Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΚΑΙ ΑΔΙΕΞΟΔΑ

Οι τζιχαντιστές ανάρτησαν, μετά το βίντεο με την εκτέλεση του αμερικανού δημοσιογράφου,  άλλο ένα βίντεο-σοκ στο YouTube στο οποίο απεικονίζονται να εκτελούν 250 Σύρους στρατιώτες. Το ΝΑΤΟ σχεδιάζει να αναπτύξει στρατιωτικές δυνάμεις και οπλικά συστήματα σε μεγάλη κλίμακα στην ανατολική Ευρώπη.  Το μέτωπο των συγκρούσεων διευρύνεται στην Ουκρανία και ο Μπ. Ομπάμα δηλώνει ότι η  ρωσική παρείσφρηση που εκτυλίσσεται αυτή τη στιγμή στην Ουκρανία δε μπορεί παρά να προκαλέσει επιβολή πρόσθετων κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας.
               Οι ειδήσεις από τα πολεμικά μέτωπα της περιοχής μας γίνονται όλο και πιο ανησυχητικές. Κι αναρωτιέται κανείς  για τις πολύπλοκες στρατηγικές του κεφαλαίου απέναντι στον πόλεμο και την αδυναμία μας να τις ερμηνεύσουμε για να μπορέσουμε να τις αντιμετωπίσουμε. Η αναγνώριση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και της συνθετότητας της ταξικής πάλης είναι η αφετηρία  για κατανόηση των συγκρούσεων, ακόμα κι αν μοιάζει τα ταξικά ιδεολογικά  και πολιτικά ρεύματα να συγχωνεύονται με εθνικές ή θρησκευτικές  στοχεύσεις. Και η ανησυχία για επεκτάσεις των συγκρούσεων σε συνάρτηση με ιδιαίτερα καπιταλιστικά συμφέροντα  μπορεί και να μην είναι υπερβολική. Κι αν ο πόλεμος χρόνια τώρα κάνει την εμφάνισή του από μακριά, με την απόσταση μια  να ελαττώνεται (Γιουγκοσλαβία) μια  να μεγαλώνει, και μάλιστα ιχνογραφημένος κάτω από ωραία σκηνικά ή από ιδέες, θέαμα συγκλονιστικό ή θέμα για συζήτηση ηθικής ή μεταφυσικής,  τώρα μοιάζει να  εγκαθίστανται μόνιμα στην περιοχή  μας, σε ανάσα αναπνοής από εμάς. Και αν η δική μας αναζήτηση για καλούς και κακούς εμπλεκόμενους καταλήγει ατελέσφορη, έρχονται τα βίντεο με τις φρικιαστικές σκηνές των εκτελέσεων ομήρων  κι αιχμαλώτων που νιώθουμε να πλήττουν την  ηθική τάξη πραγμάτων, για να βοηθήσουν  να διαλέξουμε εχθρό, τουλάχιστον στο μέτωπο της Μ. Ανατολής. Το μέτωπο της Ουκρανίας γίνεται πεδίο κυριαρχίας της καπιταλιστικής τάξης με τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς της που το μετατρέπουν κυριολεκτικά σε πεδίο μάχης, χωρίς να αναφαίνεται στον ορίζοντα η δυνατότητα να διασταυρωθούν με συγκρούσεις μεταξύ εργατικής τάξης και αστών. Πόλεμοι που μοιάζουν ελεγχόμενοι στα όρια του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, που μοιάζει να μην προκαλούν καθοριστική κρίση του καπιταλισμού για να οδηγήσουν στην κατάρρευσή του και την παγκόσμια ανατροπή του.
               Και θυμάται κανείς την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου έναν αιώνα πριν, όταν στα περισσότερα σημεία  του ανεπτυγμένου κόσμου υπήρχαν ήδη μαζικά κινήματα του προλεταριάτου που θεωρητικά υπηρετούσαν αυτόν το σκοπό, την καταστροφή της αστικής τάξης και την εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, πόσο ο πατριωτισμός ελαχιστοποίησε τα σοβαρά κρούσματα αντίστασης και μη συνεργασίας. Οι ηγέτες των περισσότερων  σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που συμμετείχαν στη Β Διεθνή συντάχτηκαν με την άρχουσα τάξη των χωρών τους υπέρ του πολέμου. Και μαζί τους οι προλετάριοι παρασύρθηκαν  από αδυναμία μπροστά στην κοινή γνώμη,  από φόβο κυρώσεων, από ξαναζωντανεμένα παλιά όνειρα εθνικής περηφάνιας αλλά και από σύγχυση από ιδέες ρητορικές των οπορτουνιστών. Κι ήταν ο πόλεμος καταλύτης, τόσο για τη διάλυση των ψευδαισθήσεων και αυταπατών  για συνεχή οικονομική ειρηνική ανάπτυξη όσο και για  την αποκάλυψη  των πραγματικών θέσεων  των σοσιαλδημοκρατικών ηγετών που είχαν εγκαταλείψει  την προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης.  Κι ήταν η ρωσική επανάσταση που έκανε απτό και άμεσο τον κίνδυνο για τον καπιταλισμό και κυριάρχησε σε όλη την παγκόσμια ιστορία μέχρι την πτώση της ΕΣΣΔ.
               Αυτόν τον κίνδυνο για να αποτρέψει ο καπιταλισμός προσπάθησε να μετασχηματιστεί, προσεγγίζοντας τα ρεφορμιστικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που αναδείχτηκαν στη Δυτική Ευρώπη ως κύριοι εγγυητές της συνέχειας του καπιταλισμού και ως εκ τούτου  μετατράπηκαν σε κόμματα που μπορούσαν να αναλάβουν τη διακυβέρνηση, υποσχόμενα το σταδιακό και ειρηνικό  μετασχηματισμό του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό. Και νάμαστε τώρα στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου  αιώνα να ζούμε τις συνέπειες αυτής της σταθερότητας του καπιταλισμού που εδραιώθηκε με τη βοήθεια του ρεφορμισμού πάνω στην υπόσχεση της διανομής μέρους του τεράστιου πλούτου, και μάλιστα με κάποιο βαθμό δικαιοσύνης, στους εργαζόμενους των πλουσιότερων χωρών. Χαμένοι στις αυταπάτες μας, χωρίς θεωρητική θεμελίωση που αντικαθίσταται από τον καθημερινό εμπειρισμό, χωρίς τα εργαλεία εκείνα που θα βοηθούσαν στην ερμηνεία της πραγματικότητας πελαγοδρομούμε ανάμεσα στη  μοιρολατρική παθητικότητα και σε επαναστατική ρητορική. Η οικονομική κρίση δεν φαίνεται να δρα σαν καταλύτης για τη διάλυση των αυταπατών μας. Ζώντας σε ένα διαρκές παρόν βιώνουμε τα ιστορικά γεγονότα αποσπασματικά, χωρίς να συγκροτούν μια συνέχεια με το παρελθόν, και η αδυναμία μας για μια συνολική οπτική μας αφαιρεί τη δυνατότητα να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε την πραγματικότητα για να δράσουμε. Δεν είναι τώρα ο πατριωτισμός μας, το παρελθόν των αυταπατών της σοσιαλδημοκρατίας είναι που κληροδότησε τις στάσεις με τις οποίες αδυνατούμε να κατανοήσουμε την επίθεση του κεφαλαίου, την ανατροπή του συσχετισμού των δυνάμεων υπέρ του καπιταλισμού που καθόλου πια δεν μετασχηματίζεται σε σοσιαλισμό, τη ματαίωση των κατακτήσεων του εργατικού κινήματος, τις πολεμικές εστίες που πολλαπλασιάζονται, το φασισμό που καραδοκεί να κυριαρχήσει.
               Η οπισθοχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος δεν οφείλεται στη χρεοκοπία του κομμουνισμού, αλλά στην οριστική αποτυχία των κυρίαρχων στρατηγικών του ρεφορμισμού (κι ας συνεχίζει ο ΣΥΡΙΖΑ να αναδιπλώνεται μέσα στις ίδιες ηττημένες πια στρατηγικές),  που στην τελική αντί να  ανοίξουν το δρόμο για το σοσιαλισμό δημιούργησαν τις καλύτερες προϋποθέσεις της επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στις δυνάμεις της εργασίας.

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟΝ ΕΝ.Φ.Ι.Α



Η ελπίδα πολλών μικρομεσαίων, οι οποίοι κατάφεραν στα χρόνια της σοσιαλδημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ να αποκτήσουν περιουσία, για μελλοντική φορολογική  ελάφρυνση, επικαλούμενοι  αίσθημα δικαίου των κυβερνώντων μόλις ξεπεραστεί η κρίση, που στηρίζει τις αγωνιώδεις προσπάθειές τους να ανταποκριθούν στην ολοένα αυξανόμενη φορολογική επιβάρυνση των χρόνων των μνημονίων δεν διαφοροποιείται και πολύ  από την αφελή πίστη  στον καπιταλισμό που καλλιεργούσε η προπαγάνδα της κυρίαρχης εξουσίας  σε ανθρώπους, χωρίς καμιά γνώση, παλιότερων εποχών. Για παράδειγμα,  προ πεντηκονταετίας, σε κάποιο περιστατικό πολιτικής διαφωνίας μεταξύ χωρικών, το επιχείρημα πάμπτωχης γυναίκας για την εχθρότητά της στους  κομμουνιστές που στηριζόταν στο φόβο της ότι με την επικράτηση του κομμουνισμού θα της αφαιρεθεί η ραπτομηχανή της,  το μόνο περιουσιακό της στοιχείο, συνοψίζει τις ψευδαισθήσεις κι αυταπάτες στον καπιταλισμό, που ταυτίζουν την ελευθερία με τον αστικό ατομισμό, αλλά και το πιο χειροπιαστό, με την ατομική ιδιοκτησία.
               Κι ενώ την τελευταία τριακονταετία έχουν καταναλωθεί τόνοι αναλύσεων για την οικονομικοπολιτική πραγματικότητα το απλό, όπως το διατυπώνει ο  Φ. Ενγκελς  για να την κατανοήσουμε το ξεχνάμε ότι δηλ.  «η παραγωγή, και μαζί με την παραγωγή η ανταλλαγή των προϊόντων, αποτελεί τη βάση κάθε κοινωνικού συστήματος, πως, σε κάθε κοινωνία που αναδύεται ιστορικά, η κατανομή του πλούτου και μαζί μ' αυτή η διάρθρωση σε τάξεις ή κάστες, καθορίζεται από τo τι παράγεται, πώς παράγεται, καθώς και από τον τρόπο με τον οποίο ανταλλάσσονται τα πράγματα που παράγονται. Κατά συνέπεια, η τελική αιτία όλων των κοινωνικών μεταβολών και όλων των πολιτικών ανατροπών δεν πρέπει να αναζητηθεί στα κεφάλια των ανθρώπων, στην αυξανόμενη κατανόηση της αιώνιας αλήθειας και δικαιοσύνης, μα στις μεταβολές που συντελούνται στον τρόπο παραγωγής και ανταλλαγής. Δεν πρέπει να αναζητηθεί στη φιλοσοφία της εκάστοτε εποχής, μα στην οικονομία».
Κι αν  στις μέρες μας ο καπιταλισμός έχει κοινωνικοποιήσει την παραγωγή σε πρωτόγνωρη κλίμακα, όμως τα μέσα παραγωγής αποτελούν ατομική,  καπιταλιστική ιδιοκτησία κι είναι αυτή που προσδιορίζει τη θεμελιακή αντίθεση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι δε δοξαστικοί ύμνοι στην ιδιωτική πρωτοβουλία που  συνοδεύονται από διαβεβαιώσεις για προστασία  της  ατομικής ιδιοκτησίας, πάντα στο όνομα του ορθολογισμού και της δικαιοσύνης,  κυρίως στον μικροαστό απευθύνονται που ευημερούσε μέχρι τώρα πουλώντας εμπορεύματα ή προσφέροντας υπηρεσίες. Μόνο που όσο αυξάνεται η συγκεντροποίηση της παραγωγής που συνοδεύεται από  το δυνάμωμα του ανταγωνισμού τόσο ο οικονομικός του ρόλος μειώνεται συνεχώς.   Κι όταν αυτό αποτυπώνεται στις   εγκυκλίους για τον  Ενιαίο Φόρο  Ιδιοκτησίας Ακινήτων, μόνο όταν ξεσηκώνουν διαμαρτυρίες  τα υπέρογκα ποσά που πιστώνονται στους ιδιοκτήτες, οι κυβερνώντες συναγωνίζονται ο ένας τον άλλο σε προτεινόμενες αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού του, διαφημίζοντας ότι αποβλέπουν στη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών. Κι εμείς μαζί τους θεωρούμε ότι το πρόβλημα είναι καθαρά σωστής εφαρμογής μιας δίκαιης αντίληψης για την κατανομή των φορολογικών βαρών. Μικροϊδιοκτήτες, μια μεγάλη πλειοψηφία, αποδεχόμαστε λοιπόν στον καπιταλισμό την κοινωνική ανισότητα, την ιδιοποίηση των αντικειμένων παραγωγικής και μη παραγωγικής κατανάλωσης,  τις σχέσεις των ανθρώπων  αναφορικά με το αντικείμενο της ιδιοποίησης, δηλ. το σύνολο  των σχέσεων παραγωγής που στην τελική είναι σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής. « Η ιδιωτική  ιδιοκτησία  μας έκανε τόσο βλάκες και στενόμυαλους που ένα αντικείμενο είναι δικό μας μόνο όταν το κατέχουμε –όταν υπάρχει για μας σαν κεφάλαιο ή όταν άμεσα κατέχεται, τρώγεται, πίνεται, φοριέται, κατοικείται κλπ –όταν λοιπόν χρησιμοποιείται από εμάς. Παρ’ όλο που η ίδια η ιδιωτική ιδιοκτησία αντιλαμβάνεται πάλι όλες αυτές τις άμεσες πραγματώσεις της κατοχής μόνο σαν μέσα επιβίωσης, και η ζωή που υπηρετούν σαν μέσα είναι η ζωή  της ιδιωτικής ιδιοκτησίας –η εργασία και η κεφαλαιοποίηση»(Κ. Μαρξ, «Χειρόγραφα 1844», Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1974)
Συμφωνώντας  με τον κυρίαρχο λόγο που προσπαθεί να ορίσει την ιδιοκτησία σαν ιδιαίτερη κατηγορία που έχει τη μορφή  αφηρημένης και αιώνιας ιδέας, ενώ ο καθορισμός της αστικής ιδιοκτησίας δεν σημαίνει παρά την περιγραφή όλων  των κοινωνικών σχέσεων  της καπιταλιστικής παραγωγής, γλιστράμε στη μεταφυσική και σε αυταπάτες για την πραγματικότητά μας. Κι είναι αυτονόητο επομένως να εκλιπαρούμε για δικαιοσύνη, συμπόνια, κοινωνική αλληλεγγύη κλπ.
       Αυτή όμως η έκκληση στη δικαιοσύνη όπως σημειώνει ο Φ. Ενγκελς στο «Σοσιαλισμός, Ουτοπικός και Επιστημονικός», είναι και ένδειξη ότι δυσλειτουργίες του συστήματος βγήκαν στην επιφάνεια.  «Όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να κατανοούν ότι οι υπάρχοντες κοινωνικοί θεσμοί είναι παράλογοι και άδικοι, πως η λογική έγινε παραλογισμός και η αρετή κακό, αυτό φανερώνει πως αθόρυβα έχουν λάβει χώρα μεταβολές στις μεθόδους παραγωγής και ανταλλαγής, με τις οποίες το υπάρχον κοινωνικό σύστημα, που ήταν δομημένο με βάση παλιότερες οικονομικές συνθήκες, δεν μπορεί να προσαρμοστεί». (Εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2006)

Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΗΜΑΣΙΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ



Κατά την προ δεκαημέρου  επίσκεψή του στο χώρο των αρχαιολογικών ανασκαφών στην Αμφίπολη, ο πρωθυπουργός Α. Σαμαράς στις δηλώσεις του υπογράμμισε ότι  «η γη της Μακεδονίας μας εξακολουθεί να μας συγκινεί και να μας εκπλήσσει αποκαλύπτοντας από τα σπλάχνα της μοναδικούς θησαυρούς, που συνθέτουν, υφαίνουν όλοι μαζί αυτό το μοναδικό μωσαϊκό της Ελληνικής μας Ιστορίας, για το οποίο όλοι οι Έλληνες είναι πολύ υπερήφανοι».
               Για άλλη μια φορά η πολιτική ηγεσία σπεύδει να αναδείξει με τις δηλώσεις της την ιδεολογική λειτουργία των πορισμάτων της αρχαιολογικής σκαπάνης. Φυσικά και αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξο. Οι συστηματικές ερευνητικές προσπάθειες  στο τομέα της ανασκαφής πολλές φορές εντάσσονται στο  πλαίσια  εθνικών σκοπιμοτήτων. Έτσι, τα ανασκαφικά ευρήματα της Βεργίνας πριν 37 χρόνια χρησιμοποιήθηκαν  από την πολιτεία,  και με την ανοχή των αρμοδίων επιστημόνων, ως το κατ’  εξοχήν στοιχείο για  άσκηση εξωτερικής πολιτικής προς εσωτερική κατανάλωση. Άλλοτε  πάλι οι αρχαιολογικές ανασκαφές  εντάσσονται στα πλαίσια μιας  αντίληψης μαικηνισμού, ιδιαίτερα αν είναι να χρηματοδοτηθούν, από την οποία  πολλοί επωφελούνται. Πολλές φορές με την επιλεκτική  χρηματοδότηση   ανασκαφών και την  αντίστοιχη αξιοποίηση ευρημάτων επιδιώκεται να προκαλούνται συγκεκριμένες αντιδράσεις, θαυμασμός, εθνική υπερηφάνεια,  δέος, εντυπωσιασμός και επιζητούνται συναισθηματικές στάσεις  που συνήθως τροφοδοτούν την κυρίαρχη ιδεολογία, ενώ δεν λείπει η υπογράμμιση του οικονομικού αντικρίσματος κάθε ευρήματος, ακόμα και ως μέσο προσέλκυσης τουριστικού ενδιαφέροντος.  
               Η αρχαιολογική ανασκαφή συμβάλλοντας στην ιστορική γνώση συμμετέχει κι αυτή στην ιδεολογική λειτουργία της ιστοριογραφίας ως περιγράμματος για τη διαμόρφωση  του εθνικού προσδιορισμού. Η διαμόρφωση  της ιδεολογίας του νεότερου ελληνισμού στηρίζεται στο προγονικό κλέος, στα γκρεμισμένα  μνημεία και στη φιλοδοξία  ότι αναστηλώνοντάς τα θα αναστηλωθούν και τα αφανισμένα μεγαλεία σε ένα δέσιμο οργανικό  και συγκινησιακά λειτουργικό, ώστε να δημιουργηθεί το αναγκαίο διανοητικό υπόβαθρο για την πολιτική της εθνικής ενότητας που ακολουθεί το ελληνικό κράτος, και όχι μόνο αυτό,  όχι μόνο  εξωτερικά αλλά και εσωτερικά. Είναι που κάθε πολιτικοοικονομικό σύστημα  διεκδικεί το παρελθόν  και το επανοργανώνει με τους δικούς του όρους,  με τρόπο ώστε αφενός να  νομιμοποιεί και αφετέρου να προσανατολίζει προς όφελός του δράσεις και ενέργειες  στο παρόν. Οι ερμηνείες επομένως της ιστορίας από την κυρίαρχη εξουσία περιλαμβάνουν σχεδόν τους  στόχους της, το μέλλον όπως  το προεικάζει, το επιδιώκει και το διαχειρίζεται με πολιτικά μέσα και σύμφωνα με τις ανάγκες αναπαραγωγής  της ηγεμονίας της.
Το έθνος, που  εμφανίζεται στην περίοδο  στερέωσης του πολιτικού συγκεντρωτισμού στην βάση των καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων, στηρίζεται πάνω στη βάση της μακρόχρονης συμβίωσης  ανθρώπων που συνδέονται με  κοινή οικονομία, έδαφος και γλώσσα.  Το εθνικό ζήτημα  βέβαια μέσα στα αστικά πλαίσια, αν και  αναπτύσσεται πάνω στην οικονομική διάρθρωση που τη χαρακτηρίζουν η αστική κυριαρχία  στο εσωτερικό και ο  ανταγωνισμός συμφερόντων  με το εξωτερικό, εμφανίζεται ως διαταξικό, υπερβαίνοντας οικονομικά συστήματα. Στο εθνικό λοιπόν κράτος δίνεται έμφαση στη δημιουργία της ταυτότητας των πληθυσμών σε αναφορά προς την ιστορική τους προέλευση κι επομένως η οργάνωση του παρελθόντος  και ο έλεγχος του νοήματός του στο παρόν περικλείει και τις ανάλογες ερμηνείες των πολιτιστικών και ιστορικών περιβαλλόντων που ανασύρονται και ανακατασκευάζονται από την αρχαιολογική σκαπάνη. Είναι που  η  οικειοποίηση της δημιουργίας του πολιτισμού, ή τουλάχιστον η σημαντική σ’ αυτόν συμβολή,  από κάθε έθνος το κάνει ιδεολογικά να νομιμοποιείται στο εκάστοτε παρόν και να καθίσταται αυτονόητη η συνδρομή του  για το  αντίστοιχο μέλλον, ακριβώς γιατί   πιστοποιείται ως δεδομένο από το παρελθόν.
Για το παρελθόν είναι πολύ πιο εύκολο η εικόνα να πάρει τη θέση της πραγματικότητας και έτσι να επιστρατευτεί για την υλοποίηση πολιτικών στρατηγικών στο παρόν, να γίνει ακόμη και πηγή εξουσίας (η εθνικοφροσύνη που στηρίχτηκε το μετεμφυλιακό κράτος). Η παρουσίαση λοιπόν  μιας πλασματικής εικόνας του παρελθόντος  είναι  πιθανόν να φανερώνει όχι απλά  έλλειψη στοιχείων αλλά σκόπιμη επιλογή για την εξυπηρέτηση προκαθορισμένων απόψεων, ακόμα κι όταν δεν επιβεβαιώνονται από τα αρχαιολογικά ή ιστορικά  δεδομένα  κι έτσι πολλές φορές να προσφέρονται και να  εντυπώνονται εσφαλμένες πληροφορίες που συντελούν  στην εξαγωγή εσφαλμένων δευτερογενών εκτιμήσεων.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ιστορικό φανταστικό (η εικόνα της αρχαίας Ελλάδας όπως ανασυσταίνεται στο εκάστοτε παρόν)   συνεχίζει να χρησιμοποιείται ως εργαλείο πολιτικής αποτελεσματικότητας (για αποσιώπηση ταξικών συγκρούσεων)  και η επιστράτευσή του επιδιώκεται να χρησιμεύει σαν πρότυπο, σαν καθρέφτης,  όπου θεμελιώνεται η  νομιμότητα της κυρίαρχης εξουσίας ως συνέχεια ή επανάληψη ενός έγκυρου ιδεώδους όπως αυτού της αρχαίας Ελλάδας.

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΕΩΝ



Από την ειδησεογραφία πληροφορούμαστε για νέες καταναλωτικές συμπεριφορές ενός μεγάλου ποσοστού του πληθυσμού στη χώρα μας. Στο θέμα των διακοπών, τα νέα οικονομικά δεδομένα και η ανάγκη των Ελλήνων να μειώσουν το κόστος τους  τούς οδηγούν είτε στο να μειώσουν τη διάρκεια είτε στο να διατηρήσουν τη διάρκεια μειώνοντας, ταυτόχρονα, το ημερήσιο κόστος. Πολλοί στρέφονται στα πούλμαν που πραγματοποιούν ολιγόωρες εκδρομές για μπάνιο σε κοντινές σε αστικά κέντρα παραλίες. Στο μέτωπο της κινητής τηλεφωνίας διαπιστώνεται ότι με την κρίση ο μέσος χρήστης δεν αλλάζει πλέον τηλέφωνο ανά 12 μήνες, και δεν είναι διατεθειμένος να κάνει «υπέρβαση» σε σχέση με το εισόδημά του, όπως συνέβαινε παλιά, και να αγοράσει μια σχετικά ακριβή συσκευή. Η αλλαγή καταναλωτικής συμπεριφοράς αποτυπώνεται και στη τυπολογία των γάμων, όπου προτιμώνται οι πολιτικοί γάμοι, ενώ οι ακριβοί θρησκευτικοί γάμοι περιορίζονται και  αναβάλλονται για αργότερα, όταν βελτιωθούν οι οικονομικές συνθήκες.
Αφού για δεκαετίες έχει αναπαραχθεί για όλες τις κοινωνικές τάξεις  το καταναλωτικό πρότυπο των ανώτερων εισοδηματικών  τάξεων, στο πιο φτωχικό του, δηλ. με κατώτερης ποιότητας, χαμηλότερου κόστους κλπ.  προϊόντα για   τους εργαζόμενους  μεσοαστούς, μικροαστούς κι εργάτες,   χωρίς αυτό να σημαίνει και λιγότερο ποσοστό  κέρδους, με την κρίση άρχισαν  νέες παραινέσεις από τον κυρίαρχο λόγο πολιτικών, δημοσιογράφων, διανοούμενων κλπ. Το νέο πρότυπο καταναλωτή, για να μη διαταραχτεί και η κοινωνική γαλήνη, απαιτεί την υιοθέτηση μιας νέας  συμπεριφοράς και ενός νέου καταναλωτικού προτύπου που θα στηρίζεται  στην αυτοσυγκράτηση των καταναλωτών στο ιδεατό σημείο  σύμπτωσης της καμπύλης της ζήτησης με την καμπύλη του διαθέσιμου εισοδήματος, χωρίς να αισθάνεται ο καταναλωτής  ότι κατρακύλησε στην κοινωνική ιεραρχία. Κι έτσι, μετά τέσσερα χρόνια σκληρής λιτότητας και ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, κι είναι βεβαίως κυρίως οι νεότεροι, συνεχίζει  να θέλει ένα ακριβό αυτοκίνητο,  τελευταίο ηλεκτρονικό  μοντέλο όποιας συσκευής, εξωτικές διακοπές, ακριβές γαμήλιες δεξιώσεις  κλπ με την ελπίδα ότι κάποτε, μετά την κρίση, θα αποκτήσει μερικά από αυτά.
 Εν ολίγοις, οι προσδοκίες μας και ο τρόπος εκπλήρωσής τους δεν μοιάζουν να έχουν αλλάξει δραματικά. Οι ανάγκες μας συνεχίζεται να ιεραρχούνται, ιδιαίτερα στους μικρομεσαίους, με τα ίδια κριτήρια  που ίσχυαν  όλα τα προηγούμενα χρόνια προ της κρίσης. Και πώς θα ήταν δυνατό κάτι διαφορετικό,  όταν  οι ανάγκες που δημιουργούνται  στον καθένα αποτελούν μέρος των αναγκών του ίδιου του οικονομικού συστήματος που επικρατεί; Το ίδιο σύστημα με την ιδεολογία του που παλιότερα μας επιβαλλόταν καθημερινά από  την τηλεόραση,  την ενημέρωση,  τις βιτρίνες, τα σούπερ μάρκετ κλπ. μας επιβάλλεται και τώρα χωρίς αλλαγή του καταναλωτικού προτύπου. Κι αν η δυνατότητα χρήσης νέων προϊόντων σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού βαίνει φθίνουσα, το καταναλωτικό  πρότυπο με τις κοινωνικοτεχνικές σχέσεις που το συνοδεύουν συνεχίζεται να προτείνεται σαν σύστημα μέσα στο οποίο  ικανοποιούνται οι ανάγκες μας και οι προσδοκίες μας, σε οποιαδήποτε  τάξη κι αν ανήκουμε, όποιο κι αν είναι το εισόδημά μας.
               Τέσσερα χρόνια κρίσης και η κριτική στο κυρίαρχο  σύστημα προτύπων δεν αγγίζει την πηγή  της δημιουργίας τους, τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής στον καπιταλισμό. Μοιάζει το οριστικό και τελεσίδικο να έχει καθορίσει την κοινωνική μας  συνείδηση, αγνοώντας τις αιτίες δημιουργίας των υπαρχόντων συνθηκών και γι’ αυτό ο ιστός των κυρίαρχων μύθων βρίσκει πρόσφορο έδαφος.  Τα σταθερά πρότυπα ζωής που στηρίζονται στο καταναλωτικό μοντέλο δεν μοιάζει να μπορεί να εκλείψουν όσο διαρκεί μια θεώρηση του κόσμου που έχει για βάση τη σημερινή κοινωνική οργάνωση που παράγει στερημένες συνειδήσεις.
Χρόνια τώρα εκπαιδευμένοι για μια προσανατολισμένη στην κατανάλωση ζωή είναι το κοινό στοιχείο που μας ένωνε και μας ενώνει ακόμα με τους γύρω μας. Αδυνατεί κανείς  να πιστέψει ότι άνθρωποι που δυσκολεύονται να επιβιώσουν συνεχίζουν να ξοδεύουν από το υστέρημά τους για κοινωνικές εκδηλώσεις που θεωρούν ότι τους δίνουν κοινωνικό κύρος και  γίνονται  εγγύηση  κοινωνικής αναγνώρισης. Η προσχώρηση   στα επιβεβλημένα από την κυρίαρχη εξουσία  πρότυπα είναι απόλυτη και χωρίς όρους. Δεν είναι ότι έχουν καταργηθεί  διαφορετικά πολιτισμικά πρότυπα, αλλά ότι έχουν εγκαταλειφθεί ολοκληρωτικά από την πλειοψηφία των εργαζομένων, εφόσον δεν υποστηρίζουν τη βασικότερη πολιτισμική αξία  του σύγχρονου καπιταλισμού, την ιδέα του ατομικού κέρδους. Κι αν σε παλιότερες εποχές ο αγρότης, μέσα από κάποιες σταθερές του αξίες, , όπως πχ αυτές  που τον απέτρεπαν να πουλήσει το σπίτι του κι ας εξασφάλιζε κέρδος  ή η εξασφάλιση της εθνικής ανεξαρτησίας, που ταυτίζονταν με την πάλη για κοινωνική απελευθέρωση των καταπιεσμένων  μπορούσε να προσχωρήσει  γι’  αυτές σε κινήματα εξέγερσης, τώρα η σταθερή αξία του κέρδους που έχει γίνει ο ακρογωνιαίος λίθος της συμπεριφοράς μας αποτρέπει κάθε προσπάθεια για αντίσταση, αφού η μόνη αντίσταση που μπορεί να αλλάξει τα πράγματα είναι αυτή που στρέφεται ενάντια στην εκμετάλλευση που δίνει κέρδος.
Κι ίσως επειδή ο εθνικισμός με τη διασταλτική ερμηνεία που δίνουμε σ’  αυτόν μπορεί να συμβιβάζεται με κάθε οικονομικό σύστημα μπορεί ακόμα να συσπειρώνει κόσμο. Είναι που πολλοί ταυτίζουν την αγάπη για τη χώρα τους με τη συσπείρωση όλων των γηγενών εναντίον των κακών ξένων που τους υπονομεύουν και τους εξαθλιώνουν. Κι αυτό  σημαίνει ότι δεν επιτρέπουν στους ίδιους να εκμεταλλεύονται τη δουλειά τρίτων στο βαθμό που θα τους εξασφάλιζε την ευημερία, γιατί την καρπώνονται οι ξένοι –είτε είναι η κακιά Μέρκελ είτε ο κακός λαθρομετανάστης. Η κυρίαρχη τάξη χρησιμοποίησε τον εθνικισμό για να πετύχει την ταξική ειρήνη στο εσωτερικό του έθνους και τον επικαλείται ακόμα, μάλλον σε βοηθητικό ρόλο. Την εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι η κατανάλωση  που εκπληρώνει παραπλήσιους στόχους. Κριτήριο της  κοινωνικής προόδου σε τελευταία ανάλυση θεωρείται η αύξηση  της παραγωγής εμπορευμάτων αδιαφορώντας για τον τρόπο παραγωγής και το είδος των εμπορευμάτων.
Αφού μετατράπηκε  κάθε παραγωγή σε εξαναγκαστική δραστηριότητα, έγινε η  αργόσχολη κατάσταση συνώνυμο της ευτυχίας και της ελευθερίας, αναγκάζοντας  να βλέπει κανείς το νόημα της ζωής στην κατανάλωση.  Κι έτσι ευνοείται η καπιταλιστική  εκμετάλλευση, επιτρέποντας  τη δημιουργία μέσα μας  ισχυρών συναισθηματικών και υποσυνειδήτων κινήτρων  για την απόκτηση πραγμάτων που έχουν την ικανότητα να μας προσδίδουν  σαν κατόχους κύρος, επιτυχία κλπ. Η ιδεολογία και ψυχολογία του καταναλωτισμού μετατράπηκαν  σε συγκεκριμένο μοχλό  της κοινωνικής διαχείρισης και στη βάση τους  γίνονται προσπάθειες να πεισθούν οι απλοί πολίτες  της καταναλωτικής κοινωνίας ότι οι στόχοι της κατάκτησης της ευημερίας τους επιτεύχθηκαν ήδη, ότι η κομμουνιστική ιδεολογία είναι πλέον ξεπερασμένη. Κι έτσι  η ουσιαστική αδιαφορία   για τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας της εκμετάλλευσης, όπως οι μορφές ιδιοκτησίας, οι ταξικές σχέσεις κλπ. μας εγκλωβίζουν στην αστική ιδεολογία και εμποδίζουν τη συνειδητοποίηση για τις αιτίες της τωρινής εξαθλίωσής μας.

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΙ



Στο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ της 13ης Αυγούστου για την είδηση ότι το Κίεβο επιβάλει 29 διαφορετικούς τύπους των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένου του μπλοκαρίσματος μεταφοράς ρωσικής ενέργειας από το ουκρανικό έδαφος, επισημαίνεται πως «είναι φανερό ότι αυτές οι κινήσεις της κυβέρνησης του Κιέβου δημιουργούν και τριβές ανάμεσα σε μερίδες καπιταλιστών καθώς θίγονται συμφέροντα μονοπωλιακών ομίλων που αλληλοεξαρτώνται με ρωσικές επιχειρήσεις». Συγκρούσεις και ανταγωνισμοί ανάμεσα στα κράτη που οι μορφές και το είδος τους καθορίζονται από το συγκεκριμένο περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτά ζουν και αναπτύσσονται, που  στις μέρες μας περιλαμβάνει όλη την παγκόσμια οικονομία κι είναι  οι πολυεθνικές, τα μονοπώλια, ο διεθνής καταμερισμός  εργασίας κλπ. που το καθορίζουν.
Την ίδια στιγμή και στη χώρα μας, που διακηρύττεται ότι πασχίζει για την οικονομική της ανόρθωση, οι επιπτώσεις από το ρωσικό εμπάργκο στην ΕΕ, απάντηση στις οικονομικές κυρώσεις που αυτή επέβαλλε στη Ρωσία,  γίνονται άμεσα ορατές. Φορτία από ροδάκινα επιστρέφουν στη χώρα, ακυρώνονται παραγγελίες, ενώ οι τιμές χονδρικής στο ίδιο προϊόν σε λίγες μέρες κατρακύλησαν στο 50%. Για να θυμηθούμε και τον Λένιν «οι μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών, τα καρτέλ, τα συνδικάτα, τα τραστ, μοιράζουν μεταξύ τους, πριν απ’  όλα, την εσωτερική αγορά, κατακτώντας περισσότερο ή λιγότερο ολοκληρωμένα την παραγωγή της δοσμένης χώρας. Στις συνθήκες όμως του καπιταλισμού, η εσωτερική αγορά συνδέεται αναπόφευκτα με την εξωτερική. Ο καπιταλισμός από καιρό έχει δημιουργήσει την παγκόσμια αγορά». Στο  παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον της διεθνούς οικονομίας έχουν ενσωματωθεί πια  όλες οι χώρες του πλανήτη, χώρες με διαφορετικές προϊστορίες, με εξαρτημένα ή όχι καθεστώτα, αναπτυγμένες και υποανάπτυκτες. Διαμάχες ανάμεσα στις χώρες είναι παγκόσμιο φαινόμενο που συναντάται  σε διάφορα μήκη και πλάτη, σαν περισσότερη ή  λιγότερο ανοικτή σύγκρουση. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κράτη δεν είναι παρά ο ανταγωνισμός των καπιταλιστικών ομάδων των αντίστοιχων κρατών, που είδαν πως εξασφαλίζουν μεγαλύτερα κέρδη  αν μπουν στο παιχνίδι των διεθνών ανταγωνισμών.
Κι αν συνεχίζεται ακόμα να υποστηρίζεται αυτό που κατήγγειλε ο Λένιν στο «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο στου καπιταλισμού», για τον Κάουτσκι και τους αστούς  συγγραφείς πως «τα διεθνή καρτέλ σαν μια από τις πιο ανάγλυφες εκδηλώσεις διεθνοποίησης του κεφαλαίου, δίνουν τη δυνατότητα να ελπίζουμε ότι στις συνθήκες του καπιταλισμού μπορεί να επικρατήσει η ειρήνη ανάμεσα στους λαούς», η πραγματικότητα από την Ουκρανία μέχρι την Παλαιστίνη έρχεται να το διαψεύσει.
Η οικονομική κρίση δεν έσπασε την αλληλεξάρτηση και διεθνοποίηση  της οικονομίας ακόμα και των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών, αντίθετα την σύσφιξε ακόμα περισσότερο. Σ’  αυτήν την περίοδο που όλοι εξαρτώνται από  όλους οι διεθνείς ανταγωνισμοί βρίσκονται  στον παροξυσμό τους. Η στρατιωτικοποίηση και οι πόλεμοι μοιάζει να είναι τρόπος λύσης διαφορών κάθε κράτους που βρίσκεται μέσα σ’  αυτή την αλυσίδα. Η καπιταλιστική ενσωμάτωση σχεδόν όλων των χωρών στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα μοιάζει δρόμος χωρίς επιστροφή, ενώ τα προβλήματα της οικονομικής κρίσης γυρεύουν διέξοδο στην οικονομική επέκταση, στη μεγαλύτερη διείσδυση στις γύρω περιοχές σε βάρος των πιο άμεσων αντιπάλων και των υποτελών τάξεων. 
Οι καπιταλιστές  όλων των χωρών, αναπτυγμένων και μη, μπήκαν όλοι στο παιχνίδι των διεθνών ανταγωνισμών, χρησιμοποιώντας το κράτος τους για την άσκηση αυτής της πολιτικής, γιατί είναι αυτό που μπορεί  να εξασφαλίσει με διάφορα μέτρα, οικονομικά, πολιτικά, ιδεολογικά ακόμα και στρατιωτικά τη στήριξη του εγχώριου κεφαλαίου, κρατικού ή ιδιωτικού, στην συμμετοχή του στον διεθνή ανταγωνισμό. Το κράτος του μονοπωλιακού καπιταλισμού,  με προσανατολισμό  τη διεθνή  οικονομία αφήνει να εξαφανιστεί  ό,τι εσωτερικό κεφάλαιο δεν μπορεί να επιβιώσει σ’  αυτήν,  ενώ βοηθά με συμμαχίες, συγκρούσεις ακόμα και πολέμους όποια κομμάτια  μπορούν και επιβιώνουν σ’  αυτόν τον ανταγωνισμό. Με την πτώση του  υπαρκτού σοσιαλισμού, δεν υπάρχουν πια αντιϊμπεριαλιστικές συμμαχίες και είναι πολύ  δύσκολο να ασκηθεί μια πολιτική που να προσπαθεί σε όφελος των υποτελών τάξεων να  εξισορροπήσει αντιθέσεις που  υπάρχουν μέσα στον καπιταλισμό.
Επιπλέον,  η εμφάνιση κάθε είδους  αντιδραστικών οικονομικών, πολιτικών, φιλοσοφικών θεωριών που υπερασπίζονται  και εξωραΐζουν τον ιμπεριαλισμό συμβάλλουν στη σύγχυσή μας. ¨Όπως στη δουλειά μας προσπαθούμε να βρούμε τον καλό καπιταλιστή, στις διεθνείς σχέσεις  αναζητούμε τον καλό ιμπεριαλιστή, στις οικονομικές συναλλαγές το καλό μονοπώλιο. Στις στρατιές των ανέργων και στο φάσμα της μεγαλύτερης μιζέριας η δυνατότητα επιλογής μεταξύ καλού και κακού μέσα στο ίδιο το  καπιταλιστικό σύστημα προσφέρει την απάντηση της μεγαλύτερης ταύτισης με τα συμφέροντα του «καλού» ιμπεριαλιστή καπιταλιστή, προς δόξαν του καπιταλισμού. Μέσα σ’  αυτό το σκεπτικό, ενισχυόμενο και από την ανάμνηση του  σοβιετικού παρελθόντος που και ο Β. Πούτιν χρησιμοποιεί κατά το δοκούν,  μοιάζει να  κινείται και η επιστολή Γλέζου στον Β. Πούτιν για εξαίρεση από το εμπάργκο της Ελλάδας.
 Η συμμετοχή της κυρίαρχης τάξης της χώρας μας σ’  αυτό το ιμπεριαλιστικό γαϊτανάκι που με συμμαχίες, ανταλλάγματα, προνομιακές προτιμήσεις ή και εκβιασμούς, όπου τη σηκώνει, θέλει να υπερβεί τις  αντιφατικές πιέσεις που δέχεται από τους πιο μεγάλους, ταυτίζεται με εθνικούς στόχους και γίνεται αποδεκτή και από τις υποτελείς τάξεις, ακόμα κι αν η εξαθλίωσή τους είναι δεδομένη.  Γι’ αυτό και το ΚΚΕ που  αγωνίζεται  για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος κάνει  σημαία του την απαγκίστρωση από αυτές τις ιδεολογίες και συμμαχίες. Είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορεί να δώσει κάθε άλλη μάχη.