Η Τουρκία κατέλαβε το Αφρίν στη ΒΔ Συρία που εκκενώθηκε από
τους κατοίκους κι εγκαταλείφθηκε από τους Κούρδους μαχητές του, η Τουρκία
αντιπαρατίθεται με τη χώρα μας στο
ζήτημα της Κυπριακής ΑΟΖ και των ερευνών για ανακάλυψη κι εξόρυξη υδρογονανθράκων, η Τουρκία προφυλακίζει στα σύνορα στον Έβρο έλληνες στρατιωτικούς
που αποπροσανατολίστηκαν και μπήκαν σε τούρκικο έδαφος –και συνεχίζει ένας
ακόμα γύρος από παζαρέματα και απειλές,
ανταλλάγματα και πιέσεις, οξύνσεις και προσεγγίσεις, και πώς να βολευτούν όλοι
οι ενδιαφερόμενοι, ΗΠΑ, Ρωσία, ΕΕ κι από κοντά, εκτός των άλλων, και το
αλληλοεξαρτώμενο μικρομέγαλο δίδυμο Ελλάδας και Τουρκίας.
Και ξανά
οι ανταγωνισμοί και τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα σ’ ένα περιβάλλον παγκοσμιοποιημένης οικονομίας
παίρνουν τη μορφή ανταγωνισμών ανάμεσα σε εθνικά κράτη και υπάρχει ο
κίνδυνος να παρασύρουν λαούς σε πολεμικές συγκρούσεις. Και πάλι θα είναι βασικό
επιχείρημα η υπεράσπιση της πατρίδας
απέναντι σε κάποιαν άλλη πατρίδα, κι έτσι να δικαιολογούνται βία και εγκλήματα
που θα συμβαίνουν. Αλλά όμως και πολλοί προβληματισμοί για τη στάση των εργατικών και
λαϊκών τάξεων σε τέτοια περίπτωση μοιάζει να κινούνται σ’ ένα δημαγωγικό
αντιιμπεριαλισμό που αποφεύγει ν’ αντιμετωπίσει τη συγκεκριμένη κατάσταση. Γιατί αυτό που δεν λαμβάνεται υπόψη είναι πως
ο εθνικισμός προσαρμοζόμενος και μεταβαλλόμενος στις νέες κάθε φορά συνθήκες
συγχωνεύεται με τον πατριωτισμό, την αγάπη και αφοσίωση στην πατρίδα, την
επιθυμία υπηρέτησης των συμφερόντων της με συγκεκριμένες πράξεις, δίνοντας απαντήσεις σε ερωτήματα ταυτότητας και
καλλιεργώντας το αίσθημα της κοινότητας και του ανήκειν σε κάτι διαρκές μέσα
στο χρόνο, ιδιαίτερα στις λαϊκές μάζες.
Ο
πατριωτισμός είναι σίγουρα ένα ιστορικό φαινόμενο, του οποίου το
περιεχόμενο ποικίλει ανάλογα με την
εποχή. Ήδη από την αρχαιότητα έχουν διαμορφωθεί στοιχεία πατριωτισμού με τη μορφή της αφοσίωσης στην πατρική γη, τη
γλώσσα και τις παραδόσεις. Στην ταξική βέβαια κοινωνία κάθε τάξη καθορίζει τη
στάση της απέναντι στην πατρίδα με βάση
τα δικά της συμφέροντα. Στην εποχή ανόδου του καπιταλισμού και του σχηματισμού των εθνοτήτων, όταν η αστική
τάξη παραμερίζοντας το φεουδαρχικό στοιχείο έβαζε τέλος στην κατακερμάτιση σε
φέουδα συγκεντρώνοντας και ενοποιώντας
τα έθνη, ο πατριωτισμός γινόταν αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο της κοινωνικής
συνείδησης αποκτώντας ιδιαίτερη σημασία, με την αστική τάξη να παρουσιάζεται
σαν ο μοναδικός εκπρόσωπος του έθνους. Όσο όμως οι ταξικοί ανταγωνισμοί
οξύνονται και η αστική τάξη κυρίαρχη πια παγιώνει την εξουσία της, ο
πατριωτισμός δεν αντανακλά τα πανεθνικά στοιχεία, όπως συνέβαινε στην πάλη με
τη φεουδαρχία, αλλά συγχωνεύεται με τον
εθνικισμό και σωβινισμό και καταλήγει στην εξυπηρέτηση, πάνω από τα συμφέροντα
του λαού και της πατρίδας του, εκείνων του κεφαλαίου.
Στο
τέλος πατριώτες μένουν μόνο οι εργαζόμενοι, κι αυτοί στην ουσία αποτελούν το
σύνολο του έθνους που αποδεικνύονται συνεπείς υπερασπιστές της εθνικής
ανεξαρτησίας, ακόμα κι αν η άρχουσα τάξη τη χρησιμοποιεί σαν παγίδα για να
προωθήσει τα συμφέροντά της. Μόνο που επειδή στα πατριωτικά ιδανικά περιλαμβάνεται η απελευθέρωση
της πατρίδας από σκλαβιά, εκμετάλλευση και καταπίεση, γι’ αυτό και ο αγώνας γι’ αυτά μπορεί να διαμορφώνει και τη δυναμική για διεκδίκηση των συνθηκών για πλήρη ανάπτυξη των ανθρώπων που εργάζονται και
αγωνίζονται για την πατρίδα.
Κι αν
πολλοί στις θέσεις του ΚΚΕ διαβλέπουν απεμπόληση της λενινιστικής θέσης που απαιτεί σε περίπτωση πολέμου επιδίωξη της ήττας της
χώρας του και μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο για την κατάργηση του αστικού
καθεστώτος είναι γιατί παραβλέπουν την άλλη πολύ σημαντική θέση «συγκεκριμένη
ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης».
Γιατί αν η συμμετοχή στο γαϊτανάκι των ιμπεριαλιστικών
συμφερόντων θεωρείται από την αστική τάξη της χώρας μας εθνικός στόχος, σίγουρα
το εργατικό κίνημα δεν μπορεί να δεχθεί πως η
εκπλήρωσή του πέφτει στην πλάτη του, χωρίς όμως εκ παραλλήλου ν’
αγωνιστεί για να μην υποστεί τις συνέπειές του. Μ’ ένα εργατικό κίνημα σε ύφεση, με το
κομμουνιστικό όραμα απαξιωμένο σε ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων, η πατρίδα
για άνεργους, ημιαπασχολούμενους, επισφαλείς εργαζόμενους είναι το οικείο,
γνωστό περιβάλλον που η κοινή γλώσσα και
παράδοση προσφέρει την αίσθηση της
κοινότητας στα όρια της οποίας ο αγώνας μπορεί να πάρει συγκεκριμένη μορφή,
να αντιπαρατεθεί στα πλαίσιά της η
εργατική τάξη στην τάξη των αστών. Η μετακίνηση μάλιστα των εργαζομένων στην
καπιταλιστικά ενωμένη Ευρώπη, που μοιάζει ανάλγητη και ανεξέλεγκτη όταν δεν εξασφαλίζει αξιοπρεπείς όρους
διαβίωσης, κάνει την πατρίδα να φαντάζει σαν το μόνο καταφύγιο στη ζωή τους, ακόμα κι αν το αστικό κράτος της
πατρίδας τους δεν λειτουργεί παρά σαν μηχανισμός καταπίεσής τους.
Κι αν λοιπόν «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα», όμως «καθώς το προλεταριάτο, προκειμένου να
καταλάβει την πολιτική εξουσία, είναι υποχρεωμένο να οργανωθεί σε εθνική τάξη και να
συγκροτηθεί και το ίδιο ως έθνος,
διατηρεί στην αρχή κατ’ ανάγκη τον εθνικό χαρακτήρα του, αν και επ’ ουδενί με
την έννοια που δίνει στον όρο η αστική
τάξη.»
Όταν λοιπόν φλέγεται για χρόνια η
γειτονική μας περιοχή στα πλαίσια των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών και αυξάνονται επεισόδια επίδειξης ισχύος
Ελλάδας με την Τουρκία, τα οποία δεν
μοιάζουν απλώς συγκυριακά, εύλογο είναι ν’ αναρωτιέται κανείς μήπως η
καπιταλιστική στρατηγική αναζητήσει διέξοδο
σ’ έναν πόλεμο και στην περιοχή μας. Και τότε όλες αυτές οι ιδέες για
έθνος, πατρίδα, υπεράσπιση συνόρων δεν θα προμηθεύουν απλώς προβληματισμούς για
ευχαρίστηση της μεγαλόψυχης και άνετης διανόησης που δεν ριψοκινδυνεύει τίποτε,
αλλά θα επιβάλλουν αποφάσεις ζωής ή
θανάτου.
Με τη θέση του ΚΚΕ όπως αποτυπώνεται στο πρόγραμμά
του «...σε περίπτωση ιμπεριαλιστικής
πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας, είτε σε αμυντικό είτε σε επιθετικό πόλεμο, το
Κόμμα πρέπει να ηγηθεί της αυτοτελούς οργάνωσης της εργατικής - λαϊκής πάλης με
όλες τις μορφές, ώστε να οδηγήσει σε ολοκληρωτική ήττα της αστικής τάξης,
εγχώριας και ξένης ως εισβολέα, έμπρακτα να συνδεθεί με την κατάκτηση της
εξουσίας» δεν απεμπολείται ούτε ο διεθνιστικός και ταξικός του χαρακτήρας, αλλά παίρνοντας
την πρωτοβουλία «της αυτοτελούς οργάνωσης
της εργατικής - λαϊκής πάλης» σ’ έναν εθνικό αγώνα αντίστασης να κατορθώσει να κερδίσει την
εμπιστοσύνη της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού που θα παλέψει για τη δική του
απελευθέρωση από τα καπιταλιστικά δεσμά.