Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021

ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ

 

Από κρίση σε κρίση, οικονομική και υγειονομική, κοντά έντεκα χρόνια τώρα,  τα αστικά  κόμματα αφού διασπάστηκαν,  συρρικνώθηκαν, αυξήθηκαν, κλωνοποιήθηκαν, διαλύθηκαν,  εξαντλώντας τη ρητορική τους σε μια προσπάθεια να πείσουν για τη μεταξύ τους διαφοροποίηση, κατέληξαν να μη μπορούν να κρύψουν πίσω από κοινοβουλευτικές διαδικασίες την ταύτισή τους με τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Η ψήφιση του  τελευταίου νομοσχέδιου στη Βουλή, που νομιμοποιεί εργασιακές μεταρρυθμίσεις εις βάρος των εργαζομένων και προς όφελος εργοδοτών και κεφαλαίου, είναι ένα εμβληματικό παράδειγμα της σύγκλισης  των  αστικών κομμάτων, πλην του ΚΚΕ.  Πέρα από τη δημαγωγική ρητορική της, η υπόλοιπη αντιπολίτευση υπερψήφισε ρυθμίσεις που αφορούν σε κοινοτικές οδηγίες, με την αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ να ψηφίζει σχεδόν τα μισά άρθρα του νομοσχεδίου που έχει γίνει πια νόμος του κράτους. Όλο αυτόν τον καιρό ήταν μόνο το   ΚΚΕ που πρωτοστάτησε στην οργάνωση των κινητοποιήσεων, αποδεικνύοντας στην πράξη πως είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να συνενώσει και οργανώσει την εργατική τάξη για να αγωνιστεί για  τα συμφέροντά της.   
          Κι όμως απ’ όλο τον αστικό τύπο και τα κόμματα γίνεται προσπάθεια αυτό το αγεφύρωτο χάσμα το οποίο χωρίζει το ΚΚΕ από οπορτουνιστές ή δημαγωγούς να αποκρύπτεται και να παρουσιάζεται σαν ένα συμβιβασμένο αστικό κόμμα ή σαν την αριστερή πτέρυγα των αστικών κομμάτων που βολεύεται στο περιθώριο, μια ιδιότυπη, σχεδόν θρησκευτικού τύπου,  σέκτα. Και δεν λείπει βέβαια και η παραδοσιακή άποψη για το εγκληματικό, προδοτικό ΚΚΕ, ώστε να καλύπτεται όλη η κλίμακα απαξίωσής και δυσφήμισής του. Στην πραγματικότητα, ανεξάρτητα αν έχει δεξιό ή αριστερό πρόσημο, η κριτική αυτή, που επιδίωξή της είναι η εξαφάνιση του κομμουνιστικού κόμματος,   μόνο τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης εξυπηρετεί. 
            Τις τελευταίες δεκαετίες σε όλους τους τόνους ο κυρίαρχος λόγος με την κριτική του,  σε όλες τις μεταμορφώσεις της, επιδιώκει να οδηγήσει στην αμφισβήτηση κάθε μορφή οργάνωσης των εργαζομένων, για να μην διαθέτουν τη δική τους αυτόνομη δομή μέσω του κόμματός τους, ώστε να μη μπορούν να αντιτίθενται στην κρατική δύναμη και βία της αστικής τάξης. Και όσοι ισχυρίζονται πως ασκούν κριτική εξ αριστερών χρεώνοντας στο ΚΚΕ την αναποτελεσματικότητα των αγωνιστικών κινητοποιήσεων και την έλλειψη μαζικής συμμετοχής σ’ αυτές, παραβλέπουν ή υποτιμούν το τιτάνιο έργο για την οργάνωση και συστράτευση  νέων λαϊκών μαζών με ταξικό προβληματισμό και τη δημιουργία ενός πολιτικοκοινωνικού κινήματος που ν’ απλώνεται σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, πιστεύοντας πως δι’ αναθέσεως και αυτόματα θα γιγαντωθεί ένα λαϊκό κίνημα. Κατηγορείται το ΚΚΕ ότι  δεν συλλαμβάνει σωστά και έγκαιρα τις ανάγκες της ιστορικής στιγμής,  την ίδια στιγμή που αρνούνται τη μαζική συνδικαλιστική δράση, αλλά και τη μαζική διαφώτιση, χαμένοι στις πολιτικές της ταυτότητας και του δικαιωματισμού, εξαφανίζοντας τις ταξικές διαιρέσεις. Κι αυτό που προτείνεται επί της ουσίας,  είναι το ΚΚΕ από κόμμα της εργατικής τάξης, της οργανωμένης ταξικής πρωτοπορίας  να γίνει ένα χαλαρό οργανωτικό κίνημα που θα περιλαμβάνει στις δράσεις του και κάποιες εξάρσεις επαναστατικότητας που θα εξαντλούνται σε πετροπόλεμο και βόμβες μολότωφ.
            Αυτό που επιδιώκεται είναι το ξερίζωμα του ΚΚΕ από την ελληνική κοινωνία στην οποία έχει βαθιές ρίζες από τη ματωμένη δεκαετία του ’40. Και από τότε το ΚΚΕ παραμένει κόμμα της εργατικής τάξης, με λαϊκή απήχηση, αφού από την κοινωνία και τους εργαζόμενους το κόμμα αντλεί μέλη, κομμουνιστές. Συνδεδεμένο στενά με τις λαϊκές μάζες στον αγώνα για διεκδίκηση καλύτερης ζωής διατυπώνει ρεαλιστικές πολιτικές προτάσεις, προτείνει μέσα πάλης για τον κόσμο των εργαζομένων που να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. Γι΄ αυτό χρησιμοποιεί και όλα τα μέσα που το πολιτικό σύστημα διαθέτει για να αμφισβητεί τις υπάρχουσες δομές κυριαρχίας, χωρίς να υποχωρεί από τις επιλογές του. Ακόμα όμως το κόμμα μπορεί να λειτουργεί και ως μια μορφή θεσμοποιημένης βίας που απαντά και αντιτίθεται στην κρατική βία της αστικής τάξης, η οποία δεν είναι ούτε χαλαρή ούτε αποσπασματική. 
          Με την ευκαιρία του 21ου συνεδρίου του κόμματος κυριάρχησε αυτού του επιπέδου η κριτική, που αντιμετωπίζει την επανεκλογή του Δ. Κουτσούμπα στη θέση του Γενικού Γραμματέα σαν ένδειξη αντιδημοκρατικής λειτουργίας του κόμματος, ενώ την σταθερή θέση του κόμματος να μη συμμετέχει σε συνεργασίες για δημιουργία δημοκρατικών παρατάξεων τη θεωρεί ούτε λίγο ούτε πολύ φυγομαχία. Μόνο που ούτε  το Κομμουνιστικό Κόμμα  είναι λέσχη προβληματισμού, αλλά η οργανωτική έκφραση της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης,  ούτε οι κομμουνιστές μέλη του απλά προβληματισμένοι θεωρητικοί, αλλά αγωνιστές που  προσαρμόζουν τη θεωρία, ιδεολογία, την πρακτική στις νέες συνθήκες. Στο Κόμμα η πρακτική είναι στον πυρήνα τουόπως είναι η θεωρία και η στρατηγική, και οι μαζικοί αγώνες είναι εκεί όπου η θεωρία και η πολιτική πρακτική ενώνονται. 
          Η κριτική στο Κόμμα είναι αναγκαία να γίνεται, αν όμως στοχεύει στην αμφισβήτηση κάθε μορφής οργάνωσης και αγώνα που οδηγεί στον μετασχηματισμό της κοινωνίας, τότε μόνο ανεπανόρθωτες βλάβες μπορεί να φέρει στο λαϊκό κίνημα. Γιατί η  μεγαλύτερη τραγωδία του εργατικού κινήματος ήταν πάντοτε η αδυναμία  του να διαχωριστεί πλήρως από το ιδεολογικό πλέγμα του καπιταλισμού, που βαυκαλίζει την εργατική τάξη με υποσχέσεις από την κυρίαρχη τάξη για μεταρρύθμιση  του αστικού κράτους σε κράτος λαϊκής εξουσίας.

Τρίτη 22 Ιουνίου 2021

ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟΙ ΣΥΝΕΧΩΣ;

 

Μέρες τώρα στις τηλεοπτικές ειδήσεις πρώτο θέμα συνεχίζει να είναι η  δολοφονία στα Γλυκά Νερά που φαίνεται πως σχεδόν μονοπωλεί το ενδιαφέρον και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σχόλια για την ορθότητα του όρου γυναικοκτονία, υποψίες για τα κίνητρα του δολοφόνου συζύγου, επιχειρήματα για τον τρόπο δημοσιογραφικής κάλυψης έχουν υπερκεράσει κάθε άλλη είδηση, κάθε άλλο γεγονός που αφορούν ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων. Το εργασιακό νομοσχέδιο που ψηφίστηκε στη βουλή και έγινε νόμος του κράτους ανατρέποντας όρους και συνθήκες εργασίας δεκαετιών, βυθίζοντας τους εργαζόμενους σε μια πνιγηρή ζωή χωρίς αύριο, εξαφανίστηκε από τον δημόσιο λόγο, μέχρι που η εφαρμογή του αναγκαστικά να  γίνει αισθητή στην καθημερινότητά μας το αμέσως επόμενο διάστημα.
              Σ’  όλο αυτό το διάστημα της πολύμηνης καραντίνας, με τις ανακοινώσεις για την πορεία της επιδημίας και τα κυβερνητικά μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσής της κάθε απόγευμα, δημιουργείται έντονη η αίσθηση της επιτήρησης και διαχέεται μια, πολλές φορές, ανορθόλογη επιχειρηματολογία που θέλει να αναστείλει κάθε κριτική και επιφυλακτικότητα στην αποδοχή της πραγματικότητας όπως την αναπαριστά ο κυρίαρχος λόγος. Όλον αυτόν τον καιρό, από την αμφισβήτηση της  αποτελεσματικότητα των εμβολίων και των περιοριστικών μέτρων μέχρι τις αντιπαραθέσεις για τα σεξουαλικά αδικήματα με την φυλάκιση του διευθυντή του Εθνικού θεάτρου Δ. Λιγνάδη και τα οφέλη από την κάνναβη, οι περισσότερες από τις κορυφαίες ειδήσεις μοιάζει να χρησιμοποιήθηκαν για κατασκευή μιας πραγματικότητας αποσπασματικής και χωρίς αιτιακές συνδέσεις, που καταλήγει απρόβλεπτη, πυροδοτούμενη από ακατανόητα περιστατικά. Κι αυτή η φαινομενικά χαώδης πραγματικότητα, με τις εμφανείς αντιστροφές σημασιών των πράξεων, όπως ο περιορισμός δικαιωμάτων που είναι σωτήριος για την υγεία, τους διφορούμενους ρόλους που συγχέουν θύματα και δράστες, δημιουργεί άτομα που δεν είναι βέβαια ανίκανα να δράσουν, αλλά είναι πρόθυμα να ξορκίζουν την απελπισία τους επιμένοντας  σε συμβολικά υποστηρίγματα της αυτονομίας και της ταυτότητας, επιδιώκοντας να επιτύχουν μια εξαγνιστική λύτρωση σε έναν κόσμο χωρίς σταθερές αξίες. Κι έτσι οι κραυγές για αυστηροποίηση των ποινών στους βιαστές και δολοφόνους, ακόμα και από επιθυμία να βρεθεί τρόπος για δίκαιη τιμωρία όσων αξιοσέβαστων πολιτών οι κακουργηματικές πράξεις τους όταν κατακάτσει ο κουρνιαχτός δεν τιμωρούνται αναλόγως, καθώς αναγνωρίζονται ψυχοπαθολογικά μόνο κίνητρα ανεξαρτήτως κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, μπορεί εύκολα να καταλήξουν να υποστηρίζουν κάθε απόπειρα περιορισμού δικαιωμάτων και επιβολής ποικίλων απαγορεύσεων.
           Η έμφαση και προβολή από τον κυρίαρχο λόγο, πολιτικό και των ΜΜΕ, της βίαιης συμπεριφοράς στις κοινωνικές σχέσεις που,  παρά τα όποια ψελλίσματα για τον ρόλο στη διέγερσή της των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών, θεωρείται αναφαίρετο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης,  δεν δείχνει παρά μια κατάσταση διαβίωσης σε κοινωνικό περιβάλλον με ακραία υλική και ψυχολογική ανασφάλεια. Αυτή η κατάσταση είναι αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης οργάνωσης της ανθρώπινης ζωής,  με την καπιταλιστική οικονομία να στοχεύει πάντα στο κέρδος ενώ η διέγερση του πληθυσμού  με υποσχέσεις οικονομικών και πολιτικών μεγαλομανιών να φέρνει απογοήτευση από τη δραστική ανισότητα στο εισόδημα και στη  συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων,  κάνοντας τις μάζες των φτωχών επιρρεπείς σε παράλογη και βίαιη πολλές φορές συμπεριφορά, ενώ τους πλούσιους να αισθάνονται πανίσχυροι για  να επιδεικνύουν  άφοβα μια αντίστοιχη συμπεριφορά. Με τη συνδρομή βεβαίως της  αστυνομίας,  που φάσκει και αντιφάσκει στις ανακοινώσεις της, επίσημες και ανεπίσημες, από περιφερόμενους εκπροσώπους της σε τηλεοπτικές εκπομπές οι οποίοι νομιμοποιούν τον ρατσισμό μαζί με κάποιους δικαστικούς.
           Την τελευταία δεκαετία της οικονομικής κρίσης που ακολουθήθηκε από την υγειονομική, η απροκάλυπτη παντοιοτρόπως από την κυρίαρχη ιδεολογία εκμετάλλευση κάθε ανθρώπινης  εκδήλωσης και δραστηριότητας με έμφαση στις σεξουαλικές παρωδίες που είναι πανταχού παρούσες, από εκπομπές στα ΜΜΕ μέχρι προωθήσεις γόνων πολιτικών, χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά τις σεξουαλικές αντιπαραθέσεις (δικαιώματα, ρευστότητα φύλων κλπ.) ως υλικό για να διεγερθεί και να προσελκυστεί η μαζική περιέργεια. Η εξαπάτηση του πληθυσμού και η αδυναμία του να επηρεάσει τις πολιτικές αποφάσεις έχει κάνει τους περισσότερους ανθρώπους να αναζητήσουν σε άλλους τομείς αυτοπραγμάτωση - να μεταναστεύουν στον τομέα της ιδιωτικής ζωής. Η μαζική μάλιστα εμμονή στη σεξουαλικότητα είναι μια σημαντική φάση στη διαδικασία ανάπτυξης μιας φασιστικού τύπου ευαισθησίας, επειδή εξασθενεί την ανθρώπινη ευαισθησία και την περιέργεια απέναντι στα προβλήματα και τα ζητήματα της δημόσιας σφαίρας. Η επόμενη φάση μπορεί να είναι η υπερνίκηση μιας «σεξουαλικής παρακμής» που μπορεί να επεκταθεί και σε άλλα επίπεδα  που θεωρούνται παρακμιακά. Και κάπως έτσι μπαίνει το ένα λιθαράκι μετά το άλλο για τη δημιουργία μιας όλο και πιο πυκνής φασίζουσας ατμόσφαιρας, που κραυγάζει μετά για σωτηρία από την παρακμή. Κι όταν μετά περνάμε στην αντιπαρακμιακή φάση της φασιστικής ευαισθησίας είναι πιο εύκολο να κινητοποιηθεί ο λαός άμεσα για βίαιες ενέργειες μέσω της πιο συντηρητικής ιδεολογίας που τις κατευθύνει  σε εχθρούς, αποδιοπομπαίους τράγους, όπως στην εποχή μας είναι οι μετανάστες και πρόσφυγες, κατά προτίμηση μουσουλμάνοι, αλλά και σεξουαλικά αποκλίνοντες ή και  κοινωνικά απροσάρμοστοι κλπ. Και τότε υπάρχει κίνδυνος συνέδρια για την γονιμότητα που αποσκοπούν σε πισωγύρισμα της νομοθεσίας σχετικά με τις αμβλώσεις και τα δικαιώματα των γυναικών  να γίνονται χωρίς αντιδράσεις.
           Οι παντός είδους ετικέτες που χαρακτηρίζουν, αν και δεν ομολογείται πια ξεκάθαρα, τους ανθρώπους οι οποίοι αποκλίνουν από έναν αυθαίρετο κανόνα που έχει συνήθως εκ των άνω επιβληθεί, που μπορεί να αφορούν τη σεξουαλικότητα ή το θρήσκευμα, στην πραγματικότητα καλύπτουν τη φτώχεια που είναι πάντα ο αποδιοπομπαίος τράγος. Η ταπείνωση των φτωχών ανθρώπων, η τοποθέτηση ενός ανθρώπου μπροστά στην αναγκαιότητα να αποδείξει την κανονικότητά του, πως έχει δουλειά, κοινωνικές σχέσεις, περιουσία, αποδεκτή σεξουαλική ζωή κλπ. στην καπιταλιστική μας κοινωνία γίνεται όχι μόνο ο κανόνας αλλά και μέρος της καθημερινής διασκέδασης, που τα ΜΜΕ ξέρουν να μεγεθύνουν με πολλούς τρόπους. Οι άνθρωποι αναμένεται να ομολογήσουν τις προσωπικές τους  ανασφάλειες, τις ανησυχίες και τις αβεβαιότητές τους και στη συνέχεια να τις ξεπεράσουν, γιατί πρέπει να πιστεύουν πως μπορούν να ακολουθούν το όνειρο, πως μπορούν αν  επιμένουν  να αποδεικνύουν την ικανότητά τους κι αν δεν  τα καταφέρουν η ευθύνη να  τους βαραίνει. Και παγιδευμένοι, στο τέλος η οργή και οι βίαιες πράξεις να θεωρούνται η μόνη διέξοδος από μια κατάσταση αδύνατη, μη αναγνωρίζοντας τη σκόπιμη σύνθλιψή τους από ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα που πρωτίστως και κύρια λειτουργεί για την κερδοφορία των καπιταλιστών.

 

Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

ΜΑΣΚΑΡΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ

 

Η κυβέρνηση στην προσπάθειά της ο λόγος της να απαξιώσει κάθε αντίδραση στο αντεργατικό νομοσχέδιό της, το οποίο  ανατρέπει συνθήκες και όρους εργασίας που κερδήθηκαν με δεκαετίες εργατικών αγώνων, χρησιμοποιώντας αφελή και ά-λογα επιχειρήματα με διαστρέβλωση της πραγματικότητας,  φιλοδοξεί το μασκάρεμά του σε  φιλεργατικό. Ο υπουργός Εργασίας Κ. Χατζηδάκης, «χωρίς περίσκεψιν χωρίς αιδώ», με μια δειλία που εκφράζεται ως θράσος, ακριβώς λόγω της εξουσιαστικής θέσης που κατέχει, επιστρατεύει κάθε φλυαρία καφενόβιου που υποκρίνεται ενδιαφέρον για τον εργαζόμενο δίνοντάς της μορφή επιχειρήματος. Και μόνο ο θρασύδειλος τρόπος που επιλέχτηκε για να υποστηριχτεί από την κυβέρνηση το νομοσχέδιό της είναι ενδεικτικό παράδειγμα για τον φόβο που εμπνέει το εργατικό κίνημα στην κυρίαρχη εξουσία, όταν συνειδητοποιεί τη δύναμή του.
      Και είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα που οργανώνοντας τους εργαζόμενους σε αγώνες για την εξασφάλιση των συμφερόντων τους εμπνέει και συμβάλλει στην συνειδητοποίηση της δύναμής τους. Γιατί οι αγώνες του εργατικού κινήματος  εναντίον των καπιταλιστών δεν περιορίζονται, όπως η σοσιαλδημοκρατία επεδίωκε, μόνο σε ειρηνικές συμφωνίες μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας που εξασφαλίζουν την αρμονική συνύπαρξη τους, αναγνωρίζοντας η εργατική τάξη  την υπεροχή του κεφαλαίου. Οι αγώνες των εργαζομένων είναι μέρος της μεγάλης ταξικής πάλης, που αυξάνουν συνεχώς τη δύναμη της εργατικής τάξης, χτίζουν τα θεμέλια για τη μελλοντική της νίκη και κάνουν τους εργαζόμενους με την αποφασιστικότητά τους και την οργάνωσή τους ικανούς να αντιπαρατεθούν με την ισχύ της αστικής τάξης. Ο συνδικαλισμός αντλεί τη ζωτική του δύναμη από αυτό το γεγονός,  ότι τα συνδικάτα έχουν μεγάλη  δύναμη για την ανατροπή της πολιτικής υπεροχής των καπιταλιστών.  Γι’ αυτό δεκαετίες τώρα γίνεται η προσπάθεια για έλεγχό τους από την κυρίαρχη εξουσία, με το τελευταίο νομοσχέδιο να θέλει την ουσιαστική κατάργησή τους. Γι’ αυτό η κυβέρνησή μας ανακηρύσσει βολικό αντίπαλό της τον ΣΥΡΙΖΑ, αποσιωπώντας σαν ανύπαρκτη τη δύναμη του Κομμουνιστικού Κόμματος που με το ΠΑΜΕ, τις πραγματικές οργανώσεις της εργατικής τάξης,  συμβάλλει στην κινητοποίηση των δυνάμεων της εργασίας.
         Η κυβέρνηση επιμένει σε σκιαμαχίες με το ΣΥΡΙΖΑ  και τις  συναφείς  αντιπολιτευτικές δυνάμεις,  προσπαθώντας να μην δώσει υπόσταση και αναγνωρίσει την ύπαρξη του πραγματικού της αντιπάλου, των εργαζομένων, που εκφράζονται με το κόμμα της εργατικής τάξης το ΚΚΕ. Για να μπορεί να υποκρίνεται πλαστό ενδιαφέρον για τους εργαζόμενους, να παραπλανά για τους στόχους της και να ταυτίζει τα συμφέροντα κεφαλαίου και εργασίας, αφού δεν αναγνωρίζει καν διάκρισή τους. Για να πειστούν οι εργαζόμενοι πως στον κοινοβουλευτισμό δεν χρειάζεται να κάνουν τίποτε άλλο, πρέπει απλώς να ψηφίσουν στις εκλογές, αφού τα πάντα, και τη δημιουργία νόμων,  τα αναλαμβάνουν οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποί τους, που ενεργούν προς το συμφέρον τους. Η οργάνωση σε συνδικάτα φοβίζει την αστική τάξη, γιατί προϋποθέτει αναγνώριση και συνειδητοποίηση από τους εργαζομένους των δικών τους συμφερόντων, γιατί  ο συνδικαλισμός υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι πρέπει να δράσουν, γιατί μόνο με την δράση των ίδιων των εργαζομένων αυτοί γίνονται δυνατοί και ικανοί να αντιπαρατεθούν με την κυρίαρχη εξουσία. Με τους αγώνες η εργατική τάξη μέσα από τα συνδικάτα της αυξάνει τη δύναμή της, την ταξική συνείδηση, την γνώση, την ενότητά της και  κατακτά την πολιτική υπεροχή. 
        Οι αστικές δημοκρατίες στη χώρα μας, αλλά και στην υπόλοιπη Δύση, ηγεμονεύουν μετατρέποντας τις ιδεολογίες τους σε οικουμενικές αρχές και αξίες. Προσπαθούν να προσαρμόζουν τις ιδέες τους σ’ αυτές των κυριαρχούμενων τάξεων προκειμένου να υιοθετηθούν απ’ αυτές, ώστε να αποδέχονται την προσαρμοσμένη ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης ως δική τους, για να μην αποκτούν ταξική συνείδηση και διαχωρίζουν τα συμφέροντά τους από την αστική τάξη.
           Στην υπεράσπιση του νομοσχεδίου από την κυβέρνηση αυτό φαίνεται ξεκάθαρα, αν και αρκετά άγαρμπα και πολλές φορές  τελείως απλοϊκά μέχρι και ανόητα. Δεν σταματά η κυβερνητική προπαγάνδα να αναφέρεται στα οφέλη των εργαζομένων από το νομοσχέδιο και μόνο αυτών, ακόμα κι αν ψεύδεται ασυστόλως. Για να γίνει πειστικός ο λόγος της επιστρατεύει τα ατομικά δικαιώματα, είτε μιλώντας για τις μητέρες είτε για τον ελεύθερο χρόνο είτε για απόδοση δικαιοσύνης σε περιπτώσεις παρενόχλησης. Πολλή πολιτική ενέργεια, και όχι μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση,  τίθεται στην προώθηση και ερμηνεία της σπουδαιότητας των ατομικών δικαιωμάτων, όπως διαχείρισης ελεύθερου χρόνου ή κατανομής εργασιακού χρόνου, για την κατασκευή ενός καλύτερου κόσμου.
          Υποβιβάζοντας συλλογικές κατακτήσεις σε ατομικές διεκδικήσεις και δικαιώματα διασπάται η εργατική τάξη σε άτομα μεμονωμένα κι επομένως ανίσχυρα και με την κυριαρχία εννοιών ατομικιστικών και ιδιοκτησιακών δεν υπάρχει αντιπαράθεση στην καπιταλιστική λογική της αγοράς και τους αντίστοιχους τρόπους νομιμότητας και κρατικής δράσης. Κι έτσι να γίνεται αποδεκτός ένας κόσμος όπου όλα τα δικαιώματα του ιδιωτικού, η ιδιοκτησία και το κέρδος διαπερνούν όλες τις άλλες έννοιες των δικαιωμάτων που μπορεί να σκεφτεί κανείς. Και η καπιταλιστική πολιτική υπό την αμφίεση των ατομικών δικαιωμάτων επιβάλλεται παντού μέσω διεθνών οργανισμών ή ενώσεων όπως η ΕΕ,  και κυβερνήσεων, τοποθετώντας τις επιχειρήσεις σε κυρίαρχη θέση, προάγοντας τα ιδιωτικά συμφέροντα. Ακόμα κι αν με μια διαφορετική ερμηνεία οι αφηρημένες προβλέψεις των δικαιωμάτων θα μπορούσαν να υποβάλουν τις ανισότητες και τους εξευτελισμούς του καπιταλισμού σε δεινή κριτική, ο τρόπος που χρησιμοποιούνται από την κυρίαρχη εξουσία είναι για να τη δικαιώνουν. Έστω και με τον χονδροειδή τρόπο του υπουργού Κ. Χατζηδάκη που επικαλείται το δικαίωμα της μητέρας να βλέπει τα παιδιά της μια επιπλέον ημέρα, αποσιωπώντας ότι τις υπόλοιπες δεν θα τα βλέπει καθόλου.                                                                                         Μόνο που οι τυπικές ελευθερίες δεν μπορούν να παραμείνουν για πολύ περιορισμένες στο φορμαλισμό τους. Οι εργαζόμενοι που διαθέτουν ψήφο και ελευθερία λόγου θα απαιτήσουν τις υλικές προϋποθέσεις της ισότητας πέρα από τον προπαγανδιστικό λόγο και την βιτρίνα των δικαιωμάτων. Γι’ αυτό και φοβούνται την οργάνωσή τους, γι’ αυτό και θα πρέπει να είναι μαζικές οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις ενάντια στο αντεργατικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη.