Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

ΓΙΑ ΤΟ ΙΡΑΝ Ο ΛΟΓΟΣ

 Μοιάζει η εποχή των ψευδαισθήσεων να φτάνει στο τέλος της πολύ σύντομα και οι δυτικές αστικές δημοκρατίες με τις βερμπαλιστικές αναλύσεις επί αναλύσεων για οικονομικά ή πολιτικά προβλήματα θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα της φτώχειας και της πολεμικής σύγκρουσης. Η ψυχολογική χειραγώγηση έχει ενταθεί με την πολεμική προπαγάνδα που διαχωρίζει στρατόπεδα να έχει αυξηθεί για να γίνει αποδεκτή η φτώχεια και η εμπλοκή σε πολεμικές επιχειρήσεις
      Πέρα από τον Πούτιν που προσωποποιεί το ίδιο το κακό, σε έναν νέο άξονα του κακού, όπως έλεγε παλαιότερα ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπους ο νεότερος, περιλαμβάνεται εκτός από την Κίνα και το Ιράν, που συχνά πυκνά τα μέσα επικοινωνίας της Δύσης κατακρίνουν  την έλλειψη ελευθερίας, δημοκρατίας και τα συναφή των δικών μας δημοκρατιών. Και τώρα με το θάνατο της νεαρής από την κακοποίηση της αστυνομίας των ηθών βρήκαν τα μέσα ενημέρωσης μια καταπληκτική ευκαιρία να κατακρίνουν και να υπονομεύσουν την  ισλαμική κυβέρνηση του Ιράν με  την εξουσία και τους νόμους της
       Μια διαμαρτυρία μπορεί να πυροδοτηθεί από ένα πραγματικό περιστατικό, κάποιες φορές ίσως και ασήμαντο,   και να τροφοδοτηθεί και να διευρυνθεί αρχικά από δικαιολογημένη λαϊκή οργή. Δεν είναι όμως θεωρία συνωμοσίας ότι  μπορεί αργότερα, στην πορεία, μια αγωνιστική κινητοποίηση να κατευθυνθεί πλήρως από εξωτερικά υποστηριζόμενες επιχειρήσεις αλλαγής καθεστώτος, όταν δεν υπάρχει οργανωμένο κίνημα στην χώρα που να οδηγεί σε κατευθύνσεις προς όφελος του πλήθους που διαμαρτύρεται και κινητοποιείται. 
     Για άλλη μια φορά τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, καθώς ευθυγραμμίζονται σχεδόν απόλυτα  με τα γεωπολιτικά συμφέροντα της δύσης, δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις διαδηλώσεις στο Ιράν. Πού ήταν όμως αυτή η δημοσιότητα όταν οι Ιρανοί διαμαρτύρονταν για τις κυρώσεις των ΗΠΑ που έχουν συνθλίψει την οικονομία του Ιράν; Δεν θα έπρεπε λοιπόν, πέρα από την υποστήριξη στις διαμαρτυρίες για το θάνατο της Μαχσά Αμινί,  να προβληματιζόμαστε και για τον  τρόπο με τον οποίο σημεία πολιτικών συμπεριφορών στα οποία  επιλέγουμε να εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας οδηγούν σε πολιτικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης της Δύσης και να τονίσουμε τον τρόπο που οι ενέργειες του ιμπεριαλισμού συνέβαλαν άμεσα στα προβλήματα που τις οδυνηρές συνέπειες τους βλέπουμε σήμερα; Χώρες όπως το Ιράν έχουν δεχτεί επιθέσεις από τη Δύση, η περίπτωση του Μοχάμεντ Μοσαντέκ στις αρχές της δεκαετίας του ’50 το επιβεβαιώνει, όταν φέρνουν προοδευτικές κυβερνήσεις στην εξουσία που εφαρμόζουν πολιτικές συμφέρουσες στη χώρα σε αντίθεση με τα δυτικά συμφέροντα, όταν προσπαθούν να εθνικοποιήσουν τις βιομηχανίες και τις πηγές πλούτου προς όφελος του λαού. Και τότε αποδεικνύεται ότι η Δύση ενδιαφέρεται μόνο για την πρόσβαση κι εκμετάλλευση σ’ αυτούς τους πόρους.
       Είναι εύκολο επομένως να βγάζουμε δεκάρικους λόγους για το Ισλάμ και την καταπίεσή του στις γυναίκες που πρέπει σαν αδελφές μας  να ελευθερώσουμε, αλλά  μας είναι  δύσκολο να κρίνουμε τις ενέργειες των δυτικών κρατών που διέλυσαν εν ονόματι της δημοκρατίας χώρες όπως το Ιρακ και τη Λιβύη για τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να επικρίνεται το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν.  Μόνο που οι επικρίσεις μας δεν μπορεί να είναι αρθρωμένες πάνω στο σχήμα της προοδευτικής και ελεύθερης Δύσης από τη μια και της σκοταδιστικής ανατολής του Ισλαμ. Αντίθετα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους ρόλους των ιμπεριαλιστικών χωρών σ’ αυτές τις εξελίξεις και να είμαστε αρνητικοί στην προπαγάνδα που λειτουργεί για να ενθαρρύνει τη δυτική παρέμβαση όπου γης,
       Βέβαια και θα πρέπει να είμαστε ενάντια σ’ αυτό που συμβαίνει   στο Ιραν σχετικά με  την καταπίεση των γυναικών που βρίσκονται  στην ίδια μοίρα με τη Μαχσά Αμινί, ακόμα κι αν δεν καταλήγουν να χάσουν τη ζωή τους.  Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι η Δύση επιλέγει για να προβάλλει εκείνα τα ζητήματα που υποστηρίζουν και ενισχύουν τις δικές της πολιτικές για εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων, ενώ αγνοεί ή αφήνει στη σκιά ζητήματα που αντιτίθενται στα συμφέροντά της. Είναι καλό επομένως να προχωράμε κάτω από το επιφανειακό επίπεδο και να μην αρκούμαστε να  βλέπουμε την κοινωνία και πολιτική ως μια σειρά ανεξάρτητων γεγονότων, χωρίς να εξετάζουμε το δομικό και συστημικό πλαίσιο που ανήκουν. Αν η προοδευτικότητα της Δύσης ενδιαφέρεται για τη θέση της γυναίκας στο Ιραν δεν θα έπρεπε να ξεχνά ότι οι κυρώσεις της στρέφονται ενάντια και στις καταπιεσμένες από το θεοκρατικό καθεστώς γυναίκες, όπως π.χ. περιορίζοντας την πρόσβαση τους στην υγειονομική περίθαλψη και το βασικότερο, διαταράσσοντας τομείς που απασχολούν σε μεγάλο βαθμό γυναίκες, όπως κλωστοϋφαντουργία, γεωργία. Ο αγώνας λοιπόν συμπαράστασης στη Δύση για τις καταπιεσμένες γυναίκες πρέπει να περιλαμβάνει και την  απαίτηση για άρση των κυρώσεων των ΗΠΑ, όχι υπέρ αυτών.
Οι γυναίκες του Ιραν που διαμαρτύρονται για τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται από τη Δύση με φλυαρίες και βερμπαλισμούς. Ακόμα και οι πιο σκοταδιστικές δυνάμεις της Ευρώπης βρήκαν ευκαιρία να υποκριθούν προοδευτικότητα, καταδικάζοντας τον σκοταδισμό του θεοκρατικού καθεστώτος και προπαγανδίζοντας την ανωτερότητα της Δύσης. Ενώ  συνεχίζεται οι  μουσουλμάνοι στη Δύση να αντιμετωπίζονται, το λιγότερο, με καχυποψία και να βιώνουν διάφορες μορφές κρατικής βίας και ελέγχου. Ενώ και στη Δύση η   ένδυση των γυναικών  βρίσκεται πάλι στο επίκεντρο, σε μια αντιστροφή του συμβολισμού της. Η απαγόρευση ή περιορισμός του καλύμματος της κεφαλής δεν αποτελεί παρά κωδικοποίηση του κοινωνικά δέοντος, που η Δύση ταυτίζει με την ελευθερία, ξεχνώντας ότι είναι συμμόρφωση σε απαγόρευση, που εν συνεχεία δημιουργεί νέες υλικές, πραγματικές συνέπειες. Σε μια Ευρώπη που ο μουσουλμάνος σχεδόν δαιμονοποιείται, η αξιοπρέπεια και ο αυτοσεβασμός του κάνει το κάλυμμα της κεφαλής, που τον διαφοροποιεί  από μια κοινωνία που τον απορρίπτει, σύμβολο αντίστασης, όπως στο Ιράν αντίθετα η απόρριψή του. 
Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμα κι αν εργαλειοποιούνται οι διαμαρτυρίες των απανταχού καταπιεσμένων, ακόμα κι αν τα αιτήματά τους κακοποιούνται από τη Δύση και εκτρέπονται από τον πραγματικό στόχο, τίποτε  δεν μπορεί να μειώσει την ελεύθερη βούληση και γενναιότητα αυτών που αγωνίζονται.

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2022

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΓΙΑ ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ

 Στις εγχώριες ειδήσεις των Μέσων Ενημέρωσης, ο βομβαρδισμός μας με τις λεπτομέρειες του πρωτοκόλλου της μακρόσυρτης κηδείας της βασίλισσας της Μ. Βρετανίας σχεδόν κονιορτοποιεί κάθε  άλλη είδηση, πολύ περισσότερο εκείνες που αναφέρονται στις συγκρούσεις των φοιτητών με τα ΜΑΤ για την πανεπιστημιακή αστυνομία .
        Η αγιογραφία της Ελισάβετ με μικρές παραλλαγές ανακυκλώνεται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και είναι μόνο στα μέσα κοινωνικής επικοινωνίας που υπενθυμίζεται ότι η εκλιπούσα υπήρξε βασίλισσα μιας χώρας η οποία εκμεταλλευόταν και καταπίεζε δεκάδες άλλες και τους κατοίκους τους, ανάμεσα και η Κύπρος. Η  γραμμή υπεράσπισης για την άρνησή της να δώσει χάρη στον 17χρονο κύπριο αγωνιστή Ευαγόρα Παλληκαρίδη είναι πως δεν είχε την ευελιξία για κάτι τέτοιο, ως  δέσμια του  συστήματος.  Στην πραγματικότητα  όμως αυτό είναι μια επινόηση της κυρίαρχης εξουσίας που κάθε φορά, αναλόγως σκοπιμοτήτων, εσκεμμένως παρανοεί το γεγονός ότι τα κοινωνικά συστήματα είναι φτιαγμένα από ανθρώπους. Καθώς όμως  χωρίς διαλεκτική είναι αδύνατο κανείς να φτάσει στην αλήθεια, η ρήση  ότι τα κοινωνικά προβλήματα προκαλούνται από άτομα είναι εξίσου  απλοϊκή  μ’ εκείνη ότι τα άτομα δεν έχουν καμιά ευθύνη για το ρόλο τους στο σύστημα. Είναι μια παγίδα σκέψης να αποδίδεται από τη μια ηθική στα συστήματα για την αποποίηση της ατομικής ευθύνης και από την άλλη να χρεώνονται τα προβλήματα ενός συστήματος στις ατομικές ενέργειες.
       Υποστηρίζεται ότι η βασίλισσα δεν ήταν υπεύθυνη για όλες τις φρικαλεότητες της παρηκμασμένης αυτοκρατορίας της, μόνο που τις υποστήριξε με μια άκρως δημόσια, άκρως συμβολική, τελετουργική ιδιότητα που διαμόρφωνε τη λαϊκή συναίνεση για όλες αυτές τις φρικαλεότητες. Με τη βασική θέση της κυρίαρχης εξουσίας να ενισχύεται από την αντίφαση ότι τα ισχυρά άτομα εξουσίας είναι άμοιρα ευθυνών για τα συστήματα, αλλά όμως τιμώνται για την υπεράσπισή τους. Η βασίλισσα ήταν κυριολεκτικά το κεφάλι του συστήματος, ήταν δηλ. μέρος του συστήματος και συμμετείχε στη διατήρηση και διαιώνισή του, εφόσον όλος ο πλούτος της και η ισχύς της κληρονομήθηκαν και συντηρήθηκαν από την ιμπεριαλιστική βία. 
 Από την άλλη, οι  εκδηλώσεις πένθους από χιλιάδες Βρετανούς, που κυριολεκτικά κατασκηνώνουν για να παρακολουθήσουν την πομπή της κηδείας, μάλλον σηματοδοτούν  την αγωνία τους για τη ρευστότητα ενός κόσμου που δεν μπορεί να εγγυηθεί την επιβίωσή τους. Σ’ αυτόν τον κόσμο όμως η μακροχρόνια βασιλεία της Ελισάβετ έδινε την ψευδαίσθηση μιας σταθερότητας,  ενισχύοντας την πίστη στην εθνική ενότητα. Είναι που στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο επικρατεί η αντίληψη για την αστική δημοκρατία, είτε έχει επικεφαλής έναν κληρονομικό μονάρχη είτε ένα εκλεγμένο,  σαν ένα πολίτευμα χωρίς ταξικό περιεχόμενο και η πεποίθηση ότι μόνο  αυτή εξασφαλίζει ελευθερίες και ατομικά δικαιώματα, μεριμνώντας, στο μέτρο του δυνατού, και για τον εργαζόμενο, εξασφαλίζοντας το μόνο δυνατό δρόμο προόδου.   
  Και δεν είναι μόνο στην Μ. Βρετανία  που ένας τεράστιος όγκος μέσων χειραγώγησης της σκέψης και κάθε αντίληψης έχει καταφέρει να κάνει τους εργαζόμενους να αποδεχτούν την παράλογη αυταπάτη ότι η ίδια η πολιτική του status quo μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αλλάξει αυτό το status quo. Έχουν προβληθεί οι εκλογές ανάμεσα σε κόμματα με πολιτικά προγράμματα που δεν επηρεάζουν την κυριαρχία του κεφαλαίου ή την υποταγή σε ισχυρότερη ιμπεριαλιστική εξουσία  σε υπέρτατη έκφραση της δημοκρατίας, με τις διαφορές να επικεντρώνονται σε ατομικές συμπεριφορές.
 Και γι’ αυτό  εκδηλώσεις του λαϊκού παράγοντα που κινούνται στα επιτρεπόμενα όρια ελευθερίας επιλογών του συστήματος προβάλλονται από την κυρίαρχη εξουσία ως αντισυμβατικές ή και επαναστατικές. Όπως συνέβη  πριν 25 χρόνια, όταν «ες δάκρυα έπεσε» η Μ. Βρετανία για το θάνατο της πριγκίπισσας Νταϊάνας, που ανάγκασαν την βασίλισσα Ελισάβετ να αναδιπλωθεί, σπάζοντας στην κηδεία της  το πρωτόκολλο, που θεωρήθηκε νίκη του λαϊκού παράγοντα, αλλά κυρίως ευφυής ευελιξία της Ελισάβετ, που αφουγκράστηκε την κοινή γνώμη. Αυτή  την κοινή γνώμη που σύρθηκε να λατρέψει μια εστεμμένη, η οποία απλώς ήθελε να ζήσει τη ζωή της χωρίς υποχρεώσεις και δεσμεύσεις, αλλά με τα πλεονεκτήματα που της εξασφάλιζε ο ρόλος της στη βασιλική δυναστεία.
Οι άνθρωποι όμως εξ ανάγκης σταματούν να αγνοούν την πολιτική και συνειδητοποιούν  τους ταξικούς ανταγωνισμούς, όταν καταλαβαίνουν  ότι υπάρχει μια ολόκληρη υλική  πραγματικότητα κάτω από αυτή την αυταπάτη. Καθώς τώρα η ενεργειακή κρίση και οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί υπονομεύουν την ίδια τη ζωή των εργαζομένων ανά την Ευρώπη, που τόσο επαίρονται για τα προνόμια που τους εξασφαλίζει ο καπιταλισμός της αστικής τους δημοκρατίας, η αφύπνισή τους θα είναι οδυνηρή αν δεν διεκδικήσουν την ίδια τους τη ζωή με αγωνιστικές κινητοποιήσεις.    
Στη χώρα μας παρατηρούμε τις τελευταίες ημέρες ότι  η επιμονή της κυβέρνησης να διευρύνει την αστυνομοκρατία και στους πανεπιστημιακούς χώρους προκαλεί αγωνιστικές κινητοποιήσεις σε ένα μεγάλο πλήθος φοιτητών, που φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι το πολιτικό σύστημα είναι έτσι στημένο που διασφαλίζει την κατάσταση πραγμάτων υπέρ του.  Μοιάζει μάλιστα να  αναγκάζουν την πολιτική ηγεσία να αναδιπλωθεί, έστω και προσωρινά.  Η οποία είτε προσπαθεί  με αφελή τρόπο να δικαιολογήσει την αστυνομική αγριότητα με ανακοινώσεις της ΕΛ.ΑΣ, σαν αυτή που εξηγούσε τη χρήση δακρυγόνων και χημικών σε συναυλία στο ΑΠΘ, είτε να καθησυχάσει με δημοσιεύσεις για παρουσία της ΟΠΠΙ έξω από τα πανεπιστήμια.
Τα παραμύθια για τους καλούς βασιλιάδες και κάθε είδους ηγεμόνες αδυνατούν να αποκοιμίζουν τα λαϊκά στρώματα, όταν η αναλγησία  του συστήματος  τα αναγκάζει να ξεσηκώνονται εναντίον των εκμεταλλευτών τους και τότε με τις αντιδράσεις της η κυρίαρχη τάξη εμφανίζει τον  πολιτισμό της και τη δικαιοσύνη της ως απροκάλυπτη αγριότητα και άνομη εκδίκηση.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022

Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΕΡΧΕΤΑΙ

Σαν να βρισκόμαστε στη σειρά Games of Thrones, όπου για επεισόδια αναμένονταν η έλευση του Χειμώνα και η εμβληματική φράση «ο χειμώνας έρχεται» αποκτούσε μεταφορική σημασία, που δήλωνε την ανασφάλεια της ζωής, την ανάγκη για επαγρύπνηση ή την προειδοποίηση για προετοιμασία. Το ίδιο και οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης σε όλους τους τόνους σχεδόν απειλούν με τον επικείμενο δύσκολο ενεργειακό χειμώνα, που υπόσχονται όμως να αμβλύνουν τις συνέπειές του με τις ελεημοσύνες τους στο σύνολο των εργαζομένων, αρκεί και μεις να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να περιορίσουμε τις απαιτήσεις μας για την ποιότητα ζωής μας. Όπως ο χειμώνας στη σειρά εμφανιζόταν ισχυρότερος, πέρα από δυναστείες και αγώνες για ισχύ απειλώντας τα πάντα, το ίδιο και στις λογοκρατούμενες κοινωνίες της Δύσης η ενεργειακή κρίση αντιμετωπίζεται σαν μια σχεδόν μεταφυσική απειλή χωρίς αιτία, όταν δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ως συνέπεια του ουκρανικού πολέμου.
        Τον 20ο αιώνα, η ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια, που στο παρελθόν βρισκόταν άνετα στις πλούσιες φλέβες άνθρακα της ηπείρου, περιπλέκεται από την αυξανόμενη σημασία του πετρελαίου. Ενώ η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και οι Κάτω Χώρες εκμεταλλεύτηκαν τις αποικίες τους για να τροφοδοτήσουν τις εγχώριες ανάγκες πετρελαίου, η Ιταλία και η Γερμανία ξεκίνησαν δαπανηρούς κατακτητικούς πολέμους, εν μέρει σχεδιασμένοι για την κατάληψη ξένων κοιτασμάτων πετρελαίου. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η εξάρτηση της Ευρώπης από την εισαγόμενη ενέργεια έγινε πολιτική και οικονομική πραγματικότητα. Το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής τροφοδότησε την ανοικοδόμηση της Δυτικής Ευρώπης μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ. Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο και τη βοήθεια στο Ισραήλ των ΗΠΑ, από το εμπάργκο των αραβικών πετρελαιοπαραγωγών κρατών, τις περικοπές παραγωγής του και τις υψηλές τιμές, προκάλεσε ζοφερές εκτιμήσεις για τον άμεσο αντίκτυπο της κρίσης, όπως και στα χρόνια μας. Οι χειρότεροι φόβοι για το μέλλον του καπιταλισμού όμως δεν επαληθεύτηκαν. Το μεγαλύτερο μέρος μάλιστα του νέου πετρελαϊκού πλούτου του ΟΠΕΚ ανακυκλώθηκε από δυτικές τράπεζες και η μακροπρόθεσμη επίδραση του πετρελαϊκού σοκ ήταν η επέκταση και ο εμπλουτισμός του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα. Βεβαίως η μεταπολεμική ευμάρεια των λαών ακόμη και των ανεπτυγμένων χωρών άρχισε να δοκιμάζεται, ενώ μεγάλο μέρος του αναπτυσσόμενου κόσμου υπέφερε από ενεργειακή ανασφάλεια, αλλά σίγουρα οι πιο οδυνηρές επιπτώσεις έγιναν αισθητές σε μερικούς από τους φτωχότερους ανθρώπους του κόσμου. 
        Η σημερινή κρίση μοιάζει δυνητικά χειρότερη. Στη δεκαετία του 1970, αφορούσε μόνο το πετρέλαιο, ενώ αυτή η κρίση περιλαμβάνει το φυσικό αέριο, τον άνθρακα, ακόμη και τον κύκλο του πυρηνικού καυσίμου. Εκτός από την υποκίνηση του πληθωρισμού, η σημερινή κρίση μετατρέπει μια παλαιότερα παγκόσμια αγορά σε μια κατακερματισμένη και πιο ευάλωτη σε αναταραχές, πιέζοντας την οικονομική ανάπτυξη. Μαζί μάλιστα με τη γεωπολιτική κρίση που προέκυψε από τον πόλεμο στην Ουκρανία, βαθαίνει περαιτέρω τους ανταγωνισμούς των μεγάλων δυνάμεων στον κόσμο. Και μην ξεχνάμε ότι η σημερινή ενεργειακή κρίση δεν ξεκίνησε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αλλά πέρυσι, όταν η ζήτηση της ενέργειας αυξήθηκε καθώς ο κόσμος έβγαινε από την πανδημία της covid-19. 
           Επιπλέον, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί ο ρόλος που διαδραματίζει η ιδέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που στη δυτική κυρίαρχη άποψη της τρέχουσας κατάστασης διαφημίζεται ότι παρέχουν ενεργειακή ασφάλεια και προστατεύουν τον πλανήτη. Μόνο που είναι αντίστοιχη μ’ εκείνη την άποψη που θεωρεί το ΝΑΤΟ μια αθώα, αμυντική συμμαχία ενάντια στην απρόκλητη ρωσική επιθετικότητα και ως εκ τούτου, οι ευρωπαϊκές χώρες που εισάγουν ρωσικό αέριο υποφέρουν κάτω από τη φτέρνα του Ρώσου τυράννου. Η δε στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας χρησιμοποιείται σαν απαραίτητος προάγγελος για σκληρότερες κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Στην πραγματικότητα σ’ αυτά τα οράματα φαίνεται η φιλοδοξία της Ευρώπης, με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να ετοιμάζεται για έναν ρόλο στη νέα εποχή της στρατιωτικοποίησης και του πολέμου, προς το παρόν δια αντιπροσώπων, με τη Ρωσία. Μια όμως στρατιωτικοποιημένη Ευρώπη με αυξημένες αμυντικές δαπάνες δεν θα είναι μια πιο πράσινη Ευρώπη. Γιατί ο πόλεμος είναι ένας σημαντικός μοχλός της κλιματικής αλλαγής και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να πιστεύουμε ότι οι στρατοί θα …πρασινίσουν σύντομα. Ακόμα κι αν είμαστε σε θέση να θερμαίνουμε τα σπίτια μας με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τα αεροπλάνα και διάφορα οπλικά συστήματα κλπ. εξακολουθούν να χρειάζονται ορυκτά καύσιμα. 
         Και όλη η φιλολογία για ανανεώσιμες πηγές ενέργειες προς το παρόν χρησιμοποιείται για να θεωρούνται αναπόφευκτες οι αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου, επειδή τα ορυκτά καύσιμα είναι κακά. Η κατανόηση όμως του πραγματικού μηχανισμού πίσω από τις τιμές της ενέργειας μας επιτρέπει να δούμε ότι το πρόβλημα είναι η αγορά και ο ρόλος που παίζει η ενέργεια σε αυτήν, δηλ. ο καπιταλισμός. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που παράγονται σε ένα σύστημα αγοράς θα έπαιζαν τον ίδιο ρόλο και θα ήταν ευάλωτες στην ίδια αστάθεια. Σήμερα, είναι οι φόβοι της αγοράς για την έλλειψη προμήθειας πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αύριο αυτοί οι φόβοι θα μπορούσαν να πυροδοτηθούν από μια μακροπρόθεσμη πρόγνωση καιρού για ένα ιδιαίτερα απάνεμο και συννεφιασμένο καλοκαίρι. Η αλλαγή της τεχνολογίας δεν διορθώνει το ζήτημα των τιμών, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι πελάτες εταιρειών πράσινης ενέργειας με τιμολόγια 100% ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αντιμετωπίζουν αυξήσεις όπως όλοι οι άλλοι.
           Το μέλλον που προετοιμάζεται για τη μάζα του πληθυσμού είναι οι αυξανόμενοι λογαριασμοί, η πίεση στους μισθούς, η ανεργία και η μαζική αναπροσαρμογή των δεξιοτήτων, δηλ. μια τεράστια επίθεση στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης. Αργά ή γρήγορα, αυτή η ταχεία αλλαγή θα προκαλέσει μια εξίσου γρήγορη ριζοσπαστικοποίηση στη συνείδηση. Και είναι αυτός ο υπαρξιακός τρόμος που εγκαταστάθηκε μεταξύ πολλών στην άρχουσα τάξη, γι’ αυτό ενίσχυσε τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και συρρίκνωσε εργασιακά δικαιώματα.

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2022

ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

Η εμφάνιση της πρώτης διμοιρίας της πανεπιστημιακής αστυνομίας στην είσοδο της πανεπιστημιούπολης στου Ζωγράφου πυροδότησε αντιδράσεις εκ μέρους των φοιτητών, που με τις κινητοποιήσεις τους εμπόδισαν το νέο σώμα της Αστυνομίας να εισέλθει στους πανεπιστημιακούς χώρους, παρόλο που συνοδεύονταν από δυνάμεις των ΜΑΤ, οι οποίες αντέδρασαν με το γνωστό τρόπο, ρίχνοντας χημικά και χειροβομβίδες κρότου λάμψης. 
         Η πανεπιστημιακή αστυνομία δεν είναι παρά ένα μέρος της ευρύτερης επέκτασης της αστυνόμευσης και κρατικής καταστολής μέσα από όργανα και θεσμούς για τον έλεγχο συμπεριφοράς των εκμεταλλευομένων τάξεων και τη διαμόρφωσή τους έτσι ώστε να ταυτίζονται με τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. 
         Η ανακοίνωση της σύστασης της νέας αστυνομικής δύναμης έγινε τον Δεκέμβριο του 2020, εν μέσω πανδημίας covid-19, που επηρέαζε τα συστήματα υγείας, οικονομίας, εκπαίδευσης και πολιτισμού παγκοσμίως και την καθημερινή ζωή των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Τα μέτρα όμως για την αντιμετώπισή της στην πλειοψηφία τους κατέληγαν να περιορίζονται σε αστυνομικά με κατασταλτικό χαρακτήρα, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για βελτίωση των συστημάτων υγείας. Και η ανακοίνωση για τη νέα αστυνομία φαίνεται να συμπληρώνει τη διεύρυνση της αστυνόμευσης σε όλες τις πτυχές της προσωπικής και κοινωνικής ζωής. Μάλιστα η κυβέρνηση φαίνεται να αδιαφορεί και σ’ αυτό το πεδίο αν μ’ αυτή την απόφαση εμφανίζεται να προκαλεί καθώς προκρίνει χρηματοδότηση για πρόσληψη 1030 αστυνομικών μετά από μια δεκαετία υποστελέχωσης των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων σε διδακτικό, ερευνητικό και διοικητικό προσωπικό και τη υποχρηματοδότησή τους για διδασκαλία, έρευνα και υποδομές. Βεβαίως, στα πλαίσια της συνήθους επικοινωνιακής πρακτικής της κυβέρνησης, τα μέσα ενημέρωσης και οι λοιποί παρατρεχάμενοί της στο επικοινωνιακό πεδίο ενορχήστρωσαν όλο αυτό το διάστημα μια συκοφαντική εκστρατεία με στόχο να δυσφημήσουν τα πανεπιστήμια και να τα παρουσιάσουν στο ελληνικό κοινό ως κέντρα ανομίας και παραβατικότητας, ισχυρισμός αβάσιμος σύμφωνα με σχετικές έρευνες ή στατιστικές.
      Αστυνομικά τμήματα λοιπόν δημιουργούνται εντός των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου, ενώ τα ίδια τα πανεπιστήμια θα υποχρεωθούν να εφαρμόσουν ένα σύστημα περιορισμένης πρόσβασης στις πανεπιστημιουπόλεις. Οι διμοιρίες αυτές υπάγονται άμεσα στην ελληνική αστυνομία, γεγονός που αντιφάσκει με τον αυτόνομο χαρακτήρα των πανεπιστημίων, ενώ το κόστος για τη λειτουργία τους βαρύνει τον ήδη περιορισμένο προϋπολογισμό των ελληνικών Πανεπιστημίων. Και βέβαια όλα αυτά, παρόλες τις κραυγές περί του αντιθέτου της κυβέρνησης, απέχουν πολύ από την προστασία της περιβόητης ακαδημαϊκής ελευθερίας που η αστική μας εξουσία διατυμπανίζει. 
      Η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι, ιστορικά, μια συγκεκριμένη ελευθερία που αναφέρεται στα συλλογικά δικαιώματα όσων ασχολούνται με την επιδίωξη της παραγωγής γνώσης, που μπορεί να καταλήξει και επικίνδυνη, όταν αμφισβητεί την καθιερωμένη εξουσία, είτε στο πεδίο της γνώσης είτε στο πεδίο του κράτους. Αυτή είναι μια ελευθερία που επαίρεται το αστικό κράτος ότι παραχωρεί σε μελετητές, συνήθως εντός εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς η κάποιες φορές επικίνδυνη δραστηριότητά τους έχει θεωρηθεί ζωτικής σημασίας για το δημόσιο καλό, που ταυτίζεται ακριβώς με τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Γιατί στις αστικές δημοκρατίες, όταν η αστική τάξη στην αυγή της εξουσίας της άνοιγε νέους δρόμους με τη βοήθεια της επιστήμης, η αναγνώριση της ακαδημαϊκής αυτονομίας έχει γίνει κατανοητό ότι είναι προς το συμφέρον του κράτους, εφόσον χωρίς τη συνεχή και ακαταπόνητη όρεξη με την οποία μπορεί να βρεθεί η αλήθεια και να εξελιχθεί η επιστήμη, η γνώση που απαιτείται για την ανάπτυξη και ευημερία δεν θα ήταν διαθέσιμη. Μ’ αυτήν την έννοια, η ελευθερία της διδασκαλίας και της μάθησης θεωρήθηκε ότι συνεισφέρει στο δημόσιο συμφέρον, το οποίο ήταν καθήκον του κράτους να διασφαλίσει. 
         Βέβαια πάντα το πανεπιστήμιο στην αστική δημοκρατία ήταν ένας προνομιούχος θύλακας, καθώς οι σχολές και η διδασκαλία του απέκλειαν συστηματικά με ταξικά κριτήρια μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Γι’ αυτό και ήταν ένας τόπος σύγκρουσης σχετικά με το ποιος και τι έπρεπε να διδαχθεί και από ποιον, αντανακλάσεις των ταξικών κοινωνικών συγκρούσεων, και συχνά επικρατούσε η κρατική ρύθμιση. Αν και η εξιδανικευμένη εικόνα του ως τόπος ελεύθερης έρευνας ήταν πάντα αυτή, στην πραγματικότητα μια εξιδανίκευση που δεν υλοποιήθηκε ποτέ, κι έτσι όμως δημιουργούσε ένα ιδανικό του οποίου η πραγματοποίηση μπορούσε να γίνει αντικείμενο διεκδίκησης. 
         Αυτό όμως τώρα γίνεται όλο και πιο δύσκολο καθώς το πανεπιστήμιο προχωρά προς τον ορισμό του εαυτού του ως εταιρική οντότητα, αφιερώνεται στην επαγγελματική κατάρτιση και όχι στην κριτική και δημιουργική σκέψη. Κι ενώ η κυρίαρχη εξουσία διαφημίζεται για την ελευθερία της και ανεκτικότητά της η εντατικοποίηση των εσωτερικών και εξωτερικών πιέσεων για περιορισμό της κριτικής σκέψης στα πανεπιστήμια ακόμα κι αν δεν είναι άμεση μοιάζει να αυξάνεται. Κι αυτό είναι συνέπεια του επαναπροσδιορισμού της λειτουργίας της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης που εργαλειοποιεί τη γνώση και εξατομικεύει την αντίληψη του δημόσιου αγαθού. Στο νέο επιχειρηματικό μοντέλο του πανεπιστημίου, οι φοιτητές θεωρούνται ως πελάτες που πληρώνουν, των οποίων η άνεση πρέπει να είναι εξασφαλισμένη, ενώ τα λογιστικά έχουν αντικαταστήσει στην πραγματικότητα την έννοια της ηθικής λογοδοσίας, έστω και σαν απραγματοποίητο ιδανικό, που έστω και θεωρητικά καθοδηγούσε. Έχει επικρατήσει μια απεικόνιση της εκπαίδευσης ως μετάδοσης χρήσιμων πληροφοριών και κατάρτισης για την προώθηση ατομικών ευκαιριών στην αγορά. 
      Στην πραγματικότητα λοιπόν η περιβόητη ακαδημαϊκή ελευθερία έχει προ πολλού τουλάχιστον συρρικνωθεί, αν δεν έχει καταργηθεί. Γιατί στην ακαδημαϊκή ελευθερία περιλαμβάνεται και η δυνατότητα των ερευνητών και των εκπαιδευτών να διερευνούν και να διαδίδουν γνώση χωρίς παρεμβάσεις από διοικήσεις, πολιτικές εξουσίες και επιχειρηματικά συμφέροντα, τουλάχιστον εμφανώς. Αυτή η ελευθερία είναι ιδιαίτερα σημαντική, όταν η επιδίωξη της γνώσης οδηγεί έναν καθηγητή σε συμπεράσματα ή ιδέες που έρχονται σε αντίθεση με τις πολιτικές πεποιθήσεις όσων βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας ή με επιχειρηματικά συμφέροντα από τα οποία εξαρτάται η χρηματοδότηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Και είναι τότε που μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, φοιτητές ή προσωπικό, μπορεί να συμμετέχουν σε άμεσες αντιπαραθέσεις με στόχο να εξαναγκάσουν εκείνους που βρίσκονται στην εξουσία να αλλάξουν κάποιο χαρακτηριστικό της πολιτικής στην πανεπιστημιακή ζωή. 
      Γι’ αυτό λοιπόν και η παρουσία αστυνομικών δυνάμεων μέσα στα πανεπιστήμια έρχεται σε ευθεία αντίθεση με αυτήν την ελευθερία εξερεύνησης, διάδοσης και υποστήριξης αμφιλεγόμενων ιδεών. Και μόνο η παρουσία τους αποτελεί το καταναγκαστικό εργαλείο για να καταπνιγεί προληπτικά κάθε φωνή διαφωνούντος, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση φοβισμένων και υποταγμένων προσωπικοτήτων. Και όταν οι αμφισβητήσεις και διαφωνίες εξελιχθούν σε συγκρουσιακές ενέργειες, η αστυνομία της πανεπιστημιούπολης έχει την εξουσία για την επιβολή της τάξης να συλλαμβάνει ή να εξαναγκάζει με άλλον τρόπο τους διαφωνούντες φοιτητές, καθηγητές, προσωπικό και μέλη της κοινότητας να συμμορφωθούν με τις επιθυμίες της κυρίαρχης εξουσίας, όπως κάθε φορά εκφράζεται στο πολιτικό ή οικονομικό πεδίο. Και δεν είναι καθόλου αυθαίρετη η σύγκρισή της με πρακτικές της δικτατορίας και το σπουδαστικό της ασφάλειας σε αλήστου μνήμης εποχές που χρησιμοποιούνταν από τις διοικήσεις για να εκφοβίζουν και να εξαναγκάζουν ή και να χρησιμοποιούν βία κατά καθηγητών και φοιτητών. Η κατάσταση της αστυνόμευσης βρίσκεται σε σαφή αντίθεση με τα ιδανικά μιας ελεύθερης και δίκαιης δημοκρατικής κοινωνίας, όπως διακηρύσσει ότι είναι η αστική, και γι’ αυτό θα έπρεπε καθολικά η πανεπιστημιακή κοινότητα να είχε αντιδράσεις στο μέτρο επέκτασης της αστυνόμευσης μέσα στα πανεπιστήμια. 
      Πόσα όμως μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας τολμούν να αμφισβητήσουν το status quo εις βάρος της καριέρας και της κοινωνικής τους ανάδειξης; Και μένουν να αγωνίζονται οι φοιτητές που δεν αφομοίωσαν με την ενηλικίωσή τους το καταρρέον αμερικανικό όνειρο της κοινωνικής ανέλιξης και αγωνίζονται για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.