Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

ΑΞΙΑ ΓΗΣ

Μια βδομάδα από την μεγάλη τραγωδία της φωτιάς στην Αττική, αρχίζει η αναζήτηση, δειλά είναι η αλήθεια, εκείνων των αδυναμιών που στη συνάντησή τους με τον κίνδυνο της φωτιάς προκάλεσαν την καταστροφή. Κι επειδή οι συνέπειες των φυσικών ή ανθρωπογενών καταστροφών είναι πολυάριθμες και επηρεάζουν όλο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής, εφόσον συντελούν στην απότομη διακοπή της κανονικότητας, πάντα υπάρχει ο φόβος να ακολουθήσουν πολιτικά γεγονότα που μπορεί να αποτελέσουν την αφορμή ή ακόμη και την αιτία για μια πολιτική κρίση. Γι’ αυτό κάθε φορά οι κυβερνώντες προσπαθούν να ελέγξουν τις λαϊκές αντιδράσεις, αναδεικνύοντας την ικανότητά τους να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν, να σχεδιάσουν και να υποσχεθούν πολιτικές δράσεις σε κρίσιμες καταστάσεις, αν και πολλές φορές αντιμετωπίζουν την καταστροφή περισσότερο με επικοινωνιακούς όρους, όπως κατηγορείται πως συμβαίνει με την κυβέρνηση των ΑΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Γι’ αυτό κι αποκτά τέτοια βαρύνουσα σημασία πότε ο πρωθυπουργός πληροφορήθηκε την ύπαρξη νεκρών στην περιοχή της πυρκαγιάς. 
          Σε συνεντεύξεις τους υπουργοί της κυβέρνησης υποδεικνύουν ως μια αιτία της καταστροφής την αυθαίρετη δόμηση. Ο υπουργός άμυνας Π. Καμμένος σε συνέντευξή του στο BBC χαρακτηρίζει έγκλημα από το παρελθόν την άναρχη δόμηση στο Μάτι και σε όλη την ακτογραμμή, όπου οικοδομήθηκαν οι περισσότερες κατοικίες χωρίς την απαραίτητη άδεια. Και ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών Χρ. Σπίρτζης, πρώην πρόεδρος του ΤΕΕ, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ διαβεβαιώνει για το ίδιο θέμα πως «το έγκλημα δεκαετιών ολόκληρων –διότι περί εγκλήματος πρόκειται- δεν θα συνεχιστεί» και ότι ήρθε η ώρα τροποποίησης των οικισμών, για να είναι ασφαλείς, να έχουν επαρκείς οδούς διαφυγής, καθαρισμένα ρέματα, πολεοδομικό σχεδιασμό. Μοιάζει για την κυβέρνηση επικοινωνιακά να είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμη η επίρριψη της ευθύνης για την καταστροφή σε μια χρόνια, πραγματική κατάσταση, για την οποία από τη μια θεωρεί πως η ίδια δεν ευθύνεται και από την άλλη εμμέσως μπορεί να συμπεριλάβει και όλο τον πληθυσμό που ανέχτηκε αλλά και εκμεταλλεύτηκε αυτή την κατάσταση. Όλοι υπεύθυνοι, κανένας υπεύθυνος.
             Είναι αλήθεια πως τις ανάγκες στέγασης των, με ραγδαίους ρυθμούς, αστικοποιούμενων πληθυσμών, μέχρι τη δεκαετία του 1970, κάλυψε η αυθαίρετη δόμηση εκτός σχεδίου. Η δόμηση αυτή ευνοήθηκε πολύ από τα κενά της πολεοδομικής νομοθεσίας και την ανοχή των διοικητικών μηχανισμών. Έτσι, αποτέλεσε ουσιαστικά έναν βασικό άξονα της κρατικής κοινωνικής πολιτικής για την κατοικία και κύριο μηχανισμό ανάπτυξης του αστικού χώρου. Από τη δεκαετία του 1970, η κατάσταση ως προς την αυθαίρετη δόμηση διαφοροποιείται ποιοτικά. Το μεγάλο ρεύμα της εσωτερικής μετανάστευσης ανακόπτεται και οι κυρίως ενδιαφερόμενοι δεν είναι πια, σε μεγάλο βαθμό, εξαθλιωμένοι εσωτερικοί μετανάστες, όπως στο προηγούμενο διάστημα. Τώρα πια κατασκευάζονται περισσότερο αυθαίρετα εκτός σχεδίου για κατοικία - συνήθως δεύτερη - αλλά και για κέντρα διασκέδασης, επαγγελματικούς χώρους κ.ο.κ., από άτομα κάθε εισοδηματικού επιπέδου, που δεν στερούνται πρώτης κατοικίας και εκμεταλλεύονται τη νομοθεσία, τους διοικητικούς μηχανισμούς αλλά και ένα είδος «ηθικής δικαίωσης» που καλύπτει την αυθαίρετη δόμηση για πρώτη κατοικία των υποτελών τάξεων. 
              Θα μπορούσαμε δηλ. να πούμε πως οι πολεοδομικές παροχές προς τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα επιτελούσαν εν μέρει την αποστολή που θα μπορούσε να είχε το διαφημιζόμενο κράτος πρόνοιας, αν δεν ήταν κάκιστης ποιότητας, παρέχοντας δια της παραλήψεως την δυνατότητα στις κατώτερες τάξεις να καλύψουν τις στεγαστικές τους ανάγκες με παράλληλη όμως πρόσδεσή τους στην πολιτική συναλλαγή. Αυτού του είδους η ιδιορρυθμία έδωσε στις υποτελείς τάξεις την δυνατότητα πρόσβασης στην αγορά γης και στα κέρδη που αυτή παρέχει και συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό και στη συναίνεσή μεγάλου τμήματος στην ισχύουσα πολιτική τάξη πραγμάτων. 
                  Εν ολίγοις, η κρατική πολιτική στο ζήτημα της κατοικίας του αστικοποιημένου πληθυσμού δεν ήταν προϊόν αμέλειας ή άγνοιας, αλλά μάλλον μια προσπάθεια τα οφέλη που θα αποκομίσουν εκκολαπτόμενοι μικροαστοί να λειτουργήσουν εξισορροπητικά απέναντι στην φορολογία που υφίστανται, ενώ συγχρόνως η συγκεκριμένη πρακτική τροφοδοτούσε την παραοικονομία με μεγάλες υπεραξίες και η παράνομη δόμηση με τεράστια αφορολόγητα εισοδήματα σε όλους τους κλάδους της οικοδομής και των κατασκευών. 
                 Επομένως, αν για να εξαχθεί κέρδος από τη γη τα ζητούμενα είναι η ιδιοκτησία γης και το κεφάλαιο, στην χώρα μας απροκάλυπτα μεσολαβεί ο πολιτικός παράγοντας και οι κοινωνικές σχέσεις σαν φορείς που πραγματώνουν την ιδιοκτησία και το κεφάλαιο που αποτελεί ακριβώς πολιτική επιλογή του ελληνικού κράτους, και οι καταπατήσεις δημόσιων και ιδιωτικών εδαφών, η εκτός σχεδίου δόμηση αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της επιλογής. Η περιαστική και αγροτική γη που μετατρέπεται σε αστική μέσω της οικοπεδοποίησης και της αυθαίρετης δόμησης από την οποία επωφελούνται κατά καιρούς, έστω και λίγο, όλες οι κοινωνικές τάξεις, εξισορροπώντας την απουσία κρατικής πρόνοιας απέναντι στις κατώτερες τάξεις με βάση την ανοχή και την καλλιέργεια της παρανομίας από το ίδιο το κράτος, είναι πολιτική επιλογή της κυρίαρχης τάξης που κυβερνά. Η αξία γης, η γαιοπρόσοδος, αναδεικνύεται το ισχυρότερο μέσο ανέλιξης που διέθετε κανείς, το δέσιμο με τη γη γίνεται κομμάτι της προσωπικότητας του καθενός, ταυτισμένο με την αυτοεκτίμηση και η οικονομική εκμετάλλευση της ιδιοκτησίας γίνεται αυτοσκοπός για την κοινωνική αναγνώριση. Όλη αυτή η κατάσταση πηγάζει από την ίδια την μορφή των οικονομικών σχέσεων και της συναλλαγής μεταξύ των τάξεων στον ελληνικό χώρο, είναι ένα φαινόμενο εκτεταμένο σε ολόκληρη χώρα, σε μια προσπάθεια της κυρίαρχης τάξης να κερδίσει τη συναίνεση των υποτελών τάξεων, παρέχοντας ένα κράτος πρόνοιας με «αλά καρτ» παροχές.
            Και κάπως έτσι όταν μας βρίσκουν οι καταστροφές αναζητώντας τους υπεύθυνους αυτοί μας λένε, με εύσχημο τρόπο, να κοιταχτούμε στον καθρέφτη και να αναλωθούμε σε μια ατέλειωτη ενδοσκόπηση, ένας τρόπος κι αυτός για να περιοριστεί η οργανωμένη διεκδίκηση από συνειδητοποιημένη εργατική τάξη.

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

ΦΥΣΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ


Ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας επικαλέστηκε ασύμμετρα φαινόμενα για την φωτιά που προκάλεσε τη μεγάλη τραγωδία στην Αττική, κήρυξε τριήμερο πένθος, επέμενε στην ενότητα για αντιμετώπιση της τραγωδίας, υποσχέθηκε αναζήτηση των αιτιών σε πιο κατάλληλο χρόνο. Ο τομεάρχης εξωτερικών της Ν. Δημοκρατίας Γ. Κουμουτσάκος προσπαθεί να επαναφέρει τον ευρωβουλευτή του ίδιου κόμματος Γ. Κύρτσο στη γραμμή εθνικής ενότητας που ακολουθεί σ’ αυτήν την περίσταση επίσημα το κόμμα τους.  Ο αναπληρωτής υπουργός Προστασίας  του Πολίτη Ν. Τόσκας χαρακτηρίζει την περιοχή «ένα τεράστιο αυθαίρετο» και υπόσχεται κι αυτός μελλοντικό καταλογισμό  ευθυνών. Η σκέψη των εφοπλιστών είναι «κοντά στα θύματα της εθνικής τραγωδίας», το παραλήρημα του μητροπολίτη Καλβρύτων Αμβρόσιου, που στις φωτιές της Αττικής αναγνωρίζει την οργή του θεού γιατί είναι άθεος ο πρωθυπουργός, χαρακτηρίζεται από την αρχιεπισκοπή Αθηνών έκφραση «αποκλειστικά και μόνο» προσωπικών απόψεων.
               Η κυρίαρχη τάξη με το πολιτικό προσωπικό της προσπαθεί με όποιο τρόπο διαθέτει να βρει το δρόμο για να περάσει τα μηνύματά της στα κεφάλια μας, να διαμορφώσει τη σκέψη μας κατά τα συμφέροντά της για να επιτύχει και σ’ αυτήν την τραγωδία τη συναίνεσή μας. Μοιάζει να  θέλει να γίνει δεκτή η ιδέα των ακραίων φαινομένων, με την κλιματική αλλαγή να κουμπώνει άνετα,  ως βασική αιτία της τραγωδίας.
               Αν όμως θεωρείται δεδομένη η ανθρώπινη αδυναμία μπροστά στην εκδήλωση ενός φυσικού φαινομένου, οι συνέπειές του όμως κατά ένα μεγάλο ποσοστό εξαρτώνται από την ικανότητα των  ανθρώπινων μηχανισμών να τις ελέγξουν. Κι επειδή στα πλαίσια της αστικής διακυβέρνησης και με τους αγώνες των υποτελών τάξεων η κυρίαρχη τάξη υποχώρησε στην ανάπτυξη αυτού που ονομάσαμε κράτος πρόνοιας, το σύνολο σχεδόν  της κοινωνίας, θεωρώντας το ίδιο το αστικό κράτος εκφραστή του καθολικού και εγγυητή του γενικού συμφέροντος, προσδοκά απ’ αυτό να διαθέτει τους μηχανισμούς του για την επιτυχημένη αντιμετώπιση των καταστροφών και την ανακούφισή του  απ’ αυτές. Κι επειδή πολλές φορές οι φυσικές ή και ανθρωπογενείς καταστροφές μπορεί να έχουν ως συνέπεια σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις, ανατροπή πολιτικών, αφού επηρεάζουν σημαντικά όλες τις πτυχές της ζωής των ανθρώπων, το πολιτικό κατεστημένο είναι πολύ προσεχτικό στην μικροπολιτική εκμετάλλευση τέτοιων τραγωδιών. Σε τέτοιες περιόδους κρίσης το κράτος έχει υποχρέωση να ικανοποιεί το συντομότερο όλες τις βασικές ανάγκες και οποιαδήποτε καθυστέρηση υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Γι’ αυτό και οι υποσχέσεις δεν λείπουν.
               Η κυβέρνηση, και με την ανοχή της αστικής αντιπολίτευσης, προσπαθεί με επικοινωνιακά τεχνάσματα, κάποια υπερβολικά απλοϊκά και κακοστημένα, να εξασφαλίσει την  εμπιστοσύνη των πολιτών που είναι η πιο θεμελιώδης στάση απέναντι στην κυβέρνηση και η οποία πιθανόν να μην αλλάξει γρήγορα, αλλά όμως μπορεί να μεταβληθεί αργότερα ακόμα και από ένα πιο ασήμαντο πολιτικό πρόβλημα. Εν ολίγοις, η αποτυχημένη διαχείριση καταστροφών μπορεί να μετατραπεί σε πολιτική κρίση που μπορεί να επηρεάσει έντονα το πολιτικό σύστημα. Κι  αυτός ο φόβος των αστών πολιτικών  για αρνητικές πολιτικές  επιπτώσεις μετά από την καταστροφή  μεγαλώνει επειδή έχει σημασία  η στιγμή εκδήλωσης της, όταν  έχει ήδη συσσωρευτεί θυμός και αγανάκτηση από την οκταετή πολιτική λιτότητας.
               Η ασκούμενη πολιτική αυτήν την οκταετία όχι μόνο δεν αύξησε την ικανότητα αντιμετώπισης τέτοιων καταστροφών, αλλά μεγέθυνε την τρωτότητα μας, αφού το οικονομικό κόστος που απαιτείται κάθε άλλο παρά ήταν στις πολιτικές προτεραιότητες είτε της εγχώριας διακυβέρνησης είτε της ευρωπαϊκής, που ενδιαφέρονται για την καπιταλιστική αναδιάρθρωση εις βάρος των εργαζομένων.
               Δηλ.  στην τελική, η υπερβολική έμφαση στη φυσικότητα τέτοιων γεγονότων, ως αιτία μεγάλων καταστροφών δεν είναι απόλυτα πειστική,  εφόσον η σύγχρονη τεχνολογία μέχρις ενός βαθμού μπορεί  να προλάβει η να προστατέψει από τις συνέπειές τους, αρκεί ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας μιας κοινωνίας να μην αποβλέπει στην εξυπηρέτηση συμφερόντων  που επιδιώκουν μόνο το οικονομικό κέρδος.  Θεωρώντας τη φύση κύρια υπεύθυνη για τις καταστροφές (στις πυρκαγιές του 2007 ήταν ανίκητος ο «στρατηγός άνεμος» στις τωρινές οι κλιματολογικές αλλαγές) συγκαλύπτονται τα πολιτικά χαρακτηριστικά των καταστροφών και οι ευθύνες του καπιταλισμού που αδιαφορεί για τις ζωές των ανθρώπων.
                Διαβάζοντας σχετικά με  τη διαχείριση των φυσικών καταστροφών, πως αποτελείται από δυο φάσεις που λαμβάνουν χώρα πριν συμβεί η καταστροφή, την πρόληψη των καταστροφών  και την ετοιμότητα αντιμετώπισης τους, δυσκολεύεται κανείς να τις αναγνωρίσει στις πληροφορίες που κυκλοφορούν σχετικά με την τραγωδία στην Αττική.   Και φυσικά οι ελπίδες είναι πολύ μικρές για τις τρεις φάσεις που λαμβάνουν χώρα μετά την επέλευση της καταστροφής, την ανακούφιση από την καταστροφή, την αποκατάσταση και την ανασυγκρότηση. Γιατί βέβαια δεν αρκεί η κοινωνική αλληλεγγύη η οποία  εκδηλώθηκε σε τέτοιο εύρος, χωρίς την οργανωμένη πολιτεία, που όμως υπάρχει ο φόβος χωρίς τη λαϊκή πίεση να συνεχίσει να έχει ως  προτεραιότητες τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς της.  

Κυριακή 15 Ιουλίου 2018

ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΟΥΝΤΙΑΛ



Ένα ακόμα Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου ολοκληρώνεται  με πολλές εκπλήξεις. Αναμφισβήτητα,  σε όλες αυτές τις  διοργανώσεις που δίνουν την ευκαιρία για  συναρπαστικό, πολλές φορές, θέαμα, 22 αντρών που αγωνίζονται για 90 λεπτά, υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό που βλέπει το μάτι μας.
                Είναι προβληματισμοί για διαφθορές στη διαιτησία, για στημένα παιχνίδια, για τον τρόπο λειτουργίας της FIFA, για την κρυμμένη, για το συνηθισμένο ανυποψίαστο παρατηρητή,  πολιτική στο Παγκόσμιο Κύπελλο, για την επιλογή αυτών που το φιλοξενούν  και πολλά άλλα που είναι δύσκολο να ν’ απαντηθούν τεκμηριωμένα. Το βέβαιο πάντως είναι πως πρόκειται για μια πολλών δισεκατομμυρίων επιχείρηση  μ’ όλες τις αντιφάσεις της και τα παράδοξα.
Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο έχει επηρεαστεί σημαντικά από  την παγκοσμιοποίηση και  εμπορευματοποίηση, ιδιαίτερα στην πλούσια Δυτική Ευρώπη, όπου οι επενδύσεις σ’ αυτό ανοίγουν μεγάλες πολιτικές και οικονομικές προοπτικές. Μόνο που χώρες φτωχές αποτυχαίνουν να επενδύσουν οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους στον αθλητισμό και γι’ αυτό βλέπουμε στο Μουντιάλ  την Αφρική να καταποντίζεται. Κι ενώ οι καλύτερες ομάδες του κόσμου προσελκύουν παίκτες από την Αφρική, οι αφρικανικές χώρες δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά να δημιουργήσουν τις δικές τους εθνικές ομάδες.
Δυσθεώρητο είναι το ποσό των χρημάτων που εμπλέκεται στη βιομηχανία του ποδοσφαίρου που λειτουργεί με τους νόμους του καπιταλισμού. Μικρές ομάδες καταβροχθίζονται από μεγάλες, οι καλύτεροι παίκτες παγκοσμίως αλιεύονται από μεγάλες ομάδες με τον καλύτερο πλειοδότη να κερδίζει.
Γι’ αυτό και η μετανάστευση των ποδοσφαιριστών είναι θεμελιώδους σημασίας για το σύγχρονο παιχνίδι, με τους καλύτερους αθλητές από τα φτωχότερα περιφερειακά πρωταθλήματα να κατευθύνονται στον πλούσιο πυρήνα του ποδοσφαίρου στην Ευρώπη, κάτι αντίστοιχο με τη δυτική οικονομία που χρησιμοποιεί τη μετανάστευση για να εκμεταλλευτεί φτωχότερες χώρες και τους ανθρώπινους και φυσικούς τους πόρους. Οι οικονομικές ανισότητες μεταξύ απασχόλησης σε ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και σε αφρικανικά συμβάλλουν στη μετανάστευση του επαγγελματία της Αφρικής προς τις ευρωπαϊκές ομάδες. Στις φτωχές αφρικανικές χώρες υπάρχει η αντίληψη ότι παίζοντας επαγγελματικό ποδόσφαιρο στο εξωτερικό είναι ένας ρεαλιστικός τρόπος για τους νέους να ξεφύγουν από τη φτώχεια. Οι μετανάστες ποδοσφαιριστές, όπως και οι υπόλοιποι μετανάστες, ακολουθούν τις περισσότερες φορές καθιερωμένα μονοπάτια μετανάστευσης που έχουν χαράξει οι αποικιακές σχέσεις των αφρικανικών χωρών με αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Κι αυτά τα μονοπάτια κατασκευάζονται και συντηρούνται από έναν ολόκληρο κόσμο  που εκμεταλλεύεται την «μεταναστευτική βιομηχανία» και  αποκομίζει υψηλά οικονομικά οφέλη. Η διεθνής ποδοσφαιρική μετανάστευση χρησιμεύει για τη διαιώνιση της υπανάπτυξης στο εσωτερικό αφρικανικό ποδόσφαιρο, την αποδυνάμωση του εργατικού δυναμικού του αφρικανικού ποδοσφαίρου με παίκτες που εξαρτώνται από τη χρηματοδότηση και την κατάρτιση από το εξωτερικό, μια μικρογραφία των σχέσεων της οικονομικοπολιτικής ζωής, όπου ο ποδοσφαιρικός μετανάστης αντιμετωπίζεται ως ένα οικονομικό εμπόρευμα.
Ένα αποτέλεσμα της  παγκοσμιοποίησης του αθλητισμού και εμπορευματοποίησης των αθλητικών ταλέντων είναι η άρση των εμποδίων για τους εξειδικευμένους μετανάστες  με ταλέντα και η δυνατότητα αναζήτησης υψηλότερων μισθών και βιοτικού επιπέδου στο εξωτερικό. Βέβαια, στην παγκόσμια ποδοσφαιρική οικονομία αυτοί οι αθλητές δεν είναι παρά το αντίστοιχο των φυσικών πόρων που εξάγονται και πωλούνται με κέρδος, όπως οι κόκκοι καφέ ή τα διαμάντια, μόνο που οι αφρικανοί παίκτες έχουν επαναληπτική αξία, αξιολογούνται ως περιουσιακό στοιχείο για την επίτευξη του μέγιστου κέρδους, ένα εμπόρευμα από το οποίο αναπτύσσονται αλυσίδες προστιθέμενης αξίας. 
Στο Μουντιάλ βλέπουμε πολύ συγκεκριμένα τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης που τις προηγούμενες δεκαετίες οι ιδεολόγοι της ήθελαν να μας πείσουν για τις προοπτικές που έδινε και στις φτωχότερες χώρες δίνοντάς τους πρόσβαση σε πόρους. Μόνο που στην πραγματικότητα, τελικά υπερίσχυσαν τα μητροπολιτικά κέντρα του καπιταλισμού υφαρπάζοντας ανθρώπινους και φυσικούς πόρους. Το ίδιο συμβαίνει  και στο ποδόσφαιρο, και το παγκόσμιο Κύπελλο αντικατοπτρίζει ακριβώς τις αντιφάσεις στην παγκόσμια οικονομία. Οι εισοδηματικές ανισότητες ανάμεσα στις  χώρες από τις οποίες αναδύονται οι ομάδες  τείνουν να αντανακλώνται στην κατάταξή τους στο παγκόσμιο κύπελλο.
Ένα παράδειγμα για τις συνέπειες της ροής ανθρώπινου δυναμικού προς την Ευρώπη που απογύμνωσε ομάδες της Αφρικής είναι και η Σενεγάλη, που το 2002 αποκλείει την κάτοχο κυπέλλου(1998) Γαλλία, η οποία ενσωματώνοντας στην ομάδα της παίκτες από τις αποικίες ή και αλλού φτάνει στον τελικό τώρα.
Την ίδια στιγμή, ενώ θεωρείται πως στο Μουντιάλ γιορτάζεται και ανταγωνίζεται η διαφορετικότητα των διαφόρων  εθνικών σχολών ποδοσφαίρου με τους θεατές ν’ αναζητούν τον μικρόσωμο Δαυίδ που θα κατατροπώσει ισχυρούς Γολιάθ, η αντίφαση είναι πως η ποδοσφαιρική μετανάστευση και η υπερίσχυση χρυσοφόρων επαγγελματικών συλλόγων της Δύσης  ομογενοποίησε το ποδόσφαιρο και κάνει αδύνατη την ύπαρξη ιδιαιτερότητας στο παιχνίδια. Π.χ. η Βραζιλία πια δεν παίζει σαν Βραζιλία. Επικρατώντας η  ευρωπαϊκή αντίληψη, αυτό που κυρίως ενδιαφέρει είναι η νίκη με όλες τις συνέπειες στο οικονομικό επίπεδο, παρά η διαδικασία του παιχνιδιού. Και ίσως αναζητώντας τη διαφορετικότητα που μπορεί να συναρπάσει  εστιάζεται περισσότερο το ενδιαφέρον στην ανάδειξη συγκεκριμένων παικτών, αφού οι ομάδες και το παιχνίδι τους τείνουν να είναι ίδιες. Κι έτσι αμφισβητείται πως οι καλύτερες ποδοσφαιρικές ομάδες έχουν σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά, παίζουν μεταξύ τους και η προσωπική λάμψη του κάθε παίκτη υποτάσσεται στο κοινό καλό της ομάδας.
Κι αν θεωρείται το Μουντιάλ ένα κάλεσμα  για ενότητα και συναδέλφωση,  κι αν το παγκόσμιο κύπελλο στις οθόνες όλου του κόσμου θέλει να θυμίζει ότι είμαστε ένας λαός, μια φυλή είναι η επιχειρηματική λογική  που αποβλέπει στο κέρδος  που το ελέγχει, συντηρεί και προωθεί.

Σάββατο 14 Ιουλίου 2018

ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ



Ένα ακόμα Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου ολοκληρώνεται  με πολλές εκπλήξεις. Αναμφισβήτητα,  σε όλες αυτές τις  διοργανώσεις που δίνουν την ευκαιρία για  συναρπαστικό, πολλές φορές, θέαμα, 22 αντρών που αγωνίζονται για 90 λεπτά, υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό που βλέπει το μάτι μας.
                Το ποδόσφαιρο μοιάζει να  έχει απομείνει η  μόνη παγκόσμια κοσμική πίστη.  Είναι θέαμα, αλλά παράλληλα προκαλεί την έντονη συναισθηματική συμμετοχή των θεατών. Κι αν οι επιχειρηματίες έχουν ελάχιστο ενδιαφέρον για το ίδιο το  άθλημα,  και όχι μόνο ως εμπόρευμα,    συγχρόνως  όμως θα πρέπει,  για να είναι συναρπαστικό και να αξίζει η εμπορευματοποίησή του, να φαίνεται πως διασώζεται και μια σφαίρα αυτονομίας του ποδοσφαίρου ως ποδόσφαιρο, όπου επιβιώνει το αθλητικό ήθος ως θεμέλιο του αθλητισμού, και  είναι αυτό που προβάλλεται  στα μέσα ενημέρωσης και πουλούν τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Γι’ αυτό εκτός από τους κανόνες που διέπουν την ομαλή λειτουργία του ποδοσφαίρου, εξαίρονται  κάποιες αξίες και κανόνες που όσοι επιθυμούν να υπερέχουν στο ποδόσφαιρο πρέπει να έχουν, όπως οργανωτικότητα, ενθουσιασμό, θάρρος, ανθεκτικότητα, συνεργασία κλπ
                Στη σημερινή κατάσταση του ποδοσφαίρου διακρίνονται  χαρακτηριστικά του πολιτικοοικονομικού συστήματος. Κι αν ο καπιταλισμός μπορεί σχηματικά να περιγραφεί σαν το σύστημα που ο πλουσιότερος πάντα κερδίζει, το ποδόσφαιρο έχει μετατρέψει αυτή τη μεταφορά σε κυριολεκτική πραγματικότητα. Πέρα από τη φυσική ανισότητα που ενσωματώνεται στο παιχνίδι  π.χ ο ένας παίκτης είναι γρηγορότερος, ο άλλος πιο δυνατός κλπ.  το είδος της οικονομικής ανισότητας  είναι καθοριστικό για την νίκη μιας ομάδας,  αφού  ένας πλούσιος σύλλογος μπορεί να αγοράσει όλους τους καλύτερους παίκτες και να κερδίζει κάθε φορά  κι έτσι να μετατρέπεται στην ουσία σ’ ένα παιχνίδι  που καθορίζεται από το ποιος έχει τα περισσότερα χρήματα.  Την ίδια στιγμή όμως, για να είναι ελκυστικοί για τους μεγιστάνες του χρήματος οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι, τα παιχνίδια των ομάδων πρέπει  να είναι συναρπαστικά, διαφορετικά θεωρώντας πως το αποτέλεσμα είναι προκαθορισμένο ακυρώνεται η κερδοφορία τους.
                Αυτή λοιπόν την …κοσμική πίστη από τη στιγμή που την ανέλαβαν οι μεγιστάνες του χρήματος,  για να γίνεται αναλώσιμη ομοιόμορφα σε ανθρώπους πέρα από τις ηπείρους,  θέλησαν να την απολυμάνουν και να στερήσουν τη σημασία του  σε κάθε τι που εμποδίζει από το θέαμα του ίδιου του παιχνιδιού. Ο χώρος του γηπέδου πρέπει να φαίνεται, ανεξάρτητα  αν αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα,  ουδέτερος και να προστατεύεται από κάθε εξωτερικό στοιχείο που μπορεί να δώσει στο παιχνίδι ένα νόημα που ξεπερνά τα γεγονότα στο γήπεδο, όπως φασιστικές υπομνήσεις, αντανακλάσεις ταξικής πάλης  ή κληρονομιές αποικιοκρατίας.
                Το να παραδεχόμαστε πως το ποδόσφαιρο είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο με τεράστιες πολιτικές και οικονομικές δυνατότητες, και εκείνοι που επενδύουν μαζικά σε αυτό θα αποκομίσουν μεγάλα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά οφέλη, πως είναι περισσότερο μια επιχείρηση  παρά ένα άθλημα είναι μια προφανής δήλωση. Το ζήτημα όμως είναι πως έχει μετατραπεί σε μια τέλεια μεταφορά για τον ίδιο τον καπιταλισμό. Καθώς το ποδόσφαιρο γίνεται όλο και περισσότερο εταιρικό, με το πλούτο και κύρος  να συγκεντρώνεται σε ορισμένες ομάδες του δυτικού κόσμου αντίστοιχες των οικονομικών μονοπωλίων,  ορισμένα φαινόμενα στο παιχνίδι αρχίζουν να αντικατοπτρίζουν ορισμένες από τις θεμελιώδεις λειτουργίες και θεωρίες του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος του πλανήτη μας.
                Ενδιαφέρουσες είναι οι απόψεις  για το ποδόσφαιρο που αναγνωρίζουν το ισοδύναμο της διαρκούς ανάπτυξης που θεωρείται στον καπιταλισμό  ως μόνη αποδεκτή κατάσταση, στα προκριματικά των διοργανώσεων των πρωταθλημάτων,  όπως το Tσάμπιον Λιγκ. Το πρωτάθλημα των πρωταθλητών  κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και εξαφανίζει άλλους συλλόγους,  εξουδετερώνοντας έτσι τον αγωνιστικό αθλητισμό από το βασικό του σκεπτικό: τον ανταγωνισμό. Χωρίς τα χρήματα  και το κύρος για να προσελκύσουν κορυφαία ταλέντα, καταλήγουν ομάδες να μη μπορούν να προχωρήσουν μετά τους πρώτους αγώνες. Κι είναι κι αυτός κι ένας λόγος που στο Μουντιάλ όλο και λιγότερες ομάδες  από αφρικανικές χώρες προχωρούν στη φάση των νοκ-άουτ, αφού οι καλύτεροι παίκτες από τις χώρες αυτές παίζουν σε μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες. Η Σενεγάλη είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει αυτήν την εκτίμηση.
Εν ολίγοις, χάρη στην ελεύθερη αγορά, το ποδόσφαιρο είναι μίμηση των ανισοτήτων που βλέπουμε σε παγκόσμια κλίμακα. Λίγες πλούσιες ομάδες είναι στην κορυφή και απολαμβάνουν  το μεγάλο μερίδιο των πόρων (και είναι πάντα σε θέση να δικαιολογήσουν γιατί θα πρέπει να έχουν ακόμα περισσότερους), μια σημαντική κατηγορία έχει καθηλωθεί σε μια μέση κατάσταση, με τις ελπίδες της για μια άνοδο να  συνοδεύεται από τους φόβους της να εξαφανιστεί, και οι  υπόλοιπες  ομάδες να βρίσκονται στη βάση της πυραμίδας,  κάτι αντίστοιχο με τα υποανάπνυκτα κράτη.
Το ποδόσφαιρο έχει παραδοσιακά θεωρηθεί ως το άθλημα των εργατικών τάξεων σε όλο τον κόσμο, όμως αν και οι παίκτες του εξακολουθούν να προέρχονται από τη βάση της εργατικής τάξης οι περισσότεροι απομακρύνονται άνετα από τις ρίζες τους με τους  μεγάλους μισθούς και τη συνοδευτική, μέσα σε μια φούσκα, ζωή τους.
Και με κάθε νέα ποδοσφαιρική περίοδο γίνεται όλο και πιο σαφές ότι ο πλούτος και η δύναμη στο παιχνίδι επικεντρώνονται στα χέρια μερικών επιχειρηματιών που έχουν ελάχιστο ενδιαφέρον για το ίδιο το άθλημα. Τα μονοπώλια εξαπλώνονται σε όλες τις δραστηριότητες και εκφάνσεις της ζωής που είναι δυνατή η εμπορευματοποίησή τους. Και το ποδόσφαιρο δεν ξεφεύγει απ’ αυτό.  
Το ποδόσφαιρο γεμάτο με παράδοξα και αντιφάσεις, ενσωματωμένο στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα λειτουργεί με τους όρους του. Αν όμως  ο αγώνας μέσα στο γήπεδο πρέπει να συντηρεί τη φαντασίωση της ζωής ως ένα παιχνίδι, τότε πάνω απ’ όλα πρέπει να συνεχίσει να ενσαρκώνει την υπόσχεση για τη δυνατότητα των ευκαιριών που κάνει τους έσχατους να έρχονται πρώτοι, ώστε  κι αν στην πραγματική ζωή δεν υπάρχει πια δίχτυ ασφαλείας και η κοινωνία των ευκαιριών έχει αποσυρθεί ακόμα και σαν υπόσχεση σ’ ένα μακρινό μέλλον το ποδόσφαιρο να συνεχίζει να αποτελεί εγγύηση πως όλα είναι δυνατά και συναρπαστικά.

Τρίτη 10 Ιουλίου 2018

ΕΠΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΙΔΙΑ


Στα καθ’ ημάς, λεκτικές αντιπαραθέσεις και κατηγορίες, χωρίς διαφοροποίηση επί της ουσίας, μεταξύ πρωθυπουργού και αρχηγού αξιωματικής αντιπολίτευσης στη βουλή για την οικονομία, με τον υπουργό Οικονομικών να επαναλαμβάνει τις υποσχέσεις για αύξηση του κατώτατου μισθού, την επαναφορά των ΣΣΕ, όσα «μας δίνουν την εμπιστοσύνη για δίκαιη ανάπτυξη», κατάθεση νομοσχεδίου στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής για καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας με μείωση των προστίμων εφόσον προσληφθεί ο εργαζόμενος για τρεις έως 12 μήνες, στην Αυστρία, έγκριση της 12ωρης ημερήσιας εργασίας  από την κυβέρνηση συνασπισμού Λαϊκού Κόμματος και του ακροδεξιού εθνικιστικού κόμματος με ψήφους και  του νεοφιλελεύθερου κόμματος της αντιπολίτευσης. Κάποιες ειδήσεις  που η ερμηνεία τους δεν είναι ζήτημα περίπλοκης διαδικασίας για την εξαγωγή συμπεράσματος, αλλά απλώς ανανεώνουν τις  σταθερές ενέργειες των κυβερνώντων στο πολιτικά προσδιορισμένο περιβάλλον των καπιταλιστικών συμφερόντων και κάνουν διάφανους του στόχους τους.
               Όλα αυτά τα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης η  ασκούμενη πολιτική προσπαθούσε  να πείσει πως τα συνεχή οικονομικά μέτρα εις βάρος των εργαζομένων ήταν  απαραίτητα για ν’ αποφευχθεί η άτακτη χρεωκοπία της χώρας που θα επέφερε πλήρη εξαθλίωση, τώρα όμως πρέπει να ανακαλύψει κι άλλες δικαιολογίες, γιατί αποδεικνύεται πως αυτά  κάθε άλλο παρά  εξαντλούνται σ’ αυτόν τον στόχο, αλλά περικλείουν καθεαυτά, από τη στιγμή που εξαγγέλλονται και κυρίως με την εφαρμογή τους, και πολλές άλλες δυναμικές και δυνατότητες εις βάρος πάντα των εργαζομένων.
Γι’ αυτό και οι βαθυστόχαστες και περίπλοκες οικονομικές αναλύσεις αναλαμβάνουν να καλύψουν και να δικαιολογήσουν όλες τις πτυχές των οικονομικών μέτρων και των ενεργειών των μηχανισμών στήριξης, ενώ όλος ο προπαγανδιστικός μηχανισμός της κυρίαρχης εξουσίας  επιστρατεύεται για τη δημιουργία του  μύθου της αναγκαιότητας αυτών των μέτρων και μηχανισμών για να εκχωρηθούν εξουσίες μέσω μάλιστα και της λαϊκής ετυμηγορίας για καλύτερη εξυπηρέτηση των καπιταλιστικών συμφερόντων. Οι μηχανισμοί στήριξης με τους τεχνοκράτες τους, τα πλάνα ανάπτυξης, τους δημοσιονομικούς ελέγχους, τις επιλογές κατανομής πόρων, τους ελέγχους της εργατικής δύναμης και των δημοσίων επενδύσεων, υπαγορεύουν τους νόμους και λειτουργούν μέσα σε πλήρη αδιαφάνεια υπεράνω κοινοβουλευτικών και άλλων κοινωνικών ελέγχων του αστικού κράτους.
Κι αν κάτι διαπιστώνεται είναι πως η οικονομική κρίση δεν συνδυάζεται με λιγότερο κράτος όπως υποδεικνύουν οι θεωρητικοί της οικονομίας της αγοράς που δήθεν απαιτούν το ξεσκάλωμα των κοινωνικών διαδικασιών από τον κρατικό εναγκαλισμό. Αντίθετα, στο πλαίσιο της κρίσης αποδεσμεύονται ολοένα και περισσότερο μηχανισμοί ανεξέλεγκτης  παρέμβασης, μηχανισμοί στενά συνδεδεμένοι με ισχυρά καπιταλιστικά συμφέροντα που χρησιμοποιούν την ισχύ του αστικού κράτους για να επιβληθούν. Το εύπεπτο σύνθημα για λιγότερο κράτος αν τελικά κάτι σημαίνει  είναι η αποσυσχέτιση των πολιτικών αποφάσεων της εξουσίας από τον όποιο κοινωνικό έλεγχο, η μετάλλαξη  των διαδικασιών της αντιπροσώπευσης σε αυθαίρετες πράξεις της εκτελεστικής εξουσίας, που πραγματώνουν αποφάσεις  της κυρίαρχης τάξης στο πεδίο της διοικητικής διαδικασίας, όπου είναι ο προνομιακός χώρος υπεράσπισης των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης, χωρίς τη χρήση κατασταλτικού μηχανισμού. Το κράτος είναι ένα εργαλείο στα χέρια του μονοπωλιακού καπιταλισμού,  επεμβαίνει για να διατηρεί και να αναπαράγει την εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο, ώστε να δημιουργούνται συνθήκες ευνοϊκές για κερδοφορία του κεφαλαίου αναλόγως του συσχετισμού δύναμης κεφαλαίου και εργασίας.  
Κι επειδή οι εργαζόμενοι, στους   οποίους κατά τον κυρίαρχο λόγο αποδίδεται η κρίση,  θεωρούνται  εμπόδιο στην έξοδο από αυτή με την επιμονή τους για διατήρηση όποιων δικαιωμάτων  με αγώνες είχαν αποκτήσει, το κράτος ανέλαβε να τα περιορίσει ύπουλα και μεθοδευμένα, χρησιμοποιώντας  εύηχους όρους όπως ευλυγισία ωραρίου, ατομική πρωτοβουλία, ευελιξία εργασίας,  ελαστικότητα εργασιακών σχέσεων κλπ, επιδιώκοντας το μέγιστο δυνατό επιχειρηματικό κέρδος από τις δυνάμεις του κεφαλαίου στις σύγχρονες συνθήκες. Γι’ αυτό αμφισβητούνται οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, καταργούνται οι διατάξεις που παρέχουν στοιχειώδη προστασία στους εργαζομένους, νομοθετούνται αναδιαρθρώσεις του χρόνου εργασίας με στόχο την κατάργηση του οκταώρου, προσαρμόζονται οι μισθοί διαμέσου των μηχανισμών της αγοράς σε σύνδεση με τα κέρδη των επιχειρήσεων. 
   Η επιδίωξη των δυνάμεων του κεφαλαίου για «ευλυγισία» και «ελαστικότητα» στο χρόνο εργασίας και συνολικά στην αγορά εργασίας, σε συνδυασμό με την αμφισβήτηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και την αντικατάσταση τους με «συμφωνίες παραγωγικότητας» ή με ατομικές συμφωνίες, καθώς και η προσπάθεια τους για εκσυγχρονισμό και ορθολογικοποίηση της οργάνωσης της εργασίας, έχουν να κάνουν με την συνολική στρατηγική τους για διέξοδο από τις οικονομικές κρίσεις σε βάρος των εργαζομένων. Εν ολίγοις, η έξοδος από την οικονομική κρίση συνίσταται στη δημιουργία πιο ευνοϊκών, από τους υπάρχοντες,  όρων για το κεφάλαιο και δυσμενέστερων για τον κόσμο της εργασίας. Μόνο που αυτό εξαρτάται από την τροπή που θα πάρει στο μέλλον η ταξική πάλη.