οι μετανάστες, που γίνονται ο νέος αποδιοπομπαίος τράγος στην οχυρωμένη Ευρώπη.
                Εν ολίγοις, η ανοχή προς τους  φασίστες, η δέουσα προβολή τους, η ανακατασκευή της ιστορίας που αναζητά δικαιολογίες για  τις θηριωδίες τους με την εξίσωση των δυο άκρων για να συκοφαντηθεί  η  κομμουνιστική προοπτική,  η στοχοποίηση των προσφύγων-μεταναστών σαν απειλή συντελούν να παρουσιαστούν ως εναλλακτική λύση  για τους ψηφοφόρους που νιώθουν θύματα της εξάπλωσης του μονοπωλιακού καπιταλισμού,  χωρίς όμως να  τίθεται υπό αμφισβήτηση η ισχύς των πραγματικά κυρίαρχων δυνάμεων στο σύγχρονο κόσμο, δηλαδή τα μονοπώλια των ΗΠΑ και της Ευρώπης.
Βέβαια, στη Δύση, όσο η συμπαιγνία μεταξύ των κυρίαρχων αστικών πολιτικών δυνάμεων στην κοινοβουλευτική μας δημοκρατία τιθασεύει τις αντιδράσεις  καθιστά περιττό για το κυρίαρχο κεφάλαιο να καταφύγει στις υπηρεσίες των φασιστών με όποιο όνομα σε κάθε χώρα εμφανίζονται. Όσο όμως εξαπλώνεται και διατηρείται η συστημική κρίση του παγκοσμιοποιημένου μονοπωλιακού καπιταλισμού με όλα τα παρεπόμενά του η απειλή της προσφυγής  σε φασιστικές λύσεις θα γίνεται ένας πραγματικός κίνδυνος.

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

ΘΕΣΜΟΙ ΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ



Ανάμεσα στις εξαγγελίες του πρωθυπουργού στα εγκαίνια της ΔΕΘ περιλαμβάνονταν και η δέσμευση για καταβολή των αναδρομικών, από το 2012, σε μισθούς και συντάξεις σε ένστολους, δικαστικούς, πανεπιστημιακούς σε συμμόρφωση με δικαστικές αποφάσεις που έκριναν αντισυνταγματικές τις περικοπές σ’ αυτές.
        Και πραγματικά παρουσιάζει ενδιαφέρον η σύνδεση των συγκεκριμένων θεσμικών μορφών στο αστικό κράτος σ’ αυτήν την εξαγγελία.  Θεσμοί που λειτουργούν κατασταλτικά, όπως στρατός και αστυνομία, αλλά κι αυτοί που εξασφαλίζουν την ιδεολογική «ηγεμονία» της αστικής εξουσίας όπως το πανεπιστήμιο και το δικαστικό σώμα,  πριμοδοτούνται οικονομικά από το κράτος με τη μορφή αναδρομικών που οι ίδιοι οι δικαστικοί έκριναν πως όφειλαν να τους επιστραφούν σε διαφοροποίηση από άλλες κοινωνικές ομάδες. Δηλ. για άλλη μια φορά αποδεικνύεται πως οι οικονομικές επιλογές και οι φαινομενικές αντιφάσεις τους τελούν πάντοτε υπό τον έλεγχο των παρεμβάσεων της αστικής τάξης.  Αυτοί οι θεσμοί είναι καθοριστικοί για τη μορφή και ένταση των ταξικών αγώνων,  γιατί δεν είναι μόνον πως μέσω αυτών εκφοβίζει, απειλεί κι επιβάλλεται το αστικό κράτος, αλλά κυρίως γιατί είναι το μέσον για να προσεγγίζει τη συνείδηση των μαζών ώστε να εσωτερικεύσουν τους αστικούς κανόνες της πολιτικής δράσης.
        Ο ρόλος του αστικού κράτους είναι η υποταγή των εργαζομένων και των καταπιεσμένων ανθρώπων στην κυρίαρχη τάξη με μέσα καταναγκασμού ή χειραγώγησης.
     Η δημιουργία της αστυνομίας ήταν μέρος μιας ευρύτερης επέκτασης της κρατικής δραστηριότητας, για  ν’ αποκτήσει τον έλεγχο της καθημερινής συμπεριφοράς της εργατικής τάξης. Δημόσια εκπαίδευση και αστυνομία στόχο έχουν να διαμορφώσουν εργαζόμενους χρήσιμους για την καπιταλιστική τάξη.
Η αστυνομία είναι ένας από τους θεσμούς που η αστική  τάξη οργανώνει στο πρώτο μισό του19ου αιώνα, γιατί την χρειάζεται για να ελέγχει και να καταστέλλει τις αντιδράσεις των εξαθλιωμένων στις πόλεις. Κάθε οργανωμένη αντίδραση των εργατών έχει να αντιμετωπίσει πια  την αστυνομία που δεν επιδιώκει πάντα να σκοτώνει δημιουργώντας μάρτυρες και προκαλώντας οργισμένες συλλογικές αντιδράσεις, αλλά να εκφοβίζει και να απειλεί. Η αστυνομία βγαίνει στους δρόμους ως αντίρροπη δύναμη στην εργατική τάξη που συγκεντρώνεται και διαμαρτύρεται στους δρόμους είτε πρόκειται για απεργία είτε για διαδήλωση.  
      Η ανάπτυξη της σύγχρονης αστυνόμευσης συμπίπτει με την ανάπτυξη της δημόσιας εκπαίδευσης. Η έννοια του καλού πολίτη που προήλθε από το μεταρρυθμιστικό κίνημα του σχολείου ευθυγραμμίζεται με τις έννοιες της εγκληματολογίας που κατηγοριοποίησαν τους ανθρώπους στο δρόμο, την εργατική τάξη. Η νεανική παραβατικότητα είναι μια έννοια κοινή για την εκπαίδευση και την αστυνόμευση, συνδέει τις δυο δραστηριότητες στην πράξη.
Και τα δημόσια σχολεία στο αστικό κράτος, εκτός των άλλων, συνηθίζουν τα παιδιά στην πειθαρχία της καπιταλιστικής εργασίας, υποβάλλοντάς τα σε αυστηρούς κανόνες. Ο στόχος για διαμόρφωση ηθικού χαρακτήρα των μαθητών έχει το αποτέλεσμα να είναι ικανοί να εργαστούν σκληρά, να ασκούν αυτοέλεγχο. Η ιδεολογία του καλού πολίτη που περνά στη συνείδηση των μαθητών τους ενθαρρύνει συγχρόνως να σκεφτούν πως τα προβλήματα στην κοινωνία προέρχονται από τις δράσεις των «κακών». Εμφυτεύεται λοιπόν ένα συγκεκριμένο είδος συνείδησης στους μαθητές, ώστε να είναι πειθαρχημένοι στη συμπεριφορά τους και τελικά να αρχίσουν να αστυνομεύουν οι ίδιοι τον εαυτό τους.  
       Η διαίρεση μάλιστα της κοινωνίας σε καλούς και κακούς μπορεί να αποβεί ιδανική για εντοπισμό αποδιοπομπαίων τράγων που, δίνοντάς τους αναλόγως και φυλετικά χαρακτηριστικά, να εξυπηρετεί κάθε είδους ρατσιστικές ιδεολογίες. Εξάλλου σε μια κοινωνία, ένα σύστημα ηθικολογικό καταλήγει να είναι ανταγωνιστικό σε μια ταξική κοσμοθεωρία που προσδιορίζει ως  αιτία των ανισοτήτων τη σύγκρουση μεταξύ εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων.
          Κι αν για την αστική νομική θεωρία ο νόμος συνδέεται με την ιδέα του κράτους ως οργάνου προστασίας, όμως στην πράξη ο νόμος είναι όργανο που χρησιμοποιεί η άρχουσα τάξη για να διατηρήσει και να προωθήσει τα συμφέροντά της εις βάρος της εργατικής τάξης. Πάντα οι νόμοι έχουν περισσότερες διατάξεις από ό,τι στην πραγματικότητα χρησιμοποιούνται, ώστε η εφαρμογή τους να μπορεί να είναι επιλεκτική.  Κι έτσι αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των δικαστών ποιο μέρος του πληθυσμού θα στοχεύσουν, αλλά και να επιλέγουν ποια είδη συμπεριφοράς πρέπει να αλλάξουν. Παράδειγμα ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου με πολλές στοχεύσεις  ήταν και η  ευρέως γνωστή περίπτωση  της Ηριάννας, όπως και  οι αποφάσεις διαφόρων δικαστηρίων, Συμβούλιου της Επικρατείας, Ελεγκτικού Συνεδρίου, Μισθοδικείου, σχετικά με τις περικοπές σε μισθούς και συντάξεις που επέβαλλαν νόμοι των μνημονίων ή και η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας για μηδέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, θυρίδων κλπ μελών διοικήσεων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου τα οποία δεν απέδωσαν τους παρακρατούμενους φόρους.  Αστυνομία, Εκπαίδευση και Δικαιοσύνη  χρησιμοποιούνται ως μηχανισμοί που είτε λειτουργώντας κατασταλτικά είτε χειραγωγώντας και ελέγχοντας πληροφόρηση και διαπαιδαγώγηση δημιουργούν την κοινωνική συναίνεση.
 Η άρχουσα τάξη διαχέοντας την κυρίαρχη  ιδεολογία της, που ανακηρύσσει  γενικό καλό το ταξικό της συμφέρον,  μέσα από τους θεσμούς της διαμορφώνει συνειδήσεις που το εσωτερικεύουν αποδεχόμενοι το καπιταλιστικό σύστημα, κι έτσι αυτό καθίσταται αόρατο ως κάτι το φυσικό,  για να αναπαράγονται στην τελική οι ίδιες ταξικές δομές κι αντιθέσεις, οι ίδιες εξουσιαστικές πρακτικές που διαιωνίζουν τον καπιταλισμό.