Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ....ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ

 «…Ο Μάης προμήνυε το τέλος κάθε δυνατής επανάστασης και την έξοδο του προλεταριάτου  από το ιστορικό μας προσκήνιο…
… Ο Μάης του ’68, κάτω από την ουτοπική και προοδευτική του όψη, επρόκειτο στην πραγματικότητα για μια μορφή της ατομικής επανάστασης  του εγώ, η οποία μάλιστα σημείωσε πολιτιστικό, αν όχι πολιτικό, θρίαμβο.
     Είναι επίσης ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε την προσωπική πορεία των πρωταγωνιστών του  Μάη μετά το ’68 από τη στιγμή που άρχισαν να αντιμετωπίζουν την άνοδο του soft κόσμου. Για μερικούς ο δρόμος ήταν η αυτοκτονία. Για άλλους η τρομοκρατία (….)... Όμως, για τη συντριπτική πλειοψηφία, που μας περιγράφει ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ στο Αγαπήσαμε τόσο, την Επανάσταση, πόση ενσωμάτωση, πράγματι!  Όταν είναι κανείς ευγενικός και δραστήριος (αυτοί οι νέοι διέθεταν ταμπεραμέντο) πετυχαίνει στη ζωή: ιδού το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας, ακόμη πειστικότερο  όταν στηρίζεται στο παράδειγμα των προσηλύτων. Πόσοι δεν έγιναν επιτυχημένοι συγγραφείς, παρουσιαστές-βεντέτες, ιδρυτές επιχειρήσεων, η ακόμη, οι λιγότεροι προικισμένοι, «in» στελέχη. Το Nouvel  Observateur  αναρωτιέται: «Οι επαναστάτες υπέκυψαν, άραγε, στο νέο τους status ως σαραντάρηδων; Η μήπως, κατά την εκδοχή του Κον –Μπεντιτ, κατόρθωσαν ν’ αλλάξουν ουσιαστικά την τάξη των πραγμάτων;» Μα και τα δυο, σύντροφε, και τα δυο. Ο «καπιταλισμός τύπου  ‘68» σημαίνει ταυτόχρονα «πλουτίστε» και «στο τέρμα του δρόμου, η πλαζ». Για να πετύχει  εκείνη η επανάσταση, αρκούσε να απαρνηθεί κανείς ένα μικρό πραγματάκι: την επανάσταση»
Francois-Bernard Huyghe, Pierre Barbes Η Soft ιδεολογία, Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1990
           Ο δικός μας  Μάης άργησε λόγω δικτατορίας μια πενταετία και ήταν πολύ πιο  δραματικός και πολλές φορές και τραγικός για τους πρωταγωνιστές του. Πολλοί από τους πρωταγωνιστές του Πολυτεχνείου που θεωρούμε ότι «εξαργύρωσαν» τη συμμετοχή τους στην  τότε εξέγερση με τη συμμετοχή τους σε θέσεις,  κυρίως στις παρυφές,   εξουσίας δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να πραγματοποιήσουν αυτό για το οποίο αγωνίστηκαν τότε.
           Οι περισσότεροι, έξυπνοι, χαρισματικοί από εργατικές, αγροτικές και μικροαστικές οικογένειες οι πιο πολλοί, είδαν στο πανεπιστήμιο ένα δρόμο εξόδου από το μίζερο και αδιέξοδο περιβάλλον του άμεσου περίγυρού τους. Η ύπαρξη της δικτατορίας όμως που επένδυε και στηριζόταν στον εκφοβισμό των λαϊκών στρωμάτων με τη συνεχή ανάκληση του εμφυλίου πολέμου και των συνεπειών του και τον αποκλεισμό, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, ολόκληρων  τμημάτων του ελληνικού πληθυσμού στο περιθώριο, δεν άφηνε πολλές επιλογές για όλους αυτούς τους χαρισματικούς ή λιγότερο χαρισματικούς νέους.
          Ήταν πιο δραματική η εξέγερσή τους γιατί και οι συνθήκες ήταν πιο βίαιες. Αντέδρασαν, αντιστάθηκαν, άντεξαν. Ευτυχώς η δικτατορία έπεσε νωρίς, δεν χρειάστηκε να δοκιμαστούν τα όρια της αντοχής τους. Και πριν προλάβουν να ανδρωθούν τους αγκάλιασε το σύστημα.
        Μα η πλειονότητα των παιδιών της εξέγερσης δεν αντιμάχονταν το ίδιο το σύστημα, τη δικτατορία και την κοινωνία της αντιμάχονταν και περισσότερο την παλιά της νοοτροπία που συνδεόταν με τη φάση ανάπτυξης αυτής της κοινωνίας. Η ρητορική της μεταπολίτευσης και η δεκτικότητα των νέων αυτών μετέτρεψε τις επαναστατικές διεκδικήσεις σε αιτήματα μετρημένα, ειρηνικά και στην ουσία τους συντηρητικά.
      Τα περισσότερα απ’ αυτά τα παιδιά μια  εξέχουσα θέση στον ήλιο ζητούσαν – στο κάτω κάτω  είχαν όλα τα προσόντα γι’ αυτό. Ταύτισαν την αλλαγή συνθηκών με τον πολλαπλασιασμό των ευκαιριών και θεώρησαν απολύτως θεμιτό να τις εκμεταλλευτούν. Όλοι οι υπόλοιποι,  που αδρανείς περίμεναν δι’ αντιπροσώπου να πολεμηθεί η χούντα, αισθάνθηκαν μετά  «προδομένοι» για να μην ομολογήσουν ότι απλά φθονούσαν αυτό που οι ίδιοι  θα ήθελαν να πετύχουν. Εξάλλου, η πλειοψηφία του πληθυσμού, μέχρι και πριν λίγους μήνες,  στην πραγματικότητα «είχε εγκαταλείψει τον  τομέα των αξιών και ιδεών, για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην οικονομική επιτυχία».  Ναι, πολλά από  « τα παιδιά του Πολυτεχνείου»  δεν έκαναν τίποτε άλλο απ΄  ό τι όλοι σχεδόν οι έλληνες αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης.
      Το Μνημόνιο όμως ανατρέπει άρδην τα πράγματα. Όσο κι  αν θέλουν, πολιτικοί και ΜΜΕ, ν’ αναδείξουν απλώς τα «μεταρρυθμιστικά αποτελέσματά του, στην πραγματικότητα πρόκειται για Συντακτική Πράξη που το εύρος της επίδρασης της αποκαλύπτεται βαθμιαία και με αυξανόμενη βιαιότητα. Γι’  αυτό φτάνουμε πια και στο τέλος του συμβιβασμού με την καθεστηκυία τάξη. Δεν είναι πια δυνατόν, εκ των πραγμάτων, απλώς  «να είσαι ανοικτός , να υιοθετείς ένα τρόπο ζωής  πιο ευεπίφορο σε αγνότερες και περισσότερο γενναιόδωρες  επιδιώξεις». Δεν αρκεί να καταγγέλλει κανείς, να διαμαρτύρεται μέσα από  ενώσεις προστασίας καταναλωτών, να διακηρύττει την αφοσίωσή του σε ανθρώπινα δικαιώματα ή ηθικές αρχές,  να επιμένει στην δική του απελευθέρωση. Η πάλη των τάξεων  δεν είναι  πια αυταπάτη. Αυταπάτη είναι η πίστη στην παντοδυναμία του Συστήματος που καλλιεργείται πανταχόθεν και η παραίτηση των πολιτών από κάθε πολιτική βούληση.
      Κάπου εδώ  ξαναθυμόμαστε τα «παιδιά του πολυτεχνείου». Η εκπομπή του Π. Τσίμα, της προπροηγούμενης εβδομάδας  για την οικονομική κρίση  έδειξε με διαφορά πλάνων δυο από αυτά «τα παιδιά».
       Δυο από τα «παιδιά του Πολυτεχνείου», που μάλιστα ξεκίνησαν την πολιτική τους σταδιοδρομία από τις θέσεις του  Κομμουνιστικού κόμματος, (Ανδρουλάκης, Δαμανάκη) θεωρούν υποχρέωσή τους  να υπερασπίζονται  πια τις θέσεις του …Γ. Παπανδρέου, ούτε καν ενός πολιτικού σχηματισμού (γιατί βέβαια το ΠΑΣΟΚ πια είναι ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου). Σχηματοποιημένα βέβαια, τόσο ο λόγος τους όσο προπάντων η πολιτική πορεία τους δείχνει την πορεία των ιδεολογιών τουλάχιστον  στην Ελλάδα. Θεωρούν, όπως και ο Γ. Παπανδρέου βέβαια, ότι επειδή θέτουν αριστερά ερωτήματα ή διατηρούν ζωντανό, λεκτικά, τον προβληματισμό της πάλαι ποτε αριστεράς πορείας τους είναι αριστεροί, ενώ βλέπουν την πολιτική  σαν μέσο που συμβιβάζει και απαντά σε διεκδικήσεις, όταν είναι αυτό βέβαια δυνατό. Ενώ στο όνομα των ιδεολογιών συγκρούστηκαν την εποχή της χούντας, τώρα τις θεωρούν νεφελώματα και προκρίνουν μάλλον έναν πλουραλισμό  ιδεών που δεν αγγίζει όμως το Σύστημα και ούτε επιτρέπεται να το αγγίξει.
      Η επιλογή τους αυτή δείχνει και τη διάσταση ανάμεσα στην ερμηνεία τους για την πραγματικότητα και την ίδια την πραγματικότητα και στο τέλος τη σύγκρουση που επίκειται. Ξεπερασμένοι, παραδομένοι στις αυταπάτες τους και το προστατευμένο  περιβάλλον που δημιούργησαν για τους εαυτούς τους,  οι «επαναστατημένοι» της προηγούμενης γενιάς  που αναδείχτηκαν δείχνουν να μην κατανοούν την πραγματικότητα που ζουν, μ’  αποτέλεσμα να συντελούν κι αυτοί (σκόπιμα; από αφέλεια;) στον εγκλωβισμό μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού στην αποδοχή και μοιρολατρία.

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

ΠΟΙΑ ΗΓΕΜΟΝΙΑ;

                Από τη δεκαετία του ’90  και μετά οι συνδικαλιστές ηγεσίες και μαζί  και τα μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων απασχολούνταν με απλά ζητήματα διαχείρισης του status quo,  κρίνοντας  τα όποια κυβερνητικά  μέτρα από τεχνική  η νομική άποψη, απασχολούμενοι με απλά ζητήματα βαθμού και μεθόδου,  χωρίς ποτέ να προβάλλουν πια θέματα αρχής η ιδεολογίας. Ακόμα και το ΚΚΕ αν και επικαλούνταν μια άλλη   ιδεολογία , όλες του οι δράσεις  επιδίωκαν να ισορροπήσουν  ανάμεσα στον πολιτικό  ρεαλισμό, οικονομική αλληλεγγύη και «άλλη λογική». Στην πραγματικότητα,  πέρα από τις  ενίοτε φραστικές  επαναστατικές διατυπώσεις,  το ΚΚΕ δεν έθιγε την ουσία των πραγμάτων και πάντα ακολουθούσε τα συγκεκριμένα όρια  που  θέτονταν στις πιθανές παραλλαγές διαχείρισης  της πολιτικοοικονομικής κατάστασης.
          Φτάνοντας στη εποχή του μνημονίου, η κυρίαρχη άποψη, σύμφωνα με την οποία καμιά πολιτική δεν μπορεί να αλλάξει τη μοίρα της παγκόσμιας οικονομίας,   εσωτερικεύθηκε από όλα τα στρώματα της κοινωνίας  και δικαιολογεί τόσο την μοιρολατρική στάση όσο και την πολιτική λογική του «μη χείρονος», ενώ προδιαθέτει ενάντια σε κάθε ιδεολογική ερμηνεία – πρόκληση, που τείνει  να θεωρείται ότι αποτελεί  παθολογική περίπτωση.
        Το  θετικό της ύπαρξης του ΚΚΕ  στον πολιτικό ελλαδικό  χώρο είναι ότι υπενθυμίζει, έστω και φραστικά, την κινητοποίηση και αντίδραση στο όνομα πάντα μεγάλων ενοτήτων, όπως «κοινωνική τάξη», απαιτεί την αλλαγή του κράτους   σε εγγυητή της ευημερίας των πολιτών του και αρνείται να υποκύψει στις επιταγές της πάση θυσίας κοινωνικής ειρήνης η την αναδίπλωση στην προσωπική σφαίρα.
      Η επιμονή του όμως, εν  ονόματι ίσως της «καθαρότητας» των ιδεών και δράσεων, για διατήρηση της ηγεμονίας στον αριστερό χώρο και έλεγχό του, δεν του επιτρέπει να επικοινωνήσει με πολλά στρώματα του πληθυσμού που μένουν στο περιθώριο των κινητοποιήσεων και δράσεων ή τις  διαμορφώνουν με όρους  του  ενστίκτου  και του παροδικού. Επιπλέον, ακολουθώντας από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα τους κανόνες του κυρίαρχου πολιτικού παιχνιδιού  βρίσκεται σε αδυναμία να δομήσει έναν  πειστικό πολιτικό λόγο που να περιέχει τον σκληρό πυρήνα της ιδεολογίας του (κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο), όταν  αποδέχεται στην πράξη πως το σύστημα χειρίζεται τα πάντα κι επομένως δεν μπορεί να επαναστατήσει κανείς προς το παρόν. Μετατίθεται λοιπόν η σύγκρουση σ΄ ένα άδηλο μέλλον, που ποτέ δεν έρχεται.
        Ακόμα και στη σημερινή συγκυρία, ενώ κηρύττει πόλεμο, οι ενέργειες και δράσεις του  σε τίποτε δε θυμίζουν εμπόλεμη κατάσταση.  Έχει κανείς την εντύπωση ότι ακόμα κι αυτές οι απεργίες που υποκινεί και υποστηρίζει άμεσα εντάσσονται στα πλαίσια μιας εικονικής ή λεκτικής σύγκρουσης, χωρίς επιδίωξη ενός συγκεκριμένου στόχου. Αλλιώς γιατί όλες οι κινητοποιήσεις σταματούν μόλις η συμβολική σύγκρουση τείνει να γίνει πραγματική; (όρα, απεργία ναυτεργατών). Συμβαίνει αυτό επειδή ο λαός δεν είναι ακόμα έτοιμος;  
        Αφού όμως τόσα χρόνια  προετοιμασιών και επαναστατικών ασκήσεων δεν κατέληξαν πουθενά, μήπως είναι καιρός να αναρωτηθεί και το ΚΚΕ για την ικανότητά του να ηγείται και μόνο αυτό τον αριστερό χώρο; Μήπως  τώρα, που στην πράξη εμφανίζονται πάλι οι βασικές κατηγορίες όπου θεμελιώνονταν οι κυριότερες επιλογές του, όπως εργατικό κίνημα εργοδοσία, δεξιά , αριστερά είναι καιρός το ΚΚΕ να γίνει πιο χαλαρό στις περιφρουρήσεις του (κι ας μην του απονέμονται εύσημα από το σύστημα) και να δεχτεί όλο αυτό τον κόσμο το οποίο  θα αποτελέσει το νέο προλεταριάτο, που τόσα χρόνια έψαχνε απεγνωσμένα ν’ ανακαλύψει  το ΚΚΕ;

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

ΧΩΡΙΣ ΜΠΟΥΣΟΥΛΑ

      Οι επτά μήνες μετά την  τελευταία άξια λόγου λαϊκή διαμαρτυρία (6 Μαίου)  για τα κοινωνικοοικονομικά μέτρα που, ως εντολοδόχος  εξουσία, επέβαλε  η ελληνική κυβέρνηση, υπήρξαν καρποφόροι μόνο γιατί  έδωσαν  ευκαιρίες για   διαπιστώσεις  που ήταν αποκαλυπτικές  της συμπεριφοράς μας και της ιδεολογίας μας
         Υπήρξε προσπάθεια από τους  ιδεολογικούς και κομματικούς σχεδιαστές των όποιων διαμαρτυριών είτε ν’  αναπληρώσουν την έλλειψη ξεκάθαρου στόχου, στην καλύτερη περίπτωση (όρα ΚΚΕ) είτε να συσκοτίσουν τους σκοπούς τους, στη χειρότερη  περίπτωση, (όρα ΓΣΕΕ)  με επικοινωνιακού τύπου φρασεολογία. Δεν ενδιαφέρονταν ο σχεδιασμός και η οργάνωση των διαμαρτυριών να  είναι σε θέση να ενσωματώνουν και να απορροφούν  τις  πολυποίκιλες και ίσως πολλές φορές  θεωρούμενες και ύποπτες δράσεις διαφόρων ομάδων, να αναδεικνύουν  τα βασικά και κύρια στοιχεία που ενώνουν όλους τους εργαζομένους, να επιμένουν σε μια συνέχεια, με συνέπεια,  των διαμαρτυριών.
        Το ΚΚΕ συγκαλύπτει  τις αδυναμίες του, η και απροθυμία του, να οργανώσει ένα συνεπές σχέδιο δράσης,  με κάποιο μεσοπρόθεσμο έστω στόχο, με τη χρήση ενός λεξιλογίου  αρκετά γενικόλογου, ώστε να καλύπτει κάθε δράση της εξουσίας αλλά που έχει ταυτιστεί με κοινωνικές διαιρέσεις του προηγούμενου αιώνα. Οι περισσότεροι μικρομεσαίοι εργαζόμενοι ζώντας τις τελευταίες δεκαετίες  την ψευδαίσθηση ενός αμερικάνικου ονείρου αλά Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αναγνωρίζουν ή δεν θέλουν ν’ αναγνωρίσουν τον εαυτό τους  στους   άθλια  εργαζόμενους  και χωρίς έλεος εκμεταλλευόμενους. Όσους  η οικονομική κρίση δεν έχει καταλυτικά ακόμα αλλάξει τη ζωή τους θεωρούν πως δεν τους αφορά η φρασεολογία  του  ΚΚΕ κι αυτό δεν έχει καταφέρει ν’ αρθρώσει ένα λόγο που να είναι πειστικός  για τους στόχους των κρατούντων αλλά και για τις δικές του συγκεκριμένες   επιδιώξεις.  Μέχρι ποιου σημείου μπορεί να φτάσουν οι εκφράσεις μιας διαμαρτυρίας που το ΚΚΕ  μπορεί να αποδεχτεί;
      Από την άλλη η ΓΣΕΕ κατέληξε να είναι ένα άδειο κέλυφος, η οποία  στην προσπάθειά της να εξωραΐσει  τις επιλογές της, που σε τελευταία ανάλυση ταυτίζονται με τις κυβερνητικές, επιδιώκει τη γλωσσική συγκάλυψή τους με φρασεολογία ακόμα και πολιτικά ακραία.
     Και ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο φορείς, που θα λέγαμε ότι «παραδοσιακά» θα μπορούσαν να συντονίσουν  τις  διαμαρτυρίες των εργαζομένων,  στέκεται ένα πλήθος ανθρώπων ετερόκλιτων που δεν αντιλαμβάνονται, ακόμα, τι κοινό τους ενώνει, που δεν έχει  συνειδητοποιήσει την κατάσταση που βιώνει και ούτε πιστεύει στη δυνατότητα ανατροπής της.   Ένα πλήθος, χωρίς κανένα μπούσουλα, που ανέλαβαν  «εργολαβικά» οι πολλαπλασιαστές της  ηχούς της εξουσίας να ερμηνεύσουν τη συμπεριφορά του με όρους ψυχολογικούς. Έτσι  ο κόσμος  είναι χαμένος,  θυμωμένος, εξοργισμένος κλπ.
    Πάντως το σίγουρο είναι ότι δεν είναι εξεγερμένος.