Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

ΜΕ ΠΡΟΣΧΗΜΑ ΤΗΝ ΠΑΝΔΗΜΙΑ


Η υγειονομική κρίση της πανδημίας εξελίσσεται στο μεγαλύτερο κοινωνικό πείραμα της ζωής μας, που δεν ξέρουμε πότε ή πώς θα τελειώσει. Στα πρώτα στάδια της κρίσης, υπήρχε διάχυτη η αντίληψη για αναστολή της πολιτικής και για στοίχιση πίσω από τις ενέργειες των εθνικών κυβερνήσεων. Με το κλείδωμα οι πολίτες στάλθηκαν σε εσωτερική εξορία στα σπίτια τους, πολλοί παρέλυσαν από φόβο και αβεβαιότητα. Οι κυβερνήσεις έδειχναν να κινούνται γρήγορα για να εισαγάγουν τα έκτακτα μέτρα για ανάσχεση της εξάπλωσης της ασθένειας, να υπόσχονται ενίσχυση των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης, να βεβαιώνουν για  διάσωση των θέσεων εργασίας  και των επιχειρήσεων από την κατάρρευση. Μόνο που τώρα, στο επόμενο στάδιο της κρίσης, καθώς οι πολιτικές τους αποδεικνύονται ανεπαρκείς  στην αντιμετώπιση της ζοφερής πραγματικότητας και αποκαλύπτουν την άσχημα κρυμμένη αδιαφορία τους σχετικά με  τη δημόσια υγεία,  όλη τους η ενέργεια καταναλώνεται για να βρουν τη σωστή γλώσσα και επιχειρηματολογία για να υποκλέψουν τη δημόσια στήριξη σ’  αυτές.                                                              Γι’ αυτό και τόσο από τη μεριά της κυβέρνησής μας όσο και από τα ΜΜΕ, στην πλειοψηφία τους σε ρόλο κυβερνητικού εκπροσώπου, στοχοποιούνται ομάδες του πληθυσμού ως αίτιοι διασποράς της επιδημίας, ώστε οι ευθύνες της κυρίαρχης εξουσίας να παραμένουν νεφελώδεις.  Μάλιστα, τη βασική γραμμή της πολιτικής του  συνόψισε στο τελευταίο μιας σειράς διαγγελμάτων του σχετικά με την επιδημία ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκη, που με πατερναλιστικές νουθεσίες θέλησε να κάνει πειστικό τον εκβιασμό, σε μορφή διλήμματος, «αυτοπροστασία ή καραντίνα» χρεώνοντας στην ατομική ευθύνη του καθενός την έξαρση των κρουσμάτων τους τελευταίους δυο μήνες. Η απροθυμία της κυβέρνησης να ενισχύσει το δημόσιο σύστημα υγείας και να  αντιμετωπίσει το συνωστισμό στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στα σχολεία ή στους χώρους δουλειάς με διαφορετική πολιτική, που δεν προκρίνει το κέρδος, είναι ενδεικτική της ευθύνης  της για τα προβλήματα της  δημόσιας υγεία.                                                                        Η πανδημία covid-19 αποδεικνύεται μια αποκαλυπτική εμπειρία των προθέσεων της κυρίαρχης τάξης. Από τη μια φαίνεται  τα κράτη να παίρνουν το προβάδισμα από την ονομαζόμενη αγορά, μετά από χρόνια περιορισμού τους, από την άλλη όμως πρόκειται για καπιταλιστικά κράτη που έχουν οργανωθεί με αυταρχικούς, αν και επιφανειακά δημοκρατικούς, κανόνες για τους εργαζόμενους, προς όφελος των ιδιοκτητών μέσων παραγωγής και διαχειριστών κεφαλαίων. Κι αν διακηρύττεται πως κύριος στόχος τους είναι να προστατεύσουν τις ζωές μας, όμως γίνεται φανερό όλο και πιο έντονα, πως ρυθμίζονται για να υποστηρίξουν μια αναδιοργάνωση του καπιταλισμού που απειλεί να διαβρώσει όχι μόνο μισθούς και εργασιακές σχέσεις αλλά και την καθημερινότητά μας με συνεχή κυβερνητικό έλεγχο προς όφελος της κυρίαρχης τάξης. Και δημιουργούνται συνθήκες που  κάθε ακροδεξιά και φασιστική φωνή να βρίσκει ευκαιρίες για να  εκμεταλλευτεί την πανδημία και να προωθήσει τις αντιλήψεις της, αποδίδοντας ευθύνες στις μειονότητες και τους αλλοδαπούς. Παίζοντας με τους φόβους για την υγεία, αλλά και την καθημερινότητα της ζωής των ανθρώπων ο φασιστικός λόγος ενσωματώνεται στον κυρίαρχο σαν άλλη άποψη, όταν οι αντιλήψεις του κυρίαρχου ρεύματος μοιάζουν ανεπαρκείς για κατανόηση και πολύ περισσότερο επίλυση της κρίσης.                                                                                                                  Ο ακροδεξιός και φασιστικός λόγος λοιπόν φαίνεται, με την αρωγή και της κυρίαρχης εξουσίας, πως καταφέρνει να διαχέεται, γιατί από τη μια έχει εισβάλει στο πολιτικό παιχνίδι στοχεύοντας σε βάθος χρόνου και από την άλλη βρίσκει τρόπους να προωθούνται και να στηρίζονται  οι φασιστικές ιδέες, ακόμα κι αλλοιώνοντας την κοινή λογική όταν αποτελεί εμπόδιο σ’ αυτό. Ένα παράδειγμα ανέλιξης ακροδεξιού κομματιδίου στην κεντρική πολιτική σκηνή είναι ο ΛΑ.Ο.Σ του Γ. Καρατζαφέρη που για χρόνια, από το 2000,  μέσω τηλεοπτικών εκπομπών ή εθνικιστικής ρητορικής του δόθηκε η ευκαιρία να αποκτήσει παρουσία στην πολιτική σκηνή και να μετατρέψει τις ακροδεξιές ιδέες από περιθωριακές σε δύναμη που καθορίζει την κυρίαρχη πολιτική  με τη συμμετοχή του στην συγκυβέρνηση το 2011. Η εκμετάλλευση της οικονομικής κρίσης βοήθησε ακροδεξιά και φασιστικά κομμματίδια, όπως η Χρυσή Αυγή,  να έρθουν στο προσκήνιο υποσχόμενα εναλλακτικές λύσεις. Το ίδιο περίπου συνέβη και το 2015 με την προσφυγική κρίση, όταν προκλήθηκε πανικός και η απαίτηση για ισχυρότερα σύνορα και αυστηρότερες πολιτικές ασύλου ενίσχυσε ακροδεξιές αντιλήψεις που η Νέα Δημοκρατία ενσωμάτωσε, πάτησε πάνω σ’ αυτές για να κερδίσει τις εκλογές. Κι αν φαίνεται πως στην παρούσα Βουλή δεν υπάρχει φασιστικό κόμμα, στην πραγματικότητα όμως έχουν αλλάξει οι όροι που όλοι συζητούν για την πολιτική κατάσταση, υιοθετώντας σε πολλά ζητήματα, απολύτως φυσικά, φασιστική οπτική.                                                                                               Στην πρωτοφανή συγκυρία που ζούμε, τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί για την ανάσχεση της επιδημίας προκαλούν ανησυχία για τις οικονομικές επιπτώσεις τους και την αύξηση της  αστυνομικής καταστολής με χρήση βίας. Αλγεινό παράδειγμα είναι η αστυνομική επίθεση ενάντια σε μέλη της ΠΟΕΔΗΝ που διαμαρτύρονταν έξω από το  υπουργείο Υγείας. Το μεγαλύτερο μέρος της πανδημικής κρίσης φαίνεται  λοιπόν πως μάλλον είναι μια απάντηση της αστυνομίας παρά μια απάντηση των υγειονομικών υπηρεσιών. Κι έτσι δίνεται η ευκαιρία στον ακροδεξιό λόγο να εμφανίζεται ως αυτόκλητος υπερασπιστής δημοκρατικών ελευθεριών, στοχοποιώντας βέβαια  μειονότητες και μετανάστες.                                                                                                   Κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι σοβαρότερες επιπτώσεις μπορεί να είναι αποτέλεσμα διαταραχών σε βασικές ή σημαντικές υπηρεσίες δημιουργώντας ένα κενό που πλήττει τους πιο ευάλωτους της πιο ευάλωτης κοινωνίας. Υποκρινόμενοι οι φασίστες πως φροντίζουν να καλύψουν το κενό διαφημίζουν τη βοήθειά τους μόνο σε έλληνες ή δεινοπαθούντες από μετανάστες, κάνοντας έτσι το λόγο τους και τη συμπεριφορά τους να φαίνονται λιγότερο επιθετικές και απειλητικές. Και καθώς  προωθείται η αφήγηση ότι η πανδημία είναι σφάλμα της αριστεράς με την ανεκτικότητά της στις  μεταναστευτικές ροές,  αποσιωπάται η ευθύνη της κυρίαρχης εξουσίας σχετικά με τα  συστήματα υγειονομικής περίθαλψης που δεν χρηματοδοτούνται και την εξαθλίωση των πόλεων που μαστίζονται από τη φτώχεια και τις ταξικές διαιρέσεις. Έτσι οι αφηγηματικές εκδοχές του φασιστικού λόγου ταυτίζονται με μερικές από τις ιδέες που  προωθούνται από τους ηγέτες αστικών δημοκρατιών, οι οποίοι κάνουν ό, τι μπορούν για  να αποποιηθούν κάθε ευθύνη για την κρίση.                                                            Η πανδημία COVID-19 και η σχετική οικονομική κρίση έχουν εντείνει τα υφιστάμενα δεινά της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η ακροδεξιά ελπίζει να μετατρέψει την κατάσταση προς όφελός της - για να ωθήσει τον κόσμο πιο κάτω στο δρόμο της βαρβαρικής ανισότητας, της ρατσιστικής διαίρεσης και του ακραίου αυταρχισμού που υποστηρίζεται από τη βίαιη καταστολή. Οι φασίστες και η ακροδεξιά έχουν οικοδομήσει ιστορικά τις δυνάμεις τους σε περιόδους κρίσης. Γι’ αυτό και χρειαζόμαστε μια ισχυρή κομμουνιστική αριστερά για να τα αντιμετωπίσουμε, γι’ αυτό είναι αναγκαία και η ενίσχυση του κομμουνιστικού κόμματος, ώστε κάθε αγώνας ν’ απλώνεται οργανωτικά και πολιτικά για ν’  αντιστέκονται οι λαϊκές δυνάμεις στις φασιστικές, με όποια μορφή, επιθέσεις.

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ

Το κύμα κακοκαιρίας των προηγούμενων ημερών άφησε πίσω του νεκρούς και ανυπολόγιστες ζημιές με πλημμυρισμένα σπίτια, που στην περιοχή της Καρδίτσας φτάνουν τα 5000, και με κατεστραμμένες την αγροτική παραγωγή και κτηνοτροφία  αλλά και αγροτικό εξοπλισμό, μιας ολόκληρης περιοχής. Και για άλλη μια φορά, όλη η αγωνία της πολιτικής ηγεσίας μας  είναι για την επικοινωνιακή διαχείριση αυτής της καταστροφής, με τη βοήθεια των ΜΜΕ. Εντοπίζοντας και πάλι τις αιτίες της συμφοράς στα ακραία καιρικά φαινόμενα, με την οικονομική ενίσχυση, σε μορφή φιλανθρωπίας, των πληγέντων, μοιάζει όλη η  φροντίδα της κυβέρνησης να είναι η ανάδειξη τόσο των ικανοτήτων του πρωθυπουργού ως ηγέτη, αφού κάθε μέτρο για ανακούφιση των πληγέντων αναμένει την εντολή του, όσο και η κυβερνητική επάρκεια, αφού και κάθε δράση, αυτονόητη και αναγκαία, στις πληγείσες περιοχές βιντεοσκοπείται σε μορφή θεάματος με την παρουσία κυβερνητικών παραγόντων.                              
             Το ίδιο και  στην αντιμετώπιση της επιδημίας covid-19, η επικοινωνιακή διαχείρισή της  μοιάζει να είναι το  πρώτιστο μέλημα της κυβέρνησης. Μ’ αυτόν τον τρόπο δεν επιδιώκεται μόνο ο εφησυχασμός μας, αλλά και η μοιρολατρική αποδοχή, όπως και στο σύνολο των καπιταλιστικών κρατών,  όλων των αποφάσεων της κυρίαρχης εξουσίας, που μέσα από το φόβο και την ανέχεια, με πρόσχημα την επιδημία, οδηγούν στην  εξαθλίωση την εργατική τάξη.
              Στα καθ’ ημάς, επειδή το αφήγημα του μεγάλου ηγέτη, του Κ. Μητσοτάκη, που βγήκε νικητής στον πόλεμο με την πανδημία δεν άντεξε ούτε δυο μήνες αναζητούνται τώρα εναγωνίως ένοχοι για την απειλητική εξάπλωσή  της. Κι αφού όλο το καλοκαίρι η πολιτική μας ηγεσία και οι παρατρεχάμενοί της  στοχοποιούσαν τους νέους που συνωστίζονται στις πλατείες κατέληξαν τώρα, σε αγαστή συμφωνία με ρατσιστές και φασίστες,    στους μετανάστες ως αίτιους για τη διασπορά. Οι οποίοι, σύμφωνα με τον υπουργό Υγείας Β. Κικίλια, κατοικούν στο κέντρο της Αθήνας, «προσέρχονται με Covid» στα νοσοκομεία και οι περισσότεροι είναι ασυμπτωματικοί και νεαροί, ενώ ένας καθηγητής φαρμακολογίας Αχ. Γραβάνης με σιγουριά αποφαίνεται, χωρίς αποδείξεις,  πως «οι μισοί νοσηλευόμενοι είναι μετανάστες».
            Επιπλέον, καθώς τα κρούσματα αυξάνονται, οι φόβοι για την αντοχή του συστήματος υγείας, που παρά τις υποσχέσεις στην αρχή της πανδημίας παραμένει με περιορισμένους πόρους, υποχρεώνει την κυβέρνηση με διοικητικά και κατασταλτικά μέτρα  ν’ αποκρύπτει την ανεπάρκειά της. Γι’ αυτό και οι νοσοκομειακοί γιατροί προχωρούν σε  εικοσιτετράωρη πανελλαδική απεργία διεκδικώντας ενίσχυση του συστήματος υγείας,  με την  Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας σε ανακοίνωσή της να  αναφέρεται στα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα και ψέματα της κυβέρνησης  που δεν θωρακίζουν το σύστημα υγείας, να επισημαίνει  τις ελάχιστες προσλήψεις όλο αυτόν τον καιρό και να καταγγέλλει τη μετατροπή του συστήματος υγείας σε σύστημα μιας νόσου με ολέθριες επιπτώσεις για την υγεία των ασθενών. 
            Συστάσεις και απειλές των κυβερνώντων που οι δικές τους  πράξεις τις καθιστούν αναξιόπιστες, όπως η μετάληψη του Γ. Κουμουτσάκου, μέτρα και υποσχέσεις που οι νομοθεσίες τους αναιρούν, όπως η ρύθμιση του υπουργού Εργασίας Βρούτση για τις απλήρωτες υπερωρίες  εργαζομένου που θα πρέπει να αναπληρώσει τις ώρες απουσίας του λόγω κορωνοϊού, δεν αποδεικνύουν παρά πως η πανδημία χρησιμοποιείται σαν άλλοθι για την πλήρη αποδυνάμωση της εργατικής τάξης.
         Ασάφειες, αλληλοαναιρέσεις ή αντιφάσεις  των μέτρων έκτακτης ανάγκης που λαμβάνονται   μεταθέτουν αρμοδιότητες στις αστυνομικές δυνάμεις  για να αποφασίσουν τι επιτρέπεται και τι όχι. Επιβάλλονται ποινές για εγκλήματα που επινοούνται, άλλοτε ο συνωστισμός, άλλοτε οι  μάσκες κλπ. Σε ενίσχυση του κατασταλτικού ρόλου της αστυνομίας έρχεται και η εγκύκλιος του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για ποινική δίωξη, με ενεργοποίηση του αυτόφωρου, σε βάρος αυτών που τάσσονται κατά της χρήσης μάσκας. Η τρομερή κρίση της υγειονομικής περίθαλψης γίνεται προσπάθεια να εξαφανιστεί πίσω από τα κατασταλτικά μέτρα και να μετατραπεί σε ζήτημα καταστολής. Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί αυτήν την πανδημία,  για να επιτεθεί μεθοδευμένα σε όποιες   πολιτικές ελευθερίες έχουν απομείνει και οι εργαζόμενοι τρομοκρατούνται από τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Κάθε διεκδίκηση και αγωνιστική κινητοποίηση κατασυκοφαντείται ή γίνεται προσπάθεια καταστολής της,  όπως οι καταλήψεις σχολείων που συστημικά μέσα ενημέρωσης επέμεναν πως γίνονται για τις μάσκες και επιστρατεύονται αστυνομία και εισαγγελείς για τρομοκράτηση των μαθητών.     
           Επειδή όμως η προσπάθεια  να επιβληθεί στους εργαζόμενους, για να τους εκμεταλλευτούν περισσότερο, η αντίληψη πως όλοι, τραπεζίτες, εργοδότες, κυβερνώντες, εργαζόμενοι, είναι μια οικογένεια υπό τον καπιταλισμό με κοινά συμφέροντα διαψεύδεται τραγικά από την πραγματικότητα, η επικοινωνιακή διαχείριση, για να γίνει πειστική, φτάνει σε ακραίες καταστάσεις, με τις δοξολογίες στον πρωθυπουργό, την απόκρυψη, διαστρέβλωση ή υποβάθμιση γεγονότων.
          Δεν θα μπορούσε η κυρίαρχη τάξη, και όχι μόνο στη χώρα μας, να ανταπεξέλθει στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης χωρίς τη συνδρομή των ΜΜΕ, χωρίς τα εκατοντάδες παπαγαλάκια της φωνής της εξουσίας που δηλώνουν δημοσιογράφοι, χωρίς τους επιστήμονες με δημόσια  εκφρασμένες μυστικιστικές θεωρίες, όπως η Ε. Γιαμαρέλου για τη θεία κοινωνία της χριστιανικής εκκλησίας, που υποσκάπτουν το κύρος της επιστήμης, χωρίς τον ατέλειωτο αριθμό από ακαδημαϊκά συντρίμμια που απεγνωσμένα προσπαθούν να πουλήσουν τη γνώση τους για μια θέση στην κυρίαρχη τάξη.
          Η πολιτική ρητορική των καπιταλιστών σχετικά με την αντιμετώπιση της πανδημίας ενδύεται το λεξιλόγιο του πολέμου παραπέμποντας σε αντιμετώπισή της  με όμοιο τρόπο με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τους που οδηγούν σε μαζική συσσώρευση κεφαλαίου γι’ αυτούς, ενώ σε δυστυχία, εκμετάλλευση και θάνατο για όλους τους άλλους

 

 

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ

 

Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη  Μ. Χρυσοχοΐδης θριαμβικά ανακοίνωσε τη σύλληψη 5 ατόμων ως εμπρηστών του κέντρου κράτησης μεταναστών και προσφύγων στη Μόρια, εμφανιζόμενος σίγουρος για την ενοχή τους, συμβάλλοντας κι αυτός να μετατραπεί το μεταναστευτικό ζήτημα σε πρόβλημα  ασφάλειας και έννομης τάξης. Στην ίδια υποβόσκουσα λογική και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τονίζει την αμεσότητα της αντίδρασης από τη μεριά της κυβέρνησης που επαίρεται για την γρήγορη οργάνωση νέου κέντρου κράτησης, στοχοποιώντας τους μετανάστες που δεν δέχονται τη μετεγκατάσταση και βεβαιώνοντας πως απόφαση της κυβέρνησης είναι «να τηρηθεί σε κάθε περίπτωση η νομιμότητα».

         Η μετανάστευση και προσφυγοποίηση έχει γίνει πια ένα καθοριστικό ζήτημα του 21ου αιώνα. Μια σειρά από εσωτερικές και περιφερειακές ένοπλες συγκρούσεις μαζί με την οικονομική ασφυξία  δημιουργούν εκατομμύρια εξαθλιωμένων ιδιαίτερα σε δυο περιοχές, Μέση Ανατολή και Αφρική. Οι συνθήκες μάλιστα κάτω από τις οποίες οι μεταναστευτικές ροές καταλήγουν στην Ευρώπη έχουν αντίκτυπο στο φάσμα ευκαιριών ένταξης  στην όποια νέα χώρα. Έτσι για παράδειγμα, αφήνοντας  τη χώρα τους και εισερχόμενοι μυστικά  και καταδιωκόμενοι στη νέα χώρα δεν έχουν  τις ίδιες ευκαιρίες αποδοχής με την είσοδο εκείνων που εργάζονται σε εργασίες υψηλής ειδίκευσης. Η σιωπηρή, ή και εκφραζόμενη, σύγκριση στο δημόσιο λόγο μεταξύ των παλαιών κυμάτων μεταναστών και των σύγχρονων μεταναστευτικών ρευμάτων δεν πρέπει να παραβλέπει τα διαφορετικά δεδομένα. Οι διακινούμενοι στην Ευρώπη μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στρατολογούνταν στοχευμένα, και βασικά με διακρατικές συμφωνίες, για τη βαριά βορειοευρωπαϊκή βιομηχανία. Τα όρια προσαρμογής για κάθε νεοφερμένο στις χώρες υποδοχής ήταν στενά. Αυτός έπρεπε να αλλάξει για να ενσωματωθεί στη νέα του χώρα που ήταν φιλοξενούμενος. Ήταν εργαζόμενος φιλοξενούμενος όπως στη Γερμανία χαρακτηρίζονταν οι Ιταλοί, Τούρκοι και Έλληνες που έφτασαν τη δεκαετία του 1960 για να εργαστούν στα εργοστάσια της Γερμανίας και βοηθώντας να δημιουργηθεί μετά τον πόλεμο το οικονομικό θαύμα της ηττημένης Γερμανίας.

               Το σύγχρονο παγκόσμιο καθεστώς προσφύγων δημιουργήθηκε σε μια ιδιαίτερη στιγμή της ιστορίας, μετά το Ολοκαύτωμα και στην αρχή του ψυχρού πολέμου. Η σύμβαση του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων ορίζει τον πρόσφυγα ως κάποιον που διώκεται με βάση τη φυλή, τη θρησκεία, την εθνικότητα, την ένταξη σε μια κοινωνική ομάδα ή πολιτική γνώμη. Είναι ένας ορισμός που βασίζεται στην εμπειρία του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και επικεντρώνεται σε δίωξη που ήταν κυρίως πολιτική αλλά και ανθρώπινη.              Η μεταναστευτική κρίση του 2015 σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής. Η παλιά λογική και κατανόηση της μετανάστευσης που διέπεται από τις αρχές της σύμβασης του 1951 τίθεται φανερά πια υπό αμφισβήτηση. Οι άνθρωποι δεν διαφεύγουν μόνο από πόλεμο και διώξεις, αλλά και από την οικονομική εξαθλίωση, την απόγνωση της επιβίωσης. Τα καπιταλιστικά κράτη της Δύσης συνεχίζουν να διαχέουν την πολιτικά σκόπιμη μυθοπλασία ότι μπορούν μονομερώς να ασκήσουν έλεγχο στη μετανάστευση, ενώ η πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκη. Γι’ αυτό επιστρατεύουν εννοιολογικές διαφοροποιήσεις που διαχωρίζει την έννοια του οικονομικού μετανάστη από εκείνη του πρόσφυγα, έτσι ώστε πολλοί άνθρωποι να συνθλίβονται ανάμεσά τους και να διασώζεται η εικόνα της ανθρωπιστικής Ευρώπης.

Η διαφημιζόμενη ανθρωπιστική  Ευρώπη δεν φαίνεται να είναι πραγματικά προετοιμασμένη, ηθικά, πολιτικά ή θεσμικά, να αντιμετωπίσει αυτήν την πρόκληση. Τα ευρωπαϊκά έθνη, που συμβάλλαν στη δημιουργία των συνθηκών  μετανάστευσης, έχτισαν τείχη και φράχτες, αποφεύγοντας το μέλλον και υποχωρώντας στο παρελθόν, στο οποίο επικράτησε η  σύγκρουση και αιματοχυσία.

Η υλοποίηση του ευρωπαϊκού συστήματος συνοριακών ελέγχων εφαρμόζεται τόσο εντός όσο και εκτός της επικράτειάς του, και επικεντρώνεται βέβαια στα κρίσιμα σημεία των εξωτερικών συνόρων. Οι αρμόδιοι για την εφαρμογή τους συγχέονται μεταξύ εθνικών, ευρωπαϊκών και ακόμη διεθνών παραγόντων, Αυτό ισχύει ιδίως για τη διαχείριση των hotspots στην Ελλάδα, όπου η ευθύνη για τη λειτουργία τους είναι των  ελληνικών αρχών, ενώ οι αποστολές ελέγχου και εποπτείας εκτελούνται από τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες Frontex, Europol (Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία ) και τη Eurojust (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Δικαστικής Συνεργασίας). Οι αρχές για την αναγνώριση και την καταχώριση πραγματοποιούνται από την EASO (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο), η ανθρωπιστική βοήθεια παρέχεται από διάφορες διεθνείς ΜΚΟ και η χρηματοδότηση προέρχεται εν μέρει από τα Ηνωμένα Έθνη (Ύπατος Αρμοστής των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες), εν μέρει από την ΕΕ.

Και με τον τρόπο διαχείρισης του προβλήματος των εξαθλιωμένων που αναζητούν χώρο για να ζήσουν, γίνεται η επιστροφή των εθνικισμών στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής με το θέμα της μετανάστευσης να αποτελεί αντικείμενο έντονων εντάσεων και πρόσχημα για πρωτοφανή κατασταλτική μεταχείριση τους.

Ο πραγματικός λόγος για την κατασκευή της μετανάστευσης ως προβλήματος και μιας φοβερής απειλής που πλήττει  την Ευρώπη δεν είναι ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός μεταναστών ή η ανεπάρκεια των προσπαθειών τους να ενταχτούν. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, ο αριθμός προσφύγων και μεταναστών ανέρχεται σε 120.000, ενώ στην Ευρώπη των 512 εκατομμυρίων  περίπου το 4,5%  απ’ αυτούς είναι  πολίτες άλλων χωρών.  Η διόγκωση της αμφισβητούμενης μεταναστευτικής απειλής αποτελεί μέρος του πολύ συγκεκριμένου στόχου να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση μεταξύ των ήδη ταλαιπωρημένων  πολιτών ότι τα δικαιώματά τους και κυρίως  την αυταπάτη της υπεροχής τους  τις  υπερασπίζεται καλά η ταξική εξουσία της αστικής δημοκρατίας. Για να χαρακτηρίζει ο Μ. Χρυσοχοϊδης το μάντρωμα των εξαθλιωμένων ως προστασία της δημόσιας υγείας πάντα όμως με «σαφές ανθρωπιστικό και δημοκρατικό περιεχόμενο» ενώ η αστυνομία του  στη Σάμο να συλλαμβάνει ανήλικους πρόσφυγες και με τη βίαιη συμπεριφορά της να επιδεικνύει την ασυδοσία της και τον εκφασισμό της.

Δηλ. εν ολίγοις επικεντρώνεται η προσοχή στους μετανάστες για να μην επικεντρωθεί στα πραγματικά προβλήματα, κατασκευάζεται ένας εχθρός για να κρυφτεί πίσω του ο πραγματικός εχθρός της ταξικής εξουσίας, τροφοδοτείται ο ρατσισμός μέσα από τα πραγματικά προβλήματα που η σκόπιμα ανεπαρκής διαχείριση του μεταναστευτικού δημιουργεί, για να κρυφτεί η συνύπαρξη αστικής δημοκρατίας με ένα ρατσιστικό λόγο και φασιστική συμπεριφορά.