Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

ΣΥΝΕΙΡΜΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ


Κοντεύει ένας χρόνος που η  σκέψη και δράση μας καταπνίγονται στις πόλεις μας από ένα καθεστώς φόβου και ανασφάλειας που καλύπτεται με τον όρο πανδημία. Κυβερνήτες μας καθησύχαζαν για την παροδικότητα αυτής της κατάστασης, η οποία βρήκε  τα αστικά κράτη απροετοίμαστα, και υπόσχονταν αναβάθμιση συστημάτων υγείας που ποτέ δεν έγινε. Το μόνο που έκαναν ήταν η αναβάθμιση του φόβου που   διαποτίζει κάθε εκδήλωση ζωής. Οι πόλεις γεμίζουν ή αδειάζουν από ανθρώπους σύμφωνα  με ωράριο που ορίζουν οι κυβερνώντες, οι άνθρωποι μήνες τώρα έγκλειστοι προαυλίζονται σε παραλίες και πάρκα έχοντας πάντα μαζί τους την άδεια εξόδου. Και όπου το βλέμμα να στραφεί σκοντάφτει πάνω σε αστυνομικούς που έχουν καταλάβει τις πόλεις. Βρίσκονται πια παντού, και με το νομοσχέδιο της κυβέρνησης εγκαθίστανται και στα πανεπιστήμια, κι  εμείς συνηθίζουμε τον έλεγχο και τον περιορισμό.
               Και στο γυαλί της τηλεόρασης και στο έντυπο της εφημερίδας όλοι οι μικρόνοοι, μικρόψυχοι, και μικροπρεπείς, δημοσιογράφοι και πολιτικοί, έπιασαν τον πάγκο εργασίας για να ανακατασκευάσουν την πραγματικότητα.  Και όσοι καμαρώνουν για τη διαλλακτικότητα της σκέψης τους αναπληρώνουν την έλλειψη θέσεων που απαρνήθηκαν, λόγω …ελευθερίας πνεύματος, με στομφώδη λόγια που όσο πιο πολύ αυθαίρετα είναι τόσο πιο εχθρικό είναι το μήνυμά τους, τόσο πιο ύπουλα εκμεταλλεύονται την ταυτότητά τους. «Σοσιαλιστές» του ΠΑΣΟΚ επικροτούν τον περιορισμό των διαδηλώσεων, πολιτευτές του «αριστερού» ΣΥΡΙΖΑ με πιο …επεξεργασμένες προτάσεις για αστυνομία στο πανεπιστήμιο, «δημοσιογράφοι» χαρακτηρίζουν κορωνοδιαδήλωση τη διαμαρτυρία των χιλιάδων φοιτητών για το νομοσχέδιο της Κεραμέως.
        Ακαδημαϊκοί, κάθε είδους διανοούμενοι, επιστήμονες, δημοσιογράφοι, πολιτικοί και καλλιτέχνες, ων ουκ έστι αριθμός, συντονίζονται να αποδείξουν είτε με περίτεχνους συλλογισμούς είτε με παραμορφώσεις της πραγματικότητας είτε με κυβερνητικά διατάγματα πως ο τρόπος οργάνωσης της παραγωγής και διοίκησης είναι ο καλύτερος δυνατός, που δεν επιδέχεται αλλαγή παρά μόνο τροποποιήσεις. Κι όλοι ετούτοι μας διδάσκουν πώς να χειριζόμαστε τη σκέψη μας. Μας καθοδηγούν, όσο πιο λίγο να σκεφτόμαστε με το δικό μας μυαλό τόσο πιο πολύ ευτυχισμένοι και περήφανοι να νιώθουμε, να παραιτούμαστε από την προσωπική μας κρίση και ν’ αφηνόμαστε να σκεφτόμαστε με τη δική τους, που άλλο από τα συμφέροντά τους δεν καταξιώνει.
Και δεν υπάρχει κανείς από όλους αυτούς που να μην  διακηρύττει πως πιστεύει στο δημοκρατικό αξίωμα των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Μόνο που σε κανένα τους δεν φαίνονται αδικία αυτά τα δικαιώματα να τ’ αποστερείται η μάζα και να είναι οι προνομιούχοι που τα απολαμβάνουν, αποδεικνύοντας πως τελικά οι φτωχοί, μεροκαματιάρηδες, πολύ περισσότεροι οι πρόσφυγες,  δεν έχουν κανένα δικαίωμα σε τίποτε.
               Η κυρίαρχη τάξη βρήκε ευκαιρία με την πανδημία για να σιγουρέψει τα οφέλη  και τις νοθείες της. Ακόμα, όταν δεν μπορεί  να αρκεστεί στους νόμους που πάνω τους, όπως διαλαλούσε, στηριζόταν η δημοκρατία της, δεν διστάζει να τους παραβιάζει ή να τους τροποποιεί, αναποδογυρίζοντας η ίδια τη δημοκρατία της. Η αστική δημοκρατία μοιάζει να ξεσκίζει μονάχη της το ψέμα ενός πολιτεύματος που καμάρωνε για την ελευθερία και την ισότητα, όσο οι καταχρήσεις του μπορούσαν να πραγματοποιούνται ελεύθερα από την άρχουσα τάξη προς όφελός της. Τώρα, καθώς φοβάται μετά την πανδημία την οργή ενός λαού χωρίς δουλειά και αξιοπρεπή διαβίωση, χρειάζεται τη δύναμη της εξουσίας της για να διαφυλάξει όσα σφετερίστηκε την εποχή του εγκλεισμού κι επιστρατεύει τα όργανα της τάξης να την προστατέψουν, μετατρέποντας τον φιλελευθερισμό της σε αυταρχικότητα. Και οι εργαζόμενοι, με κυρτωμένη τη ράχη κάτω από το βάρος της προνομιούχας τάξης,  δεν παίρνουν τίποτε, τους προσφέρονται αντί για  τα κέρδη της κυρίαρχης τάξη κηρύγματα συναίνεσης και ατομικισμού.  
            Και περιορίζονται οι καταγγελίες και κατάρες για  αντιεπαγγελματικές συμπεριφορές σε χώρους καλλιτεχνικής δημιουργίας, που εκμηδενίζουν εργαζόμενους, χωρίς να συνδέονται γενικά με  τους υπόλοιπους εργασιακούς χώρους, απομονώνοντας πρόσωπα και περιστατικά. Δίπλα δίπλα οι καταγγελίες για βιασμούς, για παρενοχλήσεις με τις καταγγελίες για αντιεπαγγελματική συμπεριφορά. Η εξίσωση ισοπεδώνει και υποβαθμίζει, η περιπτωσιολογία καταλήγει σε κουτσομπολιό, ο πολλαπλασιασμός ετερόκλητων καταγγελιών εκμηδενίζει τις ευθύνες. Και τρώνε οι εργαζόμενοι τις σάρκες ο ένας του άλλου, ποιος θα αναδειχτεί πιο σκληρός που αντέχει, ποιος θα υποσκελίσει τους άλλους ταχύτερα, για να αναδειχτεί, να θριαμβεύσει. Ο πρώτος τα παίρνει όλα.
Δεκαετίες τώρα καλλιέργειας  του ατομικισμού σ’ ένα περιβάλλον άκρατου ανταγωνισμού αποδίδουν καρπούς για την κυρίαρχη τάξη. Αποδεχτήκαμε να ρίξουμε το βάρος στη αναζήτηση της αυτονομίας και της χρησιμότητας ακόμα κι αν αυτή κατέληγε σε βάρος της επιδίωξης της ισότητας και της συλλογικότητας. Ακόμα και τώρα, απομονωμένοι και ευάλωτοι,  αποδεχόμαστε ένα σύστημα στα πλαίσια του οποίου κάθε επιλογή θεωρείται απλό θέμα προσωπικής γνώμης και όπου δεν υπάρχει  πλέον καθολικά αποδεκτό μέτρο κρίσεων. Για να πορευόμαστε μόνοι κι έρημοι, εύκολη λεία για την οργανωμένη και πάνοπλή κυρίαρχη τάξη.
Νομιμοποιείται η επιβεβαίωση της προσωπικής ταυτότητας σύμφωνα με τις αξίες μιας εξατομικευμένης κοινωνίας, όπου το σημαντικό είναι να είσαι ο εαυτός σου,  όπου το κάθε τι έχει δικαίωμα να εκφράζεται και να αναγνωρίζεται κοινωνικά, όπου τίποτε δεν πρέπει να επιβάλλεται  επιτακτικά και για πολύ, όπου όλες οι επιλογές, όλα τα επίπεδα μπορούν να συνυπάρχουν, χωρίς να αντιφάσκουν η να αλληλοεκτοπίζονται, εκτός απ’ αυτά που απειλούν την κυριαρχία της αστικής τάξης, αλλά  αυτό δεν ομολογείται. Αντίθετα ο αποκλεισμός γίνεται στο όνομα της ελευθερίας, ανεκτικότητας με την επίκληση πάντα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και κάπως έτσι ζούμε την ψευδαίσθηση της ελευθερίας και ισότητας. Πώς είναι το απόφθεγμα που αποδίδεται στον Α. Φράντς;  «είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στο νόμο. Απαγορεύεται το ίδιο, τόσο στους πλούσιους όσο και στους φτωχούς, να κοιμούνται κάτω από τις γέφυρες, να ζητιανεύουν και να κλέβουν ψωμί»
Αυτή βέβαια η ανεκτικότητα,  η συνεχής προσφυγή στη φιλοσοφία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η υιοθέτηση της συγχώνευσης ετερόκλητων  στοιχείων στοχεύουν στην καταπολέμηση του επαναστατικού πνεύματος, στην απόρριψη του πνεύματος της ρήξης, στην αποδοχή του καπιταλιστικού συστήματος με όλα τα παρεπόμενα.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΖΩΗΣ


Και τώρα σπεύδουν ποικίλοι επώνυμοι και παράγοντες σε διάφορους τομείς, από την πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον πρωθυπουργό μέχρι τον κάθε σε διατεταγμένη υπηρεσία δημοσιογράφο,  να δηλώνουν συμπαράσταση στην ολυμπιονίκη Σοφία Μπεκατώρου, η οποία αποκάλυψε σεξουαλική κακοποίησή της το 1998, καταγγέλλοντας γι’ αυτό τον αντιπρόεδρο, από το 1997,  της ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας Α. Αδαμόπουλο.  Και πολλοί βρίσκουν ευκαιρία για δεκάρικους λόγους για την κακοποίηση των γυναικών και τη σεξουαλική επιθετικότητα, χωρίς να ενδιαφέρονται να  δημιουργηθούν ούτε καν οι προϋποθέσεις για εξάλειψη του  φόβου του θύματος. Και μοιάζουν όλοι οι αρμόδιοι έκπληκτοι και αδαείς να διαλαλούν με πάθος την πρόθεσή τους να συμβάλλουν στην απόδοση δικαιοσύνης και στην εξυγίανση του χώρου. Ίσως γι’ αυτό και  η καχυποψία για τον τρόπο που χρησιμοποιείται αυτή η καταγγελία από τον υφυπουργό αθλητισμού  Λ. Αυγενάκη δεν μοιάζει να είναι υπερβολική.  
          Και οι περισσότεροι προβληματισμοί, ευαισθητοποιώντας σχετικά με το φύλο και τις σεξουαλικές ανισότητες,  κινούνται γύρω από τον βίαιο, τον εξουσιαστή άντρα, που απειλεί τη γυναίκα στη δουλειά, στη διασκέδαση, στο σχολείο, σαν ένα διαχρονικό φαινόμενο, με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες εκκόλαψής  του να χάνονται κάπου στο βάθος. Ουσιαστικά όμως δεν ξεφεύγουν από τις  βασικές θέσεις εκείνου του φεμινισμού,  του οποίου ο βασικός ιστός που  τις συνδέει όλες είναι το προσκλητήριο για παραμερισμό τάξεων, εθνικοτήτων και φυλών και ένωση όλων των γυναικών γύρω από κείνο που είναι κοινό, το φύλο. Αφετηρία του προβληματισμού γίνεται η αντιπαράθεση του άντρα και της γυναίκας  γενικά σε ένα σύστημα που εκμεταλλεύεται τη γυναίκα στη βάση του φύλου της. Αυτή η άποψη προϋποθέτει  την ύπαρξη αναλλοίωτων σχέσεων και ρόλων σε όλες τις κοινωνίες, στη βάση της αντίθεσης άντρα γυναίκας η οποία αντιμετωπίζεται μεταφυσικά έξω από κάθε ιστορικό πλαίσιο. Κι έτσι συσκοτίζονται τα βαθύτερα αίτια εμφάνισης  του προβλήματος, ενώ το πρόβλημα τίθεται πέραν της ιστορίας. Η διάκριση όμως αυτή αποκτά άλλη διάσταση αν συνδυαστεί με οικονομικά δεδομένα που προσφέρονται για αναφορές στην ταξική διάρθρωση της κοινωνίας.
       Η σεξουαλική κακοποίηση κάθε είδους μπορεί να μην προκαλείται από το πολιτικοοικονομικό σύστημα στο σύνολό του, αλλά από μεμονωμένους ανθρώπους, όμως η καταπίεση και εκμετάλλευση των γυναικών πηγάζει από τη θεσμική ανισότητα που οργανώνεται εκ των άνω, στον εκμεταλλευτικό τρόπο οργάνωσης της εργασίας, στην παραδοσιακή οικογενειακή δομή, στο νομικό σύστημα, στις θρησκευτικές παραδόσεις και σε όλες εκείνες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής που ορίζονται οι γυναίκες ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα το σεξ είναι ένα εμπόρευμα και τα γυναικεία σώματα, πρωτίστως αυτά,  παρά τις διακηρύξεις αντιμετωπίζονται ως εμπορεύματα. Γι’ αυτό και η κακοποίηση των γυναικών και η σεξουαλική τους εκμετάλλευση δεν περιορίζεται να είναι απλά θέμα προσώπων, όταν ο ανταγωνισμός και η εκμετάλλευση σε όλα τα επίπεδα υποχρεώνει τον πιο αδύναμο να υποκύπτει σε κάθε είδους βία και απειλή απ’ αυτούς που εξαρτάται. Είτε αυτό γίνεται στο εργασιακό χώρο με την απειλή της απόλυσης είτε στο αθλητικό ή καλλιτεχνικό πεδίο με την απειλή της περιθωριοποίησης είτε σε κύκλους διανοούμενων και ακαδημαϊκών με την απειλή της απόρριψης.
               Αν και  η νομική εξίσωση των δυο φύλων θεωρείται δεδομένη στις δυτικές δημοκρατίες, όμως η αντικειμενοποίηση της γυναικείας σεξουαλικότητας, που περνάει μέσα από τη διαφήμιση, αποτελεί στοιχείο κέρδους για την παραγωγή και γίνεται αποδεκτή,  ενώ σε καμιά περίπτωση δεν είναι  σημάδι χειραφέτησης της γυναίκας όσον αφορά την παρουσίαση της. Και είναι τα ΜΜΕ που συμμετέχουν στον τρόπο που παρουσιάζεται η εικόνα της γυναίκας, με το διπλό τους ρόλο, ως καπιταλιστικών επιχειρήσεων και ως φορέων συγκεκριμένης ιδεολογίας. Γι’ αυτό και  οι διαφοροποιήσεις στις καταναλωτικές συνήθειες των γυναικών των ανώτερων και  μεσαίων στρωμάτων περιγράφονται διεξοδικά και προωθούνται για αύξηση της επιχειρηματικής κερδοφορίας, ενώ οι δραστηριότητες των γυναικών της εργατικής τάξης δεν βρίσκουν την ανάλογη κάλυψη ή εκφράζονται μέσα από στρεβλωμένες παρουσιάσεις που καλλιεργούν ψευδαισθήσεις και αναπαράγουν σε διάφορα επίπεδα την κυρίαρχη  ιδεολογία. 
              Η τυπική λοιπόν ισότητα βρίσκεται σε συμφωνία τις πιο πολλές φορές με τις ανάγκες και τις επιλογές της κυρίαρχης  τάξης που κατευθύνονται από τις επιταγές του δοσμένου τρόπου παραγωγής, του καπιταλισμού. Κι όταν αποκαλύπτεται η αναντιστοιχία της νομικής ισότητας με την πραγματικότητα, περισσότερο αυτός ο αποσυντονισμός χρεώνεται σε ατομικές περιπτώσεις, ενώ υπογραμμίζεται ο θετικός ρόλος της κυρίαρχης εξουσίας στην αποκατάστασή του, όπως στην περίπτωση της αθλήτριας ανέλαβε συμβολικά αυτό το έργο η πρόεδρος της δημοκρατίας. Γι’ αυτό και  σε περιπτώσεις όπως στις καταγγελίες της Σ. Μπεκατώρου οι λεκτικές αποδοκιμασίες  και οι συμβολικές ενέργειες παραγόντων  στην πολιτική, αθλητισμό, πολιτισμό κλπ. ενώ δείχνουν να ανταποκρίνονται στις διεκδικήσεις των κοινωνικών ομάδων που καταπιέζονται, αποσυνδέοντάς τες από τις αιτίες και την υλική τους βάση, τελικά καταλήγουν ελάχιστα να  ικανοποιούνται.
          Κι αυτό επισημαίνεται στην ανακοίνωση του Τμήματος Φυσικής Αγωγής ΚΚΕ. «Τα φαινόμενα διαφθοράς και σήψης που υπάρχουν -και στο χώρο του Αθλητισμού-  είναι παράγωγα της εμπορευματοποίησης και ενός συστήματος  που έχει σαν «αξίες» τον ανταγωνισμό,  τον ατομικισμό, τον νόμο της ζούγκλας. Αυτές τις αξίες υπηρέτησαν όλες κυβερνήσεις -και η σημερινή. Κι ας προσπαθεί ο κ. Αυγενάκης να βγει από πάνω  κηρύσσοντας την κάθαρση. Δεν αντιμετωπίζεται η διαφθορά με την αλλαγή  του εκλογικού συστήματος,  για να μπει «άλλος χαλίφης στη θέση του χαλίφη», γιατί αυτό έκανε ο νόμος Αυγενάκη».
         Ο  αγώνας για να εξαλειφτούν τέτοια περιστατικά και κάθε είδους ανισότητα που οφείλεται στο φύλο γονιμοποιείται  με την προοπτική  της αλλαγής ολόκληρης της  κοινωνίας. Ο αγώνας για την ουσιαστική αλλαγή στις σχέσεις των δυο φύλων δένεται διαλεκτικά με τον αγώνα για  την αλλαγή του κοινωνικού συστήματος. Δεν είναι δυνατό να προτείνονται ριζοσπαστικά νέες σχέσεις των δυο φύλων και οι σχέσεις αυτές να εγκλωβίζονται ταυτόχρονα μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια της καταπίεσης και εκμετάλλευσης.

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΣΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ

 Η Υπουργός Παιδείας, Ν. Κεραμέως,  από κοινού με  τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Μ. Χρυσοχοΐδη, παρουσίασαν πριν μια εβδομάδα το σχέδιο νόμου με τίτλο  «Εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, Προστασία της Ακαδημαϊκής Ελευθερίας, Αναβάθμιση του Ακαδημαϊκού Περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις». Εκπαίδευση και Αστυνομία εμφανίζονται σε συμπληρωματικούς ρόλους όχι μόνο με το ίδιο το νομοσχέδιο, αλλά και συμβολικά με την από κοινού παρουσίαση των υπουργών.   Στο οποίο νομοσχέδιο ανάμεσα στα άλλα θεσμοθετείται η παρουσία της αστυνομίας στα πανεπιστημιακά ιδρύματα για  την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας και την αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος, με τον νομοθέτη να φαίνεται να αδιαφορεί για  την αντίφαση της νομοθετικής του πρότασης.  Πώς ένα αστυνομικό σώμα φύλαξης πανεπιστημιακών χώρων, που κατά τον Μ. Χρυσοχοΐδη θα έχει δικαίωμα να κάνει συλλήψεις, να συντάσσει δικογραφίες και να παραπέμπει στον εισαγγελέα, μπορεί να διαφυλάσσει την ακαδημαϊκή ελευθερία;   

               Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιδιώκει με τους νόμους που ψηφίζει, για το πανεπιστημιακό άσυλο παλιότερα, την αστυνομοκρατία στο πανεπιστήμιο τώρα, να εκριζώσει από την κοινή γνώμη και την ακαδημαϊκή κοινότητα στάσεις και αντιλήψεις σχετικά με την προστασία αυτών των ελευθεριών που συνδέονται με τα δημοκρατικά αιτήματα της μεταπολίτευσης, ώστε να καταρριφτούν ευκολότερα οι κοινωνικές αντιστάσεις για το αστυνομοκρατούμενο κράτος που οικοδομείται.
Η ακαδημαϊκή ελευθερία οικοδομήθηκε σε αντίθεση με τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αρχές που σκοπεύουν να ασκήσουν περιορισμό ή πίεση και είναι η βασική αρχή του πανεπιστημίου που είναι συμβατή με την αυτονομία του. Αυτές οι δυο έννοιες αλληλεπικαλύπτονται, αλλά μένουν διακριτές, αφού αυτονομία σημαίνει διοικητική ανεξαρτησία που εξασφαλίζει την πνευματική ανεξαρτησία των πανεπιστημιακών. Η  ακαδημαϊκή ελευθερία θεωρείται όπλο άμυνας έναντι παρεμβάσεων από εξωτερικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την απαραίτητη ελευθερία που απολαμβάνουν οι πανεπιστημιακοί προκειμένου να ασκήσουν σωστά το επάγγελμά τους. Και βέβαια αυτό προϋποθέτει επίσης, σε αντάλλαγμα, ότι οι πανεπιστημιακοί γνωρίζουν τα καθήκοντά τους και τα εκπληρώνουν. Στη χώρα μας, ακόμα κι αν η λειτουργία των πανεπιστημίων εξαρτάται από την κρατική εποπτεία, όμως μετά τη μεταπολίτευση τη συνύπαρξη της με γνήσιες ακαδημαϊκές ελευθερίες κανείς δεν τολμούσε να αμφισβητήσει.   
Στη σύγχρονη ιστορία μέχρι τώρα, οι δύο δυνάμεις που έχουν απειλήσει την ελευθερία των πανεπιστημίων είναι η πολιτική εξουσία και οι θρησκευτικές αρχές. Στις μέρες μας  γίνεται  κατανοητό ότι  κύρια απειλή προέρχεται από τις αυτοδιαφημιζόμενες φιλελεύθερες αστικές δημοκρατίες με τον βαρύ περιορισμό που θέτει η παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία. Κατά κάποιο τρόπο, όλα τα πανεπιστήμια βιώνουν μια υπερεθνική ανταγωνιστικότητα που κυριαρχείται και δομείται εξ ολοκλήρου από τη λογική του οικονομικού συστήματος, του μονοπωλιακού καπιταλισμού και τους σκοπούς του. Το οποίο κλείνει το πανεπιστήμιο σε ένα κλουβί γραφειοκρατίας, όπου εξωτερικοί φορείς που σχετίζονται με εταιρείες και μονοπώλια επιβάλλουν με τα δικά τους κριτήρια μια μόνιμη και συνεχή αξιολόγηση, και κυρίως και πάνω απ’ όλα το περιερχόμενο του ερευνητικού έργου των πανεπιστημίων.
Η ακαδημαϊκή ελευθερία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά αποβλέπει στο κοινό καλό. Εάν δεν υπήρχε αυτή η αλτρουιστική διάσταση στην ακαδημαϊκή ελευθερία, τότε δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί  η  ύπαρξη ενός τέτοιου προνομίου. Η δυσκολία βέβαια έγκειται στον εντοπισμό αυτού του κοινού αγαθού και οι απαντήσεις ποικίλλουν ανάλογα με την αντίληψή που επικρατεί για το πανεπιστήμιο και τους σκοπούς του και εξαρτάται από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες.  Γιατί αν στόχος της  πανεπιστημιακής εκπαίδευσης  είναι η παροχή διπλωμάτων με αξία στην αγορά εργασίας ή η μετατροπή του πανεπιστημίου σ’ έναν οργανισμό όπου χρηματοδοτούνται εκείνες οι γνώσεις που έχουν μοναδικό σκοπό να διασφαλίσουν την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής οικονομίας, τότε βεβαίως η ακαδημαϊκή ελευθερία μόνο ως τροχοπέδη στην εκπλήρωση αυτών των στόχων μπορεί να λειτουργήσει. Η  επιστήμη και τεχνολογία σε συνδυασμό με την οικονομία να αυτονομούνται  από τις ανάγκες του ανθρώπου, η γνώση να γίνεται στέρεα και ποσοτική και όλα να τίθενται στην υπηρεσία μιας οικονομίας που δυναστεύει τον άνθρωπο. Κι έτσι, η δυνατότητα του ανθρώπου για δημιουργία  και μάθηση γίνεται εμπόρευμα σε πακέτο, εντάσσεται σε μια διαδικασία παραγωγής-κατανάλωσης στην οποία ο πανεπιστημιακός δεν πρέπει να ενδιαφέρεται η να ξέρει τίποτε παραπάνω απ’ όσα χρειάζεται να γίνει ελκυστικό εμπόρευμα η γνώση του.
Αν όμως θεωρείται στόχος της ύπαρξης ενός πανεπιστημίου η παραγωγή γνώσεων και η συνεχής ανανέωσή τους, τότε η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ. Γιατί για να συμβεί αυτό είναι απαραίτητο, αφενός, οι παραγωγοί αυτής της γνώσης να απολαμβάνουν μεγάλη ελευθερία για να αφιερωθούν αποκλειστικά σε αυτό το δύσκολο έργο δημιουργίας νέων γνώσεων, και αφετέρου να διδάσκουν με ελευθερία ελεύθερα άτομα, τους φοιτητές, εκπαιδεύοντάς τους να έχουν ανεξαρτησία πνεύματος, να μην  λαμβάνουν παθητικά τη γνώση, γιατί στη συνέχεια είναι αυτοί που θα συμβάλουν στη βελτίωση αυτής της γνώσης αμφισβητώντας την.
Οι δραστηριότητες λοιπόν της αστυνομίας στις πανεπιστημιουπόλεις, με το νομοσχέδιο που προωθείται, με πρόσχημα πάντα την πάταξη μιας εγκληματικότητας στον πανεπιστημιακό χώρο που συστηματικά και επαναλαμβανόμενα διογκώνεται και παραμορφώνεται  η ύπαρξή και η έντασή της, μπορούν να απειλήσουν την ακαδημαϊκή ελευθερία. Γιατί ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό των αστυνομικών σωμάτων είναι το δικαίωμά τους να χρησιμοποιούν νόμιμα τη βία και να στερούν τους πολίτες από την ελευθερία τους, προσφέροντας μάλιστα στους ίδιους μεγάλους πειρασμούς, ή και διατεταγμένους,  για κατάχρησή του.
Με το νομοσχέδιο αυτό  η κυβέρνηση Μητσοτάκη, χωρίς προσχήματα και δισταγμούς, θέλει να επιβάλλει εκείνη τη μορφή πανεπιστημίου που συνάδει με το αυταρχικό κράτος το οποίο χρόνο το χρόνο οικοδομείται.   
Με την μονιμοποίηση της αστυνομίας μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους επιδιώκεται η καταστολή της όποιας αντίρρησης όχι πια όταν εκδηλώνεται, αλλά στη γέννησή της, πριν ακόμα προλάβει να υπάρξει. Ο ιδανικότερος τρόπος για να ελέγχεται η πράξη  είναι να κατευθύνεται η σκέψη. Η ύπαρξη της αστυνομίας δίνει μορφή σ’ αυτόν τον έλεγχο και τον εντάσσει αδιαμαρτύρητα στην καθημερινότητα, ακόμα και της αναζήτησης της γνώσης. Και σε ανθρώπους που η καθημερινότητά τους ελέγχεται και υπόκειται σε συνεχή επιτήρηση, η έκταση, η ένταση και ο στόχος της οποίας εξαρτάται από κέντρα εκτός πανεπιστημίου, τότε καμιά ελευθερία σκέψης ή δράσης δεν διασώζεται χωρίς συνεχή αγώνα.
Φοιτητές και καθηγητές σε πανεπιστημιακά κτίρια περιφραγμένα ή αποκομμένα από τον ιστό της πόλης και φυλασσόμενοι από αστυνομικά σώματα, βρίσκονται εκεί για να μάθουν να κάνουν καλά τη δουλειά που η κυρίαρχη εξουσία απαιτεί.  Και δεν είναι τυχαίο πως τα πανεπιστημιακά κτίρια επιδιώκεται και από άποψη χώρου και δομής να είναι αποκομμένα από την κοινωνία και τη ζωή. Ακόμα κι αν βρίσκονται στο κέντρο της πόλης, όπως το ΑΠΘ στη Θεσσαλονίκη, η περίφραξή τους με κάγκελα σ’ αυτήν την προσπάθεια εντάσσεται, να είναι αποκομμένα από κάθε δραστηριότητα, να είναι αποκλειστικά και μόνο το πανεπιστήμιο  τόπος παραγωγής ειδικών, φορείς εκείνης της γνώσης που υπαγορεύουν εταιρείες για ανάπτυξη της οικονομίας, με αδιαφορία για τα προβλήματα της κοινωνίας. Να ελαχιστοποιείται  η δυνατότητα ακόμα και κάποια ενδοφοιτητικά γεγονότα να γίνονται πόλος έλξης και αφορμή  για συνάντηση με την κοινωνία έξω από το πανεπιστήμιο.
Και αυτό αφορά καθηγητές και φοιτητές. Εκτός από εκείνους τους καθηγητές ή φοιτητές  που θεωρούν το πανεπιστήμιο ένα γρανάζι της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας του καπιταλισμού και τους ίδιους συνεπείς εκπροσώπους του.