Σάββατο 30 Ιουλίου 2022

ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΗ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ

  
Το γεγονός ότι για μέρες στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, σε τηλεοπτικές εκπομπές ανακυκλώνονταν σχόλια και πληροφορίες, με πολιτικό πρόσημο οι περισσότερες,  για τις ενδυματολογικές προτιμήσεις των καλεσμένων στη προεδρική δεξίωση για την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, είναι ενδεικτικό για το είδος των πολιτικών ανησυχιών που επιδιώκεται να διαχέονται στην κοινωνία. Κι ενώ οι  φωτιές και φέτος μετατρέπουν περιοχές ολόκληρες ανά την Ελλάδα σε κρανίου τόπους, η εκτόξευση των τιμών ενέργειας φτωχοποιούν έτι περαιτέρω τους εργαζόμενους, η ξεχασμένη πανδημία συνεχίζει να είναι παρούσα μ’ ένα σύστημα υγείας που έχει καταρρεύσει, αλλεπάλληλοι νόμοι ψηφίζονται που νομιμοποιούν την πιο στυγνή εκμετάλλευση των εργαζομένων σε άθλιες συνθήκες εργασίας, ο πόλεμος στην Ουκρανία έγινε υποσημείωση στα Μέσα Ενημέρωσης, όμως ελάσσονα και περιστασιακά  γεγονότα γίνονται επίκεντρο πολιτικής κριτικής αποκομμένα, χωρίς καν σύνδεση με το ευρύτερο πλαίσιο.  
          Και βλέπουμε όλα τα αστικά κόμματα, και βεβαίως και την σοσιαλδημοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ τα προβλήματα αποκτούν μια αφόρητη οξύτητα, περισσότερο και κυρίως στρέφουν τα πυρά τους, ασκώντας την οριζόμενη από την κοινοβουλευτική δημοκρατία αντιπολίτευση, σε συγκεκριμένα πρόσωπα της συμπολίτευσης, επιμένοντας μόνο στις συμπεριφορές από το βιογραφικό τους, χρεώνοντας σ’ αυτές τις κυβερνητικές αποφάσεις  που στρέφονται εναντίον των λαϊκών στρωμάτων και αποκόπτοντάς τες από την πολιτική της κυρίαρχης τάξης που όλα τα αστικά κόμματα υπηρετούν. Έτσι  ο πρωθυπουργός είναι αναίσθητος γόνος πλούσιας πολιτικής οικογένειας, ο ένας υπουργός δεν δούλεψε ποτέ, η άλλη υπουργός είναι οπισθοδρομική κλπ.
Στην ουσία όλα τα αστικά κόμματα στρέφονται λιγότερο ή περισσότερο φανερά εναντίον των αγώνων των εργαζομένων, είτε αποσιωπώντας τους είτε απαξιώνοντάς τους. Έτσι, π.χ. οι αγώνες των εργαζομένων της ΛΑΡΚΟ στο λόγο της  αστικής αντιπολίτευσης δεν παίρνουν ούτε τη μορφή υποσημείωσης. Και ο λόγος του υπουργού Α. Συρίγου σχετικά με τη Πολυτεχνείο που χαρακτήρισε μύθο  τη μαζική λαϊκή αντίδραση στο καθεστώς της δικτατορίας «αν εξαιρέσουμε το Πολυτεχνείο" δεν ξεφεύγει από αυτήν την οπτική, η οποία είναι ενιαία του κυρίαρχου λόγου. Δεν είναι οι ατομικές και μεμονωμένες συμπεριφορές που φοβίζουν την κυρίαρχη εξουσία, παρά μόνο στο βαθμό που είναι εκφράσεις μιας ευρύτερης κοινωνικής δυναμικής που στρέφεται εναντίον της. Γι’ αυτό και το Πολυτεχνείο, που ακόμα ξεκάθαρα η κυβερνητική πολιτική δεν το αποδοκιμάζει, αντιμετωπίζεται ως μεμονωμένο γεγονός αντίστασης στη χούντα, υποβαθμίζοντας τόσο το ρόλο του στην ανάδυση του λαϊκού αντιδικτατορικού κινήματος όσο και  την κοινωνική δυναμική που προκύπτει από τέτοιες εξεγερσιακές καταστάσεις.
         Από την άλλη, μεγάλο τμήμα του πληθυσμού σαν να φοβάται ν’ αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και αρκείται στην εκτόνωση του θυμού με κενές μεγαλοστομίες, στομφώδεις απορρίψεις, αλλά αδυναμία αντίδρασης στην πράξη. Είναι όλοι αυτοί οι ειδικευμένοι εργαζόμενοι, οι υπάλληλοι γραφείου, οι μορφωμένοι δικηγόροι, μηχανικοί, γιατροί κλπ. που περιλαμβάνονται στα μεσοαστικά στρώματα, ενώ σε μεγάλο βαθμό η καπιταλιστική ανάπτυξη στερεί την αυτοδυναμία τους, τους αναγκάζει να γίνουν μισθωτοί και μειώνει το βιοτικό τους επίπεδο. Τα ενδιάμεσα αυτά στρώματα καθώς συμπιέζονται ανάμεσα στις  δύο θεμελιώδεις τάξεις της κοινωνίας, την αστική τάξη και το προλεταριάτο, παραδέρνουν ανάμεσα σε αμφιταλαντεύσεις, βυθίζονται στην απελπισία και τη μιζέρια στην προσπάθειά τους ν’ ακολουθήσουν μια μέση οδό, ισορροπώντας  σε τεντωμένο σχοινί από φόβο να μην εξαναγκαστούν να ενταχθούν στις τάξεις του προλεταριάτου.
Έχοντας αποκτήσει οι μικροαστοί  κάποια ιδιοκτησία φιλοδοξούν ότι θα αναρριχηθούν στην καπιταλιστική τάξη, αλλά η επιβίωσή τους  καθώς εξαρτάται κυρίως από τη δική τους εργασία κάνει επισφαλή τη ζωή τους όπως και στην εργατική τάξη. Κι όλη αυτή η οργή εναντίον συγκεκριμένων κυβερνητικών στελεχών στην ουσία δεν είναι παρά εκδήλωση του φθόνου τους για την αστική τάξη, η οποία με τις μεταρρυθμίσεις των τελευταίων χρόνων που περιέκοψαν και κατάργησαν δικαιώματα διέψευσε τις προσδοκίες τους για αναρρίχησή τους. Τα άτομα μάλιστα με υψηλή μόρφωση επιμένουν να αρνούνται  να δουν τους εαυτούς τους ως μέρος της εργατικής τάξης ακόμη και αφού γίνουν αντικειμενικά εργάτες. Δεν  μπορούν εύκολα να ξεφύγουν από την αστική τάξη ως προς τις σχέσεις και την κοσμοθεωρία τους κι ερμηνεύοντας κι αυτοί πολιτικές αποφάσεις της κυρίαρχης εξουσίας με ψυχολογικούς όρους, πολύ βολικά χρεώνοντας  στην έλλειψη ενσυναίσθησης  τις αντιλαϊκές ενέργειες των κυβερνώντων φτάνουν σε αδιέξοδο. Θεωρούν κάθε οργανωμένη δράση μάταιη και οδηγούνται στην ονειροπόληση για μεγάλες εξεγέρσεις και επαναστάσεις, από τους άλλους,  σε κάθε πτυχή της ζωής τους.
       Και όταν η γενική τάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης  είναι προς την κατεύθυνση της προλεταριοποίησης των παραδοσιακών στρωμάτων των  μικροϊδιοκτητών και τερματισμού της προνομιακής κατάστασης των μορφωμένων επαγγελματιών, τότε γίνεται ακόμα πιο δύσκολο τα μικροαστικά στρώματα  ν’ αντιδράσουν οργανωμένα και συστηματικά και όλο και περιμένουν το Μεσσία που θα τους σώσει.
Όσοι πάλι ανήκουν στην εργατική τάξη και δεν έχουν αναπτύξει ταξική συνείδηση, ζώντας εντελώς υπό την επήρεια της αστικής τάξης, αγνοούν τη δύναμή τους και ονειρεύονται κι αυτοί να ανέβουν την κοινωνική σκάλα και να γίνουν πλούσιοι.
Και τελικά το να είναι κανείς μικροαστός καταλήγει ως ένας συγκεκριμένος τρόπος θεώρησης της κοινωνικοπολιτικής ζωής να είναι μια νοοτροπία που διαπερνά όλους τους ιστούς της κοινωνίας επεκτείνοντας τη σφαίρα επιρροής σε μεγάλη πλειοψηφία εργαζομένων. Και η σοσιαλδημοκρατία είναι πάντα παρούσα, με όλες τις μορφές της, να κολακεύει και εφησυχάζει με φρούδες ελπίδες, ενώ καταβάλει συνεχείς προσπάθειες στο ξερίζωμα από τη συνείδηση ​​της εργατικής τάξης της ιδέας της ανεξάρτητης πολιτικής, στην εμφύτευση μέσα της την πίστη στην αιωνιότητα του καπιταλισμού και στην υποταγή ξανά και ξανά στην αστική τάξη.
Γι’ αυτό ένα κόμμα της εργατικής τάξης, το κομμουνιστικό,  όταν οξύνεται η αστάθεια της κοινωνίας αποδεικνύεται απαραίτητο για να ενώσει τους εργαζόμενους, να αναδείξει την ταξική πάλη που γίνεται διαρκώς πιο έντονη, να εμπνεύσει στους εργαζόμενους την πίστη για τη δύναμή τους στον αγώνα τους για τη ζωή τους.

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022

ΠΕΡΙΚΥΚΛΩΜΕΝΟΙ

 

Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, ο πληθωρισμός καλά κρατεί στον καπιταλιστικό κόσμο, η ενεργειακή κρίση  για τους πληθυσμούς του γίνεται όλο και πιο επώδυνη  και  στη χώρα μας η πολιτική ηγεσία  με την έπαρση της εξουσίας υποδύεται την ανεξάρτητη και ισχυρή δύναμη που αντιμετωπίζει γεγονότα και ελέγχει καταστάσεις. Στην επιδίωξή της να γίνει αληθοφανής η αόρατη αποτελεσματικότητά της προς όφελος της πλειοψηφίας των πολιτών επικαλείται αρχές ηθικές και καλλιεργεί φόβους κινδύνου.     
      Ο πιο αποτελεσματικός φόβος δημιουργείται από την καλλιέργεια της απειλής του επιπέδου διαβίωσης  και της περικύκλωσης της  χώρας από επίβουλους εχθρούς, με την  τουρκική απειλή να μεγεθύνεται και μειώνεται αναλόγως  σκοπιμοτήτων και ν’ ακολουθεί η μεταναστευτική που στοχοποιεί όλους τους απελπισμένους και κατατρεγμένους. Οπότε το αυτονόητο καθήκον των πολιτών είναι να αντιτάξουν με κάθε τρόπο την άμυνά τους, χωρίς διστακτικότητα ή καθυστερήσεις. Εμποτισμένοι έτσι με το φόβο του κινδύνου να επιλέγουμε αναγκαστικά τη συσπείρωση προ της απειλής, αναστέλλοντας τις όποιες διαθέσεις μας για κριτική, εναποθέτοντας αδιαμαρτύρητα την αντιμετώπιση του κινδύνου στην ηγεσία μας. Αυτή τη μέθοδο ακολουθούν όχι μόνο κατά γράμμα, αλλά καθ’ υπερβολή οι πολιτικές μας ηγεσίας που εναλλάσσονται στην εξουσία χωρίς να ορρωδούν μπροστά σε οποιοδήποτε φραγμό πολιτικής και ηθικής δεοντολογίας, αδιαφορώντας ακόμα και για την επένδυση, έστω και με επίφαση αλήθειας, των μύθων που στήνονται για να κάνουν πιστευτή την περικύκλωση και τους κινδύνου. 
      Ήταν ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου που με την απειλή της οικονομικής κατάρρευσης θριαμβολόγησε για τη σωτηρία της χώρας με το πρώτο μνημόνιο και ακολούθησαν οι επόμενοι πρωθυπουργοί, Λ. Παπαδήμος και Α. Σαμαράς, σε μια προσπάθεια  να επιτύχουν τη συσπείρωση γύρω απ’ αυτή την πολιτική χωρίς ισχυρές διαμαρτυρίες, με αποκορύφωμα τον πρωθυπουργό Α. Τσίπρα. Ο οποίος με τον περίφημο έρπητα που έβγαλε στη διαπραγμάτευση με τους ευρωπαίους εταίρους είχε και την απόδειξη των προσπαθειών του  για αποφυγή του αναπότρεπτου κακού που μόνο η συσπείρωση γύρω από αυτόν θα μπορούσε να αποτρέψει.  
         Κι ύστερα κατασκευάστηκε, σε επίπεδο εγχώριο αυτή τη φορά, από την Ν. Δημοκρατία ένας νέος κίνδυνος, του ΣΥΡΙΖΑ, σε μια αποτελεσματική προσπάθεια να μπορέσει να ξαναλειτουργήσει το δικομματικό σύστημα μετά τη διακυβέρνηση της επονομαζόμενης αριστεράς που ταυτίστηκε με τις πιο συντηρητικές πολιτικές.   Τρία χρόνια τώρα οι αντίθετες απόψεις ταξινομούνται εύκολα, με τη βοήθεια ορδών δημοσιογράφων που υπηρετούν την προπαγάνδα της κυβερνητικής πολιτικής, σαν αυταπόδεικτα εχθρικές και η αντιμετώπισή τους υπάγεται στον καταμερισμό της προπαγανδιστικής δουλειάς τους. Αποδεσμευμένοι από κάθε υποχρέωση κυβέρνηση και παρατρεχάμενοι να αποδείξουν αυτά που λένε ή ακόμα και να πείσουν με λογικά επιχειρήματα περιγράφουν με άνεση φανταστικά σενάρια που πάνω τους ποντάρουν την καλλιέργεια φόβων και απειλών. Κι έτσι να υψώνεται ένα τείχος ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ερμηνεία της από την κυρίαρχη τάξη, αρραγές και ανυποχώρητο, που να φράζει την κριτική, ώστε και τα διλήμματα που θα τίθενται να είναι ανελαστικά και να προκύπτουν από την κατασκευασμένη πραγματικότητα της κυρίαρχης εξουσίας. 
       Όπως η πραγματικότητα που κατασκευάζει η πολιτική ηγεσία γύρω από τις φωτιές. Καθώς η αδιαφορία της για την πρόληψη και  κατάσβεση τους, με τις ελλείψεις προσωπικού και υποδομών είναι εμφανείς εκ του αποτελέσματος μάλιστα, οι  συνεχείς διαβεβαιώσεις της κυβερνητικής προπαγάνδας για την αποτελεσματικότητα της πολιτικής της  και τις ευθύνες της τις χρεώνει στην κλιματική αλλαγή. Για να δικαιολογήσει την πρόσληψη εκατοντάδων αστυνομικών, και όχι πυροσβεστών,  από την ημέρα ανάληψης της εξουσίας ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Ν. Θεοδωρικάκος με φωτογραφία αστυνομικών με λάστιχο, που τους γελοιοποιεί, θέλει να πείσει ότι, όπως γράφει «μάχονται για την προστασία της ζωής των πολιτών και την διασφάλιση της περιουσίας τους». Κι εκπαιδευόμαστε στην αποδοχή της μοιρολατρικής αντιμετώπισης των φυσικών καταστροφών, της συγκάλυψης των πολιτικών χαρακτηριστικών τους που αποτρέπουν οποιαδήποτε κριτική σε δράσεις και ενέργειες της πολιτικής ηγεσίας.
         Την  προσκόλληση σε απλοποιημένα και μηχανιστικά σχήματα που δεν ενδιαφέρει η επαλήθευσή τους την είδαμε και στον καιρό της καραντίνας με τα ψευτοδιλήμματα που διογκώνονταν από τα μέσα ενημέρωσης, με μάσκα ή χωρίς μάσκα, με εμβόλια ή εναντίον του εμβολίου κλπ. Κι αφού κηρύχτηκε, ένεκα τουρισμού, η λήξη της επιδημίας ανανεώθηκαν τα διλήμματα με τον τουρκικό κίνδυνο και τους εξοπλισμούς, την ανομία και την αστυνομία, την αξιοκρατία και την υποβαθμισμένη εκπαίδευση, με το ΝΑΤΟ και  τη Ρωσία κλπ.  
    Σποραδικά βέβαια αναπτύσσονται από κοινωνικά στρώματα αντιδράσεις που ξεφεύγουν από τα ελεγχόμενα κυβερνητικά διλήμματα, όπως οι αντιδράσεις για την αποφυλάκιση του Δ. Λιγνάδη, οι οποίες παίρνουν ευρύτερες διαστάσεις ενάντια στην τουλάχιστον προβληματική αντιμετώπισή της από κυβερνητικούς παράγοντες  και παρατρεχάμενους. Μόνο που ο εγκλωβισμός στην αντιπαράθεση Ν. Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, αν ήταν νόμος του ΣΥΡΙΖΑ που επέτρεψε την αποφυλάκιση του Δ. Λιγνάδη, αποτρέπει προβληματισμούς που εστιάζουν στο ανέφικτο της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, όχι μόνο  γιατί είναι η εκτελεστική εξουσία που επεμβαίνει στη λειτουργία της με διορισμούς δικαστών, αλλά γιατί ο νόμος στην ταξική κοινωνία αντιπροσωπεύει τις ανισότητές της και η παρουσίαση της δικαιοσύνης ως ανεξάρτητης δεν κάνει άλλο από το να το συγκαλύπτει το ρόλο της στην άσκηση της εξουσίας από την κυρίαρχη τάξη.
         Κι αν πολλά από αυτά που έχουν σωρευτεί και κάνουν τις φωτιές, τις οικονομικές πολιτικές, τους υγειονομικούς κινδύνους να μας περικυκλώνουν τόσο επιθετικά και σαρωτικά που απειλούν τα θεμέλια της ύπαρξής μας να τα δημιούργησε  η άρχουσα τάξη με τα επιτελεία της σε όλα τα επίπεδα εξουσίας, όμως είναι οι δικές μας αντιστάσεις και οι δικοί μας αγώνες που μπορούν να βάλουν φραγμό και ν’ αντισταθούν στην άρχουσα τάξη και τα συμφέροντά της

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2022

ΚΑΠΟΙΑ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΑ

 Καθώς από τη μια, παρόλη την αφθονία που υπάρχει, η φτώχεια ακόμα και στις μητροπόλεις του καπιταλισμού εντείνεται και εξαπλώνεται και από την άλλη θα πρέπει η οργή και οι αντιδράσεις των φτωχών και κατατρεγμένων να χειραγωγούνται, ο κυρίαρχος λόγος στοχοποιεί διεφθαρμένους πολιτικούς, ανάλγητους επιχειρηματίες, ανίκανους κυβερνήτες. Για να βαυκαλιζόμαστε με το όνειρο ενός καπιταλισμού που φροντίζει τους εργαζόμενους κι εξασφαλίζει την ευζωία τους, με συνεχή αναφορά στο πάλαι ποτέ κράτος πρόνοιας. Μόνο που η εποχή του κράτους πρόνοιας του καπιταλισμού δεν ήταν παρά μια μορφή δωροδοκίας που οι εργαζόμενοι της Δύσης την χρωστούσαν στους συνεχείς αγώνες τους και στην ύπαρξη του εργατικού κράτους της Σοβιετικής Ένωσης. 
        Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού εστιάζοντας μόνο στην μεταπολεμική πεντηκονταετία  στην Ευρώπη, όσο κι αν αριστεροί των ΗΠΑ και της Ευρώπης θέλουν να μιλούν για τα ειδυλλιακά δημοκρατικά και αριστερά κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας των δεκαετιών του ’60 και του’70. Γιατί  αυτές οι διαφημιζόμενες σοσιαλιστικές πολιτικές σχετίζονταν με τον φόβο της εξάπλωσης του σοσιαλισμού και την πίεση από τα συνδικάτα και τα εργατικά κινήματα. Οι προσπάθειες για αναβιώσεις τους,  χωρίς να υπάρχει η πρόθεση βελτίωσης της ζωής των εργαζομένων, αναγκάζει τον κυρίαρχο λόγο να εφευρίσκει μια  ψευδεπίγραφη προοδευτικότητα ακόμα και σε τρόπους συμπεριφοράς ή ντυσίματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η φωτογράφιση της φιλανδής πρωθυπουργού Σάνα Μαρίν με το σορτσάκι της για προβολή  μιας ροκ κι ανατρεπτικής εμφάνισης, την ίδια στιγμή που η πολιτική της συμφωνεί με τις αντιδραστικές απαιτήσεις της Άγκυρας στο θέμα των Κούρδων και εντάσσει τη Φιλανδία στο ΝΑΤΟ, μετά από δεκαετίες ουδετερότητας, όταν διαφημίζονταν οι σκανδιναβικές χώρες ως μοντέλα σοσιαλισμού.   
      Καπιταλισμός σημαίνει αυτό που λένε οι μαρξιστές, οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής να εκμεταλλεύονται τους εργάτες. Ο καπιταλισμός είναι ξεκάθαρα η ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής που λειτουργούν με σκοπό την παραγωγή κέρδους για τον ιδιοκτήτη. Είναι ένα σύστημα εγγενώς εκμεταλλευτικό,  εξαναγκάζει αυτούς που δεν έχουν τίποτα να πουλήσουν παρά την εργασία τους να την πουλήσουν στους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, αναγκαστικά σε τιμή πολύ χαμηλότερη από την αξία που παράγουν.  
Οι υποστηρικτές του προσπαθούν να αντιταχθούν στους επικριτές του διαστρεβλώνοντας τον ορισμό του και υποστηρίζοντας ότι η εκμετάλλευση δεν χαρακτηρίζει τον πραγματικό καπιταλισμό, με τη δικαιολογία ότι αυτό  συμβαίνει εξαιτίας διαφθοράς κυβερνήσεων και επιχειρήσεων. Και βαυκαλιζόμαστε πως οι διάφορες αρχές ή η δικαιοσύνη θ’ αποκαλύψουν και θα τιμωρήσουν τη διαφθορά που θεωρείται υπεύθυνη για τις απάνθρωπες πολλές φορές  συνθήκες ζωής των εργαζομένων. Ένα σκάνδαλο συγκαλύπτεται εδώ, ένα άλλο αποκαλύπτεται πάρα πέρα, σαν τη λερναία ύδρα, τέλος δεν υπάρχει σ’ αυτά τα σκάνδαλα. Γιατί στην πραγματικότητα ο  καπιταλισμός είναι απολύτως συμβατός με τη διαφθορά των καπιταλιστικών κυβερνήσεων ή επιχειρήσεων. Τελευταίο παράδειγμα το σκάνδαλο Uber. Από έγγραφα που δημοσιεύει η βρετανική εφημερίδα Guardian αποκαλύπτεται πώς η Uber μετατράπηκε σε ένα παγκόσμιο μεγαθήριο με τη συνδρομή ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης, πολιτικών ανά τον κόσμο, όπως ο πρόεδρος της Γαλλίας Ε. Μακρόν,  οι οποίοι φρόντισαν να την υποστηρίζουν στις χώρες τους και με ευνοϊκές νομοθεσίες.
          Η προπαγάνδα του καπιταλισμού, αλλάζοντας τον ορισμό των λέξεων για την  υπεράσπισή του, προσπαθεί να  τον επαναπροσδιορίσει ως εθελοντική ανταλλαγή ή ελεύθερο εμπόριο,  ενώ είναι πραγματικά ένα σύστημα εκμετάλλευσης. Η αφήγηση για τον καπιταλισμό, που είναι  δελεαστική και λειτουργεί σαν δόλωμα για την αποδοχή του, λέει ότι καθένας που είναι ικανός μπορεί να πλουτήσει, ότι καθένας μπορεί να χρησιμοποιήσει την κοινωνικοοικονομική πλεονεκτική θέση για να προσλαμβάνει εργάτες που πολλαπλασιάζουν εκθετικά τον πλούτο του πληρώνοντάς τους για ένα κλάσμα από αυτό που του κοστίζουν. Στην πράξη όμως επικρατεί ο κοινωνικός δαρβινισμός, με αποτέλεσμα τα μεγάλα ψάρια να καταπίνουν τα μικρά, τα ακόμα μεγαλύτερα να καταπίνουν τα μεγάλα, μέχρι να παραμένουν λίγα μονοπώλια.
       Κι όσο φουντώνει η οργή και ο θυμός των εκμεταλλευομένων τόσο και η προσπάθεια των εκμεταλλευτών να ελέγξει τον τρόπο εκδήλωσής τους ακολουθεί άπειρους τεθλασμένους δρόμους, πριν καταλήξει στην απροκάλυπτη καταστολή. Η κυρίαρχη τάξη μπορεί ακόμα και το δίκαιο θυμό που προκάλεσε να τον χρησιμοποιήσει ως όχημα για επιχειρήσεις αλλαγής προσώπων ή και καθεστώτων, πάντα προς όφελός της.  Την πολύ δίκαιη οργή μπορεί να εκμεταλλευτεί η κυρίαρχη τάξη με διάφορα προσωπεία, για να επιβάλλει επιλογές ευνοϊκές για τον εαυτό της και τα συμφέροντά της. Όπως συνέβη στο Καζακστάν, όπως μπορεί να συμβεί και στη Σρι Λάνκα.  
         Οι περισσότερες διαμαρτυρίες ξεκινούν από ένα σημείο οργής και πέρα, αλλά όταν δεν υπάρχει οργάνωση λαϊκή για να την υποστηρίξει, δηλ. κομμουνιστική, γρήγορα μπορεί να γίνει όχημα για ανασύνταξη του κεφαλαίου. Το πλήθος στο Κολόμπο που κατέλαβε τα σπίτια των κυβερνητών ικανοποιούν ένα αίσθημα δικαίου, αλλά το σημαντικό ερώτημα είναι τι γίνεται μετά. Τα συνδικάτα και οι εργατικοί αγώνες είναι απαραίτητοι για την αποδυνάμωση της ισχύος του κεφαλαίου πάνω στην εργασία και την αύξηση της ταξικής συνείδησης, αλλά  η οργάνωση τους χρειάζεται το κόμμα της εργατικής τάξης, δηλ. το  κομμουνιστικό.  Όπως και στη Σρι Λάνκα, έτσι και σε ολόκληρο τον κόσμο, οι λαϊκές μάζες χωρίς τις δικές τους ατσάλινες οργανώσεις και επαναστατικούς ηγέτες, χωρίς όπλα και πολιτοφυλακές, είτε  θα συντριβούν από τις οργανωμένες δυνάμεις της κυρίαρχης τάξης ή θα χειραγωγηθούν προς κατευθύνσεις ευνοϊκές για τα συμφέροντά της.