Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ



Η «μικρή ΔΕΗ», οι απολύσεις, το νομοσχέδιο για τον αιγιαλό  είναι κάποιες από τις  πολιτικές αποφάσεις που συνεχίζουν να υλοποιούν  την απροκάλυπτη, εδώ και μια τετραετία,   επίθεση του κεφαλαίου στις υποτελείς τάξεις και στη χώρα μας.  
Κι όμως δίνεται η εντύπωση ότι παρ’ όλες  τις καταστροφές, όλων των ειδών, που το καπιταλιστικό σύστημα ολοφάνερα επέφερε, παρ’ όλη τη  μεγάλη ανέχεια που έχει βυθίσει  μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, παρά το πλήθος των χρεωκοπημένων και παριών που δημιούργησε συνεχίζει να παρουσιάζεται έτσι ώστε ακόμα και τώρα  να θεωρείται η μόνη εφικτή οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα που προσφέρεται, σχεδόν σαν φυσικό φαινόμενο. Κι έτσι  η απάντηση στην πιο απλή ερώτηση, γιατί η φτώχια να μαστίζει πληθυσμούς  πλούσιων και φτωχών  χωρών τη στιγμή που  ο παγκόσμιος πλούτος δεν έχει ιστορικό προηγούμενο δίνεται στα πλαίσια του αξιακού  συστήματος που διαμόρφωσε ο  καπιταλισμός. Σ’ αυτό το αξιακό σύστημα ο ανταγωνισμός  για το κέρδος αποτελεί κύρια αξία. Με την θεοποίηση λοιπόν  του κόσμου  των αγορών, των οποίων η σοφία τους θεωρείται αδιαμφισβήτητη, ο ανταγωνισμός συνιστά πάντα αρετή και δεν μπορεί να προκαλέσει  αρνητικά αποτελέσματα. Αποτελεί κεντρική αξία,  γιατί έτσι γίνεται δυνατό να διαχωριστούν οι άξιοι από τους ανάξιους, να κατανεμηθούν φυσικοί, υλικοί  ανθρώπινοι πόροι για τη μέγιστη απόδοση που εξασφαλίζει την κερδοφορία.  Άνθρωποι επομένως  με ταλέντα και ικανότητες που ανταποκρίνονται στις ανάγκες του καπιταλισμού για κερδοφορία   θα αναδειχθούν στην ανταγωνιστική  καπιταλιστική κοινωνία, ενώ  η ευθύνη για όσους θα απομείνουν πίσω στη μάχη του ανταγωνισμού  θα βαρύνει αποκλειστικά τους ίδιους, ποτέ το πολιτικοκοινωνικό σύστημα και τις συνθήκες που διαμορφώνει.
Κι είναι  αυτή η κυρίαρχη ιδεολογία που πότισε κάθε μορφή σκέψης και κυρίευσε το πνεύμα μας δεκαετίες τώρα. Γι’  αυτό και ήταν εύκολο στο όνομα αυτού του ανταγωνισμού να γίνει αποδεκτό  ο δημόσιος τομέας όχι μόνο βίαια να υποβαθμίζεται αλλά πλήρως  να απαξιώνεται, γιατί δεν υπακούει, και δεν μπορεί να υπακούσει στο βασικό νόμο του ανταγωνισμού για κερδοφορία. Η ιδιωτικοποίησή του εμφανίζεται σαν από τις σημαντικότερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις,  δεν ομολογείται βέβαια, προς όφελος των καπιταλιστών.
Πολλές δημόσιες υπηρεσίες κοινής ωφέλειας για τις οποίες απαιτήθηκαν αρχικά τεράστιες επενδυτικές δαπάνες τελικά εξαγοράζονται σε εξευτελιστικές τιμές από τους νέους ιδιοκτήτες. Επιπλέον οι κυβερνώντες  χρησιμοποιούν τα χρήματα των φορολογουμένων, σε όφελος  των οποίων ισχυρίζονται ότι γίνονται οι ιδιωτικοποιήσεις, είτε για παραγραφή χρεών είτε για κεφαλαιακή ενίσχυση αυτών των επιχειρήσεων που βγάζουν στην αγορά. Κι ενώ ο κυρίαρχος λόγος επιμένει να εκθειάζει τον ανταγωνισμό δικαιολογώντας την ιδιωτικοποίηση των πάντων, στους κόλπους των πολυεθνικών εταιρειών αυτή η αρχή μόλις και μετά βίας  βρίσκει  εφαρμογή. Με την ιδιωτικοποίηση, αυτό που φροντίζουν οι νέοι ιδιοκτήτες είναι  η επιβολή  μονοπωλιακών τιμών στο καταναλωτικό κοινό, ενώ οι ίδιοι έχουν εξασφαλίσει τα υπέρογκα κιόλας κέρδη τους.
Στην πραγματικότητα η πολιτική των  ιδιωτικοποιήσεων δεν γίνεται βέβαια εξαιτίας της προσδοκίας για οικονομική αποτελεσματικότητα ούτε για την ποιοτική αναβάθμιση  των υπηρεσιών προς τον καταναλωτή, αλλά είναι ένας τρόπος μεταφοράς  πλούτου από το δημόσιο  στα χέρια συγκεκριμένων ιδιωτών και με τη δική μας συναίνεση.  Πρόκειται δηλ. για αρπαγή και παράδοση του μόχθου δεκαετιών χιλιάδων εργαζομένων  σε μια μικρή  μειοψηφία μεγαλοεπενδυτών, γιατί ακριβώς όλες οι κοινωνικές παροχές ήταν το απειροελάχιστο  που επιστρεφόταν  στους εργαζόμενους. Ξεκίνησαν μεταπολεμικά, όταν  η καπιταλιστική δύση με ένα λαϊκό κίνημα  που είχε βγει ισχυρό μέσα από την  ένοπλη αντίσταση και με τη Σοβιετική Ενωση να το επηρεάζει στο αίτημα για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας,  χρησιμοποίησε το  ταξικό αστικό κράτος για κοινωνικές παροχές θεωρώντας ότι έτσι δίνει  έγκυρη απάντηση για τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα αμβλύνοντάς τα και παραπλανώντας μας για τη δυνατότητα μετασχηματισμού του.
Κι ενώ τα τελευταία χρόνια βιώνουμε όλη την σκληρότητα του καπιταλισμού μ’ αυτούς που δεν έχουν απολύτως τίποτε να πληθαίνουν, με τη  συνεχή απειλή ότι  ο κάθε εργαζόμενος  μπορεί να αποβληθεί από το σύστημα λόγω ασθένειας, ηλικίας κλπ. συνεχίζεται  σε μεγάλη πλειοψηφία η αποδοχή της θεωρητικής και ιδεολογικής νομιμοποίησης  τέτοιων πολιτικών. Η όποια όμως αντίδρασή μας προϋποθέτει την αναγνώριση και απεμπλοκή μας από την κυρίαρχη ιδεολογία που η παραπλανητική της λειτουργία αποσυντονίζει  αγωνιστικές κινητοποιήσεις και  τις κατευθύνει   σε λάθος στόχο.

Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

ΤΟΣΗ ΣΥΓΧΥΣΗ!



Πολιτικά και κοινωνικά η κατάσταση στη χώρα μας συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από μεγάλη σύγχυση με τις  κυρίαρχες πολιτικές αναλύσεις  για τις τρέχουσες διαδικασίες της υπάρχουσας οικονομίας,  που κυρίως διασπείρονται μέσω των  ΜΜΕ,  να διαψεύδουν η μια την άλλη και  η ισχύς κάθε μιας  τους να διαρκεί όσο για να περάσει το επόμενο κυβερνητικό μέτρο. Επιπλέον, επειδή έχουμε την τάση να τεκμηριώνουμε οτιδήποτε αντλώντας λίγο ή πολύ  από προσωπικές εμπειρίες με τάση μάλιστα να τις ανάγουμε σε κανόνες γενικής εφαρμογής  ακόμα  και οι ατομικές απόψεις που βρίσκουν το δρόμο της δημοσιοποίησης,  επειδή στην πλειοψηφία τους ανήκουν σε άτομα αστικών, μικροαστικών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, στηρίζονται οι περισσότερες σε κοινωνικοπολιτικές  αναλύσεις που έχουν  αυτήν την ταξική οπτική. Έτσι κυριαρχεί η εικόνα γι'  αυτή τη  μεγάλη πλειοψηφία που συνεχίζει  να τσαλαβουτά  στο τέλμα μιας επισφαλούς και μοναχικής ζωής μακριά από συλλογικότητες και πολιτικοποιήσεις πεπεισμένη για τη αναγκαιότητα  της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής.
             Σε επίπεδο κορυφής η έκβαση της όποιας πολιτικής σύγκρουσης, κατά ένα μεγάλο μέρος,  εμφανίζεται να είναι συνέπεια του ποιος είναι ικανός να πιέσει ποιον, σε συνδυασμό, σε μεγάλο βαθμό,  και ποιος θα είναι ικανός να πείσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού ότι αναλύει καλύτερα το τι συμβαίνει, πέρα από ιδεολογικές «αγκυλώσεις», και ότι κατέχει  εναλλακτικές λύσεις με το μικρότερο κοινωνικοοικονομικό κόστος. Η μοναδική μακρόπνοη πολιτική είναι η αποδοχή της υπάρχουσας, που στοχεύει στην αναδιάρθρωση του καπιταλισμού.Από κει και πέρα οι μικροπολιτικές με εκλογικό ορίζοντα αντικαθίστανται  από διεκπεραιωτικές πολιτικές κι αυτές πάλι οδηγούν στην μη πολιτική, δηλ. στην πολιτική προσώπων. Υπουργοί, υφυπουργοί, βουλευτές και αναλυτές εμφανίζονται  να  αμφισβητούν τις  επιμέρους πολιτικές μέσα από μια ρητορική που ποτέ δεν μεταστοιχειώνεται σε πράξη.
Στα πλαίσια αυτά το ΠΑΣΟΚ θέλει να δώσει την εντύπωση ότι  μπορεί να παρέμβει  στο θέμα της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ για να βοηθήσει τη ΔΕΗ και τους πολίτες. Ο  ΣΥΡΙΖΑ πάλι με το σχέδιο πολιτικής απόφασης για την πολιτική συμμαχιών με δυνάμεις «που απεγκλωβίζονται από το μνημόνιο και στρέφονται προς την αριστερά, τους ανεξάρτητους βουλευτές, τα ρεύματα και τις ομάδες που αμφισβητούν πλέον ανοιχτά την πολιτική του Μνημονίου"  θέλει να πείσει για το εφικτό του συμβιβασμού μεταξύ κεφαλαίου και μισθωτών προς όφελος μάλιστα των τελευταίων. Έχοντας για  ιδεολογικό υπόβαθρο έναν ακίνδυνο ακαδημαϊκό μαρξισμό και πρακτική  την μεταρρύθμιση μέσα από τους θεσμούς, προκειμένου να αποκτήσει κυβερνητική  πλειοψηφία δέχεται να  συμμαχήσει με τους πάντες με κοινό σημείο συμφωνίας μια δυσδιάκριτη εναλλακτική λύση που εστιάζει στην αντίθεση, σε ένα ρητορικό επίπεδο,  με τα μνημόνια.   
               Το πρόβλημα δεν είναι όμως ο όψιμος αντιπολιτευτικός λόγος του συγκυβερνώντος  ΠΑΣΟΚ ούτε η διαύγεια του πολιτικού στίγματος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ο πραγματισμός της οικονομικής λιτότητας  που μοιάζει να έχει γίνει αποδεκτός  σε πολύ μεγάλο  μέρος της κοινωνίας. Τέσσερα χρόνια από τα μνημόνια και οι  διαχωριστικές γραμμές έχουν μετακινηθεί, ακόμα και με όρους παλιότερων διαχωρισμών, ακόμη δεξιότερα. Η αγανάκτηση και η οργή δεν οδήγησαν σε σύγκρουση, ενώ οι επιμέρους κινητοποιήσεις  περιορίζονται σε αιτήματα κλάδων και ομάδων περισσότερο με προσφυγή στους θεσμούς, όπως της δικαιοσύνης. Κι εκείνη συνεπής  στο ρόλο της μέσα στην αστική δημοκρατία δικαιώνει δικαστικούς, ένστολους, αμειβόμενους με ειδικά μισθολόγια,  ενώ αρνείται την επαναπρόσληψη των καθαριστριών στο υπουργείο Οικονομικών, γιατί «η διασφάλιση της συνέχειας της οικονομικής πολιτικής του κράτους κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου με έκτακτες δημοσιονομικές δυσχέρειες εθνικού επιπέδου αποτελεί μείζον αγαθό, συνδεόμενο με το γενικό συμφέρον, σε σχέση με το ατομικό συμφέρον κάθε μιας καθαρίστριας..» Το σκεπτικό της απόφασης του Αρείου Πάγου συνοψίζει  την κυρίαρχη ιδεολογία ταυτίζοντας τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης με το γενικό συμφέρον και εντάσσοντας  τις καθαρίστριες με τα αιτήματά τους  στους  υπονομευτές του. Πόσο αυθαίρετο λοιπόν θα είναι να υποστηριχτεί ότι αυτή η απόφαση δείχνει ακριβώς ποιοι είναι οι δυο κόσμοι που κατ’ ουσίαν  βρίσκονται σε σύγκρουση; Είναι  η εργατική τάξη, που  μοιάζει να  είναι εξαφανισμένη, εναντίον της  κυρίαρχης αστικής  τάξης. Την κυρίαρχης τάξης  με τους συμμάχους της τα  μεσοαστικά στρώματα,  που βρίσκεται παντού, στις ιδέες που μας κατακλύζουν, στον τρόπο ζωής που μας επιβάλλεται με τους μεγάλους συμβιβασμούς,, συναινέσεις και ενσωματώσεις, για να μην αναπτυχθεί εκείνη η δυναμική που αναβλύζει από οροθετημένες ταξικές συλλογικότητες και αλλάξει την παρούσα κατάσταση.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

ΤΙΜΗΜΕΝΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ



Χθες πραγματοποιήθηκε στα  Προπύλαια  το  πανελλαδικό συλλαλητήριο συνταξιούχων για το ασφαλιστικό σύστημα και τις περικοπές  στις συντάξεις από εργατικά συνδικάτα και τις συνεργαζόμενες οργανώσεις  συνταξιούχων που ήταν μαχητικό και μαζικό. Στην ειδησεογραφία  των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης καταγράφηκε με ψιλά γράμματα, υποβαθμίζοντας τη σημασία της διαμαρτυρίας,  παρόλο που όσο περνά ο καιρός σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας βιώνει τις συνέπειες από τις περικοπές στις συντάξεις και αντιλαμβάνεται ότι πια το ασφαλιστικό πνέει τα λοίσθια. Και να σκεφτεί κανείς ότι στην μεταπολεμική  Ευρώπη  στα πλαίσια του κοινωνικού κράτους από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις των εργαζομένων ήταν η δημόσια  κοινωνική ασφάλιση και οι εγγυημένες  συντάξεις.
               Βέβαια, πολύ πριν από την όξυνση της κρίσης είχε αρχίσει να προβάλλεται εκείνη η επιχειρηματολογία που ήθελε να μας πείσει για τη μη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος όπως το ξέραμε και  η οποία στηριζόταν περισσότερο σε δημογραφικά στοιχεία. Δεν τονιζόταν τόσο η υπογεννητικότητα ούτε καν η ανεργία, όσο κυρίως η αύξηση του προσδόκιμου  ορίου της ζωής των εργαζομένων που οδηγώντας  στη βαθμιαία γήρανση του πληθυσμού απειλούσε το σύστημα με θάνατο, καθώς οι εισφορές των ασφαλισμένων δεν θα επαρκούσαν  για τις πληρωμές των συντάξεων. Τώρα με το βάθεμα της  κρίσης  οι συντάξεις  πια αντιμετωπίζονται μόνο ως κόστος που επιβαρύνει την ανταγωνιστικότητα, καθόλου ως δύναμη που χρηματοδοτεί την κατανάλωση, με αποτέλεσμα όλες οι λύσεις που προτείνονταν και ήταν κοινωνικά επώδυνες, αύξηση ηλικίας συνταξιοδότησης, μείωση συντάξεων κλπ στον καιρό της κρίσης να εφαρμόζονται αδιαφορώντας για τις κοινωνικές επιπτώσεις. Η λογική αυτή είναι ίδια μ’  αυτή που επικρατεί στην αγορά εργασίας και προωθούνται μεταρρυθμίσεις οι οποίες καθιερώνουν ελαστικότατες μορφές απασχόλησης, μείωση των μισθών, αύξηση του χρόνου εργασίας κλπ. Οι μισθοί και συντάξεις αντιμετωπίζονται μόνο σαν κόστος για την κυρίαρχη τάξη που βλέποντας να περιορίζονται τα κέρδη της  θέλει να τα αντισταθμίσει με την  οικονομική αφαίμαξη των υποτελών τάξεων. Οι μεγαλεπήβολες λοιπόν λύσεις  που προτείνονται για το ασφαλιστικό  μόνο βαθύτατα κοινωνικά τραύματα προκαλούν επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο την  τεράστια εισοδηματική ανισότητα. Οι αλλεπάλληλες προσαρμογές που γίνονται στοχεύουν στην πραγματικότητα στην πλήρη κατεδάφισή του.
               Και πώς να μη θυμηθεί κανείς το αλήστου μνήμης σύνθημα του  Ανδρέα Παπανδρέου περί περήφανων νιάτων και τιμημένων γηρατειών με το οποίο αποκρυπτόταν στην ουσία η ταξική σύνθεση της κοινωνίας; Η σύνθεση τυποποιούνταν  όχι μόνο ως προς την επαγγελματικότητα αλλά  και την ηλικιακή  κατανομή κι αυτός μάλιστα ο διαχωρισμός  των ομάδων  έγινε αποδεκτός  σαν προοδευτικό φαινόμενο. ¨Ήταν κάποιος δημόσιος υπάλληλος, ταξιτζής, φοιτητής, δικηγόρος, αλλά και έφηβος, νέος, γέρος, γυναίκα, άνδρας κλπ. Στη βάση αυτών των χαρακτηριστικών  προωθούνταν διάφορες ομάδες  να συσπειρώνονται και να στρέφονται  και  προς το κράτος. Αντίστοιχα μάλιστα  με το πληθυσμιακό  και πολιτικό τους βάρος το κράτος συμπεριφέρονταν ανάλογα. Σαν κοινωνικό κράτος αυξάνοντας τις συντάξεις και τις παροχές έκανε πράξη τις διακηρύξεις γλυκανάλατων ανθρωπιστών  οι οποίοι διακήρυσσαν το δικαίωμα στη ζωή των ηλικιωμένων, ή πιο κωδικοποιημένα της τρίτης ηλικίας, και συγχρόνως  επεκτείνοντας τις ανάγκες τους διευρύνονταν η αγορά, τότε που οι συντάξεις αντιμετωπίζονταν ως αγοραστική δύναμη που χρηματοδοτούσε την κατανάλωση.  Αν αναφέρονταν σε  τιμημένα γηρατειά στο ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80,  ήταν  γιατί η τιμή και δόξα που περιέβαλε τους ηλικιωμένους ή απομάχους της ζωής, που σημαίνει  της εργασίας, προέκυπτε από το γεγονός  ότι αυτοί αποτελούν το σύμβολο της εργασίας, που το κυρίαρχο σύστημα ξέρει να τιμά.  Κι έτσι     κατά τη διάρκεια της χρησιμότητάς τους συνδέονταν με το σύστημα  με την εργασία και  με τη συνταξιοδότησή τους όμως το δικαίωναν προσφερόμενοι ως τεκμήρια για  τις άριστες επιδόσεις του κοινωνικού κράτους και  επομένως της κυρίαρχης πολιτικής. Και συνεπώς  διατηρούνταν το κύρος της εργασίας και των αμοιβών της, με τους ηλικιωμένους να ακτινοβολούν υλική ευτυχία χάρη στο κοινωνικό κράτος αν και η σοφία τους ήταν πλέον αρκετά αμφισβητούμενη.  
               Και τώρα που  κατεδαφίζεται το κοινωνικό κράτος  αυτή η ιδεολογία που στα χρόνια της ευμάρειας κυριάρχησε επιστρατεύεται για να το δικαιολογήσει. Η ταξική πάλη και όποια μορφή αμφισβήτησης ονοματίζεται πάλη των γενεών.  Επαναλαμβάνεται κατά κόρον ότι η γενιά που βρίσκεται λίγο πριν ή λίγο μετά τη συνταξιοδότηση φταίει για την κατάρρευση του ασφαλιστικού. Και ο κοινωνικός δαρβινισμός επαναλαμβάνεται σε διάφορες εκδοχές. Η ύφεση και ο σκληρός ανταγωνισμός στα χρόνια της κρίσης έδωσαν πολλά επιχειρήματα στο κυρίαρχο σύστημα να επιρρίπτει  το φταίξιμο γι’  αυτήν  στο κοινωνικό κράτος, ιδιαίτερα στις υψηλές εισφορές για κοινωνικές ασφαλίσεις, στην αύξηση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, κλπ. γενικά στην άφρονα διαχείριση τη παλιότερης γενιάς.  Ένα από τα επιχειρήματα για την  ονομαζόμενη ορθολογικοποίηση  του κράτους είναι η δυνατότητά του να αξιοποιήσει τις ικανότητες νέων ανθρώπων. Σ’ αυτά τα πλαίσια δεν γίνεται προσπάθεια να δικαιολογηθεί η απόλυση δημοσίων υπαλλήλων;
¨Όσο αρνούμαστε την ταξική διάσταση της κρίσης και αποδεχόμαστε ότι οι νόμοι  της αγοράς, δηλ. οι νόμοι του καπιταλισμού έχουν εμψυχωθεί σε φυσικούς νόμους, σε αιώνια τάξη θα συνεχίζουμε να παρασυρόμαστε από  ψευδή συνθήματα και επιχειρήματα που διασπούν την ταξική αλληλεγγύη.

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

ΟΙ ΦΛΥΑΡΙΕΣ ΠΕΡΙ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ



Στη Βραζιλία φιλοξενείται το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου ενώ χιλιάδες διαδηλωτές διαμαρτύρονται για το κόστος της διοργάνωσης. Το αθλητικό θέαμα  προσπαθεί να ξορκίσει και  να καλύψει  τον εφιάλτη μιας πραγματικότητας που περιλαμβάνει φτώχεια και αστυνόμευση και όχι μόνο στη Βραζιλία.
               Φροντίδα των καπιταλιστών  δεν είναι μόνο να εξάγουν υπεραξία από τους  εργάτες αλλά όλη τη ζωή των εργαζομένων και ανέργων να την υποτάξουν στη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου. Και το ποδόσφαιρο δεν αποτελεί εξαίρεση.  Στον σύγχρονο καπιταλισμό χρησιμοποιείται σαν καθαρό θέαμα που παράγεται, προσφέρεται και καταναλώνεται παράγοντας κέρδη για τους καπιταλιστές σε πολλαπλά επίπεδα –οικονομικό, ιδεολογικό, κοινωνικό.
Το ποδόσφαιρο παρέχει μια απεριόριστη έκταση δυνατοτήτων εξαγωγής  οικονομικού κέρδους, σε όλους  τους επιχειρηματίες που ασχολούνται μ’  αυτό. Συγχρόνως δημιουργεί μια κάστα  επαγγελματιών, τους ποδοσφαιριστές, που σηκώνουν το βάρος της θεαματικής παραγωγής και με τις υπέρογκες αμοιβές  αυτών που έχουν καταγραφεί σαν καλοί, τροφοδοτεί τις ψευδαισθήσεις για τις δυνατότητες κι ευκαιρίες που ο καπιταλισμός προσφέρει. Η παραγωγικότητα του ποδοσφαιριστή μεταφράζεται  σε κέρδος,  εισιτήρια, διαφημίσεις κλπ και ταυτίζεται με το  θέαμα που προσφέρει.  Για να εξασφαλιστούν αυτά τα κέρδη οι ανάγκες για αρτιότερο προγραμματισμό αυξάνονται,   με τον ποδοσφαιριστή να δέχεται τον ολοένα αυξανόμενο έλεγχο συνολικά στη ζωή του. Και είναι  τα πολλά χρήματα και η δόξα  των ποδοσφαιρικών ηρώων που δεν μας αφήνουν πίσω από  την εικόνα του απόλυτα προγραμματισμένου ποδοσφαιριστή να δούμε την  εξωθημένη στις τελικές της συνέπειες αντίθεση εργασίας –ζωής,    παιχνιδιού  -θεάματος.
Και βέβαια το ποδόσφαιρο είναι η αποθέωση του ανταγωνισμού. Οι  δυνατότητες σχέσεων μεταξύ ποδοσφαιριστών εκτείνονται από την αντιπαλότητα και ανταγωνισμό ως την ομαδικότητα. Μια ομαδικότητα που λειτουργεί σε όφελος και μόνο του συμφέροντος της ομάδας, χωρίς όμως να παύει να ελλοχεύει ο ανταγωνισμός και μέσα στη εντεκάδα στις πιο ξεκάθαρες μορφές του. Γιατί πρέπει να παίζει πολύ καλά  κανείς για να παραμείνει σε μια ομάδα ή να πάει σε  μεγαλύτερο σύλλογο ή για ν’  ανέβουν οι απολαβές του, οι μετοχές  του, να πετύχει καλύτερη μεταγραφή. Είναι μέσα από τις μεταγραφές στο  ποδόσφαιρο  που αφομοιώσαμε και αποδεχτήκαμε τη μορφή αγοραπωλησίας ανθρώπων –εξαρτημάτων σ’  ένα μηχανισμό, που εξαιτίας των μεγάλων ποσών που διακινούνταν δεν το εισπράξαμε σαν αγοραπωλησία. Μόνο που στη μεγάλη πλειοψηφία  η ενοικίαση, «αγοραπωλησία» εργαζομένων γίνεται πια για την εξασφάλιση μόνο της επιβίωσης.
Συγχρόνως, η προγραμματισμένη αποσυμπίεση των απωθημένων, που το ποδοσφαιρικό θέαμα προσφέρει, φαίνεται πως λειτουργεί στο επίπεδο του γενικού και καθολικού μέσα από την αποδοχή του μερικού, της καθημερινότητας δηλ. της όποιας σκληρότητας υπάρχει  στο σύστημα κυριαρχίας.  Μ’  αυτό το συσχετισμό υπάρχει μια άμεση σχέση μεταξύ του ποδοσφαίρου  σαν παιχνίδι και της συγκεκριμένης κοινωνικής του χρήσης από τον καπιταλισμό σαν θέαμα. Η κυριότερη συμβολή του θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν εντοπίζεται μόνο στο οικονομικό επίπεδο, αλλά στη χρήση του σαν μέσο άμβλυνσης ταξικών αντιθέσεων, γιατί προσφέρεται για εκτόνωση της επιθετικότητας, τιθάσευσης της αγωνιστικότητας. Η δικτατορία των συνταγματαρχών εκμεταλλεύτηκε αρκετά πετυχημένα αυτή τη βαλβίδα ασφαλείας του συστήματος στη μακρινή δεκαετία του ’70. Το ποδόσφαιρο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από το κυρίαρχο σύστημα σαν μια ευκαιρία  αποσυμπίεσης των μαζών από ασφυκτικές καταστάσεις. Ακόμα κι όταν η βία κυριεύει τις κερκίδες σίγουρα δεν είναι μόνο για την αδικία της διαιτησίας, αλλά λειτουργεί στην τελική υπέρ αυτών που δημιουργούν τις αιτίες εμφάνισής της όσο εγκλωβίζεται στη λογική του γηπέδου. Προσφέρεται λοιπόν μια δημόσια σκηνή για θεαματικά  κατορθώματα μαζών στις οποίες συσσωρεύονται συμπιεσμένες ποσότητες και ποιότητες ενέργειας που αν βρουν διέξοδο στην καθημερινή ζωή υπάρχει κίνδυνος να δημιουργήσουν εκρήξεις επικίνδυνες για το κυρίαρχο σύστημα.
Το ποδόσφαιρο είναι ο χώρος και ο χρόνος, οριοθετημένοι και προσδιορισμένοι, όπου μπορεί κανείς να εκφράσει τα πάθη του και συναισθήματά του, τα οποία όμως απευθύνονται στα ινδάλματα που αγωνίζονται ή στους αντίπαλους οπαδούς. Ο χώρος όπου βιώνοντας την ταύτιση με την εικόνα του σουπερ σταρ ποδοσφαιριστή συμμετέχει κανείς στο παιχνίδι, σκοράροντας, αποκρούοντας κλπ. Κι είναι μέσα από αυτή τη διαδικασία ταύτισης που αναδύεται και η μαγεία του ποδοσφαίρου. Νιώθει κανείς να γεύεται τη χαρά τη νίκης, της δύναμης, της σύγκρουσης ταυτιζόμενος   με την εικόνα του ποδοσφαιριστή, ενώ συγχρόνως  ο συνωστισμός στις κερκίδες επιτρέπει την καλλιέργεια  ψευδαισθήσεων ομαδικότητας και επικοινωνίας.
                  Αλλά  μένει  στην καθημερινή ζωή η   χειραγώγηση μαζών και καταστολή να είναι οι βάσεις του πραγματικού κόσμου