Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

ΕΚΦΑΣΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ



               Πριν δυο μήνες, στην  ογδοηκοστή επέτειο ανόδου στην εξουσία του Αδόλφου Χίτλερ, στις 30 Ιανουαρίου του 1933, η  Α. Μέρκελ σε μήνυμά της που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της ανέφερε ότι «Φυσικά, έχουμε μια διαρκή ευθύνη για τα εγκλήματα του εθνικοσοσιαλισμού, για τα θύματα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και πάνω από όλα, επίσης, για το Ολοκαύτωμα», τονίζοντας ότι «με θάρρος, με το θάρρος του πολίτη, ο κάθε ένας ξεχωριστά δεν πρέπει να επιτρέψει τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό να έχουν καμία τύχη».
           Οι παραδοχές αυτές της γερμανίδας καγκελαρίου βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος με τις αντιδράσεις που προκάλεσαν πριν δέκα και παραπάνω χρόνια οι εκλογικές νίκες του Λε Παιν στη Γαλλία και κυρίως  η  συμμετοχή του νεοναζιστικού κόμματος του  Χάιντερ σε κυβέρνηση συνασπισμού στην Αυστρία. Τότε, στο όνομα της προάσπισης  ευρωπαϊκών αξιών και του αγώνα  ενάντια στο ρατσισμό ελήφθησαν   μια σειρά μέτρων εναντίον της αυστριακής κυβέρνησης. Φαινόταν πολύ εύκολο τότε για την ΕΕ να καταγγέλλει και να καταδικάζει ηθικά, αντί να προχωρά σε πολιτική ανάλυση για να αποτρέψει προληπτικά  με πράξεις  το φαινόμενο της ανόδου φασιστικών ή φιλοφασιστικών σχηματισμών.  Ανατέθηκε  μάλιστα  τότε στη δικαιοσύνη να αποφανθεί για το χαρακτήρα του κόμματος κι όταν αυτή αποφάνθηκε ότι δεν παραβίαζε τις δημοκρατικές αρχές τα μέτρα που ελήφθησαν καταργήθηκαν. Μ΄ αυτόν τον τρόπο και τα νέα φασιστικά μορφώματα νομιμοποιούνταν και η ΕΕ  μπορούσε να συνεχίζει να εμφανίζεται ως θεματοφύλακας της δημοκρατίας.
             Το ίδιο και η Γερμανία, ηγέτιδα δύναμη στη διαμόρφωση των αποφάσεων για την πορεία της Ένωσης,  δια της καγκελαρίου της, αναγνωρίζει τις ευθύνες της για το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, διαβεβαιώνει την αποστροφή της για τον εθνικοσοσιαλισμό,  ενώ ταυτόχρονα με τις αποφάσεις   της  Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πρωτοστατεί η Γερμανία και  όλες οι κυβερνήσεις των χωρών της Ε.Ε αποδέχονται,   διαμορφώνονται  οι  προϋποθέσεις για να εκκολαφτεί ο φασισμός  στο νέο οικονομικοπολιτικό περιβάλλον που αυτές δημιουργούν. Έτσι  και  στην Ελλάδα των μνημονίων  και τα κόμματα της συγκυβέρνησης αποκηρύσσουν το φασιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής καταγγέλλοντας συμπεριφορές μελών της και καταδικάζοντας  σε υψηλούς τόνους ενέργειες σαν αυτές του Κατίδη που πανηγύρισε για το γκολ με φασιστικό χαιρετισμό. Μόνο που οι δικές τους πολιτικές αποφάσεις είναι που ευνοούν τον εκφασισμό της κοινωνίας.
           Χρόνια τώρα, ο κυρίαρχος λόγος αναφερόμενος  σε ακροδεξιές ομάδες και φασιστικές συμπεριφορές κατέφευγε και καταφεύγει σε κατ’ αντιδιαστολή περιγραφή πρακτικών των δυο άκρων, αριστερού-δεξιού. Είναι πάγια στην επιχειρηματολογία του κυρίαρχου λόγου η λογική του συμψηφισμού,  η λογική που βάζει στην ίδια μοίρα καταπιεστές και καταπιεζόμενους,  οι θεωρίες που αναβιώνουν βασικές ιδεολογικές καταβολές του ψυχρού πολέμου, οι οποίες κατασκευάζοντας τεχνητά μια ιδιαίτερη κατηγορία  πολιτικών  καθεστώτων με ιδιάζοντα χαρακτήρα, τα ονομαζόμενα ολοκληρωτικά καθεστώτα,  στα οποία μπορούν να περιλάβουν κάθε καθεστώς που  δεν έχει τη μορφή της αστικής δημοκρατίας,  επιδιώκουν  να αποσπάσουν  την προσοχή του κόσμου από το γεγονός ότι το χιτλερικό καθεστώς και κάθε φασιστικό καθεστώς είχε και έχει βάση καπιταλιστική.  Όσο λοιπόν περιορίζεται η γνώση για τη ναζιστική βαρβαρότητα σε επεισόδιά της και εκδηλώσεις  που κοντεύουν να αντιμετωπίζονται σαν ακρότητες μιας ηγετικής ομάδας και εξαφανίζεται η γνώση των κοινωνικοοικονομικών κινητηρίων δυνάμεών της, τόσο θα επικεντρώνουμε την προσοχή μας στα τελετουργικά του χτες που νεοναζιστές χρησιμοποιούν.
           Ο φασισμός όμως σήμερα δεν είναι μόνο τα απολιθωμένα ιδανικά που ο Μιχαλιολάκος και η παρέα του με περισσό θράσος υποστηρίζουν. Ο φασισμός,  μέσα από το παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό που τα ευρωπαϊκά και διεθνή κέντρα επιβάλλουν προοδευτικά, μεταμορφωμένος αφήνει τα ίχνη του στην κοινωνία ανεξίτηλα και εγγράφεται ασυναίσθητα στις  συνειδήσεις των  μαζών. Ο φασισμός δεν εξαλείφθηκε σε όλη την Ευρώπη με επαναστατικό τρόπο κι έτσι η  αντίσταση από τα κάτω ή η ήττα στη χώρα μας του επαναστατικού κινήματος χρησιμοποιήθηκε για να επιβάλλει την προσαρμογή μας   στις μεταβαλλόμενες συνθήκες ενός νέου κύκλου εκμετάλλευσης. Ανεπαισθήτως τον αφήσαμε να μας διαβρώνει όταν ενστερνιστήκαμε τη θεμελιώδη αρχή να γίνει ο κοινωνικός δαρβινισμός ένα εργαλείο  διαρκούς διαίρεσης στους κόλπους της εργατικής τάξης. Ο πετυχημένος, ο παραγωγικός, ο καινοτόμος ήταν το νέο πρότυπο του εργαζομένου, που μας συνήθισε στην πολιτική  διαρκούς διαίρεσης των  εργατικών στρωμάτων με σκοπό να εκφυλίσει την ενότητα τους ενάντια στο κεφάλαιο. Δεν συνειδητοποιούσαμε χρόνια τώρα πως το κυνήγι της επιτυχίας, η ελπίδα για μεταπήδηση σε ανώτερη τάξη,  η ανάδειξη του εξαιρετικού και η καταξίωσή του δεν ήταν παρά η οικονομική  χρήση του κοινωνικού δαρβινισμού για την υποδουλωτική αναπαραγωγή της λογικής του συστήματος. Θεοποιήσαμε την παραγωγικότητα και τον ανταγωνισμό κι αγνοήσαμε  την κοινωνική πραγματικότητα της εκμετάλλευσης.  Οι δομές κυριαρχίας στην επιχείρηση σχεδιάζονταν με όρους  που ευνοούσαν την προσαρμογή επιλεκτικών χαρακτηριστικών του φασισμού (παντοδυναμία της επιχείρησης, υποταγή στους στόχους της ακόμα και της προσωπικής ζωής των μελών της, κινητοποίησή τους  για τα συμφέροντά της, περιθωριοποίηση όσων ηττώνται στον ανταγωνισμό κλπ)  στις συνθήκες των νέων μορφών εκμετάλλευσης. Η τρομοκρατία της εκμηδένισης μέσω της εργασίας, (ανασφαλείς όσοι εργάζονται, απαξιωμένοι όσοι δεν εργάζονται), προωθούσε  και προωθεί την εκμηδένιση των μειοψηφιών.
             Ο φασισμός λοιπόν, χωρίς να το καταλάβουμε, συνέχιζε και συνεχίζει  να ζει στις τεχνοκρατικές δομές της κυριαρχίας της επιχείρησης, στο οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, σα συνέχιση της σύγκρουσης  μεταξύ των τάξεων, με διαφορετική όμως μορφή. Είναι πια εκλεπτυσμένος, μεταμορφωμένος μέσα από τα κυνήγι της ανταγωνιστικότητας, καθαρμένος από τις στρατιωτικές μπότες, από τα σύμβολα και την κτηνωδία που προκάλεσαν και δικαιολόγησαν την αντίσταση. Και πώς να τον αναγνωρίσεις πέρα από τα λόγια και τις πράξεις των μελών της Χρυσής Αυγής, που περισσότερο, σε πρώτη φάση,  δίνουν χέρι βοηθείας για να γίνει αποδεκτή η αυταρχικότητα του συστήματος;

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

ΤΕΧΝΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΠΟΛΥΛΟΓΙΕΣ



              Και πάλι περίσσεψαν οι δηλώσεις για δικαιολόγηση της πολιτικής που εφαρμόζεται στην Κύπρο με το κούρεμα των καταθέσεων. Ο Κύπριος υπουργός Οικονομικών, Μιχάλης Σαρρής, ανακάλυψε ότι ο κατήφορος για τη Λαϊκή Τράπεζα άρχισε το 2007, όταν, όπως είπε, η Τράπεζα «έπεσε στα χέρια ανθρώπων, που παραχωρούσαν ανεξέλεγκτα τεράστια ποσά σε δάνεια, κυρίως στον ελλαδικό χώρο» ενώ ο δικός μας υπουργός Οικονομικών Στουρνάρας διαβεβαιώνει ότι το κούρεμα στις καταθέσεις των φορολογουμένων δεν θα επεκταθεί και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης και ότι ««Η Ευρωζώνη δεν είναι ανασφαλής. Η λύση που αποφάσισε το Eurogroup αφορά μόνο την Κύπρο επειδή έχει ιδιάζων τραπεζικό σύστημα».
              Σε μας έφταιγε ο υπερτροφικός δημόσιος τομέας και το χρέος, στην Κύπρο το άρρωστο τραπεζικό σύστημά της, στην επόμενη χώρα θα φταίει κάτι άλλο. Ατέλειωτες οι δικαιολογίες, ανεξάντλητα τα επιχειρήματα, που το ένα αναιρεί το άλλο,  για να πειθόμαστε, κάθε φορά που ολόκληροι λαοί οδηγούνται στην εξαθλίωση, για την ενοχή μας και  για το αναπόφευκτο της υποταγής στις αποφάσεις των κυρίαρχων ευρωπαϊκών και διεθνών κέντρων.
            Δεν έχουν πια κανένα νόημα οι τεχνοκρατικού τύπου αναλύσεις. παρά μόνο για να χανόμαστε σε ατραπούς που θα μας εγκλωβίζουν στην αδράνεια και τη μοιρολατρία. Φαίνεται πως δεν αρκούν τρία χρόνια ιδεολογίζουσας και τεχνοκρατικής πολυλογίας για να φιλοτεχνηθεί πειστικά η εφαρμοζόμενη εκ Βρυξελλών εκπορευόμενη πολιτική.  Κάθε φορά οι πολιτικοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης  και οι ντόπιοι εκτελεστές των αποφάσεών τους βρίσκουν κάτι νέο, μια νέα ιδέα, μια νέα πρόταση για να εντυπωσιάζουν, εκφοβίζουν, ώστε με άνεση να εφαρμόζονται οι πολιτικές αποφάσεις τους παρακάμπτοντας τα δυσάρεστα αποτελέσματα. Για να μη γίνεται λόγος για τα προβλήματα του καπιταλισμού, για τα μέτρα που μας εξαθλιώνουν, για τον αυταρχισμό που επεκτείνεται σε όλους τους τομείς, για να μη στραφεί η προσοχή στο μοντέλο διακυβέρνησης που εφαρμόζεται σε άπασα την Ευρώπη, στις υποσχέσεις που, πριν αλέκτωρ λαλήσαι τρις, δεν τηρήθηκαν, στις ελπίδες που διαψεύστηκαν κλπ. στα τόσα και τόσα που συνθέτουν την ευρωπαϊκή πολιτική  που εκδηλώνεται με αμετροέπεια, αλαζονεία, αυταρχισμό.
             Κι ενώ πληθύνονται όλοι αυτοί που τρώνε πικρό ψωμί μοιάζει να μην έχουμε χορτάσει από λέξεις ηχηρές, από πολιτικούς νεολογισμούς που έρχονται κάθε φορά να  καλύψουν τη νοηματική κενότητα με τον γδούπο των τεχνοκρατικών αναλύσεων.
            Η κενότητα και ο αποπροσανατολισμός εν πλήρει δράσει. Το ζήτημα φυσικά δεν είναι πια τι κάθε φορά σοφίζεται ο ένας ή άλλος υπουργός ή πρωθυπουργός για να συσκοτίσει τις ειλημμένες πολιτικές αποφάσεις, αλλά το γεγονός ότι εμείς, εργαζόμενοι κι  άνεργοι που υφιστάμεθα τις συνέπειές τους, συνεχίζουμε να μένουμε έκπληκτοι καταπίνοντας όλη την κενότητα του πολιτικού λόγου, ως απαύγασμα τεχνοκρατικής σοφίας και πνευματικής βαρύτητας.  Η πολιτική μας ηγεσία, μαζί με την αξιωματική αντιπολίτευση που δεν θεωρεί ότι μας εμπαίζουν αλλά κάνει εργαλείο της… δουλειάς της τις επαναλαμβανόμενες αναλύσεις και στοιχείο του δικού της λόγου, αποδεικνύει ξεκάθαρα την ιδιοτέλειά της και την αδιαφορία της για τις επιπτώσεις στο κοινωνικό σύνολο, αλλοιώνοντας ακόμα και τα κριτήρια ερμηνείας του κοινωνικού γίγνεσθαι.  Δεν είναι περίεργο λοιπόν που έχουμε χάσει τον μπούσουλα.
          Από κει και πέρα όλες οι διαβεβαιώσεις, υποσχέσεις κλπ. είναι για εσωτερική κατανάλωση, δεν έχουν καμιά απολύτως σημασία. Δεν υπάρχει πια κανείς λόγος να διαφωνεί ή να συμφωνεί κανείς μ’ αυτές, να μάθει ή  να σκεφτεί πάνω σ’  αυτές.  Εν ολίγοις, είναι μάταιη η ενασχόληση με τις τετριμμένες, χιλιοειπωμένες    τεχνοκρατικές αναλύσεις. Απομένουν βέβαια πάντα οι απειλές για επιδείνωση της κατάστασης των υποτελών τάξεων, το μόνο σαφές σημείο όλων αυτών των αναλύσεων.
           Και είναι εδώ που ο κομμουνιστικός λόγος θα  αναδείξει τη χρεωκοπία του καπιταλιστικού συστήματος, το κομμουνιστικό κόμμα θα λειτουργήσει  ως δύναμη κοινωνικής ανατροπής και ο λόγος του θα πρέπει να είναι καίριος και ευθύβολος για μια πολιτική σύγκρουσης και ρήξης.  Και είναι αυτό το πιο δύσκολο έργο για το κομμουνιστικό κόμμα, πώς θα απεγκλωβιστούμε από τους μηχανισμούς και τις ιδεολογίες της κυρίαρχης εξουσίας
           Γι’ αυτό  τώρα περισσότερο από ποτέ, μεταπολεμικά, είναι  που φαίνεται η αναγκαιότητα της ύπαρξης του κομμουνιστικού κόμματος, γιατί μπορεί να συμπυκνώσει, ακόμα κι αν είναι ολιγάριθμο και περιορισμένο, τη θέληση για κοινωνική ανατροπή και μπορεί να διαπαιδαγωγήσει κοινωνικά στρώματα και τάξεις, ώστε να καταστήσει τις ιδέες του υλική δύναμη. Έτσι που στο βαθμό που οι τάξεις αυτές αρχίζουν να συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα του κοινωνικού μετασχηματισμού να οργανώνονται και να  κινούνται προς την ανατροπή  του υπάρχοντος οικονομικοπολιτικού συστήματος.  
         Τελείωσαν οι αυταπάτες για εκδημοκρατισμό, αριστερή διαχείριση του καπιταλιστικού κράτους  και για αριστερό κράτος πρόνοιας. Το κομμουνιστικό κόμμα  δεν μπορεί πια παρά να λειτουργήσει  με βάση την αντίληψη της ρήξης μεταξύ  του καπιταλιστικού και αντικαπιταλιστικού μπλοκ. Γιατί κομμουνιστικό κόμμα είναι η αντίπαλη  στην αστική προοπτική θεωρία, ιδεολογία και πράξη που οργανώνει, για να γίνουν το αντίπαλο δέος,  τις υποτελείς τάξεις ενάντια στο αστικό  μπλοκ με  τους μηχανισμούς του, τα μέσα του, τις ιδεολογίες του  κυρίαρχου συστήματος.

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

ΣΚΟΡΠΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ‘21



          Πολλές φορές η επανάσταση του ’21 γίνεται το κυριότερο σημείο αναφοράς της ιστορίας του τόπου μας δίνοντας σ’ αυτήν κάθε φορά και διαφορετικό χαρακτήρα και υπογραμμίζοντας κατά το δοκούν το ιδεολογικό της περιεχόμενο.
           Η κλασική διαμάχη γύρω από το αν ήταν η επανάσταση κοινωνική  ή κυρίως εθνική σηματοδοτεί περισσότερο   τις συνθήκες που προκάλεσαν και συνόδεψαν αυτή τη διαμάχη. Ο εκκολαπτόμενος, προπολεμικά, στον τόπο μας  μαρξισμός  τόνιζε τα κοινωνικά αίτια που απομυθοποιούσαν τον επιδερμικό πατριωτισμό της αστικής τάξης, η οποία αρνιόταν τα ταξικά συμφέροντα που  υπήρχαν στη βάση της, επιμένοντας στα υψηλά ιδανικά της αναγέννησης της Αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου.  Η ιδεολογία λοιπόν του ενιαίου κι αδιαίρετου έθνους είναι φυσικό να εστιάζει στη γενναιότητα γενικώς των ελλήνων  και ιδιαίτερα την ενότητά τους για να ερμηνεύσει το γεγονός της επανάστασης  εν μέσω πατριωτικών εξάρσεων. Αυτήν την ιδεολογία υπηρετώντας, την ενότητα  και ο Σαμαράς τονίζει στο φετινό του μήνυμα για την επέτειο της 25ης Μαρτίου «Αυτό σημαίνει Ελευθερία: να πολεμάμε ενωμένοι, τα δεινά που μας βρίσκουν, τους εχθρούς που μας επιβουλεύονται και τον κακό τον εαυτό μας. Μακριά από διχαστικά συνθήματα, από την μοιρολατρία της υποταγής κι από πλέγματα Εθνικής μειονεξίας». Κι έτσι εύκολα σχεδόν εξαφανίζεται  με την επίκληση της εθνικής ενότητας, την αναφορά σε εχθρούς γενικούς και αορίστως  και τον ξορκισμό της διχόνοιας, η σημασία των κοινωνικών συγκρούσεων και ούτε λόγος βέβαια για ταξική πάλη.
            Όπως όμως για τα χρόνια της επανάστασης δεν αρκούν η επιδημία του φιλελληνισμού που ξεσήκωσε τις καρδιές της Ευρώπης, οι ιδέες και μόνο  της γαλλικής επανάστασης για ελευθερία και ισότητα και εθνικά κράτη, οι ρομαντικοί και τα ιδανικά τους σαν ιστορικές ερμηνείες, γιατί είναι επιφανειακές, κατάλληλες περισσότερο  για τους πανηγυρικούς της ημέρας, το ίδιο και στις μέρες μας όλα αυτά περί της αλόγιστης σπατάλης του ελληνικού κράτους ή περί του νοσούντος τραπεζικού συστήματος της Κύπρου που ξαφνικά θυμήθηκαν να … γιατρέψουν είναι πολύ ανεπαρκείς δικαιολογίες για τις  εφαρμοζόμενες πολιτικές των τελευταίων ετών.
        Τότε, ο λαϊκός ξεσηκωμός  ανάγκασε τις μεγάλες δυνάμεις να προσαρμόσουν τα συμφέροντά τους στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνονταν.  Και  η εξέγερση των ελλήνων τότε ήταν ένα από τα μέσα που εκμεταλλεύτηκαν  οι μεγάλες Δυνάμεις  για να πετύχουν τους δικούς τους σκοπούς, όταν από ένα σημείο κι έπειτα, μετά από τις πρώτες αρνητικές αντιδράσεις, άρχισαν κάποιες Δυνάμεις  να έχουν συμφέρον στην επικράτηση της Επανάσταση. Τελικά  βέβαια δημιουργήθηκε ένα νέο κράτος σε απόλυτη εξάρτηση από τις προστάτιδες Δυνάμεις και η ανεξαρτησία του έμοιαζε στο τέλος με μετακίνηση και εξωραϊσμό της εξάρτησης. Αυτό δε μειώνει όμως  τη μεγάλη πολιτική  μεταβολή  με την οποία  η επανάσταση  συγκλόνισε όλη τη βαλκανική χερσόνησο και κατατάραξε τις άρχουσες τάξεις της εποχής που, με προεξάρχοντα τον Μέτερνιχ, θεωρούσαν την ελληνική επανάσταση σαν κρίκο στην αλυσίδα των εξεγέρσεων  που συγκλόνιζαν την Ευρώπη μετά την πτώση του Ναπολέοντα.
            Όταν   το Φεβρουάριο του 1821 στο συνέδριο του Λάιμπαχ έφτασε το άγγελμα της εξέγερσης του Υψηλάντη όλες οι αντιδραστικές δυνάμεις  ξεσηκώθηκαν. «Ο Μέτερνιχ λίγο πριν τη λήξη των εργασιών του διατύπωσε τις σκέψεις του τσάρου και  του αυτοκράτορος της Αυστρίας στο «υπόμνημα περί της ελληνικής επαναστάσεως», στο οποίο δηλώνεται κατηγορηματικά ότι η ελληνική  επανάσταση δεν προήλθε από εθνική  ενέργεια ούτε έπρεπε να θεωρηθεί σα συνέπεια των τουρκικών καταπιέσεων, αλλά ήταν άμεσο αποτέλεσμα σχεδίου προετοιμασμένου από καιρό, με σκοπό να χτυπηθεί η Ιερή συμμαχία. «Πως είναι δυνατό γράφει να προήλθε η επανάσταση από το ελληνικό έθνος τη στιγμή που το έθνος αυτό έχει ξεπέσει στις έσχατες βαθμίδες της εθνικής διαφθοράς; Όχι, είναι σπόρος διχόνοιας που ρίχνεται ανάμεσα στη Ρωσία και την Αυστρία για να συνδαυλιστεί η αντιδυναστική  πυρκαϊά και να περιέλθει σε δύσκολη θέση ο ανώτατος  αρχηγός  της Ανατολικής εκκλησίας (ο τσάρος) και να ερεθιστεί ο ρωσικός λαός εναντίον της πολιτικής του ηγεμόνος του (Ιστορία ελλ. Επανάστασης του Καρλ Μέντελσον - Μπάρτολντυ)
        Δυο σχεδόν αιώνες από τότε με παγκοσμιοποιημένη οικονομία, με λαούς που θεωρείται ότι συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων και με την Ευρώπη να έχει διακηρύξει την οικονομική  ενότητά της τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων, που ακόμα χρησιμοποιούν  και το  εθνικό κράτος σαν όργανο για την επιβολή τους,  μπορούν να εξυπηρετούνται  με ποικίλους   πιο εξειδικευμένους τρόπους. Το οικονομικό και χρηματικό κριτήριο κρατά τα ηνία και η περίφημη συνθήκη του Μάστριχντ συνθέτει φραστικά τη λογική των αγορών που εξυπηρετούν τα ταξικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων επιγραμματικά «Τα κράτη μέλη της Κοινότητας δρουν σεβόμενα την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς, όπου ο ανταγωνισμός είναι ελεύθερος  και ευνοούν την αποτελεσματική κατανομή των πλουτοπαραγωγικών πόρων»
         Στην Κύπρο, κράτος μέλος της ευρωπαϊκής κοινότητας μήπως ουσιαστικά συνέβη τίποτε άλλο αυτές τις μέρες παρά μια προσπάθεια για πιο  αποτελεσματική κατανομή των πλουτοπαραγωγικών πόρων της; Και βέβαια δεν χρειάζονται όλες αυτές οι βαθυστόχαστες αναλύσεις που πλημμύρισαν τα ΜΜΕ  για να αποκρυφτεί  το πασιφανές, υπέρ ποίων έγινε η κατανομή αυτή, (όχι βέβαια υπέρ των εργαζομένων, εκεί ή αλλαχού) αλλά για να χαθούμε μέσα σ’ αυτές, να φοβηθούμε και να μένουμε αδρανείς.

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

PLAN B



         Και μετά   το «όχι»  της βουλής των αντιπροσώπων  της Κύπρου  τίποτε δεν αποσαφηνίστηκε τόσο ξεκάθαρα όσο η επιμονή της εκ Βρυξελλών εκπορευόμενης πολιτικής που επιδεικνύει τη δύναμή της χωρίς την ελάχιστη αλλαγή στις επιλογές της. Η μαγική συνταγή των ευρωπαϊκών κέντρων που εξαρθρώνει τις κοινωνίες, η συνταγή της οικονομικής εξαθλίωσης των υποτελών τάξεων,  εφαρμόζεται απαρέγκλιτα εξασφαλίζοντας τα προνόμια των κυρίαρχων τάξεων, ακόμη και των εγχώριων που ευελπιστούν πως θα διασωθούν όσο πιο πειθήνια υπακούν στα κελεύσματα τους. Γι’  αυτό και μια βδομάδα τώρα στην Κύπρο με συστηματικότητα και επιμέλεια αποφεύγεται  οποιαδήποτε δέσμευση, είτε στο πεδίο της πολιτικής είτε στο πεδίο της οικονομίας, που να οικοδομεί τους όρους για μετωπική σύγκρουση με τα κυρίαρχα κέντρα.
              Ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της Κύπρου, για όσους είμαστε αδαείς, μοιάζει να είναι ένας χώρος που φαίνεται να στεγάζει μια περιορισμένη  γκάμα  απόψεων και προσώπων οι οποίοι προς στιγμή υπό την ενοποιητική  παρουσία του  «όχι»   στη ψηφοφορία της Δευτέρας δεν  μοιάζει   να δρουν μεταξύ τους και τόσο  αντιθετικά. Οι εν Κύπρω πολιτικές  απόψεις μοιάζει να εκτείνονται  και να περιορίζονται στις  εκσυγχρονιστικές του καπιταλισμού που συμβαδίζουν με μεταρρυθμιστικές προτάσεις σοσιαλδημοκρατικού τύπου χωρίς μάλιστα να βρίσκουν (που να έχουν εννοείται ευρύ ακροατήριο) πιο ριζοσπαστικές για να συγκρουστούν. Η άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας, μετά την αρνητική θέση της πλειοψηφίας του πολιτικού κόσμου που υποχρέωσε σε αποχή και το κυβερνών κόμμα,  στην απόφαση του Γιούρογκρουπ, με τις εκ των υστέρων ενέργειες της καταλήγει να είναι ένας κατά περίπτωση εμπειρισμός,  που ενώ μοιάζει να είναι χωρίς σχέδιο και στρατηγική, μάλλον συμβαίνει το αντίθετο. Οι διαδικασίες που δρομολογούνται μετά το «όχι»   της Δευτέρας είναι ακριβώς  το αναζητούμενο plan B, για να γίνει αποδεκτός ο πανάκριβος λογαριασμός  που θα πληρώσει το κοινωνικό σύνολο.  Όσο περνούν οι μέρες φαίνεται πως αυτό που έμοιαζε με περήφανη στάση του πολιτικού κατεστημένου ήταν ένας τακτικός ελιγμός, που κανείς βέβαια δεν ξέρει πόσο ελεγχόμενος μπορεί να είναι τελικά, μια επιδέξια κίνηση στα πλαίσια  της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος, που δίνει την εντύπωση  ότι  ανταποκρίνεται στην  έκκληση για έλεος μπροστά στην άνοδο της δυστυχίας και της εξαθλίωσης, ενώ μάλλον ψάχνει να βρεί τρόπους να εξυπηρετήσει την πολιτική των Βρυξελλών.
          Στη δική μας περίπτωση αρκούσε και μόνο η απειλή για  οικονομική κατάρρευση για να αποδεχτούμε σχεδόν ασμένως την υπαγωγή μας στο μηχανισμό στήριξης. Στην Κύπρο, που μια γενιά πριν έζησε την εισβολή και πριν εννιά χρόνια καταψηφίστηκε  το προτεινόμενο  σχέδιο Αναν, χρειάστηκε να κάνουν και μια προσομοίωση της κατάστασης της χρεοκοπίας για να μπορεί το πολιτικό κατεστημένο να πείσει για την αναγκαιότητα  αποδοχής  της πολιτικής  των ευρωπαϊκών και διεθνών κέντρων. Απομονωμένη η Κύπρος, απαξιωμένη, με μια πολιτική ηγεσία που περισσότερο ως happening είδε την απόρριψη της απόφασης του Γιούρογκρουπ, πολύ λίγες ελπίδες υπάρχουν να τραβήξει  μέχρι τέλους την πορεία αντίστασης, όταν και τα γεωπολιτικά παιχνίδια είναι πολύ σοβαρά. Την επίθεση εναντίον του κόσμου της εργασίας κανένα «όχι» καμιάς βουλής δε τη σταματά, όταν δεν υπάρχει ένα στιβαρό εργατικό κίνημα που να τολμά να διακινδυνεύει και να  διεκδικεί το μετασχηματισμό της κοινωνίας.
     Και στην Κύπρο φαίνεται ότι όλοι έχουν πεισθεί, αριστερά και δεξιά, πως η ελεύθερη οικονομία της αγοράς είναι η πολιτικά επιβαλλομένη, και μάλιστα επικυρωμένη και επιστημονικά,  βασική  αρχή της ενοποίησης της Ευρώπης. Η μόνη διαφορά μεταξύ των αντιπάλων έγκειται στον τρόπο που προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα που προκύπτουν από την αντινομία μεταξύ του οικονομικού και του πολιτικού. Κανείς από το πολιτικό σύστημα στην Κύπρο δεν αμφισβήτησε αυτά τα περίφημα 5,8 δισεκατομμύρια που θα πρέπει να εξασφαλιστούν για να μη πτωχεύσει η κυπριακή οικονομία. Όλη τους η προσπάθεια δηλ. εξαντλείται στο πώς να ξεπεράσουν τα δυσλειτουργικά στοιχεία αυτής της πολιτικής που εμποδίζουν την υλοποίηση και εφαρμογή της, όχι αυτήν την ίδια την πολιτική.
      Ακόμα  όμως κι αν η κατάληξη θα είναι η εφαρμογή στο ακέραιο των κελευσμάτων των Βρυξελλών, αυτό το δεκαήμερο που χρειάστηκε ο πρόεδρος  Ν. Αναστασιάδης να εφαρμόσει ένα plan B  για να επιβάλλει την απόφαση του Γιούρογκρουπ δίνει μια ελπίδα ότι μπορεί να μην είναι και τόσο εύκολη όσο φαινόταν μέχρι τώρα η υποταγή των εργαζομένων ούτε τόσο ελεγχόμενη.
          Ταυτόχρονα όμως αποδεικνύεται ότι σε περίοδο οικονομικής εξαθλίωσης και οργανωμένης συνολικής καπιταλιστικής επίθεσης το αυθόρμητο, το ανοργάνωτο κι ακόμα περισσότερο το εκ των άνω εκπορευόμενο, αυτό και μόνο, δεν αρκεί για  να στηρίξει  την αγωνιστική αντίδραση, ίσως μόνο για να την πυροδοτήσει. Επιπλέον, αποκαλύπτεται πόσο  επιτακτική είναι  η αναγκαιότητα της οργάνωσης και συντονισμού  των δυνάμεων των εργαζομένων με ταξικό προσανατολισμό, ενώ αναδεικνύεται η επικαιρότητα του κομμουνισμού ως  μοναδικής διεξόδου από την καπιταλιστική βαρβαρότητα, όσο αγριεύει η καπιταλιστική επίθεση.