Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κ. Μαρξ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κ. Μαρξ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

ΤΑ ΠΕΤΑΜΕΝΑ ΛΕΦΤΑ


Τέλη Σεπτεμβρίου  ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στ. Πέτσας  στον προσωπικό του λογαριασμό στο twitter πόσταρε συνέντευξή του σε ραδιόφωνο που τιτλοφορούνταν «αν είχαμε ακούσει τον ΣΥΡΙΖΑ για τις ΜΕΘ θα είχαμε πετάξει δεκάδες εκατομμύρια». Ο υπουργός Ανάπτυξης Α. Γεωργιάδης τέλη Οκτωβρίου θεωρούσε επιζήμια  την αύξηση του αριθμού λεωφορείων, παρόλο το συνωστισμό που παρατηρείται σ’ αυτά και είναι επικίνδυνος σε συνθήκες πανδημίας, αιτιολογώντας της με ρητορικές ερωτήσεις για τα δισεκατομμύρια ευρώ που έχουν δαπανηθεί τις τελευταίες δεκαετίες και την αναγκαιότητα να κοπούν συντάξεις για την αγορά περισσότερων λεωφορείων. Ο υφυπουργός υγείας Β. Κοντοζαμάνης, στην ενημέρωση για την πορεία της επιδημίας στα μέσα Νοεμβρίου δήλωσε πως η επίταξη του ιδιωτικού τομέα υγείας δεν είναι δωρεά στο κράτος  τονίζοντας πως αν γινόταν επίταξη στο πρώτο κύμα της επιδημίας που δεν χρειάστηκε "θα είχαμε πετάξει τα χρήματα που διαθέτουμε".
       Δηλώσεις υπουργών της  κυβέρνησης στη χώρα μας που στην προσπάθειά τους να καλύψουν την ολιγωρία της σχετικά με την αντιμετώπιση της πανδημίας και να δικαιολογήσουν  τις συνέπειες των ενεργειών τους αποκαλύπτουν, πέρα από  τις δημαγωγίες, την προτεραιότητα που έχει η καπιταλιστική οικονομία σε κάθε επιλογή και τα όρια της φιλολαϊκής πολιτικής που μπορεί να ασκήσει μια τέτοια κυβέρνηση όταν απειλείται η κερδοφορία του κεφαλαίου.  Είναι χαρακτηριστικές οι λέξεις που οι υπουργοί χρησιμοποιούν για  πεταμένα λεφτά όταν πρόκειται μάλιστα για υπηρεσίες που σχετίζονται με την υγεία του συνόλου του πληθυσμού. Αυτοί οι υπουργοί υπηρετώντας, κάποιες φορές με πολλή δουλοπρέπεια και χωρίς προσχήματα, το  κεφάλαιο με τις διάφορες μορφές του, θεωρούν αυτονόητο όλες οι κυβερνητικές επιλογές να γίνονται με βάση τα συμφέροντά του.
      Και όλες οι απόψεις τους εκφρασμένες απλοϊκά με ιδεαλιστικά περιτυλίγματα, για να τις εξωραΐσουν, απηχούν αντιλήψεις του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, που με εμβρίθεια  ανέλυσε ο Α. Σμιθ  και επιστημονικά έκρινε ο Κ. Μαρξ.
       Ο Μαρξ, ενάμιση αιώνα πριν, κρίνοντας την αντίληψη του Σμιθ για τη παραγωγική εργασία επισημαίνει τη θέση του ότι  στον καπιταλιστικό κόσμο μόνο η εργασία που παράγει κεφάλαιο είναι παραγωγική εργασία. 

   «Γιατί η αξία χρήσης της εργατικής δύναμης συνίσταται για τον κεφαλαιοκράτη, σαν τέτιον, όχι στην πραγματική της αξία χρήσης, στην ωφελιμότητα αυτής της ιδιαίτερης συγκεκριμένης εργασίας, ότι δηλαδή πρόκειται για κλωστική εργασία, για υφαντική εργασία κλπ., ακριβώς όπως δεν τον ενδιαφέρει η αξία χρήσης του προϊόντος αυτής της εργασίας, σαν τέτιου, επειδή γι’ αυτόν το προϊόν είναι εμπόρευμα (και μάλιστα εμπόρευμα πριν από την πρώτη του μεταμόρφωση), και όχι είδος κατανάλωσης. Αυτό που τον ενδιαφέρει στο εμπόρευμα είναι ότι έχει μεγαλύτερη ανταλλακτική αξία από την αξία που πλήρωσε για την παραγωγή του, και έτσι η αξία χρήσης της εργασίας γι’ αυτόν συνίσταται στο ότι παίρνει πίσω μια μεγαλύτερη ποσότητα χρόνου εργασίας από εκείνον που πλήρωσε με τη μορφή του μισθού (…).                                                                                       Η παραγωγική εργασία καθορίζεται εδώ από την άποψη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, ο  δε Α. Σμιθ έχει εξαντλήσει εννοιακά  το ζήτημα, πέτυχε το στόχο -πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες επιστημονικές υπηρεσίες του (παραμένει, όπως έχει παρατηρήσει σωστά ο Μάλθους, η βάση όλης της αστικής πολιτικής οικονομίας αυτή η κριτική διάκριση ανάμεσα στην παραγωγική και στη μη παραγωγική εργασία), το γεγονός ότι την παραγωγική εργασία την καθορίζει σαν εργασία, που ανταλλάσσεται άμεσα με το κεφάλαιο, δηλαδή με ανταλλαγή, με την οποία μόνο οι όροι παραγωγής της εργασίας και γενικά η αξία, το χρήμα κα τα εμπορεύματα μετατρέπονται πρώτα σε κεφάλαιο (και η εργασία σε μισθωτή εργασία με την επιστημονική έννοια).

        Ετσι έχει αποδειχτεί απόλυτα, τι είναι η μη παραγωγική εργασία. Είναι η εργασία που δεν ανταλλάσσεται με κεφάλαιο, αλλά που ανταλλάσσεται άμεσα με εισόδημα, δηλαδή με μισθό ή με κέρδος (φυσικά και με τις διάφορες κατηγορίες, όπως ο τόκος και οι πρόσοδες, που συμμετέχουν σαν μέτοχοι -copartners- κέρδος του κεφαλαιοκράτη) (…) Οι ορισμοί αυτοί δεν είναι λοιπόν παρμένοι από το υλικό χαρακτηριστικό της εργασίας, (ούτε από τη φύση του προϊόντος της, ούτε από την καθορισμένη κοινωνική μορφή, από τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, μέσα στις οποίες συντελείται. Ένας ηθοποιός λ.χ. ακόμα και ένας παλιάτσος, είναι επομένως ένας παραγωγικός εργάτης, όταν δουλεύει στην υπηρεσία ενός καπιταλιστή (του επιχειρηματία), στον οποίο επιστρέφει περισσότερη  εργασία, από εκείνη που παίρνει απ’ αυτόν με τη μορφή του μισθού, ενώ ένας μπαλωματής ράφτης, που πάει  στο σπίτι του καπιταλιστή, για να του μπαλώσει τα παντελόνια του του τού δημιουργεί μόνο μια αξία χρήσης, είναι ένας μη παραγωγικός εργάτης. Η εργασία του πρώτου ανταλλάσσεται με κεφάλαιο, ενώ η εργασία του δεύτερου με εισόδημα. Η πρώτη δημιουργεί μια υπεραξία, με τη δεύτερη καταναλώνεται ένα εισόδημα. 
        Η παραγωγική και η μη παραγωγική εργασία εξετάζονται εδώ πάντα από τη σκοπιά του κατόχου χρήματος, του καπιταλιστή, όχι του εργάτη (…)
       Ένας συγγραφέας είναι παραγωγικός εργάτης, όχι γιατί  παράγει ιδέες, αλλά γιατί πλουτίζει τον βιβλιοπώλη, που εκδίδει τα συγγράμματά του, ή γιατί είναι ο μισθωτός εργάτης ενός καπιταλιστή.(…)     
      
      (…) Αυτό που προκάλεσε ιδίως την πολεμική ενάντια στη διάκριση που κάνει ο Α. Σμιθ ανάμεσα στην παραγωγική και μη παραγωγική εργασία (…) Τα παρακάτω περιστατικά είναι που προκάλεσαν την πολεμική αυτή.
       Στη μεγάλη μάζα των λεγόμενων «ανώτερων» εργατών -όπως των δημόσιων υπαλλήλων, των στρατιωτικών, των βιρτουόζων, των γιατρών, των παπάδων, των δικαστών, των δικηγόρων κλπ.- όλων αυτών, που εν μέρει δεν είναι μόνο μη παραγωγικοί, αλλά στην ουσία και ολέθριοι, που καταφέρνουν όμως να ιδιοποιούνται ένα πολύ μεγάλο μέρος του υλικού πλούτου, είτε πουλώντας τα «μη υλικά» εμπορεύματά τους, είτε με τη βίαιη επιβολή αυτών των εμπορευμάτων -σ’ όλη αυτή τη μάζα δεν ήταν καθόλου ευχάριστο να κατατάσσεται από οικονομική άποψη σ’ αυτήν την τάξη, των γελωτοποιών και των υπηρετών και να εμφανίζονται σαν απλοί συγκαταναλωτές, σαν παράσιτα των καθεαυτό παραγωγών.(…) 
         Εφόσον αυτοί οι «μη παραγωγικοί εργάτες» δεν παράγουν απολαύσεις, και γι’ αυτό το αγόρασμα τους εξαρτιέται ολότελα από τον τρόπο που ο παράγοντας της παραγωγής θέλει να ξοδέψει τον μισό ή το κέρδος του -εφόσον, αντίθετα, γίνονται αναγκαίοι ή κάνουν τον εαυτό τους αναγκαίο (όπως οι γιατροί) επειδή υπάρχουν άνθρωποι σωματικά άρρωστοι ή (όπως οι παπάδες) επειδή υπάρχουν άνθρωποι πνευματικά αδύνατοι, ή (όπως οι πολιτικοί άνδρες, όλοι οι νομικοί, οι αστυνομικοί, οι στρατιώτες) επειδή υπάρχει η σύγκρουση των ατομικών και των εθνικών συμφερόντων, όλοι αυτοί εμφανίζονται στον Α. Σμιθ, όπως και στους ίδιους τους βιομήχανους καπιταλιστές και στην εργατική τάξη σαν τα faux frais της παραγωγής, και επομένως θα πρέπει να περιοριστούν ως το αναγκαίο κατώτατο όριο και να κοστίζουν όσο το δυνατό πιο φτηνά. Η αστική κοινωνία αναπαράγει ξανά με την προσιδιάζουσα σ’ αυτήν μορφή όλα αυτά που τα είχε καταπολεμήσει στη φεουδαρχική ή απολυταρχική τους μορφή»

 (Κ. Μαρξ, Θεωρίες για την υπεραξία, 4ος τ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, μτφ. Π. Μαυρομμάτη, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1984, σ. 151-152, σ.173)

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020

ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΨΙΕΣ


Κάτι οι  θριαμβικές ανακοινώσεις και δηλώσεις όψιμων αντιφασιστών για την καταδίκη ως εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής από το δικαστήριο, κάτι οι δηλώσεις υπουργών, όπως της Ν. Κεραμέως, που δικαιολογούν την αντιδραστική πολιτική τους με πρόσχημα το ενδιαφέρον για «τους οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερους», ανακαλούνται στη μνήμη πολιτικές συμπεριφορές των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης. Όλα αυτά μοιάζουν μιμήσεις πολιτικής συμπεριφοράς του πάλαι ποτε ΠΑΣΟΚ, που με τον ψευδεπίγραφο σοσιαλισμό του έπειθε στη διαστρέβλωση  της ιστορίας και στην ισοπέδωση των  ταξικών διεκδικήσεων. Αυτές οι ομοιότητες, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών, έχουν κοινή αφετηρία την ίδια αστική ιδεολογία που θέλει να δικαιώνει την κυρίαρχη τάξη όταν υπερασπίζεται τα συμφέροντά της.

Ο Κ. Μαρξ εδώ και εκατόν εβδομήντα περίπου χρόνια, στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» μας βοηθά να κατανοήσουμε αυτήν την πραγματικότητα.

«Ένα τμήμα της αστικής τάξης θέλει να απαλύνει τα «κοινωνικά δεινά» για να διασφαλίσει τη διαιώνιση της αστικής κοινωνίας.

(…) Οι σοσιαλιστές αστοί θέλουν τις συνθήκες ζωής της σύγχρονης κοινωνίας δίχως τους αγώνες  και τους κινδύνους που αναγκαία εκπορεύονται από αυτή. Θέλουν την υπάρχουσα κοινωνία δίχως τα επαναστατικά και διαβρωτικά της στοιχεία. Θέλουν την αστική τάξη δίχως το προλεταριάτο. Η αστική τάξη θέλει, φυσικά. Να πιστεύει ότι ο κόσμος όπου κυριαρχεί είναι ο καλύτερος δυνατός.  Ο αστικός Σοσιαλισμός παίρνει τούτη την παρήγορη πίστη και κατασκευάζει κουτσά –στραβά από αυτήν ένα σύστημα.

(…)Μια δεύτερη, λιγότερο συστηματική αλλά περισσότερο πρακτική εκδοχή αυτού το Σοσιαλισμού προσπάθησε να αποτρέψει την εργατική τάξη από κάθε επαναστατική ενέργεια, με το επιχείρημα ότι δεν είναι η τάδε ή δείνα πολιτική αλλαγή που θα μπορούσε να την ωφελήσει αλλά μόνον η αλλαγή των υλικών όρων διαβίωσης, των οικονομικών συνθηκών. Κάνοντας όμως λόγο για αλλαγή των υλικών όρων διαβίωσης, ο Σοσιαλισμός αυτός δεν εννοεί  κατά κανένα τρόπο την κατάλυση των αστικών παραγωγικών σχέσεων –πράγμα εφικτό  μόνο δια της επαναστατικής οδού- παρά μόνο κάποιες βελτιώσεις διοικητικού χαρακτήρα που δεν αποκλίνουν ουσιωδώς σε τίποτα τη σχέση  κεφαλαίου  και μισθωτής εργασίας, αλλά στην καλύτερη  περίπτωση μειώνουν προς όφελος της αστικής τάξης το κόστος της κυριαρχίας της και ελαφρύνουν τα δημοσιονομικά βάρη του κράτους της»

                Όταν επομένως η κριτική μας  περιορίζεται να χρεώνει απλώς σε ανικανότητα ή διαφθορά την πολιτική εξαθλίωσης και αυταρχισμού που εφαρμόζεται στον καπιταλισμό από την αστική τάξη,  δεν ξεφεύγει από τη βασική γραμμή της που οδηγεί στη συναίνεση και αποδοχή της. Η αδυναμία  μας να κατανοήσουμε για να ερμηνεύσουμε την κοινωνικοοικονομική  πραγματικότητα είναι το πρώτο βήμα που συμβάλλει, ερήμην μας,  στην διαμόρφωσή της κατά τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Και καταλήγουμε να εθελοτυφλούμε.  Επιλέγουμε να αγνοούμε τα όσα τρομερά συμβαίνουν γύρω μας, επειδή πολλές φορές δεν εμπλεκόμαστε άμεσα, προσπαθώντας να ζούμε στα κενά που αφήνονται μεταξύ  κυρίαρχων πολιτικών αποφάσεων και δράσεων, ανεχόμενοι, αν όχι βοηθώντας μάλιστα,  να δημιουργηθούν πολιτικοκοινωνικές καταστάσεις που μοιάζουν εξαιρέσεις μέχρι να τις συνηθίσουμε σαν κανονικότητα.

               Συνηθίσαμε την εξαθλίωση που εδώ και μια δεκαετία μας επιβλήθηκε εν είδει τιμωρίας, γιατί ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας, γιατί είμαστε τεμπέληδες, γιατί… γιατί …

               Και τώρα με την πανδημία πρέπει να συνηθίσουμε να ζούμε με το φόβο, ενοχοποιημένοι για τις κοινωνικές συναναστροφές, κατηγορούμενοι για τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις. Σε όλους τους τόνους επαναλαμβάνεται πως αν δεν υπάρξει πλήρη πίστη και υπακοή στις υπαγορεύσεις της κυρίαρχης εξουσίας διακινδυνεύουμε τη ζωή μας.

               Μόνο που η  προστασία της δημόσιας υγείας αλλά και οι οικονομικές επιπτώσεις από την πανδημία, ένα εξάμηνο τώρα, φαίνεται πως χρησιμοποιούνται ως προσχήματα για την επιβολή της πιο αντιλαϊκής  πολιτικής, στα εργασιακά και την καταστολή,  η οποία θα αντιμετώπιζε προβλήματα στην εφαρμογή της χωρίς την κατάλληλη ιδεολογική μεταμφίεση, για να υποκλέψει τη συναίνεσή μας. Η κυρίαρχη τάξη δεν είναι φιλεύσπλαχνη, ή και υποχόνδρια για να  ανησυχεί υπερβολικά για την υγεία μας. Από τη μια  έχει κλείσει ιατρικές υπηρεσίες και δεν μεριμνά για τη στελέχωση των υπηρεσιών υγείας, από την άλλη όμως δεν παραλείπει με λεκτικά τεχνάσματα να παραπλανά υποκρινόμενη  ενδιαφέρον για τη δημόσια υγεία.  Μόνο που αποδεικνύεται πως το ενδιαφέρον  για την υγεία εξαρτάται από την εγρήγορση των λαϊκών στρωμάτων στο βαθμό που κινητοποιούνται και  διεκδικούν προστασία της υγείας τους. Γιατί δεν επιτυγχάνεται η απαίτηση για εκπλήρωση των υποχρεώσεών μας, ώστε να είμαστε υγιείς για μας τους ίδιους  και αβλαβείς για τους άλλους, όταν στερούμαστε τα μέσα για να συμβεί αυτό.

  Στην τελική,   όλους αυτούς του μήνες αιωρείται το ερώτημα, μήπως η πολιτική των καπιταλιστών που συνδυάζει την αύξηση της λιτότητας και ανεργίας με την υγειονομική απειλή και τον αυξημένο και διευρυμένο έλεγχο  δεν εξυπηρετεί παρά μόνο το δικό τους στόχο, να  συνεχίζουν να ζουν όπως ζουν για πάντα έχοντας αποδυναμώσει κάθε αντίδραση των εργαζομένων.  

Κυριακή 29 Απριλίου 2018

ΑΠΟ ΤΗΝ «ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ»


Κι επειδή η πρωτομαγιά  του 1886 είναι ορόσημο για τους εργατικούς αγώνες με τη μεγάλη απεργία στο Σικάγο των ΗΠΑ για διεκδίκηση  της 8ωρης εργάσιμης μέρας που βάφτηκε  με το αίμα των εργατών τις επόμενες μέρες, σε κάθε πρωτομαγιά με τις διαδηλώσεις τους οι εργαζόμενοι  εκφράζουν την απαίτησή τους να διεκδικήσουν με την οργάνωση και τον αγώνα τους την ικανοποίηση των σύγχρονων εργατικών αναγκών.
               Κι αν στις μέρες μας οι γραφειοκρατικές συνδικαλιστικές ηγεσίες, όπως της ΓΣΕΕ, ξεκομμένες από τους εργαζόμενους και τα συμφέροντά τους έχοντας καταλήξει κομμάτι του κρατικού οικονομικού σχηματισμού συνέβαλαν τα μέγιστα στον ευνουχισμό των αγωνιστικών διαθέσεων των εργαζομένων και στην απομαζικοποίηση των διαδικασιών του συνδικαλιστικού κινήματος αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν είναι τα συνδικάτα που με ταξικό προσανατολισμό μπορούν να λειτουργήσουν ως οι μορφές οργάνωσης και συσπείρωσης  των εργαζομένων  για ένα αγωνιστικό κίνημα ενάντια στην αυθαιρεσία και τις επιθέσεις του κεφαλαίου.
Κι επειδή το συνδικαλιστικό κίνημα αντιμετωπίζει στις μέρες μας νέα προβλήματα και προκλήσεις θυμόμαστε τις αναφορές  του Μαρξ για τις  εργατικές ενώσεις και τη σημασία τους για τους αγώνες των εργατών στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου «η αθλιότητα της φιλοσοφίας».
 «Οι οικονομολόγοι κι οι σοσιαλιστές συμφωνούνε σ’ ένα μονάχα σημείο: να καταδικάσουνε τις εργατικές ενώσεις·  μόνο που δικαιολογούν διαφορετικά την καταδικαστική τους πράξη
               Οι οικονομολόγοι, λένε στους εργάτες: μην ενώνεστε. Με τις Ενώσεις σας, εμποδίζετε την κανονική πορεία της βιομηχανίας, εμποδίζετε τους εργοστασιάρχες ν’ ανταποκρίνονται στις παραγγελίες, φέρνετε αναταραχή στο εμπόριο κι επιταχύνετε τη μεγάλη διάδοση των μηχανών που, αχρηστεύοντας την εργασία σας ως ένα βαθμό, σας αναγκάζουν να δεχτείτε ακόμα πιο μικρό μισθό. Άλλωστε του κάκου αγωνίζεστε. Ο μισθός θα προσδιορίζεται πάντα απ’ την αναλογία των χεριών που ζητούνται με τα χέρια που προσφέρονται κι είναι γελοία κι επικίνδυνη η προσπάθειά σας να επαναστατείτε ενάντια στους αιώνιους νόμους της πολιτικής οικονομίας. 
           Οι σοσιαλιστές λένε στους εργάτες: μην οργανώνεστε, γιατί στο κάτω κάτω, τι θα κερδίσετε μ’ αυτό; Μιαν αύξηση μισθών; Οι οικονομολόγοι θα σας αποδείξουνε με ντοκουμέντα πως τις λίγες πεντάρες που θα μπορούσατε να κερδίσετε, σε περίπτωση επιτυχίας, για μερικές στιγμές, θα τις ακολουθήσει μια παντοτινή μείωση (μισθού). Ικανοί λογιστές θα σας αποδείξουνε πως θα χρειάζονταν χρόνια και χρόνια για να ξαναπιάσετε με την αύξηση των μισθών τα έξοδα που χρειάστηκε να κάνετε για να οργανώσετε και διατηρήσετε τις ενώσεις σας.
            Κι εμείς θα σας πούμε με την ιδιότητά μας του σοσιαλιστή, πως ανεξάρτητα από τούτο το χρηματικό ζήτημα, δε θα μείνετε λιγότερο εργάτες, και τ’ αφεντικά θα μείνουν πάντα αφεντικά κι ύστερ’ από τις ενώσεις σας όπως και πρωτύτερα. Ετσι ούτε ενώσεις χρειάζονται, ούτε πολιτική. Γιατί, το να φτιάχνετε ενώσεις δε σημαίνει πως κάνετε πολιτική;
             Οι οικονομολόγοι θέλουν να μείνουν οι εργάτες μέσα στην κοινωνία τέτοια που διαμορφώθηκε και τέτοια που την περιγράψανε και της βάλανε τη σφραγίδα τους στα εγχειρίδιά τους.
       Οι σοσιαλιστές θέλουν ν’ αφήσουν οι εργάτες την παλιά κοινωνία, για να μπορέσουν να μπούνε καλύτερα στην καινούρια κοινωνία που τους προετοιμάσανε με τόση προνοητικότητα.
               Ωστόσο, στο πείσμα των οικονομολόγων και των σοσιαλιστών, μ’ όλα τα εγχειρίδια και τις ουτοπίες, οι εργατικές ενώσεις δεν πάψαν ούτε μια στιγμή να προχωρούν και να μεγαλώνουν με την ανάπτυξη και την επέκταση της σύγχρονης βιομηχανίας. Βρίσκονται σήμερα σε τέτοιο σημείο ώστε ο βαθμός που έφτασε η ένωση των εργατών σε μια χώρα, δείχνει ολοκάθαρα το βαθμό που κατέχει αυτή στην ιεραρχία της παγκόσμιας αγοράς. Η Αγγλία, που η βιομηχανία έφτασε στον υψηλότερο βαθμό ανάπτυξης, έχει τις μεγαλύτερες και καλύτερα οργανωμένες εργατικές ενώσεις. (…)Οι οικονομικές συνθήκες είχαν αρχικά μετατρέψει τη μάζα της χώρας σ’ εργάτες. Η κυριαρχία του κεφαλαίου δημιούργησε για τούτη τη μάζα κοινή θέση, κοινά συμφέροντα. Ετσι, η μάζα αυτή είναι πια μια τάξη αντίκρυ στο κεφάλαιο. Μα δεν έχει γίνει ακόμα τάξη για τον εαυτό της. Μέσα στην πάλη, που μονάχα μερικές της φάσεις έχουμε σημειώσει, τούτη η μάζα συνενώνεται, συγκροτείται σε τάξη για τον εαυτό της. Τα συμφέροντα που υπερασπίζει γίνονται ταξικά συμφέροντα. Μα η τάξη είναι πάλη πολιτική.(…)
Πολλές έρευνες έχουνε γίνει για να εξεταστούν οι διάφορες ιστορικές φάσεις που πέρασε η αστική τάξη από την κοινότητα ίσαμε τη συγκρότησή της σε τάξη.
Ωστόσο, όταν πρόκειται να εξεταστούν μ’ ακρίβεια οι απεργίες, οι εργατικές ενώσεις και οι άλλες μορφές, που μ’ αυτές οι προλετάριοι οργανώνονται, μπροστά στα μάτια μας σε τάξη, άλλους τους πιάνει πραγματικός φόβος, κι άλλοι δείχνουν αλαζονικά μιαν έσχατη περιφρόνηση.
Ο ζωτικός όρος για κάθε κοινωνία θεμελιωμένη πάνω στον ταξικό ανταγωνισμό, είναι μια καταπιεζόμενη τάξη. Η απελευθέρωση της καταπιεζόμενης τάξης επιβάλλει, λοιπόν, απαραίτητα τη δημιουργία μιας καινούριας κοινωνίας. Για να μπορέσει να απελευθερωθεί η καταπιεζόμενη τάξη, πρέπει να μην μπορούν πια να σταθούν πλάι – πλάι οι παραγωγικές δυνάμεις που αποχτηθήκανε πια κι οι κοινωνικές σχέσεις που υπάρχουνε τώρα να μην μπορούν να συνυπάρξουν. Απ’ όλα τα μέσα παραγωγής η μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη είναι η ίδια η επαναστατική τάξη. Η οργάνωση των επαναστατικών στοιχείων σε τάξη υποθέτει πως υπάρχουν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορούσαν να γεννηθούν μέσα στα σπλάχνα της παλιάς κοινωνίας.
Αυτό σημαίνει τάχα πως ύστερα από το γκρέμισμα της παλιάς κοινωνίας θα υπάρξει μια καινούρια μαζική κυριαρχία, που συνοψίζεται σε μια καινούρια πολιτική εξουσία; Όχι.
Ο όρος για την απελευθέρωση της εργαζόμενης τάξης, είναι η κατάργηση κάθε τάξης, ακριβώς όπως κι ο όρος για ν’ απελευθερωθεί η μεσαία τάξη, η αστική τάξη, στάθηκε η κατάργηση όλων των παλιότερων καθεστώτων κι όλων των τάξεων.
Μέσα στην πορεία της ανάπτυξής της, η εργατική τάξη θ’ αντικαταστήσει την παλιά αστική κοινωνία με μια κοινωνία, που θ’ αποκλείσει τις τάξεις και τον ανταγωνισμό τους και δε θα υπάρχει πια η καθαυτό λεγόμενη πολιτική εξουσία, αφού η πολιτική εξουσία είναι ίσα – ίσα η επίσημη ανακεφαλαίωση του ανταγωνισμού μέσα στην αστική κοινωνία.
Στο μεταξύ ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, είναι πάλη τάξης με τάξη, πάλη που σα φτάσει στην ανώτερη έκφρασή της, γίνεται ολοκληρωτική επανάσταση. Πρέπει, άλλωστε, να παραξενευόμαστε που μια κοινωνία, θεμελιωμένη πάνω στην αντίθεση των πραγμάτων καταλήγει σε μια βίαιη αντίφαση, σε μια σύγκρουση σώμα με σώμα σαν τελευταία λύση;
Μη λέτε πως οι κοινωνικοί αγώνες αποκλείουνε τους πολιτικούς αγώνες. Δεν υπάρχει ποτέ πολιτικός αγώνας που να μην είναι ταυτόχρονα και κοινωνικός.
Αυτό γίνεται μονάχα σε μια τάξη πραγμάτων όπου δε θα υπάρχουν πια τάξεις και ταξικοί ανταγωνισμοί, όπου οι κοινωνικές εξελίξεις θα πάψουν να ‘ναι πολιτικές επαναστάσεις. Ίσαμε τότε, στις παραμονές κάθε γενικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, η τελευταία λέξη της κοινωνικής επιστήμης θα ‘ναι πάντα:
«Αγώνας ή θάνατος: ματοκύλισμα ή αφανισμός. Έτσι ακαταμάχητα μπαίνει το ζήτημα.
Γεωργία Σάνδη».
     ( « Η αθλιότητα της φιλοσοφίας», σελ.171-174, εκδ. Γερ. Αναγνωστίδη)

Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

«ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΙ, ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ»



Οι κοκορομαχίες ανάμεσα σε κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση σχετικά με την δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου πακέτου …διάσωσης της  ελληνικής οικονομίας καλά κρατούν, παρόλο που όλο και περισσότερο γίνεται εμφανής η άνευ περιεχομένου λεκτική σύγκρουσή τους, αφού  ούτε η κυβέρνηση ούτε η αντιπολίτευση αμφισβητούν την εφαρμογή επιβαλλόμενων από ΕΕ και ΔΝΤ μεταρρυθμίσεων που συνθλίβουν τη ζωή των εργαζομένων. Και  όλες αυτές οι πολιτικές, κι εδώ και σ’ άλλες χώρες,  ενδύονται το μανδύα της επιστημονικότητας, με προβλέψεις που διαψεύδονται κι εκτιμήσεις που αλληλοαναιρούνται. Π.χ. Οι εκτιμήσεις κομισιον για το πρωτογενές πλεόνασμα, ότι θα επιτευχθεί ο στόχος του 1,75% και 3,5% για τα έτη 2017 και 2018, ενώ το ΔΝΤ το αμφισβητεί. Η ακόμα και η διάψευση των οικονομολόγων σχετικά με το βαθμό επιδείνωσης της κατάστασης της βρετανικής οικονομίας λόγω του Brexit.  
Για την αξία όλων αυτών των αναλύσεων, εκτιμήσεων, προβλέψεων  κλπ. των οικονομολόγων ο λόγος του Μαρξ συνεχίζει να είναι διαφωτιστικός  για την κατανόησή τους.
«(...)Οι οικονομολόγοι έχουν ένα ξεχωριστό τρόπο ενέργειας. Για τους οικονομολόγους δεν υπάρχουν παρά μονάχα δυο λογιών θεσμοί, οι τεχνητοί κι οι φυσικοί. ΟΙ φεουδαλικοί θεσμοί είναι τεχνητοί, ενώ οι θεσμοί της αστικής τάξης είναι φυσικοί. Οι οικονομολόγοι μοιάζουν σε τούτο με τους θεολόγους, που κι αυτοί αναγνωρίζουν δυο λογιών θρησκείες. Κάθε θρησκεία, έξω από τη δική τους, είναι δημιούργημα των ανθρώπων, ενώ η δική τους είναι αποκάλυψη του Θείου Λόγου (Εκπορεύεται απ’ τον Θείο Λόγο)
               Όταν λένε οι οικονομολόγοι πως οι σύγχρονες σχέσεις –οι σχέσεις της αστικής παραγωγής- είναι φυσικές, θέλουν να πουν (υπονοούν) πως είναι οι σχέσεις που μέσα σ’ αυτές δημιουργείται ο πλούτος κι αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις, σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Οι σχέσεις λοιπόν αυτές, είναι οι ίδιοι οι φυσικοί νόμοι, ανεξάρτητοι απ’ την επίδραση του χρόνου. Είναι οι αιώνιοι νόμοι που πρέπει να κυβερνούν πάντα την κοινωνία. Υπήρξε λοιπόν η ιστορία, μα δεν υπάρχει πια. Υπήρξε η ιστορία, γιατί υπήρξαν οι φεουδαρχικοί θεσμοί και γιατί, μέσα στους φεουδαρχικούς θεσμούς βρίσκουμε ολότελα διαφορετικές παραγωγικές σχέσεις από κείνες της αστικής κοινωνίας, που οι οικονομολόγοι θέλουν να παρουσιάσουν σα φυσικές και συνακόλουθα αιώνιες.(…)
               Η αστική τάξη κάνει την εμφάνισή της μ’ ένα προλεταριάτο που κι αυτό είναι απομεινάρι του προλεταριάτου των φεουδαρχικών χρόνων. Στην πορεία της ιστορικής της  ανάπτυξης, η αστική τάξη αναπτύσσει αναγκαστικά τον ανταγωνιστικό της χαρακτήρα, που στα πρώτα της βήματα, συμβαίνει νάναι περισσότερο ή λιγότερο μασκαρεμένος, που βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση. Στο βαθμό που η αστική τάξης αναπτύσσεται, αναπτύσσεται μέσα στα σπλάχνα  της ένα καινούργιο προλεταριάτο, ένα σύγχρονο προλεταριάτο: αναπτύσσεται μια πάλη  ανάμεσα στην προλεταριακή και στην αστική τάξη, πάλη που πριν να την αισθανθούν, τη διακρίνουν, τη σταθμίσουν, την καταλάβουν, την ομολογήσουν και την αναγνωρίσουν επίσημα και δημόσια κι οι δυο πλευρές, δεν εκδηλώνεται παρά με  μερικές και στιγμιαίες συγκρούσεις, με καταστροφικά γεγονότα. Από μια άλλη πλευρά, αν κι όλα τα μέλη της σύγχρονης αστικής τάξης έχουν το ίδιο συμφέρον μια και σχηματίζουν μια τάξη που βρίσκεται αντιμέτωπη με μιαν άλλη, έχουν ωστόσο κι αντίθετα, ανταγωνιζόμενα συμφέροντα, έτσι που βρίσκονται τούτα τα μέλη αντιμέτωπα μ’ εκείνα. Τούτη η αντίθεση των συμφερόντων ξεπηγάζει απ’ τις οικονομικές συνθήκες της αστικής τους ζωής.  Από μέρα σε μέρα, γίνεται λοιπόν όλο και πιο πολύ ολοφάνερο πως οι οικονομικές σχέσεις, που μέσα σ’ αυτές κινείται και δρα η αστική τάξη, δεν έχουν έναν ενιαίο, απλό χαρακτήρα, μα διπλοπρόσωπο χαρακτήρα. Πώς μέσα στις ίδιες τούτες σχέσεις που παράγεται ο πλούτος, δημιουργείται επίσης και η αθλιότητα. Πώς μέσα στις ίδιες τούτες σχέσεις που υπάρχει ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, υπάρχει και μια δύναμη που παράγει καταπίεση. Πώς τούτες οι σχέσεις δημιουργούν τον αστικό πλούτο δηλ. τον πλούτο της αστικής τάξης, εκμηδενίζοντας ολοένα τον πλούτο των μελών που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της τάξης, και δημιουργώντας απ’ αυτά τα μέλη ένα καθημερινά αυξανόμενο προλεταριάτο. Όσο πιο πολύ έρχεται στο φως της μέρας ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας, τόσο πιο πολύ οι οικονομολόγοι, οι επιστημονικοί αντιπρόσωποι της αστικής παραγωγής, έρχονται σε σύγκρουση με την ίδια τους τη θεωρία: σχηματίζονται διάφορες σχολές.
               Έχουμε τους μοιρολάτρες οικονομολόγους που στη θεωρία τους δείχνουν τόση αδιαφορία   γι’  αυτά που ονομάζουν τα μειονεκτήματα της αστικής παραγωγής, όσο κι οι ίδιοι οι αστοί είναι αδιάφοροι στην πράξη για τα βάσανα των προλετάριων που τους βοηθάνε ν’ αποχτήσουν πλούτη. Σ’ αυτή τη μοιρολατρική σχολή υπάρχουν κλασικοί και ρωμαντικοί. Οι κλασικοί, όπως ο Αναμ Σμιθ κι ο Ρικάρντο, που αντιπροσωπεύουν μιαν αστική τάξη που παλεύει ακόμα με τ’ απομεινάρια της φεουδαρχικής κοινωνίας αγωνίζονται να ξεκαθαρίσουν τις οικονομικές σχέσεις απ’ τις φεουδαρχικές μουτζούρες, ν’ αυξήσουν τις παραγωγικές δυνάμεις και να δώσουν στη βιομηχανία και το εμπόριο μιαν καινούργια ορμή. Το προλεταριάτο που παίρνει μέρος σ’ αυτή την πάλη, απορροφημένο σε τούτη την πυρετώδικη απασχόληση δεν έχει παρά παροδικά, τυχαία βάσανα που και το ίδιο τα βλέπει σαν τέτοια. Οι οικονομολόγοι όπως ο Ανταμ Σμιθ κι ο Ρικάρντο, που είναι οι ιστορικοί αυτής της εποχής, δεν έχουν άλλη αποστολή παρά να δείξουν, πώς αποχτιέται ο πλούτος μέσα στις σχέσεις της αστικής παραγωγής, να διατυπώσουν αυτές τις σχέσεις σε κατηγορίες, σε νόμους και να δείξουν πόσο αυτοί οι νόμοι, οι κατηγορίες είναι για την παραγωγή των αγαθών ανώτερες απ΄ τις κατηγορίες  και τους νόμους της φεουδαρχικής κοινωνίας. Η αθλιότητα δεν είναι στα μάτια τους παρά η οδύνη που συντροφεύει κάθε γέννα τόσο στη φύση όσο και στη βιομηχανία.
               Οι ρωμαντικοί ανήκουν στην εποχή μας, εποχή που η αστική βρίσκεται σ’ άμεση αντίθεση με το προλεταριάτο: εποχή που η αθλιότητα γεννιέται σε τόσο μεγάλη αφθονία όσο κι ο πλούτος. Οι οικονομολόγοι ποζάρουν τότε σα μοιρολάτρες μπλαζέ (βαριεστημένοι από κάθε λογής κατάχρηση) που, απ’ το ύψος της θέσης τους, ρίχνουν μιαν αλαζονική ματιά, γιομάτη περιφρόνηση, πάνω στους ανθρώπους –ατμομηχανές που φτιάχνουν τα πλούτη(…)
               Έρχεται ύστερα η ανθρωπιστική σχολή, που παίρνει κατάκαρδα την κακή πλευρά των σημερινών παραγωγικών σχέσεων. Τούτη δω η σχολή, για νάχει αναπαυμένη τη συνείδηση, βάνει τα δυνατά της να συγκαλύψει, όσο είναι βολετό, τις πραγματικές αντιθέσεις. Θρηνολογάει ειλικρινά για την αγωνιώδικη θέση του προλεταριάτου, για τον ξέφρενο συναγωνισμό των αστών μεταξύ τους. Ορμηνεύει τους εργάτες νάναι λιγόφαγοι, να δουλεύουν περισσότερο και να κάνουν λίγα παιδιά. Κάνει συστάσεις στους αστούς να βάλλουν στην παραγωγή μια συνετή ορμή. Ολάκερη η θεωρία τούτης της σχολής στηρίζεται πάνω σ’ ατέλειωτες διακρίσεις ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, ανάμεσα στις αρχές και τα’ αποτελέσματα, την ιδέα και την εφαρμογή, το περιεχόμενο και τη μορφή, την ουσία και την πραγματικότητα, το δίκιο κι αυτό που γίνεται, την καλή και την κακή πλευρά.
               Η φιλανθρωπική σχολή είναι βελτιωμένη έκδοση της ανθρωπιστικής σχολής. Αρνιέται την αναγκαιότητα του ανταγωνισμού. Θέλει να κάμει όλους τους ανθρώπους αστούς. Θέλει να πραγματοποιήσει τη θεωρία στο σημείο  που ξεχωρίζει από την πράξη και δεν κλείνει μέσα της ανταγωνισμό.
               Δεν χρειάζεται να το πούμε πως στη θεωρία είναι εύκολο να κάμει κανένας αφαίρεση των αντιφάσεων που συναντάει, κάθε στιγμή, στην πραγματικότητα. Οι φιλάνθρωποι θέλουν λοιπόν να διατηρήσουν τις κατηγορίες που εκφράζουν τις αστικές σχέσεις χωρίς νάχουν τον ανταγωνισμό που τις συνθέτει και που είναι αξεχώριστες απ’ αυτές. Στοχάζονται στα σοβαρά πως πολεμάνε την αστική πραχτική κι είναι περισσότερο αστοί από τους άλλους (…)»
(Κ. Μαρξ «Η αθλιότητα της φιλοσφίας», εκδ. Γερ. Αναγνωστίδη)

Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

ΤΑΞΙΚΟ ΜΙΣΟΣ



Σχετικά με το   τραγικό δυστύχημα που προκάλεσε η Πόρσε, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έκαναν εντύπωση σχόλια που μαζί με λόγια καλοκάγαθα και παρηγορητικά για τα θύματα περιλάμβαναν κατάρες κι αναθέματα για τον κάτοχο της Πόρσε, έκφραση πίκρας, ακόμα και μίσους που πυροδοτούσε η οικονομική κατάσταση του κατόχου του αυτοκινήτου. Σαν όλοι οι δυστυχισμένοι άνθρωποι να ένιωθαν πως η πίστωση από παράπονα κι απογοητεύσεις, πένθη και πίκρες, που η τελευταία επταετία της οικονομικής εξαθλίωσης τους είχε ανοίξει, έπρεπε τώρα να πληρωθεί. Όλα αυτά τα πικρόχολα, πολλά απ’  αυτά γεμάτα μίσος, σχόλια έδειχναν σαν να ανακάλυψαν ξαφνικά  όλοι αυτοί οι συντάκτες των σχολίων πού κρυβόταν ο οφειλέτης του λογαριασμού από πόνο και δυστυχία. Ο κάτοχος της Πόρσε πλήρωνε σε μνησικακία το μερίδιό του για την εξαθλίωση των εργαζομένων. Σε πολλά σχόλια έμοιαζε να μην υπάρχει καμιά λύπηση για τη δική του δυστυχία κι όλα αυτά τα σχόλια άφηναν μια γεύση πίκρας και  ξεραϊλας, το μίσος και η μνησικακία πηγμένα στην καρδιά μας. Σε πολλά σχόλια αναδύονταν σχεδόν μια χαρά για τη δυστυχία των κοινωνικά προνομιούχων. Παρακολουθώντας με φθόνο την προνομιούχα τάξη να χαίρεται τα καλά της σαν να περιμέναμε τη θανατερή κατάληξη για να νιώσουμε κι ανακουφισμένοι που ακόμα και οι προνομιούχοι μπορεί να γίνουν δυστυχείς. Και την ίδια στιγμή αυτά τα γεμάτα μίσος σχόλια αποδείκνυαν αυτό που σε όλους τους τόνους αποσιωπάται και αποκρύπτεται, ότι υπάρχει ταξικό μίσος. Πίσω απ’  αυτά τα σχόλια διακρίνονταν μια ολόκληρη τάξη που πεθαίνοντας σιγά σιγά, αποδεκατισμένη και καταστραμμένη  από τη  συγκεκαλυμμένη χρεωκοπία των φτωχικών της οικονομιών και  από τους μισθούς πείνας που σαν ξεροκόμματο οι κοινωνικά προνομιούχοι της πέταγαν,  εξέφραζε σχεδόν τη χαρά της, έστω και συγκεκαλυμμένα, για τον πόνο τους.
                 Και συγχρόνως αυτά τα σχόλια  δεν ήταν παρά μια θλιβερή υπόμνηση για το βαθμό ταξικής συνειδητοποίησης μεγάλου αριθμού εργαζομένων. Όχι, δεν υπήρχε ταξική συνείδηση πίσω από το μίσος και τον φθόνο για τους πλούσιους εκμεταλλευτές της εργατικής δύναμης ούτε αποκαλύπτονταν ικανότητα εκτίμησης της κατάστασης με σαφήνεια και ρεαλιστικότητα ή βαθύτερης κατανόησης της απειλητικής κατάστασης που ζούμε. Στη δουλειά μας ή στην ανεργία μας η συσσώρευση των πιο παράλογων πραγμάτων και αντιφάσεων, η διεύρυνση του χάσματος αξιοπιστίας στη διακυβέρνηση από την  άρχουσα τάξη δεν μοιάζει να συμβάλουν καθόλου στη διαύγεια της σκέψης μας, στην εδραίωση της πίστης για ριζική οικονομική και κοινωνική μεταβολή με τη δική μας δράση. Μοιάζει στην σκέψη μας να επικρατεί το χάος ενός παραστρατημένου πνεύματος που το τροφοδοτεί η έσχατη απελπισία και η βίαιη αγανάκτηση. Φυλακισμένοι σ’ αυτή την σκοτεινή φυλακή των ενστίκτων και συναισθημάτων, χωρίς ελπίδα, μοιάζει μόνο μια κοινή μανία να μας ενώνει, το μίσος εναντίον των κοινωνικά προνομιούχων που πνίγουν τη ζωή μας. Χωρίς συνειδητοποίηση των δικών μας ιδιαίτερων, αντικειμενικά καθορισμένων θεμελιακών συμφερόντων, των διαφορών μας, των αντιθέσεών μας ή και σύμπτωσης τους με τα συμφέροντα άλλων τάξεων, μένουμε στην έκφραση συναισθημάτων και οργής, ανίκανοι να προβάλλουμε τη δική μας κοινωνικοπολιτική οπτική. Ενάμιση αιώνα μετά τον Μαρξ και όλη αυτή η μάζα των εργαζομένων, με ευέλικτα ωράρια και μισθούς πείνας, ενώ είναι μια τάξη σε σχέση με το κεφάλαιο δεν είναι ακόμα για τον ίδιο τον εαυτό της. Αυτό το μίσος που σε πολλά σχόλια ξεχείλιζε ήταν έκφραση ενός τμήματος μιας τάξης που υπάρχει αντικειμενικά ως τάξη «καθ’ εαυτήν», που όμως η υποκειμενική της διαμόρφωση σε «τάξη δι’ εαυτήν» μοιάζει να μην έχει συντελεσθεί.
               Είναι που η στρεβλή απεικόνιση της κοινωνικής πραγματικότητας με τον αστικό τρόπο προσέγγισης  εξουδετερώνει κάθε προσπάθεια  ερμηνείας της με όρους ταξικής σύγκρουσης αντιτιθέμενων συμφερόντων κι επομένως ακυρώνει ως μάταιο  κάθε αγώνα  για μετασχηματισμό της κοινωνίας. Κι όμως είναι μέσα στον ταξικό αγώνα, με όλες τις μορφές του,  είναι μέσα από την οργάνωση στο δικό τους κόμμα, το κομμουνιστικό, που οπλισμένοι  με την επιστημονική γνώση των ταξικών τους συμφερόντων οι εργαζόμενοι συσπειρώνονται και συγκροτούνται ως τάξη δι’ εαυτήν. Γι’ αυτό και όλη η απαξίωση για  κάθε αγωνιστική κινητοποίηση, γι’ αυτό για άλλη μια φορά και όλες αυτές οι δηλώσεις για την απεργία, αυτή τη φορά στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κ. Μητσοτάκης παίρνει αφορμή απ’ αυτή την απεργία για να απαιτήσει αλλαγή συνδικαλιστικού νόμου στο θέμα της απεργίας, ενώ η κυβέρνηση βρίσκει πάλι  την ευκαιρία να παραπλανήσει, καθώς  στα λόγια  παρουσιάζεται συνήγορος  των λαϊκών αγώνων, όταν ακριβώς μεθοδεύει με τους εκπροσώπους του κεφαλαίου, θεσμοί ή τρόικα κι αν ονομάζονται, την καταστολή τους.
            Κι όταν το ταξικό μίσος δεν εκφράζεται με αγώνες και διεκδικήσεις, αλλά με συναισθηματικές εξάρσεις, που περισσότερο ακολουθούν ανεξέλεγκτα ένστικτα, σε συγκεκριμένα πρόσωπα,  αυτό δεν είναι παρά μια συνέπεια  της καπιταλιστικής αποσύνθεσης που αγκαλιάζει το σύνολο και φυσικά και την εργατική τάξη. Ακόμα κι όταν αγκαλιάζουμε νέα ιδανικά και ξανοιγόμαστε σε νέους δρόμους δεν είναι δυνατό  παρά να σέρνουμε μαζί μας επιβιώσεις αυτού του κόσμου, πόσο μάλλον όταν δεν βάζουμε μπροστά μας σκοπούς διαφορετικούς, δεν ερμηνεύουμε ορθολογικά την πραγματικότητα και επικαλούμαστε μεσσιανικές λύσεις. ¨Οσοι το θάνατο του γιού του ιδιοκτήτη των καταστημάτων jumbo Γ. Βακάκη το είδαν ως μια δίκαιη τιμωρία ενός ανάλγητου επιχειρηματία συγχέουν μια συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα, που δεν κατανοούν ότι οι  άνθρωποι διαμορφώνουν, με την πίστη σε μια ανώτατη εξωλογική αρχή που αναλαμβάνει να δράσει προς όφελός τους στο υπαρξιακό πεδίο, επιβάλλοντας την επιθυμητή δικαιοσύνη. Ψευδαισθήσεις και φαντασιοπληξίες ενάμιση αιώνα μετά τον Μαρξ!
     «Η κατάργηση της θρησκείας σαν φανταστικής ευτυχίας του λαού  χρειάζεται για την πραγματική ευτυχία του λαού. Το αίτημα της εγκατάλειψης των φαντασιοπληξιών για την κατάστασή του, είναι το αίτημα της εγκατάλειψης μιας κατάστασης που χρειάζεται φαντασιοπληξίες.» (Κ.Μαρξ «Κριτική της φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ», εκδ. Αναγνωστίδη)