Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αριστερά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αριστερά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2024

«ΕΝΑΣ ΙΡΙΔΙΣΜΟΣ»

Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε ανάρτηση του καθηγητή Α. Λιάκου αναφέρεται, με συνοπτική και αρκετά  αόριστη περιγραφή, επεισόδιο στο Δημοκρατικό Στρατό από τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου,  ως ενδεικτικό της διάψευσης για το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς. Σ’  ένα λόχο, αφού κατηγόρησαν, χωρίς αποδείξεις, και   βασάνισαν έναν αθώο αξιωματικό για να ομολογήσει προδοσία στον ταξικό εχθρό, χωρίς αποτέλεσμα, για να μην αποκαλυφτεί η βαναυσότητά τους τον εκτελούν, με τον ίδιο να ζητά  να αποδοθεί ο θάνατός του σε μάχη με τον εχθρό. Ο Α. Λιάκος στα σχόλιά του για τον λόγο που παρέθεσε το συγκεκριμένο περιστατικό  αναφέρεται στην ανάγκη «να απαλλαγεί η Αριστερά από το ηθικό μειονέκτημα στο οποίο κατέληξαν (σχεδόν όλα) τα αριστερά εγχειρήματα» και χαρακτηρίζει ανύπαρκτο το ηθικό της πλεονέκτημα. Με το συμπέρασμά του λοιπόν, ό,τι για δεκαετίες χαρακτηριζόταν ως Αριστερά στριμώχνεται σε προσωπικές συμπεριφορές και μεμονωμένα περιστατικά.  
          Η αναφορά  όμως που γίνεται μεμονωμένα σ’ αυτό το επεισόδιο δεν φανερώνει το πραγματικό του μέγεθος, τη σημασία του και δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά αν το δούμε μέσα σε ένα όλο, σ’ ένα σύνολο καταστάσεων στο οποίο παίρνει κάποια θέση ή χάνεται, αν και βέβαια ποτέ εντελώς. Γιατί οποιαδήποτε πράξη κι ενέργεια των ανθρώπων αποτελεί μέρος ενός όλου, του οποίου η ερμηνεία βέβαια προϋποθέτει, χωρίς να περιορίζεται σ’ αυτά, όλα τα επιμέρους, καθώς όλα αυτά μαζί αποτελούν τις πολύ μικρές ή μεγάλες δυνάμεις που δρουν και κινούν την ιστορία.  Κι επειδή τα μέρη αποκτούν σημασία μέσα στην ολότητα χωρίς να σημαίνει αυτό ότι το  όλο είναι απλώς άθροισμα των μερών,  γι’ αυτό και δεν είναι το συγκεκριμένο επεισόδιο που περιγράφεται που χαρακτηρίζει τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού.  
          Ανοίγοντας όμως  ο Α. Λιάκος όλα τα περιθώρια για να εξισωθεί ο συλλογικός αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού με ένα άθροισμα ατομικών περιπτώσεων, όσο και αν τον εκθειάζει χαρακτηρίζοντας τον ηρωικό, στην πραγματικότητα υπονομεύει τον αγώνα του.  Η τελική του διαπίστωση που ξεκινά από το αυτονόητο ότι «οι αριστεροί είναι όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι» καταλήγει στο ότι είναι ένας ιριδισμός που χωρίζει το καλό από το κακό που εξαρτάται «από την ιστορική συγκυρία, από τη στιγμή της ελπίδας ή της απελπισίας, από μαγνητικές θύελλες», επικεντρώνοντας την προσοχή και το ενδιαφέρον του στο  άτομο.
         Σε κείνα τα σκληρά χρόνια όπου επικρατούσε ο νόμος της ζούγκλας και δεν υπήρχε θεσμικό ή νομικό ή άλλο καταφύγιο για όσους στρατεύθηκαν με το ΚΚΕ δεν ήταν αυτή η στράτευση, όταν απειλούνταν η ίδια η ζωή,  απλώς ένας «ιριδισμός που χωρίζει και μπορεί να μετατρέψει το ένα στο άλλο». Όταν το διακύβευμα της στράτευσης ήταν η ίδια η ζωή, αυτή η επιλογή δεν μπορεί να εξισώνεται, υποτιμώντας την, με κάθε άλλη συγκυριακή. Ότι δεν έλειπαν τέτοια επεισόδια, που αναφέρει ο καθηγητής, και παραπλήσια δεν αναιρεί τη διαχωριστική γραμμή που υπήρχε ανάμεσα σ’ αυτούς που πίστευαν σ’ έναν άλλο κόσμο και αγωνίζονταν γι’ αυτόν και σ’ εκείνους που υπηρετώντας τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης ήλπιζαν να ελεηθούν με  κάποιο αποφάγι της.  
        Αυτή η ανάρτηση είναι ενδεικτική για τα κριτήρια με τα οποία επεξεργάζεται την πολιτική ένα τμήμα διανοουμένων που συμπορεύτηκε μ’  εκείνο το πολιτικό κομμάτι που περιλάμβανε μεταδικτατορικά την Αριστερά. Ενώ φαίνονταν ότι υπερασπίζονταν προχωρημένες κοινωνικοοικονομικές αντιλήψεις που προστάτευαν τις υποτελείς τάξεις,  φαίνεται τελικά ότι τα κριτήρια με τα οποία επεξεργάζονταν την πολιτική στηρίζονταν περισσότερο  στα ειδικά κοινωνικοοικονομικά συμφέροντα του στενού ταξικού τους πυρήνα στον οποίο είχαν ή επεδίωκαν να έχουν ηγεμονική θέση μέσα στους κόλπους του. Προσποιούνταν λοιπόν  ότι στα αιτήματά τους ενσωμάτωναν επιλογές ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, ίσως γιατί στην προσέλκυση τους θεμελίωναν την πολιτική τους υπεροχή και αποτελεσματικότητα. Κι έτσι με τις ενέργειές τους εξυπηρετούσαν τον πάγιο στόχο της κυρίαρχης εξουσίας να απονευρώνει τη δυναμική των ταξικών διεκδικήσεων με αντιφατικές χειρονομίες.  
        Αυτή λοιπόν η ανάρτηση με τα σχόλια της κάνει φανερή μια  προσπάθεια να αδρανοποιηθούν τα πολιτικά αντανακλαστικά όσων παρακολουθούν αυτό το γελοίο γαϊτανάκι αλληλοκαρφωμάτων και κουτσομπολιού στο ΣΥΡΙΖΑ, με την υποβάθμιση και σχεδόν ακύρωση των αγώνων, μεγεθύνοντας και αναδεικνύοντας επεισόδια ανάλογα, έτσι ατάκτως εριμμένα,  ώστε να μπορεί να δικαιολογηθεί κάθε μικροπρέπεια και ευτέλεια που παρατηρείται στο ΣΥΡΙΖΑ. ¨Ότι ένας ιριδισμός είναι, ανακλάσεις που αλλάζουν χρώμα στα σώματα,  μια λεπτή ισορροπία που μια γέρνει προς τη μια πλευρά μια προς την άλλη, όλα αυτά που γίνονται στον ΣΥΡΙΖΑ. Και δεν είναι  ότι όσοι  δηλώνουν αριστεροί του ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας υπερβεί την αριστερή τους ιδιότητα υιοθετούν συμπεριφορές και πρακτικές που για δεκαετίες χαρακτήριζαν στελέχη και οπαδούς της ονομαζόμενης Δεξιάς, η οποία πάντα στόχευε στην κατάληψη θέσεων εξουσίας προς εξυπηρέτηση της κυρίαρχης τάξης.   
           Με την τραγελαφική ιστορία του εξ Αμερικής ορμωμένου πρώην προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Στ. Κασσελάκη ενταφιάζεται  η Αριστερά, ή μάλλον αυτή που αυτοπροσδιορίζεται σαν τέτοια. Αυτή  που είτε αποστρέφεται την πολιτική και βουλιάζει σ’ ένα αναρχοαυτόνομο χυλό είτε παραδέρνει στον λαβύρινθο του υποτιθέμενου  πολιτικού ρεαλισμού, όπως ο κυβερνών ΣΥΡΙΖΑ, που έχει πια χάσει όχι μόνο τον προσανατολισμό αλλά και την ίδια τη σκοπιά από την οποία διακήρυττε ότι εκπορευόταν  η αριστερή πολιτική. Η σοσιαλδημοκρατία εν ολίγοις δεν μπόρεσε ούτε ένα ψήγμα του  από τον πυρήνα διακηρυγμένων ιδεολογικοπολιτικών της καταβολών να περισώσει, προς δόξαν του καπιταλισμού που θα μεταρρύθμιζε σοσιαλιστικά.  Κατά συνέπεια  ήταν φυσικό όσοι άσκησαν  από θέσεις εξουσίας μια πολιτική αντίθετη με τις καταβολές αυτές να καταστήσουν τον εαυτό τους πολιτικά και ιδεολογικά αφερέγγυο, τη δε ιδεολογία τους διάτρητη. Συντέλεσαν τα μέγιστα η επικράτηση του λόγου της καπιταλιστικής εξουσίας να είναι πια ολοκληρωτική και η κυρίαρχη τάξη  την οποία εναγωνίως θέλει να εξυπηρετήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ να διαμορφώνει θεσμούς και καταστάσεις κομμένες και ραμμένες στα μέτρα της.
        Κι απέναντι παραμένει και πάλι μόνο ο κομμουνιστικός λόγος και το κομμουνιστικό κόμμα η μόνη δύναμη αντίστασης.

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

ΚΑΡΙΚΑΤΟΥΡΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

 

Στο αστικό πολιτικό  μας σύστημα, ενώ φάνηκε όταν ξεκίνησε η οικονομική κρίση με την επιβολή των μνημονίων να διαταράσσεται η ισορροπία του με την καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ, μέσα σε λιγότερο από μια τριετία αυτή αποκαταστάθηκε. Ο ΣΥΡΙΖΑ σαν έτοιμος από καιρό, τονίζοντας μάλιστα την αριστερή ριζοσπαστικότητά του και με σημαία του την αντίθεση με τα μνημόνια,  ανέλαβε προθύμως να αποκαταστήσει το σχήμα του δικομματισμού που διατηρεί και αναπαράγει τον ίδιο κοινωνικό σχηματισμό, παίρνοντας τη θέση του ΠΑΣΟΚ. Και μετά σχεδόν 10 χρόνια, αφού εκτέλεσε για την κυρίαρχη εξουσία επιτυχώς το ρόλο του, παρακολουθούμε σε απευθείας σύνδεση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τη διάλυσή του  εν μέσω χλεύης, εμπαιγμών και γελοιοποίησης, με προεξάρχοντα τον εξ Αμερικής ορμώμενον Στ. Κασσελάκη.  Και αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά  τον ύποπτο ρόλο που πάντα παίζει η σοσιαλδημοκρατία στους λαϊκούς και εργατικούς αγώνες.
          Στην Ελλάδα η κατοχική αντιστασιακή δράση, η  ένοπλη ταξική σύγκρουση, με επικεφαλής το ΚΚΕ,  ενάντια στην εγχώρια αστική τάξη που συνεπικουρούνταν από τις ξένες δυνάμεις της Βρετανίας και μετά των ΗΠΑ,  σε συνδυασμό με την αντιδικτατορική αντίσταση γενικά της Αριστεράς δημιούργησε μια σύγχυση για τα όρια και το περιεχόμενο της Αριστεράς. Αν προπολεμικά τα κομμουνιστικά κόμματα βρέθηκαν υποχρεωμένα να λειτουργούν ως αντιφασιστικές δυνάμεις και λιγότερο ως δυνάμεις κοινωνικής ανατροπής, στη χώρα μας το μετεμφυλιακό κράτος και η δικτατορία επέβαλλαν τη διατήρηση ως κύριο χαρακτηριστικό του κομμουνιστικού κινήματος  τον αντιφασισμό που συνοδευόταν από το αίτημα του εκδημοκρατισμού. Γιατί μέχρι τη δικτατορία αναπαραγόταν ο κοινωνικός σχηματισμός χρησιμοποιώντας τον καταπιεστικό μηχανισμό του κράτους. Μετά τη δικτατορία ξεκίνησε ο εκσυγχρονισμός του κρατικού φορέα και του πολιτικού συστήματος κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, αφού διακαής πόθος σχεδόν του συνόλου της αστικής μας τάξης ήταν η  ένταξη στην τότε ΕΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ πήρε από το κίνημα που είχε σχέση με το εργατικό κίνημα τον αντιφασισμό, την αντιδεξιά γραμμή, την πάλη κατά σκανδάλων και γενικά της καθεστηκυίας τάξης που προκαλεί ανώμαλες πολιτικές καταστάσεις και χειραγώγησε τις διεκδικήσεις του. Το μάξιμουμ αυτών των διεκδικήσεων έγινε το  κράτος πρόνοιας κι έπαψε στην κοινωνία να τίθεται ζήτημα σοσιαλιστικής επανάστασης και κοινωνικής ανατροπής.  Η κυρίαρχη και μόνη προοπτική έγινε ο εκσυγχρονισμός και εκδημοκρατισμός με σύσσωμους τους μικροαστούς να ομνύουν στο όνομα του Α. Παπανδρέου.
          Κι ύστερα ήρθαν τα μνημόνια που απείλησαν με οικονομικό αφανισμό μικροαστούς και μικρομεσαίους, που νιώθοντας προδομένοι από το ΠΑΣΟΚ, στράφηκαν σ’ εκείνη την πολιτική δύναμη, το ΣΥΡΙΖΑ, που στο νέο απειλητικό περιβάλλον με έωλες υποσχέσεις ανέλαβε να εφησυχάσει φόβους και ανησυχίες. Το πρόβλημα είναι όμως ότι η αστική τάξη σε ήρεμες περιόδους οικονομικής σταθερότητας και σε αντιπαράθεση με το αντίπαλο δέος του σοσιαλισμού,  μπορεί να διαθέτει τρόπους να ενσωματώνει στρώματα εργαζομένων στο σύστημα, όπως έγινε με το ΠΑΣΟΚ, γι’ αυτό και δημιουργήθηκε κίνημα γύρω από αυτόν τον πολιτικό φορέα. Με μοναδική όμως κυρίαρχη ιμπεριαλιστική δύναμη τις ΗΠΑ,  με την οικονομική κρίση, τα μνημόνια και την ένταση των απαιτήσεων του καπιταλισμού δεν αφήνονταν στο ΣΥΡΙΖΑ  περιθώρια εξισορρόπησης των αρνητικών τους συνεπειών στην κοινωνία, χωρίς ρήξη και ανατροπή. Χωρίς λοιπόν αμφισβήτηση του ρόλου του κεφαλαίου, αφήνοντας άθικτη την οικονομική δομή η σοσιαλδημοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ  σαν κυβέρνηση δεν έκανε άλλο από το να ψηφίζει και να εφαρμόζει  νόμους που νομιμοποιούσαν τις επιθέσεις του κεφαλαίου στον κόσμο της εργασίας.
          Ήταν λοιπόν θέμα χρόνου να αποκαλυφτεί για δεύτερη φορά η χρεοκοπία της σοσιαλδημοκρατίας,  με τη μορφή αυτή τη φορά της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Πλήρως απροετοίμαστη, με την ασυνέπειά της φανέρωνε διάτρητη την ιδεολογία  της και ξεκάθαρη την προθυμία της να σαρώσει όλα τα στηρίγματα μιας φιλολαϊκής πολιτικής διαμορφώνοντας θεσμούς και καταστάσεις κομμένους και ραμμένους στα καπιταλιστικά συμφέροντα.  Έκδηλη πια η ανεπάρκειά της, έβλεπε η συνταγή της να μην έχει πέραση σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα και  φάνηκε εύλογη για τους απογοητευμένους  ψηφοφόρους  της η αποχώρηση της από την εξουσία για να αναλάβουν οι αυθεντικοί συντηρητικοί, που προέκυψαν στην πορεία αρκούντως ακροδεξιοί.
          Όμως η αποτυχία της σοσιαλδημοκρατίας να αναιρεθούν κάποιες από τις συνέπειες της καπιταλιστικής επίθεσης φέρνει στο προσκήνιο εκείνες τις δυνάμεις που έναν αιώνα τώρα με συνέπεια, μέσα από πάλη και αγώνες, μιλούν για ανατροπή του καπιταλισμού, τους κομμουνιστές. Εξάλλου, ο  εκφυλισμός του ΣΥΡΙΖΑ και η γελοιοποίησή του, μια καρικατούρα πολιτικής πια,  με έναν πρόεδρο από το πουθενά που οι παρατρεχάμενοι της κυρίαρχης εξουσίας χρεώνουν συλλήβδην στην αριστερά για να την απαξιώσουν, δεν καταφέρνουν να αγγίξουν το ΚΚΕ που πολύ νωρίς διαχώρισε τη θέση του από το είδος της Αριστεράς που πρέσβευε ο ΣΥΡΙΖΑ και οι μεταλλάξεις του. Και έτσι έχει απομείνει ο μόνος αντίπαλος στην καπιταλιστική λαίλαιπα, οργανωμένος και ισχυρός, το Κομμουνιστικό κόμμα, που τα τελευταία χρόνια όσο αυξάνει ο κόσμος που συσπειρώνεται μαζί του περνά από τη λογική της άμυνας στη λογική της επίθεσης.   
           Κι αν ο κυρίαρχος λόγος επιμένει στην ταύτιση της Αριστεράς με το ΣΥΡΙΖΑ σε μια προσπάθεια διάλυσής της πια ως αυτόνομης πολιτικής δύναμης, το κάνει όχι μόνο  με σκοπό  να  διαγράψει κάθε ελπίδα για  προοπτική κοινωνικού μετασχηματισμού,  αλλά και  για να παρασύρει δεξιότερα το πολιτικό εκκρεμές του πολιτικού συστήματος, διαμορφώνοντας καταστάσεις για δημιουργία του δεύτερου πόλου στο δικομματικό σύστημα. Γιατί έχοντας  μείνει χωρίς πολιτική η σοσιαλδημοκρατία, θα πρέπει το πολιτικό μας σύστημα να εφεύρει τον άλλο πόλο του δικομματισμού για να συνεχίσει απρόσκοπτα να λειτουργεί η αστική μας δημοκρατία χωρίς ατυχήματα, δηλ. χωρίς τον κίνδυνο να αναδειχθεί και εκλογικά ισχυρή πολιτική δύναμη το ΚΚΕ.
           Έχοντας αποδειχθεί φρούδες ελπίδες οι υποσχέσεις για ισορροπία ανάμεσα σε μια καπιταλιστική οικονομία και ένα  αστικό κράτος που δήθεν προσπαθεί να αναιρέσει ορισμένες από τις κοινωνικά ανεπιθύμητες συνέπειές της, αποδεικνύεται   ότι η επιβολή του κόσμου της εργασίας στην οικονομία συνεπάγεται την κατάργηση του καπιταλισμού. Η αστική τάξη δηλ. παράγει αντιθέσεις που επανατροφοδοτούν τον αγώνα της εργατικής τάξης, επιβεβαιώνοντας το ΚΚΕ και καθιστώντας το ξανά το μοναδικό πόλο συσπείρωσης κάθε αντικαπιταλιστικού και αντιϊμπεριαλιστικού αγώνα.

Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

ΥΠΟΚΡΙΝΟΜΕΝΟΙ ΤΟΥΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥΣ

Λοιπόν, μόλις πατάς το πόδι σου στο στρατόπεδο της φτώχειας ανακαλύπτεις τον κόσμο. Ο κόσμος είναι αλλιώτικος όταν τον κοιτάς από πάνω κι αλλιώτικος  όταν τον κοιτάς από κάτω. Και όλοι αυτοί οι πολιτικοί των αστικών κομμάτων θέλουν να πείσουν ότι βλέπουν τον κόσμο από κάτω και  ισχυρίζονται ότι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της καταπολέμησης των κοινωνικών ανισοτήτων και των σχέσεων κυριαρχίας μεταξύ κοινωνικών ομάδων που δεν τολμούν καν να ονομάσουν κοινωνικές τάξεις. 
         Είναι όμως μόνο λυρικά ξεσπάσματα τα στομφώδη λόγια για βελτίωση της ζωής των εργαζομένων, για οικονομική ενίσχυση των φτωχών, γενικά για ξεπέρασμα των μεγάλων ανισοτήτων, που μετά βίας κρύβουν την αδιαφορία για την τύχη των λαϊκών στρωμάτων, όταν προέρχονται από τους αστούς διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων. Αν μάλιστα η υποκρισία υπάρχει με όρους κοινωνικών ανισοτήτων, προέρχεται από την ονομαζόμενη αριστερά, τη σοσιαλδημοκρατία με τα διάφορα ονόματα, ή και τους φιλελεύθερους,  αυτά τα τμήματα της αστικής τάξης, που επιδεικνύουν μόρφωση και κοσμοπολίτικο πνεύμα,  που μιλούν σκληρά ενάντια στις ανισότητες, αλλά η μοίρα των εργαζομένων σε γραμμές παραγωγής ή ταμείων δεν είναι στην πραγματικότητα το πρόβλημά τους. Όλοι αυτοί, αστοί και μικροαστοί, κολακεύουν τον προλετάριο πολλές φορές υποκρινόμενοι τον συνοδοιπόρο του για να εκμαιεύσουν συναίνεση και ηρεμία.  
          Παρουσιάζονται γενναιόδωροι στην φυλετική ανάμειξη σε κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, αρκεί να ισχύει για  άλλες κατηγορίες και να μην εισβάλλει στις γειτονιές που μένουν. Υπερασπίζονται τα προνόμια τους, αναδεικνύοντας τις ανισότητες που δεν αμφισβητούν την εξουσία τους, όπως χάσματα μεταξύ φύλων, γενεών, διακρίσεων. Αυτές οι νέες ανισότητες εισβάλλουν στο λόγο, καταλαμβάνουν όλο το πεδίο και εξαλείφουν τις ταξικές ανισότητες. Η δραματοποίηση των λόγων τους γύρω από την κρίση και επισφάλεια λειτουργεί προς όφελος του ίδιου του συστήματος, γιατί εάν η επισφάλεια, η υποβάθμιση, οι κακές συνθήκες εργασίας και η ανεργία επηρεάζουν όλους, δεν επηρεάζουν πλέον κανέναν, δεν υπάρχουν θύματα αυτής της κρίσης.  Όταν η κρίση είναι παντού, δεν είναι πουθενά. Δεν υπάρχει αιτία, δεν υπάρχει και λύση άλλη από αυτή που οι ίδιοι επιλέγουν.
        Οι πιο προοδευτικοί, αλλά και κάποιοι στα δεξιά της πολιτικής σκακιέρας,  υποδεικνύουν μια χούφτα υπερτυχερών καπιταλιστών, αφού είναι μάλλον η τύχη και όχι ο τρόπος λειτουργίας του καπιταλισμού που τους έκανε πλούσιους,  οι οποίοι ελέγχουν τον κόσμο και είναι ο εχθρός. Ο εχθρός αυτός  έρχεται απ' έξω, ιδιαίτερα από την «καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση» που καθοδηγείται από αυτό το διάσημο 1% των πιο πλούσιων καπιταλιστών. Κι ο καπιταλισμός αυτό που θέλει επομένως είναι μια διόρθωση, για να μπορεί να λειτουργεί σωστά.
Και όσο περνούν τα χρόνια, πρώην επαναστατημένοι, αριστεροί, φιλελεύθεροι, προσποιούνται όλο και λιγότερο ότι αντιτίθενται στις ανισότητες, δίνοντας παραδείγματα ατομικής επιτυχίας. Δίνουν έμφαση στις νέες ανισότητες με τη δικαιολόγηση ότι αυτές είχαν επισκιαστεί για πολύ καιρό με την ταξική ανάλυση της κοινωνίας. Εξάλλου η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, ιδιαίτερα μέχρι την πρώτη δεκαετία του 2000, η ομογενοποίηση του τρόπου ζωής θόλωσαν τα ίχνη των ανισοτήτων.
    Τα πιο ευνοημένα λοιπόν κοινωνικά στρώματα θέλουν να εκμεταλλευτούν πλήρως την έλευση της καταναλωτικής κοινωνίας, ενώ μπορεί και να την επικρίνουν. Για να γίνει αυτό, χρειάζονται ιδιαίτερα τον χρόνο των άλλων, τον οποίο αγοράζουν σε μια μεγάλη ποικιλία μορφών. Επωφελούνται από την ύπαρξη ενός ευέλικτου εργατικού δυναμικού του οποίου οι κοινωνικοί αγώνες δεν είναι συγχρονισμένοι και το οποίο αποτελεί τον πυρήνα των λαϊκών στρωμάτων. Και καθώς όλοι ετούτοι δεν βρίσκονται  μόνο στο ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ αλλά και  σε μέρος της Ν.Δ που θέλει να καταλάβει όλο τον πολιτικό χώρο που η αναξιοπιστία των ονομαζόμενων αριστερών αφήνει κενό, χωρίς να εγκαταλείπει όμως άστεγους και ακροδεξιούς ή και φασίστες που καμουφλάρονται δημοκρατικοί με επιτυχία, γι’ αυτό και δεν αντιτίθενται στη βουλή στην ψήφιση των διαφόρων αντεργατικών νόμων.
         Κι αν  σε περιόδους οικονομικής προόδου, όπως στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αι., θα μπορούσε κανείς να δώσει ή να συναινέσει να πάρουν λίγο περισσότερο οι λιγότερο τυχεροί, που δεν ήταν ικανοί να πετύχουν,  αρκεί να αυξηθεί βέβαια και το δικό του μερίδιο, η στασιμότητα όμως ή και ύφεση της οικονομικής δραστηριότητας από τη δεύτερη ιδιαίτερα δεκαετία του 21ου αι., αποτρέπει άλλες επιλογές κατανομής του εισοδήματος. Καθώς οι αντιθέσεις δυναμώνουν, τα ευνοημένα κοινωνικά στρώματα δικαιολογούν τα πλεονεκτήματά τους με άνιση βαρύτητα στον δημόσιο χώρο. Κι αυτές οι ευνοημένες κοινωνικές κατηγορίες, και όχι μόνο η μεγάλη οικονομική αστική τάξη, κινητοποιούνται στο πλευρό της για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους.
         Κι ενώ με την επέκταση της εκπαίδευσης, μεταπολιτευτικά, η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου είχε δώσει στα παιδιά από τις εργατικές τάξεις περισσότερα όπλα για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους, συγχρόνως όμως λειτούργησε και σαν συγκολλητική ουσία που στερεοποίησε τις ανισότητες. Τα εκπαιδευτικά προσόντα πρόσφεραν νέα νομιμότητα σε όσους τα κατέχουν. Η ευόδωση κάποιων προσπαθειών για ενσωμάτωση στις κυρίαρχες τάξεις επαλήθευσε το κυρίαρχο αφήγημα ότι οι ανισότητες βασίζονται όλο και περισσότερο σε μια διαδικασία που είναι ένα κοκτέιλ προσωπικής αξίας, ευφυΐας και σκληρής δουλειάς. Επικροτείται ο  ακαδημαϊκός ανταγωνισμός που  είναι το αντίστοιχο του οικονομικού και οι νικητές του γίνονται πιο δυνατοί, γι’ αυτό αντιδρούν σε κάθε απόπειρα εκπαιδευτικού εκδημοκρατισμού.
       Η υποκρισία αυτής της  αστικής τάξης που δηλώνει αριστερή ή και φιλελεύθερη βασίζεται σε πολλούς παράγοντες. Η ίδια είναι διχασμένη, αποτελούμενη από διαφορετικές υποομάδες και οι λιγότερο ευνοημένες δείχνουν να μη θέλουν να αποκοπούν από τα λαϊκά στρώματα, συνεχίζοντας να διεκδικούν εκδημοκρατισμό σχολικής εκπαίδευσης, στήριξη μεταναστευτικών πληθυσμών, καταπολέμηση φτώχειας, ελπίζοντας ότι οι ίδιες θα κρατήσουν τα δικά τους προνόμια.
         Η λαιμαργία όμως των πιο ευνοημένων έχει συνέπειες. Αυτή η αστική τάξη που αδιαφορεί στην πραγματικότητα για τις συνέπειες της συμπεριφοράς της για τις εργατικές τάξεις, πίσω από την κατακραυγή της για την ανισότητα μοιάζει να μη βλέπει τόσο μεγάλη ζημιά στην πρόσβαση στην εξουσία ενός ακροδεξιού ή και φασιστικού κόμματος, με το κατάλληλο προκάλυμμα. Μια απλή ένδειξη είναι τα μέσα ενημέρωσης, που διευθύνονται από πρόσωπα αυτής της  αστικής τάξης και  έχουν γίνει οχήματα για την προπαγάνδα της ακροδεξιάς. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο πριν από κάποια χρόνια, όπως και   μετατόπιση ενός αυξανόμενου αριθμού αριστερών διανοουμένων να κινείται προς την ίδια κατεύθυνση. Και όλοι μαζί συμφωνούν σ’ έναν αντικομμουνιστικό λόγο, που συκοφαντεί κάθε αγώνα των εργαζομένων,  απαξιώνει κάθε όραμα για μετασχηματισμό της κοινωνίας. Κι έτσι οι εργατικές τάξεις, περιφρονημένες, εν μέρει αποκλεισμένες από την πρόοδο του εισοδήματος και της εκπαίδευσης, σπρώχνονται για να υποστηρίζουν την ακροδεξιά.   
       Οι κοινωνίες μας όμως δεν είναι χωρίς τάξεις, αλλά  οι αστικές τάξεις κάνουν προσπάθειες να  μείνουν χωρίς ταξικό λόγο. Είναι όμως το Κομμουνιστικό Κόμμα που συνεχίζει να  αρθρώνει ταξικό λόγο, προσαρμοσμένο στην σύγχρονη πραγματικότητα. Είναι αυτό που αποκαλύπτει την υποκρισία αστών και μικροαστών και συγκρούεται με τους φασίστες.  Δίνει μια θεωρητική εξήγηση αυτών των ανισοτήτων σε ένα πολιτικό σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού, αξιόπιστο και επαληθεύσιμο, οργανώνοντας την εργατική τάξη για να αγωνιστεί για τα συμφέροντά της.