Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνικισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνικισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 3 Μαρτίου 2020

ΦΑΣΙΣΤΙΚΟΣ ΟΧΕΤΟΣ

Στο πενηντάλεπτο  βίντεο, στο οποίο  η ηλεκτρονική εφημερίδα «ΣΤΟ ΝΗΣΙ» κατέγραψε αντιδράσεις  κάποιων κατοίκων της Λέσβου προς εξαθλιωμένους ανθρώπους μέσα σε μια φουσκωτή βάρκα στο λιμάνι της Θερμής, μοιάζει να αποτυπώνεται στο λόγο και τη συμπεριφορά αυτής της ομάδας  αφτιασίδωτος ο φασισμός,  που τολμά πια χωρίς προσχήματα να εκδηλώνεται. 
       Κι όσο  η κυρίαρχη εξουσία χρησιμοποιεί φασιστική προπαγάνδα, φασιστικές πρακτικές, τόσο λιγότερο χρησιμοποιείται ο όρος φασισμός για να περιγράψει αυτές ή  ένα κόμμα ή μια κυβέρνηση. Βρίσκεται πάντα ένα καλό πολιτικό επιχείρημα για να θεωρηθεί πως αυτός ο όρος, ο φορτωμένος με τέτοια ανήκουστα εγκλήματα, είναι ακατάλληλος και προτιμώνται όροι όπως ακροδεξιά, εθνικισμός, ριζοσπαστισμός κλπ. ενώ η έννοια του πατριωτισμού δεινοπαθεί και ο όρος ασφάλεια έχει την τιμητική του.
          Και στη χώρα μας  η κυβέρνηση σαν εθνικό καθήκον παρουσιάζει την φασιστικής εμπνεύσεως  πολιτική της, που εφαρμόζει  στους εξαθλιωμένους των πολέμων. Κι από κοντά αποθρασύνθηκαν κάθε είδους φασιστοειδή, όπως οι πρωταγωνιστές στο βίντεο, που αισθάνονται πια αρκετά προστατευμένα από την κεντρική εξουσία για να ξεμυτίσουν τα θρασύδειλα και να σκορπίσουν το δηλητήριό τους.  
         Ο νέος φασισμός διαμορφώνεται μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο της εποχής μας. Πριν απροκάλυπτα καταλάβει την εξουσία, ο φασισμός αρχίζει και αναγνωρίζεται σε κείνη τη στάση ζωής η οποία βασίζεται σ’ ένα αποκαλυπτικό και βάρβαρο όραμα του κόσμου που απαιτεί ανελέητο πόλεμο για να εξοντωθεί ένας κακός και πονηρός εχθρός ο οποίος θέτει σε κίνδυνο την επιβίωση ενός έθνους ή ενός πολιτισμού. Εύκολος στόχος στις μέρες μας, κι ακίνδυνος για την εξουσία της κυρίαρχης τάξης, οι πρόσφυγες και μετανάστες. Η ίδια η κυβέρνηση, εξυπηρετώντας τους ευρύτερους ιμπεριαλιστικούς στόχους, φαίνεται απρόθυμη να ασκήσει πολιτική με τα διπλωματικά μέσα που και το αστικό καθεστώς έχει στη διάθεσή του και  ανοίγει το δρόμο για εξάλειψη δικαιωμάτων και ελευθεριών. Κι αν με εθνικιστικές μεγαλοστομίες στοχοποιεί σαν μέγιστη απειλή τους εξαθλιωμένους των πολέμων είναι γιατί θεωρεί πως δεν τη συμφέρει ούτε να διαμαρτυρηθεί στην ΕΕ για την υποχρέωση που έχει  αναλάβει με  κανονισμό του Δουβλίνου  να σταματά τις μεταναστευτικές ροές  ούτε να αντιδρά στο ΝΑΤΟ που δημιουργεί τις στρατιές προσφύγων με τις επεμβάσεις του, στις οποίες συμμετέχει και η χώρα ποικιλοτρόπως και όχι και τόσο αφανώς πια.
      Σ΄ όλη την Ευρώπη  όλο και διευρύνεται η εξοικείωση με φασιστικές πρακτικές, καμουφλαρισμένες σε δράσεις για προστασία του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής, για υποστήριξη  δικαιωμάτων, για εξασφάλιση ποιότητας ζωής που απειλούνται από τους εξαθλιωμένους, οι οποίοι κατηγορούνται για την απροθυμία τους να αφομοιωθούν πολιτιστικά. Κι έτσι η  επιστροφή στον έλεγχο των συνόρων δικαιολογείται να βρίσκεται στο στόμα όλων των πολιτικών ηγετών απελευθερώνοντας εθνικιστικές φωνές που θρασύτατα κραυγάζουν για  εθνικό καθήκον και φυλετική καθαρότητα.
           Αυτές τις μέρες πάνω στον Έβρο και στα νησιά του Αιγαίου η κυβέρνηση με τις ενέργειές της στήνει παραμάγαζα πατριδοκαπηλίας με εκκλήσεις για εθνική ομοψυχία και  ιαχές πολεμικές εναντίον εξαθλιωμένων, επιτρέποντας τον  φασιστικό οχετό να πλημμυρίσει όλη την χώρα. Με άναρθρες κραυγές και μιμήσεις πολεμικών αλαλαγμών αποκρύπτεται η αντιλαϊκή και κατασταλτική πολιτική που εφαρμόζεται και τα καπιταλιστικά συμφέροντα  που την επιβάλλουν εδώ και χρόνια.  Από κοντά και τα ΜΜΕ που βρήκαν ευκαιρία να παρουσιάσουν σαν προσομοιώσεις πολέμου τις επιθέσεις εναντίον των εξαθλιωμένων. Θεαματικές κινήσεις στήριξης προς τις δυνάμεις ασφαλείας στον Έβρο εκθειάζονται, όπως της  ΠΑΕ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ που θριαμβευτικά ανακοινώνει πως στέλνει τρόφιμα και αναλώσιμα στους φύλακες στα σύνορα, χωρίς ν’ αντιλαμβάνονται πως εξευτελίζεται ένα κράτος που δεν μπορεί να εξασφαλίσει  ούτε τη διατροφή των οργάνων του.   
         Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης με τους επικεφαλής των τριών θεσμών της ΕΕ, που ευθύνεται για τη δημιουργία του προβλήματος, σε ρόλο στρατηγού που θριαμβευτικά επιδεικνύει την νίκη του, δεν εφείσθη κατηγοριών εναντίον της Τουρκίας  στην περιοδεία του στον Έβρο, την ίδια στιγμή που καμιά διπλωματική κίνηση εναντίον της δεν έχει κάνει. 
Προς το παρόν μοιάζει να έχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα η πολιτική του. Και όχι δεν είναι η αναχαίτιση του …εχθρού με την μορφή των εξαθλιωμένων.  Όπως ο Ερντογάν τους χρησιμοποιεί για να εκβιάσει την ΕΕ, το ίδιο κάνει και ο Κ. Μητσοτάκης σε μικροπολιτικό όμως επίπεδο. Κτίζει το φασισμό στην κοινωνία πάνω σε κοινωνικά στρώματα που μοιάζουν καταδικασμένα στις στερήσεις και νιώθουν κοινωνική ταπείνωση έχοντας πληγεί από την κρίση υλικά και πολιτικά. Χρησιμοποιώντας λοιπόν τους εξαθλιωμένους σαν εισβολείς που απειλούν την ασφάλεια και …κανονικότητα, εκβιάζει συνειδήσεις και καταρρίπτει αναστολές στους πιο μικρόψυχους κατοίκους αυτής της χώρας, οι οποίοι παίρνουν το σύνθημα από το λόγο και το έργο της κυβέρνησης για να επιδείξουν ακραίες ρατσιστικές συμπεριφορές πασπαλισμένες με ολίγον από πατριωτισμό. Αυταπατώνται ή εξαπατούν πως προπηλακίζοντας και βρίζοντας υπερασπίζονται την ζωούλα τους σε μια πατρίδα που τους έχει ανάγκη, ενώ άλλο ρόλο δεν  τους δίνεται από κείνο των μαντρόσκυλων που υπερασπίζονται συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Η εικόνα της πολιτικής μας ηγεσίας.
       Το θέμα της μετανάστευσης, δείχνει σήμερα ότι δεν είναι σε καμία περίπτωση μια «μεταναστευτική» κρίση, αλλά μια πολιτική κρίση και  μία από τις συνέπειές της είναι το κλείσιμο των συνόρων για επιλεγμένες ομάδες ανθρώπων, φτωχών και κατατρεγμένων από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους.
Η πολιτική του κλεισίματος, της υπεράσπισης μιας αμφισβητούμενης ασφάλειας μας κάνει να ξεχνάμε ότι το πρόβλημα έγκειται στη λειτουργία ενός συστήματος που βασίζεται στον ταξικό διαχωρισμό, στην εκμετάλλευση και στη μονοπώληση του πλούτου. Η άνοδος των αντιδραστικών πολιτικών και των εθνικισμών που ξαναγεννιούνται στην Ευρώπη με κραυγές προσπαθεί  να καλύψει τη θλιβερή πραγματικότητα ενός βαθιά άνισου κόσμου.  

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΟΧΛΕΥΣΕΙΣ ΜΕ ΦΑΣΙΣΜΟ


Όλα αυτά τα ευτράπελα, που σε εικόνες και ειδήσεις πλημμύρισαν ιδιαίτερα τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, από τα τεκταινόμενα στο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία στο Σύνταγμα, αποσπούν την προσοχή μας από το μείζον: ο φασισμός, ήδη δειλά  νομιμοποιημένος  από τα έργα και ημέρες των κομμάτων εξουσίας της τελευταίας οκταετίας, με πρόσχημα εθνικά ζητήματα καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο. Κι επομένως ο προβληματισμός μήπως η αφ’ υψηλού κριτική, οι περιφρονητικοί χαρακτηρισμοί και χλεύη για το πλήθος που συγκεντρώθηκε διευρύνει την ανοχή και εν πολλοίς και επιδοκιμασία στους ακροδεξιούς και φασίστες δημαγωγούς δεν στερείται δεδομένων.
        Από τα τέλη του 20ου αιώνα, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και όσο η οικονομική κρίση παρατείνεται, αντιμετωπίζεται ένα ιστορικό παράδοξο. Από τη μια η οικονομία, η πολιτική ακόμα και η πολιτιστική έκφραση στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου μοιάζει να έχουν ομογενοποιηθεί όσο ποτέ, ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης κυριαρχίας του παγκόσμιου κεφαλαίου, από την άλλη παρατηρείται μια αύξηση κινητοποιήσεων εθνικιστικού χαρακτήρα. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει την άνοδο τέτοιων κινητοποιήσεων ως ένα είδος αντίδρασης στην αυξανόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας και του πολιτισμού, έναν αγώνα ενάντια στην απειλή της ομογενοποίησης. Ωστόσο, μια τέτοια εξήγηση μοιάζει  να μην μπορεί να καταγράψει την εξαιρετική ποικιλομορφία του φαινομένου. Έτσι στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης η άνοδος του εθνικισμού συνοδεύεται από την αποδοχή της οικονομικής κι επομένως πολιτικής εξάρτησης από το δυτικό κεφάλαιο  από πολλούς από εκείνους που υιοθετούν έναν επιθετικό εθνικισμό που καταλήγει ρατσισμός. Στη Δυτική Ευρώπη πάλι, η άνοδος ενός ξενοφοβικού εθνικισμού  δεν κατευθύνεται τόσο σε βάρος άλλων δυτικοευρωπαϊκών εθνών κι ούτε σε μεγάλο βαθμό εναντίον του σχεδίου του ενοποιημένου οικονομικά και πολιτικά κεφαλαίου, όσο κατά των μεταναστών εργαζομένων από Ασία και Αφρική, ακόμα κι αυτών που εργάζονταν εδώ και 20 ή 25 χρόνια χωρίς να προκαλούν τις ίδιες αντιδράσεις.  
       Κι αν είναι εμφανής η σκοπιμότητα  της κυρίαρχης τάξης που  προωθεί την εθνικιστική ιδεολογία της αταξικής εθνικής συνεργασίας και της εθνικής ενότητας δεν είναι πάντα εμφανείς οι λόγοι που σε μεγάλες μάζες εργαζομένων αυτή η ιδεολογία βρίσκει ανταπόκριση.
         Ίσως λοιπόν για να κατανοηθεί η αύξηση εθνικών αναμοχλεύσεων, που παίρνουν διαφορετικές μορφές σε διάφορες χώρες, θα πρέπει να μην αποσυνδεθούν από την ταξική πάλη. Γιατί το έθνος κράτος, δημιούργημα της καπιταλιστικής τάξης, είναι προϊόν της ταξικής πάλης, δηλ. του αγώνα της συγκεκριμένης τάξης κατά της φεουδαρχίας και άλλων προ-καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Και επειδή οι  κύριες τάξεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής – αστοί και προλεταριάτο - αναπτύσσονται και ωριμάζουν μέσα στα έθνη, ο ταξικός αγώνας υπό τον καπιταλισμό γενικά παίρνει μια εθνική μορφή. Τα έθνη είναι το έδαφος της ταξικής πάλης στην καπιταλιστική εποχή. Γι’ αυτό το λόγο και  το εθνικό ζήτημα είναι σημαντικό για τον αγώνα της εργατικής τάξης για σοσιαλισμό.
          Και καθώς η κινητήρια δύναμη της εθνικής καταπίεσης είναι η ίδια η καπιταλιστική σχέση, η οποία είναι τόσο εκμεταλλευτική όσο και επεκτατική, η αστική τάξη των πιο ανεπτυγμένων εθνών εκμεταλλεύεται το εργατικό δυναμικό, τις πρώτες ύλες και τις αγορές άλλων λιγότερο αναπτυγμένων. Η εθνική αντιπαλότητα και η εθνική καταπίεση είναι επομένως εγγενείς στον καπιταλισμό. Η εθνική καταπίεση είναι αναπόφευκτη υπό τον καπιταλισμό και δεν μπορεί να τερματιστεί απλώς μέσω των καταπιεσμένων εθνών που κερδίζουν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Κι αν γίνεται υπεράσπιση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, είναι γιατί τίποτε όσο η εθνική αδικία δεν ενισχύει την αλληλεγγύη της προλεταριακής τάξης.
  Δεν είναι βέβαια εξαίρεση και η δημιουργία  κρατών που δεν συμπίπτουν με τα έθνη, π.χ. πρώην αποικιακά κράτη Αφρικής ή και Ασίας,  και  αποτελούνται από ποικίλες εθνοτικές και φυλετικές ομάδες, οι οποίες συναθροίζονται σε βίαια τεχνητά κράτη ως αποτέλεσμα των αυθαίρετων εδαφικών διαιρέσεων που επιβάλλουν ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Τα κράτη και προτεκτοράτα που προέκυψαν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, με πληθυσμούς που αφού αλληλοσκοτώθηκαν πασχίζουν μετά να συμβιώσουν, είναι εν πολλοίς συνέπεια των εκκολαπτόμενων ιμπεριαλιστικών συμφερόντων στην περιοχή, πίσω από τα οποία στοιχίζεται αναφανδόν  η κυρίαρχη τάξη τους.
Κι έτσι ο εθνικισμός καλλιεργείται όσο οι ανερχόμενες αστικές τάξεις των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, σε ομοσπονδίες όπως η Γιουγκοσλαβία, επεδίωκαν σε σχετικά προηγμένα έθνη να κόψουν τους δεσμούς με τις πιο φτωχές και καθυστερημένες περιοχές, προκειμένου να διατηρήσουν τους πόρους για τους εαυτούς τους και να ενταχθούν το συντομότερο δυνατό στην ενοποιημένη αγορά της Δυτικής Ευρώπης (όπως π.χ η Σλοβενία, Κροατία, Δημοκρατία της Τσεχίας). Κι έρχονται ξανά στο προσκήνιο οι μειονότητες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδιοπομπαίος τράγος στον σκόπιμο και κυνικό χειρισμό των λαϊκών φόβων και των εθνικών συναισθημάτων από τις νεοπαγείς ελίτ για να κρατήσουν την εξουσία.
Συνεπώς, με τις σοσιαλιστικές ιδέες και αξίες να συκοφαντούνται και να περιθωριοποιούνται, η ιδέα του διεθνούς προλεταριάτου και της κουλτούρας της εργατικής τάξης αντικαταστάθηκε σταδιακά από την εθνική ιδεολογία. Δεν ήταν και ιδιαίτερα δύσκολο, γιατί δεν υπήρχε άλλη αντίπαλη πολιτική ιδεολογία με τόσο ισχυρή παράδοση και με τέτοιες μακροχρόνια εδραιωμένες ρίζες στη λαϊκή κουλτούρα όσο ο εθνικισμός, συχνά σε συνδυασμό με τη θρησκεία. Στις μεγάλες μάζες του πληθυσμού η κυρίαρχη ιδεολογία του φιλελεύθερου ατομικισμού, αν και είναι ελκυστική στους διανοούμενους και την τάξη επιχειρηματιών, λιγότερο τις προσελκύει. Απόκληροι λοιπόν της ζωής και φτωχοποιημένοι  εργαζόμενοι οι οποίοι υπόκεινται καταπίεση που απορρέει από τη στρέβλωση και την ανατροπή της οικονομικής τους κατάστασης εξαιτίας αποφάσεων που θεωρούν πως επιβάλλουν ξένοι, καταφεύγουν στους δημαγωγούς του εθνικισμού, ακροδεξιοί και φασίστες σε πρώτο πλάνο,  που υπόσχονται τερματισμό της οικονομικής υποταγής.  Γι’ αυτό και ο εθνικισμός ανάμεσα στις μεγάλες μάζες που καταπιέζονται μπορεί να είναι μια παραμορφωμένη έκφραση της εξέγερσης, όπως συχνά συμβαίνει και με τη θρησκεία.  
Η χλεύη και περιφρόνηση λοιπόν όλων αυτών δεν τους περιορίζει, αντίθετα μάλλον διευρύνει την ανταπόκριση του φασιστικού λόγου που προβάλλεται ως εθνική δύναμη που τους υπερασπίζεται. Ο χλευασμός της αγωνίας και του φόβου πολλών εργαζομένων που εκφράζονται μ’ έναν παραμορφωμένο τρόπο προς τον εθνικισμό, δεν αναπτύσσει τη δυσπιστία των μαζών  προς τα εθνικιστικά επιτεύγματα της κυρίαρχης τάξης ούτε είναι αντίσταση στην ενότητα και την αλληλεγγύη των καπιταλιστών στην αστική ιδεολογία του εθνικισμού.  
             Και πώς θα οργανωθούν ανεξάρτητα από τους αστούς και μικροαστούς εθνικιστές οι μάζες των εργαζομένων χωρίς το κόμμα της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ;

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

ΓΙΑ ΕΝΑ ΛΕΠΤΟ


Η βουλή  τήρησε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του Κ. Κατσίφα, μετά από πρόταση του αντιπροέδρου της Ν. Κακλαμάνη, βουλευτή της ΝΔ, για τον οποίο επισημάνθηκε πως δεν τήρησε τη συνηθισμένη διαδικασία που προβλέπεται. 
Η τήρηση ενός λεπτού σιγής δεν είναι απλώς μια απλή τελετουργία σεβασμού και μνήμης, αλλά και μια τελετουργία που προτίθεται να δημιουργήσει και μια στιγμή αλληλεγγύης ανάμεσα στους συμμετέχοντες σ’ αυτήν. Γιατί  ακόμα κι αν μια στιγμή σιωπής έχει γίνει υποκατάστατο, και όχι μόνο για το κοινοβούλιο, και δικαιολογία για δράση ή αδράνεια, όμως κάθε τελετουργία, ακόμα και αν μοιάζει παρωχημένη ή κενή περιεχομένου, όσο συνεχίζει να διατηρεί  το συμβολισμό της συνεχίζει να τιμά το γεγονός ή το πρόσωπο για το οποίο γίνεται. Γιατί η σιωπή  περιέχει δηλώσεις (του Ν. Κακλαμάνη που την πρότεινε για «τη χωρίς κανένα άλλοθι καταδίκη της δολοφονίας») και παραδοχές (για τις ενέργειες του Κ. Κατσίφα) και συνενώνει σ’ αυτό το τελετουργικό διαφορετικούς ως προς τις πεποιθήσεις ανθρώπους δίνοντας την εντύπωση της δέσμευσής τους.
Ο θάνατος του ομογενούς στην Αλβανία, που οι συγκεκριμένες  συνθήκες του δεν έχουν διευκρινιστεί, συνδέθηκε εξαρχής με αλυτρωτικές δράσεις, πατριωτικές ή φασιστικές,  στη Β. Ήπειρο ή Ν. Αλβανία, αναλόγως οπτικής.
 Κι ενώ ο θάνατος αυτός δεν δείχνει τίποτε άλλο παρά την ευκολία με την οποία μπορεί να πυροδοτηθούν επεισόδια σε μειονότητες στα Βαλκάνια ή και τον απροσχημάτιστο τρόπο με τον οποίο μπορεί να γίνει εκμετάλλευσή τους, η επιμονή στην προσωπικότητα του θανόντα περισσότερο μεταθέτει το πρόβλημα. Το πρόβλημα δεν είναι άλλο παρά η εκτροπή της λαϊκής οργής και απελπισίας προς εθνικιστικό μίσος, που δημιουργεί δυνατότητες για πρωτοβουλίες στους φασίστες προς εξυπηρέτηση πολιτικών των κυρίαρχων κέντρων εξουσίας. Κι αν ο αποθανών ήταν φασίστας, το γεγονός πως προκάλεσε, όπως φαίνεται, το θάνατό του δείχνει πόσο επικίνδυνος γίνεται ο φασισμός, όταν, για να διευρύνει το  ακροατήριό του,  μεταμφιέζεται σε πατριωτισμό.
Σ’ αυτά τα μικρά, φτωχά, βαλκανικά κράτη η ενίσχυση  της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας των παγκόσμιων καπιταλιστικών κέντρων ευνοεί την ανάπτυξη  του τοπικισμού και του εθνικισμού, που οφείλεται στην ανάγκη για ασφάλεια και σταθερότητα. Κι αυτό το καταφύγιο, ιδιαίτερα των λαϊκών τάξεων, είναι επιδεικτικό χειραγώγησης από κυβερνήσεις και …επιχειρήσεις, ώστε να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα, ακόμα κι όταν δεν εμπλέκονται άμεσα σε καταστάσεις έκρυθμες ή συγκρουσιακές. Σε ένα τέτοιο λοιπόν περιβάλλον, όταν πρωτίστως έχουν εξασφαλιστεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων καπιταλιστικών κρατών, μοιάζει βολικό να μιλά κανείς για παγκοσμιοποίηση, κι αν λάχει επί το προοδευτικότερον για διεθνισμό, παραβιάζοντας ανοιχτές θύρες.
Και  όπως η ασήμαντη φράση μιας νοικοκυράς μπορεί να αποτελεί δείγμα μιας πλατιάς αγανάκτησης που μπορεί να γίνει δύναμη ανατροπής μιας υπάρχουσας πολιτικής, έτσι και ο θάνατος του Κ. Κατσίφα μπορεί να είναι μια ένδειξη για την κατεύθυνση που ίσως παίρνουν οι σχέσεις των βαλκανικών χωρών και με την οποία μοιάζει να μην αποκλίνει το ελληνικό κοινοβούλιο, έστω και μέσω παλινωδιών.
Γι’ αυτό και η συμμετοχή βουλευτών του ΚΚΕ στην τήρηση ενός λεπτού σιγής από τη Βουλή  για το θάνατο του Κ. Κατσίφα φαίνεται να χρεώνεται ως λάθος τους. Και όχι τόσο γιατί ο συγκεκριμένος αποθανών χαρακτηρίζεται φασίστας, όσο γιατί δίνεται άλλοθι πατριωτισμού σε φασιστικές επιλογές εναντίον των οποίων το ΚΚΕ, κατά τεκμήριο, αγωνίζεται και  τις συνέπειες των οποίων το ίδιο υφίσταται.
Κι έτσι βρήκαν την ευκαιρία όψιμοι, καθαρόαιμοι, ανυπόμονοι επαναστάτες, που περιμένουν στη γωνία να στηλιτεύσουν για το παραμικρό στραβοπάτημα, ή και όχι, το ΚΚΕ, να  θριαμβολογούν πως δικαιώνεται η κριτική τους για τη σωβινιστική στροφή  του κόμματος, θεωρώντας  το χλευασμό τους  ως εξ αριστερών, με διεθνιστικά γυαλιά, κριτική.
Κανείς δεν μπορεί να έχει την απαίτηση του αλάθητου από το ΚΚΕ στις εκτιμήσεις του ή αποφάσεις του ή και αιφνιδιασμούς του σε ήσσονα μάλιστα ζητήματα,  τη στιγμή που ούτε και το κόμμα ισχυρίστηκε ποτέ κάτι τέτοιο. Κι αν κατηγορείται πως η νομιμότητα των τελευταίων 44 ετών  επηρέασε ως ένα βαθμό τη φυσιογνωμία του και τη σχέση του με το αστικό κράτος, αυτό δεν θα ήταν δυνατό να μη συμβεί, αφού οι όροι και ο τρόπος λειτουργίας του αλλάζουν.
Όμως αν η  σταθεροποίηση  της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας από το 1974 διαμόρφωσε  προοδευτικά δυο πεδία συγκρούσεων, από τη μια  τις θεσμοθετημένες  και δημόσιες πολιτικές αντιπαραθέσεις που διεξάγονται εντός ή εκτός  του κοινοβουλίου, στο πλαίσιο του  και στη λογική του κομματικού ανταγωνισμού και από την άλλη ένα πλήθος από  επιμέρους  σημαντικές ή ασήμαντες αντιφάσεις,  αντιθέσεις και συγκρούσεις που κατά κανόνα μπορεί να παρέμεναν  πολιτικά λανθάνουσες, είναι το ΚΚΕ που όλα αυτά τα χρόνια τις ανέδυε στην πολιτική σκηνή, τις κατεύθυνε συνδέοντάς τες με ταξικές διαιρέσεις και οργάνωνε κοινωνικούς αγώνες διατηρώντας την προοπτική του κοινωνικού μετασχηματισμού.
Ενώ οι  κοινωνικοταξικές αντιθέσεις οξύνονται και η διαρκής  μονόπλευρη λιτότητα προκαλεί κοινωνική δυσαρέσκεια και πολιτικές κινητικότητες, βλέπει κανείς στο ορίζοντα άλλη πολιτική δύναμη  από το ΚΚΕ που να μπορεί και να θέλει να  οργανώνει και να κινητοποιεί σε αγώνες που να επιτρέψουν νέες αισιόδοξες προβλέψεις για τους συσχετισμούς των ταξικών δυνάμεων;

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

ΠΕΡΙ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ, ΠΑΛΙ


Ο θάνατος του 35χρονου ομογενούς από την Αλβανία μετά από ανταλλαγή πυρών με αλβανούς αστυνομικούς έδωσε για άλλη μια φορά την ευκαιρία στον φασιστικό λόγο, που μεταμφιέζεται σε εθνικιστικό,  να κάνει επίδειξη της δύναμης και εμβέλειάς του, προσπαθώντας να νομιμοποιηθεί. Από την απαίτηση του Φ. Κρανιδιώτη να γίνουν βομβαρδισμοί στην Αλβανία μέχρι την ανακήρυξή του σε ήρωα από τον Η. Κασιδιάρη επειδή χρησιμοποίησε όπλο, οι μεγαλόστομες απειλές και καταγγελίες στο όνομα του έθνους θορυβούν για να προσελκύσουν την προσοχή, ενώ μάλλον μοιάζει να επαναφέρουν εφιάλτες από τους οποίους δεκαετίες τώρα δεν καταφέραμε να ξεφύγουμε.
               Τα Βαλκάνια, μια περιοχή με γεωστρατηγική σημασία,  αποτελούνται από μικρά κράτη που κανένα τους δεν έχει μια συνεχή ή έστω μακροχρόνια ιστορία εθνικής ανεξαρτησίας. Το εθνικό μωσαϊκό και ο τρόπος  κατανομής του στις χώρες των Βαλκανίων έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί το δίχτυ της αλληλεξάρτησης είναι σχετικά πυκνό και μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην πολιτική κατάσταση και τη σταθερότητα στην περιοχή. Καλλιεργείται σχεδόν σε όλα τα κράτη η αίσθηση πως θα πρέπει να αποτελούν μέρος ενός μεγάλου έθνους, καθώς κανένα από τα βαλκανικά κράτη δεν έχει συμπληρώσει το ιδανικό της αντιστοιχίας μεταξύ της εθνικής και κρατικής ενότητας. Και οι μειονότητες σε κάθε κράτος αναπτύσσουν ισχυρούς  εθνοτικούς δεσμούς που διασχίζουν τα σύνορα και απαιτούν το δικαίωμα της υπεράσπισής τους από τους  ομοεθνείς στο συγγενικό κράτος.  Κι έτσι συντηρείται ισχυρός ο αλυτρωτισμός, με βάση όχι μόνο την περιοχή αλλά και την εθνικότητα, απόλυτα εκμεταλλεύσιμος από την κυρίαρχη εξουσία.
               Στη χώρα μας, για δεκαετίες μετά τον πόλεμο συντηρούνταν το όνειρο για ενσωμάτωση της Βόρειας Ηπείρου, ένα όνειρο στο οποίο συρρικνώθηκε η Μεγάλη Ιδέα μεταπολεμικά και τροφοδοτούσαν εκκλησία και στρατός, χωρίς βέβαια να γίνεται αντικείμενο επίσημης κυβερνητικής πολιτικής, αλλά αναλόγως σκοπιμοτήτων εγχώριων και διεθνών τη διέτρεχε υπόγεια. Γιατί η πολιτική και η ιστορία των Βαλκανίων είναι αδύνατο να κατανοηθεί χωρίς την επισήμανση του ρόλου των διαφόρων κάθε εποχή  Μεγάλων Δυνάμεων και του  πώς έχουν χρησιμοποιήσει την περιοχή για το οικονομικό και πολιτικό τους κέρδος, χωρίς βέβαια καμία μέριμνα για το αποτέλεσμα των πολιτικών τους στους λαούς.
               Κι επειδή  οι εθνικές σχέσεις έχουν συγκεκριμένο ιστορικό χαρακτήρα και καθορίζονται από το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς, από το συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στο διεθνές περιβάλλον, καθώς και από την ιμπεριαλιστική πολιτική των κυρίαρχων τάξεων. Κι επειδή παράλληλα και  οι σχέσεις των εθνών και των λαών ασκούν επίδραση στις κοινωνικές σχέσεις και την ταξική πάλη και μάλιστα στα διάφορα ιστορικά στάδια μπορούν  να προβληθούν σε πρώτο πλάνο διάφορες πλευρές του εθνικού ζητήματος. Γι’ αυτό μεμονωμένα περιστατικά, ιδιαίτεροι διπλωματικοί χειρισμοί, μεγαλόστομες εξαγγελίες αποκτούν σημαντική βαρύτητα με κίνδυνο πυροδότησης παντός είδους συγκρούσεων.
               Κι ενώ ο ρόλος του εθνικού κράτους μοιάζει να μειώνεται με τον ολοένα αυξανόμενο αντίκτυπο της παγκοσμιοποίησης, συγχρόνως ο πολιτικός του ρόλος διαβρώνεται από έναν περίπλοκο συνδυασμό φυγόκεντρων και κεντρομόλων δυνάμεων. Κι έτσι  η ύπαρξη της μεγαλύτερης οικονομικοπολιτικής ένωσης, της Ευρωπαϊκής, συμπίπτει σε συνδυασμό με περιπτώσεις πολιτικών κατακερματισμού εντός της Ευρώπης, που κυρίως και πρωταρχικά έχουν επηρεάσει τα Βαλκάνια, προκαλώντας και πόλεμο. Η παρακμή του έθνους κράτους, από την άποψη κυρίως του ελέγχου του επί της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, αυξάνοντας τη δυσαρέσκεια για την  ανασφάλεια, την αβεβαιότητα, τις ανισότητες, με κατάλληλους χειρισμούς από την κυρίαρχη εξουσία ενθαρρύνει την προσκόλληση, από ανάγκη για ασφάλεια,  σε εθνικιστικές κι αποσχιστικές δυνάμεις. Και ελλοχεύει  ο κίνδυνος οι μειονότητες να χρησιμοποιηθούν από κέντρα εξουσίας ως πολιορκητικός κριός διαμελισμού εθνικών κρατών κι επομένως αποδυνάμωσής τους και διάλυσης, για εφαρμογή ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών.
               Και στα Βαλκάνια με την αναδιάταξη των συμμαχιών, με τον ιδιαίτερο ρόλο που φιλοδοξεί να επωμιστεί η αστική μας τάξη ως μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ ακόμα και τυχαία περιστατικά δεν γίνονται μόνο αντικείμενο εκμετάλλευσης για δημιουργία του επιδιωκόμενου κλίματος, αλλά μπορούν και να δημιουργήσουν επικίνδυνες καταστάσεις.
               Η αδημονία από ΕΕ, ΗΠΑ και ΝΑΤΟ για λύση του Μακεδονικού σε συνδυασμό  με δηλώσεις, από τον περασμένο Ιούλιο, τόσο του Επίτροπου της ΕΕ, αρμόδιου για τη διεύρυνση, Γιοχάνες Χαν για  «αναδιάρθρωση συνόρων Ελλάδας - Αλβανίας» όσο  και του πρωθυπουργού που συμπεριέλαβε και το ζήτημα των συνόρων με την Αλβανία στα θέματα που απομένουν προς επίλυση με τη γείτονα χώρα, παρά τις διορθωτικές εκ των υστέρων διευκρινίσεις, δεν προοιωνίζονται τίποτε θετικό για τους βαλκανικούς λαούς.

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ


Η Τουρκία κατέλαβε το Αφρίν στη ΒΔ Συρία που εκκενώθηκε από τους κατοίκους κι εγκαταλείφθηκε από τους Κούρδους μαχητές του, η Τουρκία αντιπαρατίθεται με τη χώρα μας  στο ζήτημα της Κυπριακής ΑΟΖ και των ερευνών για ανακάλυψη κι εξόρυξη  υδρογονανθράκων, η Τουρκία προφυλακίζει  στα σύνορα στον Έβρο έλληνες στρατιωτικούς που αποπροσανατολίστηκαν και μπήκαν σε τούρκικο έδαφος –και συνεχίζει ένας ακόμα γύρος  από παζαρέματα και απειλές, ανταλλάγματα και πιέσεις, οξύνσεις και προσεγγίσεις, και πώς να βολευτούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι, ΗΠΑ, Ρωσία, ΕΕ κι από κοντά, εκτός των άλλων,  και  το αλληλοεξαρτώμενο μικρομέγαλο δίδυμο Ελλάδας και Τουρκίας. 
               Και ξανά οι ανταγωνισμοί και τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα  σ’ ένα περιβάλλον παγκοσμιοποιημένης  οικονομίας   παίρνουν τη μορφή ανταγωνισμών ανάμεσα σε εθνικά κράτη και υπάρχει ο κίνδυνος να παρασύρουν λαούς σε πολεμικές συγκρούσεις. Και πάλι θα είναι βασικό επιχείρημα η υπεράσπιση της  πατρίδας απέναντι σε κάποιαν άλλη πατρίδα, κι έτσι να δικαιολογούνται βία και εγκλήματα που θα συμβαίνουν. Αλλά όμως και  πολλοί  προβληματισμοί για τη στάση των εργατικών και λαϊκών τάξεων σε τέτοια περίπτωση μοιάζει να κινούνται σ’ ένα δημαγωγικό αντιιμπεριαλισμό που αποφεύγει ν’ αντιμετωπίσει τη συγκεκριμένη κατάσταση.  Γιατί αυτό που δεν λαμβάνεται υπόψη είναι πως ο εθνικισμός προσαρμοζόμενος και μεταβαλλόμενος στις νέες κάθε φορά συνθήκες συγχωνεύεται με τον πατριωτισμό, την αγάπη και αφοσίωση στην πατρίδα, την επιθυμία υπηρέτησης των συμφερόντων της με συγκεκριμένες πράξεις, δίνοντας  απαντήσεις σε ερωτήματα ταυτότητας και καλλιεργώντας το αίσθημα της κοινότητας και του ανήκειν σε κάτι διαρκές μέσα στο χρόνο, ιδιαίτερα στις λαϊκές μάζες.
               Ο πατριωτισμός είναι σίγουρα ένα ιστορικό φαινόμενο, του οποίου το περιεχόμενο  ποικίλει ανάλογα με την εποχή. Ήδη από την αρχαιότητα έχουν διαμορφωθεί στοιχεία πατριωτισμού με  τη μορφή της αφοσίωσης στην πατρική γη, τη γλώσσα και τις παραδόσεις. Στην ταξική βέβαια κοινωνία κάθε τάξη καθορίζει τη στάση της  απέναντι στην πατρίδα με βάση τα δικά της συμφέροντα. Στην εποχή ανόδου του καπιταλισμού και  του σχηματισμού των εθνοτήτων, όταν η αστική τάξη παραμερίζοντας το φεουδαρχικό στοιχείο έβαζε τέλος στην κατακερμάτιση σε φέουδα συγκεντρώνοντας  και ενοποιώντας τα έθνη, ο πατριωτισμός γινόταν αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο της κοινωνικής συνείδησης αποκτώντας ιδιαίτερη σημασία, με την αστική τάξη να παρουσιάζεται σαν ο μοναδικός εκπρόσωπος του έθνους. Όσο όμως οι ταξικοί ανταγωνισμοί οξύνονται και η αστική τάξη κυρίαρχη πια παγιώνει την εξουσία της, ο πατριωτισμός δεν αντανακλά τα πανεθνικά στοιχεία, όπως συνέβαινε στην πάλη με τη φεουδαρχία, αλλά συγχωνεύεται  με τον εθνικισμό και σωβινισμό και καταλήγει στην εξυπηρέτηση, πάνω από τα συμφέροντα του λαού και της πατρίδας του, εκείνων του κεφαλαίου.
               Στο τέλος πατριώτες μένουν μόνο οι εργαζόμενοι, κι αυτοί στην ουσία αποτελούν το σύνολο του έθνους που αποδεικνύονται συνεπείς υπερασπιστές της εθνικής ανεξαρτησίας, ακόμα κι αν η άρχουσα τάξη τη χρησιμοποιεί σαν παγίδα για να προωθήσει τα συμφέροντά της. Μόνο που επειδή στα  πατριωτικά ιδανικά περιλαμβάνεται η απελευθέρωση της πατρίδας από σκλαβιά, εκμετάλλευση και καταπίεση, γι’ αυτό  και ο αγώνας γι’ αυτά  μπορεί να διαμορφώνει και τη δυναμική  για διεκδίκηση των συνθηκών για  πλήρη ανάπτυξη των ανθρώπων που εργάζονται και αγωνίζονται για την πατρίδα.
               Κι αν πολλοί στις θέσεις του ΚΚΕ διαβλέπουν απεμπόληση της  λενινιστικής θέσης που απαιτεί  σε περίπτωση πολέμου επιδίωξη της ήττας της χώρας του και μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε  εμφύλιο για την κατάργηση του αστικού καθεστώτος είναι γιατί παραβλέπουν την άλλη πολύ σημαντική θέση «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης».
  Γιατί αν  η συμμετοχή στο γαϊτανάκι των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων θεωρείται από την αστική τάξη της χώρας μας εθνικός στόχος, σίγουρα το εργατικό κίνημα δεν μπορεί να δεχθεί πως η  εκπλήρωσή του πέφτει στην πλάτη του, χωρίς όμως εκ παραλλήλου ν’ αγωνιστεί για να μην υποστεί  τις συνέπειές  του. Μ’ ένα εργατικό κίνημα σε ύφεση, με το κομμουνιστικό όραμα απαξιωμένο σε ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων, η πατρίδα για άνεργους, ημιαπασχολούμενους, επισφαλείς εργαζόμενους είναι το οικείο, γνωστό  περιβάλλον που η κοινή γλώσσα και παράδοση  προσφέρει την αίσθηση της κοινότητας  στα όρια της οποίας  ο αγώνας μπορεί να πάρει συγκεκριμένη μορφή, να αντιπαρατεθεί  στα πλαίσιά της η εργατική τάξη στην τάξη των αστών. Η μετακίνηση μάλιστα των εργαζομένων στην καπιταλιστικά ενωμένη Ευρώπη, που μοιάζει ανάλγητη και ανεξέλεγκτη όταν δεν εξασφαλίζει αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης, κάνει την πατρίδα να φαντάζει σαν το μόνο καταφύγιο  στη ζωή τους, ακόμα κι αν το αστικό κράτος της πατρίδας τους δεν λειτουργεί παρά σαν μηχανισμός καταπίεσής τους.
Κι αν λοιπόν «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα», όμως «καθώς το προλεταριάτο, προκειμένου να καταλάβει την πολιτική εξουσία, είναι υποχρεωμένο  να οργανωθεί σε εθνική τάξη και να συγκροτηθεί και το ίδιο  ως έθνος, διατηρεί στην αρχή κατ’ ανάγκη τον εθνικό χαρακτήρα του, αν και επ’ ουδενί με την έννοια που δίνει  στον όρο η αστική τάξη
Όταν λοιπόν φλέγεται για χρόνια η γειτονική μας περιοχή στα πλαίσια των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών  και αυξάνονται επεισόδια επίδειξης ισχύος Ελλάδας με την Τουρκία,  τα οποία δεν μοιάζουν απλώς συγκυριακά, εύλογο είναι ν’ αναρωτιέται κανείς μήπως η καπιταλιστική στρατηγική αναζητήσει διέξοδο  σ’ έναν πόλεμο και στην περιοχή μας. Και τότε όλες αυτές οι ιδέες για έθνος, πατρίδα, υπεράσπιση συνόρων δεν θα προμηθεύουν απλώς προβληματισμούς για ευχαρίστηση της μεγαλόψυχης και άνετης διανόησης που δεν ριψοκινδυνεύει τίποτε, αλλά θα  επιβάλλουν αποφάσεις ζωής ή θανάτου.
Με τη  θέση του ΚΚΕ όπως αποτυπώνεται στο πρόγραμμά του «...σε περίπτωση ιμπεριαλιστικής πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας, είτε σε αμυντικό είτε σε επιθετικό πόλεμο, το Κόμμα πρέπει να ηγηθεί της αυτοτελούς οργάνωσης της εργατικής - λαϊκής πάλης με όλες τις μορφές, ώστε να οδηγήσει σε ολοκληρωτική ήττα της αστικής τάξης, εγχώριας και ξένης ως εισβολέα, έμπρακτα να συνδεθεί με την κατάκτηση της εξουσίας» δεν απεμπολείται ούτε ο διεθνιστικός  και ταξικός του χαρακτήρας, αλλά παίρνοντας την πρωτοβουλία «της αυτοτελούς οργάνωσης της εργατικής - λαϊκής πάλης» σ’ έναν εθνικό αγώνα  αντίστασης να κατορθώσει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού που θα παλέψει για τη δική του απελευθέρωση από τα καπιταλιστικά δεσμά.