Και οι πολιτικοί
αντιπρόσωποι της κυρίαρχης εξουσίας, τόσο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όσο και η
κυβέρνηση Ν.Δ, αφού συμφώνησαν πως
«βγήκαμε από τα μνημόνια», ενώ απλούστατα σ’ αυτή τη φάση απλώς
ολοκληρώθηκαν, συνεχίζουν να ρυθμίζουν την πολιτικοοικονομική ζωή κατά τις επιταγές
τους. Για δικαιολόγηση των επιλογών τους επιστρατεύεται ένας δημαγωγικός λόγος
που κολακεύει συναισθήματα ενισχύοντας
φόβους και προκαταλήψεις, καθησυχάζει ανησυχίες και ενεργοποιεί τον κοινωνικό αυτοματισμό.
Πρόσφατα παραδείγματα δημαγωγικού λόγου, που έχουν να κάνουν με τον περιορισμό
των απεργιών και των διαδηλώσεων, είναι η συγγνώμη που ο πρωθυπουργός έσπευσε να
εκφράσει για την ταλαιπωρία των Αθηναίων από τη στάση εργασίας στο μετρό της
Αθήνας, με τα ΜΜΕ να χαρακτηρίζουν με υπερθετικού βαθμού επίθετα την ταλαιπωρία
τους, ή το ενδιαφέρον του για «το σεβασμό στο δημόσιο χώρο» όπου δεν «μπορεί να
κλείνει ο δρόμος από 50 άτομα».
Δεκαετία
κλείνει η άγρια καπιταλιστική επίθεση κι όμως μοιάζει να μην έχουν γίνει
διαφανείς σε μεγάλο μέρος των εκμεταλλευομένων τάξεων οι ταξικές πολιτικές των αστικών
κομμάτων, κι όλο ανακαλύπτονται νέες επιμέρους ή ψευδείς συγκρούσεις για να μην
φανεί η κύρια ταξική αντίθεση που είναι ανάμεσα στον εργαζόμενο και το
κεφάλαιο. Αναδεικνύονται πολλές ισοδύναμες συγκρούσεις, όπως για την καταστροφή
του περιβάλλοντος, την απειλή πολέμου, την έμφυλη βία κλπ. όπου η αυτονομία
κάθε αντίθεσης επιβάλλει μεμονωμένες και αποσπασματικές δράσεις επί του
μερικού. Και ο πρωθυπουργός με τις ανησυχίες του οι οποίες κατασκευάζουν
ψευδείς αντιθέσεις ανάμεσα σ’ όσους εργάζονται και σ’ αυτούς που απεργούν ή
διαδηλώνουν αυτή τη λογική εφαρμόζει με την οπτική της κυρίαρχης εξουσίας.
Η οριζοντίως λοιπόν αθροιστική σύλληψη των
αντιθέσεων του καπιταλισμού υπαγορεύει την οριζόντια αθροιστική παραθετική
σύλληψη δράσεων και ενεργειών και καλλιεργείται η αντίληψη, ότι δεν χρειάζεται
συνολική ερμηνεία της πραγματικότητας, κι ακυρώνεται ο καθοδηγητικός ρόλος του
κόμματος κι επομένως ένα κόμμα σαν το
ΚΚΕ φαίνεται ότι δεν έχει να παίξει κανέναν ρόλο συνολικά απέναντι στην
κοινωνία. Μάλιστα, εν ονόματι της αυτονομίας και ελευθερίας επιδιώκεται η
δημιουργία κομμάτων και κινημάτων στη βάση αντιθέσεων που θεωρούνται και πιο
σημαντικές από την αντίθεση κεφάλαιο –εργασία, μέχρι που ενσωματώνονται στην
κυρίαρχη εξουσία ή εκφυλίζονται σε εξωραϊστικά σωματεία. Ιδιαίτερα, σε
περιόδους όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων ο κατακερματισμός των ενεργειών και η
αποσπασματικότητα των αντιδράσεων, χωρίς αντίληψη των συγγενειών ανάμεσα στα
γεγονότα, αδυνατώντας την ανέλκυσή τους από την σύγχυση της αμεσότητας, με τα
ιστορικά φαινόμενα αποξενωμένα μεταξύ τους με αντίπαλο ένα πάνοπλο, ιδεολογικά και υλικά,
αστικό κράτος καθιστούν αδύναμο το λαϊκό κίνημα.
Και είναι ο μαρξισμός που με την
υλιστική διαλεκτική απαιτεί να
εξετάζονται τα φαινόμενα στην εξέλιξή
τους, στις μεταβολές τους και κάθε κοινωνικό γεγονός και φαινόμενο να κρίνεται σε σχέση
με την ιστορική πραγματικότητα τις ιστορικές δηλ. συνθήκες που το δημιούργησαν. Η ματιά λοιπόν της αστικής
εξουσίας βλέπει την οικονομία ως μια
διαδικασία αγοράς και πώλησης μεταξύ ατόμων, που θεωρείται συνώνυμο φυσικού
φαινομένου έξω από τα ιστορικά πλαίσια. Η οικονομία όμως καθορίζεται και από
τις σχέσεις μεταξύ εκείνων που, μέσω της βίαιης πρωτόγονης συσσώρευσης,
ξεκίνησαν με πολλά και εκείνων με πολύ λιγότερα, και γι’ αυτό οι καπιταλιστές είναι σε θέση να υπαγορεύουν
τους όρους με τους οποίους οι προλετάριοι θα συμμετέχουν στην οικονομία.
Κατέχοντας λοιπόν οι καπιταλιστές τα μέσα παραγωγής είναι σε μεγάλο βαθμό σε
θέση να καθορίζουν μισθούς που πρόκειται να πληρώσουν στους εργάτες, ακόμη και
αν αυτό δεν είναι σύμφωνο με το έργο που
εκτέλεσαν και την αξία που δημιουργήθηκε. Κι αυτό οδηγεί στην εκμετάλλευση. Κι
αυτή η εκμετάλλευση είναι κρυμμένη από τους περισσότερους ανθρώπους, μέσα από
ένα αφηρημένο σύνολο προτύπων και κανόνων που κρύβουν την πραγματική αλήθεια
των πολύπλοκων υλικών διαδικασιών της οικειοποίησης και της εκμετάλλευσης, αυτό
που χαρακτηρίζεται ως ιδεολογία. Κι αυτή η παραπλάνηση βέβαια συνεχίζεται με διάφορους τρόπους.
Ακόμα κι αν ονόματα όπως του Ντεριντά ή Φουκώ
ή Λυοτάρ είναι άγνωστα στις μεγάλες μάζες, όμως οι ιδέες τους διαχέονται και κινούμαστε σε μια
οριζόμενη απ’ αυτούς ατμόσφαιρα όπου ευνοείται η ετερογένεια, η διαφορά, η απροσδιοριστία ο κατακερματισμός,
όπου κατηγορίες όπως φυλή ή φύλο έχουν μετατραπεί σε εργαλεία σκέψης που μάλλον
τη μουδιάζουν αποπλαισιωμένα κι έξω από τον ιστορικό τους χώρο, όπου ο
σχετικισμός και η αόριστη κοινωνική δικαιοσύνη διαγράφουν τη σημασία των υλικών
όρων που καθορίζουν την κοινωνική μας ύπαρξη.
Έχοντας λοιπόν ο μαρξισμός αποκαλύψει
και καθορίσει τη σκέψη και δράση των εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων τάξεων
τα τελευταία 150 χρόνια η κυρίαρχη τάξη προσπάθησε να τον αποδομήσει εν ονόματι
της αυτονομίας και ελευθερίας. Ο,τι λοιπόν συνοπτικά ονομάζεται
μετανεωτερικότητα στέκεται αρνητικά,
αν δεν επιτίθεται, στις αφηγήσεις, τις οποίες αντιλαμβάνεται ως πλατιά
ερμηνευτικά σχήματα, που κατασκεύασαν και ανέπτυξαν θεωρητικοί και κυρίως ο
Μάρξ, καταδικάζοντάς τες ως «ολοκληρωτικές» και εμμένει στον πλουραλισμό και
σχετικισμό, που τελικά δικαιώνουν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, δηλ. τον
καπιταλισμό.