Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΟΠΩΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ


Αυτές τις μέρες με την υπερψήφιση από το ευρωκοινοβούλιο οδηγίας, με όχημα τα πνευματικά δικαιώματα, που υποστηρίζεται πως περιορίζει την ελευθερία του και με την επικείμενη  στις 8 Απριλίου ψήφιση κανονισμού για την πρόληψη της διάδοσης του περιεχόμενου της τρομοκρατίας στο διαδίκτυο, που θεωρείται πως ολοκληρώνει τη λογοκρισία και τον έλεγχο του διαδικτύου ενισχύοντας πάντα μονοπωλιακές επιχειρήσεις του, νομοθετείται πανευρωπαϊκά  η εμπορευματοποίηση της γνώσης, η αξιοποίησή της για ιδιωτικό κέρδος, η λογοκρισία και ο περιορισμός της πρόσβασης σε πληροφορίες και γνώσεις. Δηλ. επεκτείνεται και στο διαδίκτυο το νομικό περιβάλλον που ευνοεί το κέρδος των μονοπωλίων και περιορίζει την ελευθερία έκφρασης.
           Κι αν στο διαδίκτυο νομοθετείται με άμεσο τρόπο ο έλεγχος του, στα ΜΜΕ και πανεπιστήμια, φορείς και διαμορφωτές ιδεολογίας, ο δρόμος που ακολουθείται είναι πιο περίπλοκος. Ιδιαίτερα στα πανεπιστήμια η απομάκρυνση όλο και περισσότερο από την έστω  φαινομενική τους αποστολή εξυπηρέτησης του δημοσίου αγαθού και η προσέγγιση σε στόχους όπως αυτών των ιδιωτικών επιχειρήσεων χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να αποκτήσουν κύρος και να γίνουν πειστικές στη μεγάλη πλειοψηφία. Μια ευκαιρία να προβληθούν συγκεντρωμένες  οι απόψεις που συμβάλλουν προς αυτήν την κατεύθυνση για  τους στόχους και το περιεχόμενο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης  παρουσιάστηκε πριν ένα  μήνα στους Δελφούς.
Στους Δελφούς, στο 4ο  οικονομικό φόρουμ που οργάνωσε  η ντόπια ελίτ, μιμούμενη τα παγκόσμια φόρα στην προσπάθειά της να αναβαθμιστεί, ανάμεσα σ’ άλλα ζητήματα που την απασχόλησαν ήταν και η Εκπαίδευση με την  κεντρική της θέση στην οικονομική και πολιτιστική ζωή. Οι γνωστές απόψεις της κυρίαρχης τάξης περί ανταγωνιστικότητας στην εκπαίδευση και ιδιωτικοποίησής της που απογειώνει την αποτελεσματικότητά της υποστηρίχτηκαν από ακαδημαϊκούς και πολιτικούς. Π.χ. ο καθηγητής του πανεπιστημίου Αιγαίου  Παναγιώτης Κιμουρτζής, χαρακτήρισε «χαμένη ευκαιρία» την μη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, ο Αντιπρόεδρος της ΝΔ Κωστής Χατζηδάκης αναφέρθηκε σε «ημισοβιετικό εκπαιδευτικό μοντέλο», υποσχόμενος πως η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων θα συνδεθεί με την αξιολόγηση, ο πρύτανης του ΑΠΘ Π. Μήτκας μίλησε για   συκοφάντηση της επιχειρηματικότητας από το Ελληνικό Πανεπιστήμιο, η Claudia Carydis, Αντιπρόεδρος Δημοσίων Υποθέσεων του Αμερικανικού Κολλεγίου της Ελλάδος αναφέρθηκε στη συμβολή των ιδιωτικών πανεπιστημίων και τη σύνδεσή τους με την επιχειρηματικότητα. 
               Βασικά, ο πυρήνας των περισσότερων απόψεων σχετικά με την εκπαίδευση και ειδικότερα τα πανεπιστήμια, είναι η μετατροπή τους ώστε να προσεγγίζουν τις ιδιωτικές και κερδοσκοπικές εταιρείες οι οποίες θεωρούνται ως μοντέλα αποδοτικής οργάνωσης που βασίζονται στην πειθαρχία της αγοράς.
Το πανεπιστήμιο στη Δύση μετά το 1945 είναι μια δημιουργία του Ψυχρού Πολέμου, που εξορθολογίζει  τη συνεχή πίστη  στον καπιταλισμό ως προμηθευτής κυρίως της κυρίαρχης καπιταλιστικής ιδεολογίας,  εκπαιδεύοντας εκείνους που αργότερα θα διαχειρίζονται την εργασία και  γεννώντας σαν αντίδραση στην κρατική επιρροή  την έννοια της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Η επέκτασή του και σε άλλες κοινωνικές τάξεις, η οποία ξεκίνησε άμεσα από τον πόλεμο, βασίστηκε και στην ιδέα της εκπαίδευσης ως μέσου κοινωνικής κινητικότητας, που  θεωρήθηκε ως μια εναλλακτική λύση στην μαρξιστική επιρροή. Τα πανεπιστήμια παρήγαγαν ένα εντυπωσιακό ποσό νέων θετικών γνώσεων και πραγματοποιήθηκαν θεαματικές καινοτομίας στην έρευνα όχι μόνο στις φυσικές αλλά και στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, αν και αυτή η γνώση σ’ αυτές, ήταν σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από ιδεολογικές σκοπιμότητες, παρέχοντας στο καπιταλιστικό κράτος τα πνευματικά, επιστημονικά και τεχνικά μέσα για να ενισχύσει σημαντικά την εξουσία του.
Τις τελευταίες δεκαετίες με την καπιταλιστική επίθεση ενάντια σε όλες τις κατακτήσεις των λαϊκών κινημάτων και στην εκπαίδευση, αυτό που επιδιώκεται είναι η στενή σχέση των πανεπιστημίων με τις ιδιωτικές εταιρείες, και η άμεση κερδοφορία. Βέβαια και στο παρελθόν οι εργαζόμενοι στην ακαδημαϊκή κοινότητα εξυπηρετούσαν το κεφάλαιο με την παραγωγή μορφωμένων διευθυντικών στελεχών ή  εργαζομένων με υψηλή εξειδίκευση αλλά όμως και νέων γνώσεων ως ένα μεγάλο ελεύθερο αγαθό. Τώρα όμως καταβάλλονται επίπονες προσπάθειες για τη μετατροπή της ακαδημαϊκής απασχόλησης σε άμεσα παραγωγική, δηλαδή κερδοφόρα, εργασία. Οι γνώσεις λοιπόν που θα δημιουργούνται από το ακαδημαϊκό έργο να  ιδιωτικοποιούνται ως εμπόρευμα με  αδειοδότηση και της πνευματικής ιδιοκτησίας προς άμεσο όφελος των πανεπιστημίων και κυρίως των ιδιωτικών επιχειρήσεων με τις οποίες αυτά θα συνδέονται όλο και περισσότερο. Παράλληλα με την επιβολή διοικητικών προτύπων που ορίζονται σύμφωνα με επιχειρηματικές αρχές, το πανεπιστήμιο να υπόκειται σε άνευ προηγουμένου έλεγχο μέσω της συνεχούς ποσοτικοποιημένης αξιολόγησης της διδασκαλίας και της έρευνας, εφόσον η ικανότητα παραγωγής εξωτερικής χρηματοδότησης έχει καταστεί το τελικό μέτρο της ακαδημαϊκής αξίας –το αποδέχονται τα προγράμματα των αστικών κομμάτων. Δηλ. η τριτοβάθμια εκπαίδευση να κυριαρχείται από τις καπιταλιστικές σχέσεις της αγοράς και να επιδιώκεται να εφαρμόζονται σ’ αυτήν οι καθιερωμένες επιχειρηματικές πρακτικές. Κάτι παρόμοιο μοιάζει να συντελείται  με τη μεταβίβαση του ανοιχτού κι ελεύθερου διαδικτύου σε επιχειρηματικούς κολοσσούς που θα το ελέγχουν.
 Η προσπάθεια λοιπόν στις μέρες μας των πανεπιστημίων να μιμηθούν τον ιδιωτικό τομέα, με μείωση της δημόσιας υποστήριξης, είναι μια μακρά εξελισσόμενη διαδικασία των τελευταίων δεκαετιών που αντικατοπτρίζει την αγριότητα του καπιταλισμού με την επίθεσή του στις υποτελείς τάξεις.
Η απόρριψη της ιδέας ενός πανεπιστημίου ως ιεραρχικής εταιρείας που παράγει αξίες ανταλλαγής, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής εκπαιδευμένων εργαζομένων αλλά και ιδεών και γνώσεων μετατρέψιμων σε εμπορεύματα καθίσταται επομένως βασικό σημείο της ταξικής πάλης.

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΩ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙ

Ο Δημήτρης Πλουμπίδης,  γιος του Νίκου Πλουμπίδη, αναφερόμενος στις επικρίσεις για τη συμμετοχή του  στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ για την Ευρωβουλή, είπε πως σ’  αυτές τις εκλογές κρίνεται για τη δική του πορεία, και χαρακτήρισε το όνομα του πατέρα του το οποίο φέρει «κάτι πολύ σημαντικό και τιμητικό». Η Μυρσίνη Λοΐζου, κόρη του Μάνου Λοΐζου,  σ’ ανάρτησή της στα κοινωνικά δίκτυα γράφει ότι βλέπει με  την υποψηφιότητά της για την Ευρωβουλή με το ΣΥΡΙΖΑ  να της δίνεται η ευκαιρία να αποδείξει στον εαυτό της ότι «το όνειρο μπορεί να είναι πιο κοντά από ό,τι έχεις φανταστεί. Ή μια εντελώς άλλη διαδρομή».
          Βέβαια, οι δυο υποψήφιοι ευρωβουλευτές πέρα από τα βαριά ονόματα που φέρουν δεν φαίνεται να έχουν κάτι άλλο κοινό, αφού  ο Δημήτρης Πλουμπίδης έχει χαράξει το δικό του δρόμο ως καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ η Μυρσίνη Λοΐζου παραδέχεται πως στην πραγματικότητα είναι ανεπάγγελτη και ότι τα δικαιώματα από το έργο του πατέρα της τη βοήθησαν να ζήσει άνετα τη ζωή της. Δυο περιπτώσεις ανθρώπων στους οποίους μοιάζει να λύθηκε διαφορετικά το πρόβλημα της οικογενειακής κληρονομιάς και της ατομικής ταυτότητας.
           Η κριτική που τους γίνεται  στην ουσία είναι επειδή φαίνεται πως δεν ενσωμάτωσαν το γονικό πρότυπο στο δικό τους σύστημα ζωής με τον τρόπο που πιστεύαμε πως θα δικαίωνε τους γονείς τους. Κι έτσι χανόμαστε σε ερμηνείες συμπεριφορών ψυχαναλυτικού ενδιαφέροντος για το πώς το παιδί επεξεργάζεται οικογενειακές αξίες και κληρονομιές και πώς τις εσωτερικοποιεί.  
         Γιατί και βέβαια η  ιστορία των γονιών επηρεάζει την ταυτότητα των παιδιών, αφού δεν παραβλέπεται η συμβολή της οικογένειας στην υιοθέτηση αξιακού συστήματος, αλλά  αν γενικά  οι οικογενειακές παραδόσεις διαμορφώνουν την ταυτότητα του ατόμου αυτό δεν σημαίνει πως ο τρόπος που τα άτομα ανταποκρίνονται σ’ αυτές δεν ποικίλλει.  Η ταυτότητα των ατόμων αναδύεται, τουλάχιστον εν μέρει, από το να είναι μέλη μιας οικογένειας, που κι αυτή δεν είναι ένα ουδέτερο περιβάλλον, αλλά είναι ένα περίπλοκο μείγμα πολλών αλληλεξαρτώμενων σχέσεων και με το περιβάλλον.
         Κι είναι πραγματικά αντιφατικό που στις κοινωνίες μας, ενώ  τα άτομα θεωρούνται ανεξάρτητα και τις περισσότερες φορές μόνο επιφανειακά συνδεδεμένα με τις οικογένειές τους, την ίδια στιγμή όμως  η πολιτική και οικονομική ζωή ρυθμίζεται εν πολλοίς με βάση την οικογένεια, όπως σε κοινωνίες που ο οίκος ήταν βασική κοινωνική μονάδα και το άτομο που ανήκε σ’ αυτόν θεωρούνταν μονάδα του.  Από τη μια ο  ατομικισμός που χαρακτηρίζει το δυτικό πολιτισμό  θεωρεί αυτό ως μια περίεργη πρακτική που δεν προάγει την ανεξαρτησία, που είναι τόσο κρίσιμη για την ατομικότητα στα δυτικά μάτια, από την άλλη  όμως διατηρεί την υλική σύνδεση των απογόνων με τους γεννήτορες με τη μορφή του κληρονομημένου πλούτου, που ενισχύει την ανισότητα ακόμα περισσότερο στις καπιταλιστικές κοινωνίες.
           Κι αν στις αρχαίες κοινωνίες  το άτομο ήταν ένα υποσύνολο του οίκου,  ο οποίος έπρεπε να ανανεώνεται σε κάθε γενιά για να παραμένει ζωντανός και να εξασφαλίζει στο άτομο την επιβίωση σε οικογενειακή ιδιοκτησία παρέχοντάς του προστασία και υποστήριξη, συγχρόνως όμως στήριζε τον οίκο κι  επωφελούνταν απ’ αυτόν.
            Και αν ο μεσαιωνικός άνθρωπος επεδίωκε την ένταξη στην ομάδα στην οποία ανήκε και ήταν ικανός να καταλάβει τον εαυτό του, την ατομικότητά του, μέσα στην κοινωνική του ομάδα, με την κοινωνική εξατομίκευση που εντείνεται στις συνθήκες της αναπτυγμένης αστικής κοινωνίας διαμορφώνονται αντιλήψεις ενός οξύτερου και εντονότερου ατομισμού.
            Τα καινούργια όμως πρότυπα μοιάζει να μην εξαλείφουν εντελώς τα προηγούμενα και μοιάζει να διατηρούνται πλάι –πλάι. Έτσι ενώ στον καπιταλισμό υπάρχει η άποψη πως η ελεύθερη αγορά βασίζεται στην  επιβράβευση των ικανοτήτων και στην ενθάρρυνση της παραγωγής, την ίδια στιγμή η πρακτική της κληρονομιάς, σαν μια γονική λαχειοφόρος αγορά, ουσιαστικά εξαιρεί τα παιδιά των πλουσίων από τον οικονομικό ανταγωνισμό, που εκθειάζεται ως βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού,  στον οποίο υπόκεινται οι άλλοι. Επομένως πέρα από την θεωρητική ισχύ της άποψης πως η ατομική αξία ενός ατόμου καθορίζεται από τις πράξεις του, στην πραγματικότητα η κοινωνική του αξία τού δίνεται με βάση τη θέση του στην κοινωνία, δηλ. αν έχει χρήματα και δύναμη, που σε πολλές περιπτώσεις οφείλεται στην οικογένεια στην οποία ανήκει.
           Και γι’ αυτό μοιάζει ειρωνικό  που την κληρονομημένη οικονομική και πολιτική ισχύ οι γόνοι επιδιώκουν να την μηδενίσουν προβάλλοντας τη δική τους αυτόνομη προσωπικότητα, τη στιγμή που η ίδια η προσωπική τους στάση και ζωή είναι αποτέλεσμα του οικονομικού και πολιτικού δικτύου που έχουν κληρονομήσει και στο οποίο οφείλουν την ανάδειξή τους. Κλασικά παραδείγματα ο απόγονοι, δια της ευθείας ή τεθλασμένης οδού,  των πολιτικών οικογενειών Παπανδρέου, Μητσοτάκη, Καραμανλή κλπ.
        Και βέβαια δεν είναι μόνο οι κληρονομιές οικογενειακών περιουσιών, αλλά και οι οικογενειακές πολιτισμικές παραδόσεις πηγές απ’ όπου τα άτομα αντλούν στοιχεία για να καθορίσουν την προσωπική και συλλογική τους ταυτότητα, αλλά και την εικόνα τους έξω από το οικογενειακό περιβάλλον.
        Γι’ αυτό αυτές οι αντιφάσεις χαρακτηρίζουν και τον προβληματισμό για τα τέκνα των αγωνιστών που παίρνουν θέση πολιτική. Από τη μια  εκθειάζεται το άτομο και η προσωπική του ιστορία, αλλά από την άλλη ξεχωρίζει και μόνο από το γεγονός πως είναι τέκνο καταξιωμένων ηθικά ανθρώπων, ως κληρονόμος του ονόματος και όχι βέβαια του ήθους και ψυχικού σθένους των γονέων που δεν κληροδοτούνται. Είναι λοιπόν το βαρύ επίθετό των υποψηφίων ευρωβουλευτών  που καθιστά την υποψηφιότητά τους δελεαστική για κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που επιδιώκει να ψαρεύει ψηφοφόρους στα θολά νερά μιας αριστεράς που το ίδιο  έχει κατασυκοφαντήσει.
        Σε μια καπιταλιστική κοινωνία όπου εμπορευματοποιούνται τα πάντα, ακόμα και οι αγώνες εναντίον του καπιταλισμού ιδίως όταν αφορούν άλλες εποχές, μπορεί τα πάντα να χρησιμοποιηθούν προς δόξαν του. Στην προσπάθεια να προσεταιριστεί στη μεταπολίτευση τις ριζοσπαστικοποιημένες μάζες το σύστημα δια του ΠΑΣΟΚ, αφού αφαίμαξε  τις ιδέες της αριστεράς με θράσος, διαστρεβλωμένες,  τις ενσωμάτωσε στην κυρίαρχη ιδεολογία, πράγμα που συνεχίζει και τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ. Κι όπως το ΠΑΣΟΚ για του λόγου το αληθές δέχτηκε δεκάδες αγωνιστές της αντίστασης και του εμφυλίου στις τάξεις του,  έτσι και ο ΣΥΡΙΖΑ δέχεται παιδιά κι εγγόνια  αγωνιστών κομμουνιστών για να πείσει για την αριστερωσύνη του.
         Τελικά, αν σ’ αυτές τις επιλογές υπάρχει κάτι το ενδιαφέρον είναι η διαπίστωση  πως το ήθος και η  αγωνιστικότητα των κομμουνιστών, ανεξάρτητα της εκμετάλλευσης που γίνεται, έχουν τόσο εδραιωθεί στη λαϊκή συνείδηση που και η ίδια η κυρίαρχη πολιτική  καταφεύγει σ’ αυτές αναζητώντας ηθικό έρεισμα.

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

ΤΑΞΙΚΟΣ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΣ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ


Για εντάσεις και καθυστέρηση στην έναρξη του 37ου συνεδρίου στη ΓΣΕΕ στην Καλαμάτα κάνουν λόγο μέσα ενημέρωσης σε μια προσπάθεια πολλών απ’ αυτά να συμπορευτούν με την  ανακοίνωση της ΓΣΕΕ που κατηγορεί το ΠΑΜΕ για τραμπουκισμούς και αυταρχική συμπεριφορά για να «εμποδίσει τη διεξαγωγή του 37ου συνεδρίου», παρακάμπτοντας τις καταγγελίες του  ΠΑΜΕ  για  «εργοδοτικό συνδικαλισμό», «νόθους συνέδρους» και για παράνομο τρόπο με τον οποίο εκδόθηκαν και μοιράστηκαν οι κάρτες των Συνέδρων.
               Η Αυγή, δια πένας Χρ. Γιαμπουράνη, κάνει λόγο για ψευτοδιλήμματα τα οποία βάζει το ΠΑΜΕ, ως «αυτόκλητος σωτήρας των εργαζομένων», αναπτύσσοντας «τεχνητή σύγκρουση» με τις «δυνάμεις του εργοδοτικού συνδικαλισμού», ενώ θα πρέπει να συγκροτηθεί «ένα ευρύ προοδευτικό μέτωπο στα συνδικάτα, αρχής γενομένης από το συνέδριο της ΓΣΕΕ», συγχωνεύοντας αριστερή δημαγωγία και διαστρέβλωση της πραγματικότητας με επίδειξη φιλεργατικού προφίλ της κυβέρνησης που χειραγωγεί και καθησυχάζει.
               Σε όλα τα χρόνια της κρίσης, ο συνδικαλισμός δυσφημίστηκε, αφού η συνδικαλιστική γραφειοκρατία εκμεταλλεύτηκε τις διαθέσεις και προσδοκίες των εργαζομένων για να στηρίξει την κυρίαρχη πολιτική, διώχνοντας  τους εργαζομένους από τα συνδικάτα κι  αφήνοντας το εργατικό κίνημα εντελώς εκτεθειμένο στις μνημονιακές πολιτικές των κυβερνήσεων. Ενθεν κακείθεν η απεργία, η οποιαδήποτε κινητοποίηση ή χλευάζονταν ως ανεπαρκής τρόπος αντίδρασης ή καταγγέλλονταν ως κομματική εκμετάλλευση. Και τελικά οι διαφορετικές φωνές απαξίωσης του συνδικαλισμού κατέληγαν να συντονίζονται στις καταγγελίες εναντίον του ΠΑΜΕ, του μοναδικού  ταξικού  συνδικαλιστικού μετώπου.
               Κι εμείς, όλα αυτά τα χρόνια της σκληρής καπιταλιστικής επίθεσης έχοντας πειστεί από τον κυρίαρχο λόγο, επικαλούμαστε συνεχώς την ανεξαρτησία μας από κόμματα και συνδικάτα και βάζουμε τα χέρια μας να προστατέψουμε την πολύτιμή ελευθερία μας, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή είναι πια ένα κόσμημα ξεχαρβαλωμένο που ξεγελά μόνο «ιθαγενείς». Απέμεινε ο καθένας μόνος του με τα προβλήματά του και την απελπισία του που τον οδηγούν στη ζητιανιά για λίγα ψίχουλα αξιοπρεπούς διαβίωσης. Μας ληστεύουν και σχεδόν χρωστούμε και ευγνωμοσύνη σ’ αυτούς που μας ληστεύουν, γιατί δήθεν προστατεύουν αυτόν τον κρυφό θησαυρό, που είναι πολύ κρυφός, κανένας δεν υποψιάζεται πως υπάρχει, την ελευθερία μας –να ζητιανεύει καθένας μόνος την επιβίωσή του. Πολλαπλασιάστηκαν και  οι παντιέρες που  κυματίζουν στον αέρα, παραλλαγές της κυρίαρχης σημαίας, που ξεγελούν με την αριστερή μεταμφίεση  και διαιρούν με κατασκευασμένες διαφορές για να στοιχιζόμαστε πίσω τους παραπλανώντας μας.  
               Και είναι που  η αστική μας δημοκρατία ακόμα αισθάνεται  αρκετά δυνατή που δεν  απαγορεύει άμεσα τον συνδικαλισμό και  την οργάνωση των εργαζομένων, αφού μπορεί να τους χειραγωγεί και  αποπροσανατολίζει αλώνοντας τα συνδικάτα τους και κατευθύνοντας τις διεκδικήσεις τους. Κρατικοδίαιτοι συνδικαλιστές, κατακερματισμός των εργαζομένων, θεσμικό πλαίσιο που καθιστά ανενεργές τις κινητοποιήσεις, εργοδοτικοί και κυβερνητικοί μηχανισμοί, νοθείες στις διαδικασίες εκλογής επιστρατεύονται             για την υποταγή του συνδικαλισμού στο κεφάλαιο και τον έλεγχο έτσι των εργαζομένων
               Στο συνέδριο λοιπόν της ΓΣΕΕ, που δυο μέρες τώρα επιχειρείται να γίνει στην Καλαμάτα, οι συγκρούσεις ανάμεσα στην πλειοψηφία του  διοικητικού συμβουλίου και τις δυνάμεις του ΠΑΜΕ δεν αντικατοπτρίζουν παρά την αντιπαράθεση ανάμεσα στον κυβερνητικό κι εργοδοτικό συνδικαλισμό από τη μια και τον ταξικό συνδικαλισμό από την άλλη  που προσπαθεί να οργανώσει και να αναπτύξει τους αγώνες της εργατικής τάξης. Όλη η προσπάθεια με τους νόθους συνέδρους και τα συνδικάτα σφραγίδες γίνεται για τον έλεγχο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας να καθορίζει  την πολιτική και ταχτική των κινητοποιήσεων και κατ’ επέκταση  ο πολιτικός έλεγχος του συνδικαλιστικού κινήματος που μετατρέπει τους συνδικαλιστές σε φερέφωνα της κυβερνητικής πολιτικής.
               Έτσι π.χ. ο  πρόεδρος της ΓΣΕΕ Ν. Παναγόπουλος που στις αντιπαραθέσεις με το ΠΑΜΕ για νόθους συνέδρους θεωρεί  πως «Έχει κλείσει κάθε πόρτα λογικής» και το κατηγορεί για βιαιότητες και τραμπουκισμούς, είναι αυτός που πριν δυο χρόνια σε συνάντηση με «κοινωνικούς εταίρους» δηλ. της ΓΣΕΕ και εργοδοτικών ενώσεων παρουσίασε πρόταση της ΓΣΕΕ «για τη μελέτη για τη δημιουργία Εθνικού Επαγγελματικού Ταμείου για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους», καθώς και «πρόταση για τη διάσωση επιχειρήσεων αλλά με τη διάσωση θέσεων εργασίας...»,  δηλ. προτάσεις για το ασφαλιστικό και την επιχειρηματικότητα στην ίδια λογική με την κυβέρνηση και τους  επονομαζόμενους θεσμούς. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα για το  πώς οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές δραστηριοποιούνται για να μετατρέψουν τα συνδικάτα σε μηχανισμούς παραγωγής  εποικοδομητικών προτάσεων με ουσιαστικό αντικείμενο τη χειραγώγηση των εργαζομένων για  αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης τους.           
               Ο απαξιωμένος λοιπόν συνδικαλισμός, που τα συνέδρια της ΓΣΕΕ φέρνουν στο προσκήνιο με συνδικαλιστές που νοιάζονται για την κερδοφορία των επιχειρήσεων είτε γιατί οι ίδιοι είναι εργοδότες, όπως ο Δ. Καραγεωργόπουλος, είτε γιατί ποικιλοτρόπως συνδέονται με το κεφάλαιο  αφήνει χωρίς οργάνωση ολόκληρα τμήματα εργαζομένων, έρμαια  στις διαθέσεις της εργοδοσίας και της κυρίαρχης πολιτικής.
               Το ΠΑΜΕ με τις παρεμβάσεις του στο συνέδριο ξεσκεπάζει «την εκφυλιστική δράση της συνδικαλιστικής πλειοψηφίας, τα όργια νοθείας και την ωμή παρέμβαση των εργοδοτών στο συνδικαλιστικό κίνημα» που θέλουν να  μετατρέπουν τη ΓΣΕΕ σε όργανο του κεφαλαίου και υπονομευτή των αγώνων των εργαζομένων, απομακρύνοντας τους εργαζόμενους από κάθε συνδικαλιστική δραστηριότητα.
               Δέκα σχεδόν χρόνια καπιταλιστικής επίθεσης ξέρουμε πια πως έχουμε ανάγκη από την ασφάλεια της ομάδας, της συνδικαλιστικής οργάνωσης, του  κόμματος που υπηρετεί τα συμφέροντά μας. Αν συσπειρωθούν λοιπόν οι ταξικές δυνάμεις μπορούν να αυξηθούν δραματικά  οι περιορισμένες, όπως φαίνεται τώρα, δυνατότητές τους.

Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

ΜΟΝΤΕΛΟ ΖΩΗΣ


Και κάπου ανάμεσα στα …εορτολόγια για την ημέρα της γυναίκας στις 8 του Μάρτη, σε κάποια μέσα ενημέρωσης αναφέρθηκε και η επέτειος, αυτές τις μέρες,  του θανάτου της Μελίνας Μερκούρη πριν 25 χρόνια. Κι αυτή η συμπτωματική σύνδεση γίνεται αφορμή για σκέψεις πάνω σε μοντέλα ζωής που προσλαμβάνουν ιδιαίτερη σημασία  για να γίνεται η ζωή  ανεκτή και απατηλή, χωρίς να φαίνεται ότι εξαπατούν, που  μοιάζουν σημαντικά κι ας μην είναι αληθινά.
          Το μοντέλο ζωής της Μελίνας Μερκούρη ακόμα επιβιώνει σαν μια απόδειξη για την χειραφέτηση της γυναίκας πέρα από τάξεις, με θαυμασμό όμως στις αστικές καταβολές της.  Στην εικόνα της  η ανάμιξη του δυνατού και αδύνατου, η γοητεία της ιδιωτικής ζωής και ο εξωραϊσμός της δημόσιας, η γενίκευση του ατομικού σε αμφίβολες αντιστοιχίες και άριστες αναλογίες ανταποκρίνονταν σε φαντασιώσεις και καλλιεργούσαν αυταπάτες. Η  φιλοτέχνηση του πορτραίτου της, γυναίκα απελευθερωμένη και δυνατή,  είναι ενδεικτική των μύθων που δημιουργήθηκαν τα χρόνια της μεταπολίτευσης,  όπου η έννοια της αντίστασης εναντίον της χούντας ερμηνεύτηκε μ’ ένα διασταλτικό τρόπο, αναμιγνύοντας χωρίς μέτρο και ενδοιασμό κραυγαλέες εκδηλώσεις μιας αναγνωρίσιμης και προστατευμένης  διεθνώς γυναίκας με τους κινδύνους της αντιστασιακής δράσης στις φυλακές και τα ξερονήσια.
Στο πρόσωπο τής σχεδόν για  μια δεκαετία υπουργού  Πολιτισμού στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ  αρεσκόταν η κοινωνία της σοσιαλιστικής, κατά ΠΑΣΟΚ, Ελλάδας να αναγνωρίζει την πραγματοποίηση των ευσεβών πόθων της, που περιλάμβανε τους πιο παλιούς μύθους και τους πιο πολυμεταχειρισμένους νοηματικούς συμβολισμούς. Η ομορφιά και η ευτυχία, η αστική καταγωγή  και η λαϊκότητα, ο πλούτος και η επιτυχία, ο έρωτας και η πολιτική, η τέχνη και η επανάσταση συνενώνονται στην προσωπογραφία μιας  ξεχωριστής γυναίκας. Τίποτε δεν έμενε απέξω. Αμφιβολίες και αμφισημίες του πορτραίτου της ήταν  ελάχιστες και περιθωριακές εκείνα τα χρόνια και αυτό συνεχίστηκε και στα μετέπειτα.    
Κι ούτε και στους δύσκολους καιρούς της οικονομικής κρίσης αυτά τα μοντέλα ζωής, όπως ήταν και της Μαλβίνας Κάραλη με το σπιρτόζο πνεύμα της και την αφ' υψηλού αποδοχή μιας κατασκευασμένης λαϊκότητας,  μεταβλήθηκαν ανάμεσα στους μικροαστούς. Απλά  στριμώχτηκαν στις αυταπάτες του μέλλοντός μας. Κι ας έχει πια αποκαλυφθεί μέσα στην οικονομική ανέχεια η σχέση μεταξύ της κοινωνικής τάξης και της καταπίεσης λόγω φύλου, με  νέες μορφές ανισότητας κι εκμετάλλευσης να προστίθενται στις ταξικές. Η μεγάλη ελπίδα των γυναικών, η εργασία που θα τις απελευθέρωνε, διαλύθηκε σε πολυάριθμες ήττες και απογοητεύσεις, βιώνοντας πια σαν εκμετάλλευση τη δουλειά σε επιχειρήσεις, γραφεία, εργοστάσια με ορατό κάθε φορά κίνδυνο να μην τους εξασφαλίζει ούτε την επιβίωση.
Συγχρόνως, μοιάζει να επιλύονται οι όποιες αμφισημίες του φεμινιστικού κινήματος υπέρ του καπιταλισμού της εκμετάλλευσης και της θεωρητικής υποστήριξης ατομικών δικαιωμάτων. Γιατί οι  φεμινιστικές ιδέες αποκομμένες από την ταξική τους διάσταση καταλήγουν να εκφράζονται όλο και περισσότερο με ατομικιστικούς όρους που ενθαρρύνουν την ατομική εξέλιξη και προωθούν τον καριερισμό με μοντέλα τις γυναίκες επιχειρηματίες, προς δόξαν του καπιταλισμού.
Και γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο πως ο  παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, καθώς  οι γυναίκες έχουν χυθεί σε αγορές εργασίας,  εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη  μισθωτή εργασία των γυναικών, ιδίως από χαμηλόμισθες εργασίες στις υπηρεσίες και τη μεταποίηση, που εκτελούνται όχι μόνο προσωρινά από νεαρές γυναίκες, αλλά μόνιμα από   γυναίκες με παιδιά, από  γυναίκες όλων των ηλικιών και  σχεδόν όλων των εθνικοτήτων. Εξάλλου, χρησιμοποιώντας ο καπιταλισμός την φεμινιστική κριτική για την οικονομική εξάρτηση της γυναίκας από τον  άντρα, για να εντείνει την εκμετάλλευση αξιοποιεί το όνειρο της χειραφέτησης της σαν κινητήρα συσσώρευσης κεφαλαίου. Η πραγματικότητα του είδους της χειραφέτησης των γυναικών της εργατικής τάξης βασίζεται στο νέο εργασιακό πρότυπο που περιλαμβάνει μείωση μισθών και εργασιακής ασφάλειας, γενικά μείωση του βιοτικού επιπέδου.
Από την άλλη, η κριτική από τον φεμινισμό για το …περιορισμένο πολιτικό όραμα  που επικεντρωνόταν έντονα στις ταξικές ανισότητες και δεν μπορούσε να αντιληφθεί τις μη οικονομικές αδικίες, όπως την ενδοοικογενειακή βία ή τη σεξουαλική επίθεση, ενώ φαινόταν πως διευρύνει την πολιτική του ατζέντα αμφισβητώντας και καταστάσεις που βασίζονται στις πολιτισμικές κατασκευές της διαφοράς του φύλου, κατέληξε σε μια μονόπλευρη εστίαση στην ταυτότητα φύλου εις βάρος εργασιακών και οικονομικών ζητημάτων.
 Κι ακόμα χειρότερα, η φεμινιστική στροφή  προς την πολιτική ταυτότητας συνδυάστηκε ανεπαισθήτως αλλά μεθοδευμένα με μια πολιτική που δεν ήθελε άλλο από το να καταστείλει όλη την μνήμη της κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης. Και μάλιστα η απολυτοποίηση του σεξισμού και πολιτισμικών διαφορών, προς δόξαν του καπιταλισμού και πάλι, γινόταν τη στιγμή που οι περιστάσεις απαιτούσαν διπλασιασμένη προσοχή στην κριτική της καπιταλιστικής οικονομίας.
Κι αν γυναίκες που ξεχώριζαν όπως η Μελίνα Μερκούρη έμοιαζε να ενσαρκώνουν τα φεμινιστικά πρότυπα της ανεξάρτητης, χαρισματικής, απελευθερωμένης γυναίκας τροφοδοτώντας με ψευδαισθήσεις την καθημερινότητα των εργαζομένων, όταν η ταξική καταπίεση στις εργαζόμενες κάνει ασφυκτική τη  ζωή τους αποκαλύπτεται ο σύνδεσμος αυτών των μοντέλων ζωής με τον καπιταλισμό και τα συμφέροντά  του.