Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ


Η Γαλλία και η Ισπανία προτείνουν τη δημιουργία «κλειστών κέντρων στο ευρωπαϊκό έδαφος ήδη από την αποβίβαση» των μεταναστών, δηλώνει ο  Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, ο υπουργός εσωτερικών της Ιταλίας Μ. Σαλβίνι πριν από μέρες είχε αρνηθεί τον ελλιμενισμό στην Ιταλία πλοίου Aquarius που είχε διασώσει και μετέφερε 629 μετανάστες διαμηνύοντας από το facebook του πως θα πρέπει να βρουν άλλα λιμάνια να κατευθυνθούν,  σε πλοίο της γερμανικής ΜΚΟ lifeline δεν επιτρέπεται ο ελλιμενισμός, στα ελληνικά νησιά παραμένουν εγκλωβισμένοι, ζώντας σε «άθλιες και επισφαλείς συνθήκες, μέσα σε εγκαταστάσεις που έχουν μετατραπεί de facto σε χώρους κράτησης», κατά τη  Διεθνή Αμνηστία,  χιλιάδες πρόσφυγες. Αυτές  είναι μερικές ειδήσεις που αναφέρονται στις  μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές προς την Ευρώπη, η οποία αναζητεί κοινή συμφωνία για το άσυλο στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ.
               Η μετανάστευση, συστατικό στοιχείο των κοινωνιών και ένας από τους σπουδαιότερους παράγοντες κοινωνικής μεταβολής, τώρα που επηρεάζει άμεσα την Ευρώπη έχει αναχθεί σε παγκόσμια κρίση. Όσο η Ευρώπη μπορούσε να ελέγχει και να διαχειρίζεται τις μεταναστευτικές ροές, που περιοριζόταν η μαζικότητά τους σε Αφρική και Ασία,  δεν την απασχολούσαν. Εξάλλου η ελεγχόμενη μετανάστευση ευνοούσε την οικονομία της Ευρώπης που αναζητούσε φτηνό εργατικό δυναμικό δίχως εργατικά δικαιώματα. Στα χρόνια όμως  της καπιταλιστικής κρίσης με τις ευρωπαϊκές κοινωνίες να έχουν δεχθεί σκληρές επιθέσεις από τις πολιτικές λιτότητας, η υιοθέτηση αποτρεπτικών πολιτικών για πρόσφυγες και μετανάστες που επιβάλλουν κλειστά σύνορα, βρίσκουν σύμφωνο και  ένα  μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών λαών.  
               Μόνο που η μετανάστευση συνδέεται με κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές και στη βάση αυτών των αλλαγών πρέπει να μελετάται. Η μεταναστευτική κινητικότητα προς την Ευρώπη δεν είναι τυχαία ή συμπτωματική, αλλά άμεσα συνδέεται με τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές της ΕΕ και των ΗΠΑ που επιβάλλουν προς συμφέρον τους γεωπολιτικές μεταβολές με τις επεμβάσεις και συγκρούσεις σε Μέση Ανατολή, Αφγανιστάν, Λιβύη, Συρία κλπ. που προκαλούν  πολιτική αστάθεια, αβεβαιότητα, φτώχεια, επισφαλή διαβίωση κλπ. Οι μεταναστευτικές ροές διαχέουν  τις συνέπειες αυτών των επεμβάσεων, έστω και αρκετά μετριασμένα, πέρα από τα όρια των εμπόλεμων ζωνών, σε περιοχές πιο διευρυμένες που περιλαμβάνουν και εκείνες που τις προκάλεσαν, δηλ. τη Δύση. Το να αγνοούμε τις ευθύνες της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των κρατών της ΕΕ στην πρόκληση και ενίσχυση των ένοπλων συρράξεων στις περιοχές αυτές και να χρεώνουμε τη φτώχεια τους και αστάθεια σε πολιτισμικούς παράγοντες δικαιολογεί την υιοθέτηση από την ΕΕ πολιτικών καταστολής και αναχαίτισης. Και κάπως έτσι γίνεται προσπάθεια να συνδυαστεί η ρητορική για την υπεράσπιση της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας με  τον εκφοβισμό και τα στρατιωτικού χαρακτήρα μέτρα αποτροπής της μετανάστευσης  που όμως  έχουν αποτύχει και  απλώς  ενισχύουν, μετατρέποντας και τη μετανάστευση σε μια ακόμα  πηγή πλούτου,  τα δίκτυα παράνομης διακίνησης ανθρώπων.
             Κι επειδή  για πολλά χρόνια εμβολιαζόμαστε με την ιδέα ενός κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού που με την πρόοδο της επιστήμης και γνώσης εξασφαλίζει παραγωγικότητα και πλούτο, η ανάδειξη της  υπεροχής της Ευρώπης και των λαών που ανήκουν σ’ αυτή νομιμοποιεί  την  εξουσιαστική ιεραρχία που έχει στην κορυφή την ΕΕ. Γι’  αυτό και δεν είναι δύσκολο να γίνονται πειστικές προπαγάνδες περιθωριοποίησης μεταναστών και  προσφύγων που κατηγορούνται άλλοτε ως δυνάμει τρομοκράτες, άλλοτε ως δράστες σεξουαλικών επιθέσεων κλπ. Εξάλλου στο εσωτερικό των χωρών της ΕΕ οι μετανάστες χρησιμοποιούνται  και από τον κυρίαρχο λόγο, κεκαλυμμένα ή απροκάλυπτα, για να εκτονώνεται η οργή πολλών εργαζομένων που τους εξαθλιώνει η καπιταλιστική κρίση στοχοποιώντας τους ως μια από τις αιτίες της ανεργίας. Ο φασιστικός λόγος πρωτοστατώντας στις απλοϊκές απαντήσεις για τα προβλήματα του καπιταλισμού  χωρίς να στοχοποιεί τον ίδιο, στρέφει την οργή σε λάθος κατεύθυνση, στους μετανάστες, προσπαθώντας  να εμπεδωθεί στη μέση κοινωνική αντίληψη η θεωρία του μετανάστη ως ξένου επικίνδυνου και ανθρώπου χωρίς δικαίωμα στα δικαιώματα των πολιτών της Ευρώπης που απειλεί και  την εθνική ταυτότητα η οποία πρέπει να προστατευθεί.
               Η ΕΕ επαίρεται πως η νομοθεσία της για την καταπολέμηση των διακρίσεων προστατεύει τους πάντες στην ΕΕ και όχι μόνο τους πολίτες της, μ’ αυτήν την τυπική ισότητα που δεν αποτρέπει την εξαθλίωση των οικονομικά αδύναμων.  Δεν καλύπτει όμως  διαφορές ως προς τη μεταχείριση που απορρέουν από το γεγονός ότι κάποιος δεν είναι πολίτης της ΕΕ, για παράδειγμα διαφορετικούς κανόνες όσον αφορά την είσοδο και τη διαμονή σε χώρα της ΕΕ, και ούτε σταματά τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσής τους στα κέντρα εγκλεισμού τους. Η επίσημη πολιτική ρητορεία της ΕΕ με αρκετές δόσεις ανθρωπισμού δεν συνοδεύεται  από υλοποιημένες πολιτικές που συμφωνούν μ’ αυτήν, αλλά περισσότερο χρησιμοποιείται για να καλύπτονται δράσεις που εξασφαλίζουν τα κλειστά σύνορα ή  την εκμετάλλευση των μεταναστών. Γιατί   στην τελική το πόσο ανθρώπινα ή απάνθρωπα ρυθμίζονται καταστάσεις που προκύπτουν από τη μετανάστευση συνδέεται με την κατανομή πλούτου και τα συμφέροντα των καπιταλιστών.  

Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

ΔΙΑΘΛΑΣΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ


Η νομιμοποίηση και η συγκατάθεση είναι το κλειδί  για την πολιτική σταθερότητα κι επομένως η αιτία της επιβίωσης και επιτυχίας ενός καθεστώτος. Οι πεποιθήσεις και οι αξίες των ανθρώπων καθορίζουν τόσο τη στάση τους απέναντι στην πολιτική διαδικασία όσο και την άποψή τους για το καθεστώς στο οποίο ζουν και κατά συνέπεια για το αν το θεωρούν δίκαιο ή νόμιμο. Κι  επειδή μεγάλο μέρος της πολιτικής διαμορφώνεται από τις ιδέες, αξίες και αντιλήψεις σχετικά με το πώς πρέπει να οργανώνεται η κοινωνία και από τις προσδοκίες, τις ελπίδες και τους φόβους μας απέναντι στην κυρίαρχη εξουσία, γι’ αυτό εστιάζεται το ενδιαφέρον στο εποικοδόμημα που εκφράζει και κατοχυρώνει τις οικονομικές σχέσεις στη δοσμένη κοινωνία.
               Οι πολιτικοί λοιπόν των αστικών κομμάτων  στις αστικές δημοκρατίες  δίνουν την ψευδαίσθηση ότι παρέχονται οι δυνατότητες για τη διακίνηση των ιδεών, ότι η διεκδίκηση κοινωνικών δικαιωμάτων καθίσταται ευχερέστερη με τους κανόνες της αστικής δημοκρατίας, ότι επιτρέπεται η ανάπτυξη πολιτικών και κοινωνικών αντιθέσεων, ότι δίνεται η δυνατότητα ικανοποίησης των αναγκών της μεγάλης πλειοψηφίας, εν ολίγοις πως στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας αν δεν αίρεται η πάλη των τάξεων τουλάχιστον αμβλύνεται σε σημαντικό βαθμό. Μόνο που τελικά αυτές οι αντιθέσεις και πολυφωνίες καταλήγουν σε αντιπαράθεση με κενές ουσίας φραστικές επιδείξεις και η πραγματοποίηση  υποσχέσεων  μετατίθεται στο μέλλον. Όπως συμβαίνει οκτώ χρόνια τώρα  μνημονιακής πολιτικής, που  επαναλαμβάνονται τα ίδια επιχειρήματα για την αναγκαιότητά της έχοντας αναλάβει οι αστοί πολιτικοί τον επικοινωνιακό ρόλο να πείσουν και να αποσπάσουν τη συναίνεση και των λαϊκών στρωμάτων.
               Έχοντας πλήξει η πολιτική λιτότητας κυρίως τους  εργαζόμενους μισθωτούς  και μεγάλο μέρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η απόσπαση αν όχι της συναίνεσης τουλάχιστον της ανοχής τους εξασφαλίστηκε λιγότερο με τη χρήση του καταπιεστικού μηχανισμού του κράτους για καταστολή κάθε διεκδικητικού αγώνα και περισσότερο με την πιο εκλεπτυσμένη μέθοδο της ιδεολογικοπολιτικής μας παραπλάνησης. Σ’ αυτήν την μέθοδο περιλαμβάνεται η προσπάθεια να εγχαραχθεί σε ευρύτερες μάζες  λαού η αντίληψη ότι για όλα τα δεινά, για την ανεργία, φτώχεια κλπ. φταίει το κράτος που παρεμβαίνει στην οικονομία, που κάνει μεγάλες δαπάνες για να διατηρηθεί το πελατειακό σύστημα. Είναι που η κυρίαρχη πολιτική ενστερνίζεται  την τωρινή  επικρατούσα αντίληψη πως για να διορθωθεί η οικονομία  η ιδιωτική επιχείρηση και οι αγορές πρέπει να λειτουργούν καλύτερα για το σύνολο της κοινωνίας και γι’ αυτό δεν πρέπει να  υπάρχει κρατικός έλεγχος ή παρέμβαση σ’ αυτές.
               Από τη μεγάλη ύφεση του 1929 φαίνεται πως στην προσπάθεια να ελεγχθεί η αστάθεια του καπιταλισμού με τις κυκλικές οικονομικές του διακυμάνσεις οι επιλογές της κυρίαρχης εξουσίας περιορίζονται σε μια μετατόπιση μεταξύ ιδιωτικών και κρατικών μορφών διαχείρισης του καπιταλισμού. Κι αν και  εξυμνούνται οι ελεύθερες αγορές και η ιδιωτική επιχείρηση ως εγγυητές της ευημερίας καταδικάζονται όμως στην φτώχεια μεγάλα τμήματα των εργαζομένων, γιατί ακριβώς τράπεζες και επιχειρήσεις παίρνουν δισεκατομμύρια χρημάτων, υπό τη μορφή κρατικών οικονομικών διασώσεων που χρηματοδοτούνται από τη φορολογία των πολιτών.
               Βέβαια, στα διάφορα οικονομικά προβλήματα του καπιταλισμού δεν υπάρχει ένα ευρύ φάσμα πιθανών οικονομικών λύσεων, γιατί ποτέ προτάσεις και λύσεις που αλλάζουν έστω και στο ελάχιστο το υπάρχον σύστημα ούτε συζητούνται ούτε προτείνονται. Η διάλυση μάλιστα της ΕΣΣΔ χρησιμοποιείται ως αποδεικτικό στοιχείο της ανωτερότητας  του καπιταλισμού ως αποτελεσματικού οικονομικού συστήματος –χωρίς όμως ν’ αναφέρεται ποιος επωφελείται απ’ αυτό. Η θριαμβολογία λοιπόν  για τον καπιταλισμό  αγνοεί ή απορρίπτει άλλα οικονομικά συστήματα και η μόνη διαφωνία έγκειται για το πόσο καλύτερα μπορεί να γίνει η  διαχείριση του τεράστιου κόστους της επαναλαμβανόμενης αστάθειας του καπιταλισμού, φορτώνοντας το μεγάλο βάρος της κρίσης στους εργαζόμενους και μόνο. Οι επιλογές για τη διάσωση  του καπιταλισμού κάθε φορά περιορίζονται στα οικονομικά της κεϊνσιανής ή φιλελεύθερης οικονομικής σκέψης, προκρίνοντας γι’ αυτή είτε τους μηχανισμούς του αστικού κρατικού οικονομικού  παρεμβατισμού είτε την ιδιωτική επιχείρηση και την ελεύθερη αγορά. Αυτό που πρωτίστως ενδιαφέρει είναι να μην περιορίζονται τα κέρδη, ανεξάρτητα από τις ολέθριες επιπτώσεις στις ζωές των εργαζομένων που γίνονται αντικείμενο ενδιαφέροντος μόνο στο βαθμό που η ύπαρξη και η δράση τους γίνεται προβληματική για τον καπιταλισμό.
               Στα καθ’ ημάς λοιπόν, οι κριτικές της αστικής  αντιπολίτευσης, οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης για την έξοδο από τα μνημόνια, άλλο στόχο δεν έχουν παρά η κυρίαρχη οικονομική πολιτική να περνά χωρίς ιδιαίτερες εντάσεις, αναταραχές ή διαταραχές της κοινωνικής γαλήνης. Επιδιώκεται να καλλιεργηθεί από την κυβέρνηση  η ψευδής εντύπωση της κατάκτησης  μιας κανονικότητας που οδηγεί στην ευημερία και από την αντιπολίτευση πως είναι αυτή που μπορεί να την εξασφαλίσει.
               Μέσα από τα ΜΜΕ, τον επικοινωνιακό λόγο των αστικών κομμάτων, συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης, κυκλοφορούν μηνύματα για την αναπόδραστη αναγκαιότητα των μνημονίων και γενικά της πολιτικής της λιτότητας και συγκεκριμενοποιείται η νοοτροπία αυτή που εκφράζει το πνεύμα της κυρίαρχης πολιτικής. Αυτής που μέσα στη …μεγαθυμία της, με τις διαφορετικές φωνές της,  αποδέχεται την ύπαρξη και λειτουργία του κόμματος  της εργατικής τάξης εκδηλώνοντας όμως την ιδιαίτερη ανησυχία της για την υποχώρηση της  επαναστατικότητάς του. Κι έτσι,  επειδή σε μεγάλο μέρος των εργαζομένων φαίνεται η ηττοπάθεια ή και η ευπιστία να επηρεάζει ανασταλτικά την αγωνιστική κινητοποίησή του  όλη η ευθύνη γι’ αυτό χρεώνεται στο ΚΚΕ και όλη την κριτική και την απαξίωση, εξ αριστερών και δεξιών,  συγκεντρώνει το ΚΚΕ που δεν καταφέρνει να γίνει πειστικό προτείνοντας λύσεις και μάλιστα στα ήδη διαμορφωμένα πλαίσια της οικονομικοπολιτικής κατάστασης. Μ’ αυτόν τον τρόπο, με μια διαθλασμένη και υπόγεια διάχυση της κυρίαρχης πολιτικής αυτή εδραιώνεται. Διαγράφεται  το ζήτημα  του ταξικού χαρακτήρα  του αγώνα, του συσχετισμού των ταξικών δυνάμεων και του ιδεολογικού, αναγκαστικά αντικαπιταλιστικού, προσανατολισμού του. Στην ουσία,  απαξιώνοντας το κόμμα της εργατικής τάξης για τα πιο απίθανα ζητήματα οι όποιες κινητοποιήσεις και οι διεκδικήσεις να παραμένουν τυφλές, χωρίς συνολική θετική διατύπωση, χωρίς τις αναγκαίες προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν τη συνοχή και την προοπτική των κοινωνικών αγώνων.
Παρόλ’ αυτά οι κινητοποιήσεις πρέπει να είναι συνεχείς, γιατί, εκτός των άλλων,  σε κάθε κινητοποίηση βρίσκεται μια λανθάνουσα δυναμική που αποδεσμεύει δυνατότητες των κοινωνικών δυνάμεων οι οποίες  μπορούν να αλλάξουν αυτά τα πλαίσια. 

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018

ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΩΝΤΑΣ …ΕΛΕΥΘΕΡΑ


Ηλεκτρονικές εφαρμογές, ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα, υπηρεσίες ανταλλαγής μηνυμάτων κλπ. μας ενημέρωναν, ζητώντας τη συγκατάθεση μας,  όλο το προηγούμενο διάστημα για νέους όρους χρήσης, επειδή θα ετίθετο σε εφαρμογή ο νέος ευρωπαϊκός κανονισμός για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για να εξασφαλιστεί  στους χρήστες μεγαλύτερος έλεγχος των προσωπικών δεδομένων τους.  Κι ενώ δεν έχουν περάσει παρά κάποιοι μήνες από τη διαρροή προσωπικών δεδομένων 50 εκατομμυρίων χρηστών του facebook και τη συγγνώμη  του Ζάκερμπεργκ και αποκαλύφτηκε και λάθος σε λογισμικό που κοινοποίησε σε όλους μηνύματα 14 εκατομμυρίων χρηστών του στις αρχές του Μαΐου.
               Και κάπως έτσι  δίνεται η ψευδαίσθηση ότι παρέχονται οι δυνατότητες για διακίνηση ιδεών, για διασφάλιση δικαιωμάτων, για περισσότερη διαφάνεια, για άμυνά μας από καλύτερες θέσεις στην υπεράσπιση της ελευθερίας μας και ιδιωτικότητάς μας.  Στην πραγματικότητα όμως η άρχουσα τάξη δεν ενδιαφέρεται για  τίποτε άλλο παρά   να επιτύχει την ιδεολογική ηγεμονία της σε όλο το φάσμα κοινωνικοπολιτικής έκφρασης δημιουργώντας επίφαση ιδεολογικής ετερογένειας με τα ψηφιακά κοινωνικά μέσα πρωτίστως να εξυπηρετούν αυτό το σκοπό αντί των παλαιών.
               Βάζοντας λοιπόν η κυρίαρχη ιδεολογία στη θέση της αντιπαλότητας καπιταλισμού-σοσιαλισμού την πολιτική φόρμουλα που συνδυάζει την οικονομία της αγοράς  με την εγγύηση της ισότητας ορισμένων κοινωνικών υπηρεσιών και δικαιωμάτων συνεισφέρει στην κατασκευή αυτού του φανταστικού αποσπασματικού, συγκροτημένου επιλεκτικά από κομμάτια της πραγματικότητας κόσμου. Σ’ αυτόν τον κόσμο έχουν εκμηδενιστεί οι πολιτικοί δογματισμοί κι έχουν φορτιστεί οι συμπεριφορές σε σχέση με ζητήματα ηθικής. Πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα αποκτούν ηθικό πρόσημο και αναπτύσσονται σταυροφορίες για τη διάσωσή τους. Η γενική και πολιτική αντιπαράθεση επιδιώκεται να βρίσκεται σε ύφεση και να οξύνεται η ηθική κριτική απέναντι σε τρόπους ζωής. Οι σταυροφορίες αυτές όταν καταπατούνται δικαιώματα ή περιστέλλονται  ατομικές ελευθερίες δεν περιορίζονται στη λήψη  ορισμένων πρακτικών μέτρων, αλλά μεταβάλλονται σε πνευματικές αποστολές που δεν μπορεί να αμφισβητεί κανένας. Κι έτσι επιβάλλεται μια ψευδή θεώρηση της πραγματικότητας που παίζει με τις επιθυμίες και τα ένστικτά μας.
               Φανταζόμαστε όλο αυτό το παγκόσμιο κατανεμημένο δίκτυο,  με το οποίο έχουμε κάποιο επίπεδο αλληλεπίδρασης, ότι ελέγχεται από εμάς, ενώ το ίδιο το δίκτυο παραμένει ελεγχόμενο από την άρχουσα τάξη  και τους διαμεσολαβητές της. Η κυρίαρχη τάξη περισσότερο πειστικά από κάθε άλλη φορά στο παρελθόν μπορεί να κρυφτεί με τα λεγόμενα κοινωνικά μέσα δικτύωσης. Δημιουργώντας μια διαμεσολαβούμενη εντύπωση πολιτικής συμμετοχής και  εμπορευματοποιώντας τον ιδεολογικό ταξικό αγώνα σε μια ψηφιακή ψυχαγωγία, μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να λειτουργήσει ως υποκατάστατο της πραγματικής πολιτικής συμμετοχής, ιδίως ανάμεσα στις προοδευτικές μεσαίες τάξεις. Στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης των αστών, η  ατομική ελευθερία να μιλά κανείς ελεύθερα φαίνεται να έχει παραδοθεί σε όλους αυτούς που τα διαχειρίζονται και τα έχουν στην κατοχή τους, έτσι στην τελική αυτό που αλλάζει  είναι ο τρόπος  εμφάνισης του κυρίαρχου λόγου των εκμεταλλευτριών τάξεων Το πρόβλημα δεν είναι βέβαια η ίδια η τεχνολογία, αλλά περισσότερο η καπιταλιστική εφαρμογή της και ο έλεγχός της που μπορεί να χρησιμοποιείται για την καταστολή εκείνων των δυνάμεων που της αντιτίθενται. Δημιουργώντας έναν απατηλό κόσμο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φαντασιώνονται –φαντασιωνόμαστε- πως μπορούν να απελευθερώσουν τον κόσμο με το μυαλό τους, μέσω φέισμπουκ, τουίτερ κλπ
               Με τη συμμετοχή μας στα κοινωνικά δίκτυα, που θεωρείται πως η ελευθερία και η δημοκρατικότητα του αστικού καθεστώτος μας εξασφαλίζει, έχοντας την πεποίθηση πως βιώνουμε και συμμετέχουμε στη διαδικασία του συνεχούς μετασχηματισμού και αδιάλειπτης ανακατασκευής του συνόλου των πληροφοριών  που μας επιτρέπουν πολλαπλές διασυνδέσεις γεγονότων και διαφορετικές οπτικές, η αξιοπιστία και η αυθεντικότητα του πρώτου υλικού που αναπαράγεται και ο τρόπος πρόσβασης σ’ αυτό απασχολεί όλο και λιγότερο τα εκατομμύρια χρηστών που αναζητούν την αλήθεια με το πληκτρολόγιο.
               Και φτάνει η ίδια η πραγματικότητα να διαλύεται σε διάφορες οπτικές και προοπτικές πάνω όμως σε πολύ συγκεκριμένο υλικό το οποίο οι κάτοχοι των ΜΜΕ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ελέγχουν και στο οποίο προσανατολίζουν τους χρήστες. Κι αν δίνεται η εντύπωση πως όλοι μπορεί να εκθέτουν απόψεις και ακόμα να καταπολεμούν το πνευματικό προϊόν κυρίαρχων αστών και των αχυρανθρώπων τους στην πραγματικότητα έτσι μάλλον αναπαράγεται η αστική πνευματική παραγωγή και ο αστικός έλεγχος και μάλιστα με τη σημαία της λαϊκής συμμετοχής.  Χωρίς λοιπόν νόμους και διατάγματα που να αφορούν πολιτικές ή κοινωνικές συμπεριφορές αλλοιώνονται έννοιες λέξεων, σχετικοποιούνται δικαιώματα, αποκτούν έναν αόριστο χαρακτήρα οι δράσεις και οι σημερινές μορφές των κοινωνικών μέσων μοιάζουν κοινωνικοποιημένες, ενώ συνεχίζουν να παραμένουν μέσα της κυρίαρχης τάξης, σχεδόν όσο και τα παλιά, μόνο με νέα ένδυση.
Οι πληροφορίες που μονοπωλούνται από μερικά πρακτορεία ειδήσεων και  αφορούν σε γεγονότα πέρα από το μικρόκοσμό μας, οι όροι χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που εξασφαλίζουν τον τελικό έλεγχο στις δημοσιεύσεις των χρηστών  είναι κάποιοι τρόποι που …ανεπαισθήτως χρησιμοποιούνται για την ολοκληρωτική χειραγώγησή μας, ώστε να βασιλέψει επιτέλους το ορθόν κατά την καπιταλιστική τάξη.

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΧΩΡΙΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ


Τον Μάη έκλεισε μισός αιώνας από τον άλλο Μάη  του ’68, που κάθε προοδευτικός αστός ή μικροαστός επικαλείται σαν άλλοθι της  επαναστατικότητας του που  τελικά  προδόθηκε –και προτιμάται η παθητική σύνταξη για να είναι ζητούμενο το υποκείμενο της προδοσίας, αναλόγως εποχής  και συμφερόντων. Κι οι διαφορετικές έννοιες που αποδίδονται στην  επαναστατικότητα συνοψίζονται στη περίφημη φωτογραφία του κοριτσιού που ανεβασμένο στους ώμους ενός νεαρού ανεμίζει τη σημαία των  Βιετγκόγκ.  Κι αν η φωτογραφία αυτή έφτασε να γίνει  αντιπροσωπευτική εκείνου του Μάη είναι και  για το σύνολο των συμβολικών δυνατοτήτων που μπορεί να της αποδοθούν, ξεκινώντας από την ταυτότητα της εικονιζόμενης κοπέλας, (μοντέλο, αγγλίδα αριστοκράτισσα, εγγονή διπλωμάτη που την αποκλήρωσε, η ίδια διεκδίκησε τα δικαιώματα της φωτογραφίας), που αποκρυσταλλώνει αμφισημίες και παράδοξα εκείνης της εξέγερσης.
               Σ’ εκείνον το Μάη  πρωτεργάτες αναδεικνύονται τα φοιτητικά στρώματα των μεσαίων τάξεων, που ένιωθαν πως απειλούνται τόσο από τον οδοστρωτήρα του κεφαλαίου όσο και από την πτώση στην προλεταριακή κόλαση, τα οποία μένουν χωρισμένα σε μεγάλο βαθμό από την εργατική τάξη, αμφισβητώντας το σύστημα που αθετεί τις υποσχέσεις του για ευημερία. Η κληρονομιά εκείνης της εξέγερσης  σε ό,τι ονομάζουμε κίνημα, που κομματιάζει κάθε πολιτική ταυτότητα  συνεχώς  μεταμορφώνοντάς τες, ήταν βαριά.  Η ανατροπή παλιών ιδεολογικών και οργανωτικών προτύπων,  η διεκδίκηση αυτονομίας από κάθε κίνημα αλλά και άτομο,  η άρνηση της εκπροσώπησης, η αμεσότητα, η ποικιλία των επαναστατικών υποκειμένων είναι οι μύθοι που μισό αιώνα τώρα  συσκοτίζουν την πραγματικότητα κάνοντας πιο κοπιαστική την ανάγνωση της κι επομένως την ερμηνεία της.
               Κομμάτια αυτής της κληρονομιάς, βαρύτητα στην προσωπική εμπειρία και το αυθόρμητο, καταξίωση ατομικισμού   κρυμμένου πίσω από αποκαλούμενες επαναστατικές μορφές, αναζήτηση  νέων γρήγορων λύσεων, η χωρίς κριτική εξύμνηση κάθε πράγματος που μοιάζει να έχει σχέση με αμφισβήτηση του συστήματος, ανιχνεύονται στην όψιμη κινητικότητα που παρουσιάζεται, μετά από μια δεκαπενταετία, σχετικά με τον Δ. Κουφοντίνα, ηγετικό στέλεχος της Ε.Ο 17 Νοέμβρη.
               Στα οκτώ χρόνια κρίσης, που μονιμοποιήθηκε, έχοντας ακυρωθεί εκ των πραγμάτων κάθε εναλλακτική λύση με υποσχόμενη επιδιόρθωση του συστήματος, επιμένουμε στην αποσπασματική αντιμετώπιση της καπιταλιστικής επίθεσης μετατρέποντάς την σε ένα απλό σύνολο επιμέρους ζητημάτων ασύνδετων μεταξύ τους, μένοντας, μια μεγάλη πλειοψηφία, θεατές δράσεων εδώ και τώρα  που αναδεικνύουν το υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς στρατηγικό όραμα. Και κάπου εδώ θα μπορούσαν να τέμνονται  οι δράσεις της οργάνωσης Ρουβίκωνα μ’ εκείνες της 17 Νοέμβρη, αν δεν υπήρχαν οι νεκροί από το 45αρι της τελευταίας. 
               Κι αν τα τρικάκια του Ρουβίκωνα μοιάζουν με καρικατούρα αγωνιστικής δράσης κι ο λόγος  και συμπεριφορά των μελών της 17 Νοέμβρη στην προ δεκαπενταετίας δίκη τους  αφήνει έκθετη την οργάνωση ιδεολογικά και πολιτικά, ανεξάρτητα αν  η δίκη εκείνη υπήρξε η  λυδία λίθος για τη αποκάλυψη του ψεύδους περί ανεξαρτησίας δημοσιογράφων, πολιτικών,  δικαστικών ακόμα και γιατρών
               Ακόμα όμως κι αν υποκρύπτει σκοπιμότητες η επανεμφάνιση στη δημοσιότητα της 17 Νοέμβρη, αυτό δεν αναιρεί πως, έστω και περιθωριακά, μια αντίστοιχη δράση της δεν θα τύχαινε από μέρος του πληθυσμού ευνοϊκής αντιμετώπισης –όπως και τότε στα χρόνια της δράσης της.  Παρόλο βέβαια  που σε μεγάλο βαθμό δεν μπόρεσαν τα καταδικασμένα ως μέλη της να δικαιολογήσουν πολιτικά και ιδεολογικά ούτε και  την  επιλογή προσώπων που στοχοποιούνταν την τελευταία τουλάχιστον δεκαπενταετία  της δράσης της. Είναι που  ενδιαφέρει αυτός ο χαρακτήρας της δράσης ο οποίος αφορά ειδικές τακτικές χωρίς ξεκάθαρη στρατηγική, με στόχο την άμεση αποτελεσματικότητα σχετικά με ιδιαίτερα  προβλήματα, χωρίς μαζική κινητοποίηση και μακροχρόνια δράση και  αδιαφορώντας για  το πολιτικό άλμα από το ειδικό  στο γενικό.
               Αναζητώντας λοιπόν,  μισό αιώνα τώρα, το αντιτιθέμενο επαναστατικό υποκείμενο στην πραγματική μορφή της αστικής κοινωνίας διευρύνθηκε το πεδίο  για απαξίωση της πρωτοπορίας του κομμουνιστικού κόμματος. Μόνο που κάθε κίνημα –φεμινιστικό, οικολογικό κλπ.- το οποίο φάνταζε για επαναστατικό υποκείμενο μετά από τις αντιεξουσιαστικές του ανάπαυλες αποδεικνυόταν  ανίκανο ν’ αναπτύξει  μια συνολική πρακτική  ανάλογη με τους στόχους που διακήρυττε ο αυθορμητισμός του  και να μεταβληθεί σε οργάνωση μαζών. Μπορούσε να κατονομάζει  τους σκοπούς  και το περιεχόμενο του αντικαπιταλιστικού αγώνα, αλλά δεν μπορούσε ούτε και επιδίωκε να τα περάσει σε οργανωτικό επίπεδο, συνδέοντας τα με ένα στρατηγικό όραμα. Γιατί ακριβώς είναι το κομμουνιστικό κόμμα, το απαξιωμένο βέβαια και απορριπτέο,  που αναπτύσσει την ενοποιητική στρατηγική  της εργατικής τάξης.
               Γι’ αυτό και όσο η κρίση γίνεται διαρκείας τόσο πιο επιτακτικό γίνεται να ξεκαθαριστούν πολλές από τις θέσεις, κληρονομιά  της ιδιόμορφης κατάστασης  της δεκαετίας του ’60, που αποδεικνύονται ανίκανες  να αντιμετωπίσουν την καπιταλιστική επίθεση. Έχει γίνει πια σαφές ότι η  αστική δημοκρατία δεν είναι  βασισμένη ούτε πάνω  στο έμβλημα ελευθερία -ισότητα -αδελφότητα ούτε πάνω στη διακήρυξη  των δικαιωμάτων του ανθρώπου ούτε καν πάνω  στο χάρτη του ΟΗΕ, αλλά πάνω στις ίδιες παλιές αποικιοκρατικές και ιμπεριαλιστικές αρχές εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης ακόμα και στις μητροπόλεις του καπιταλισμού. Γι’ αυτό και η κυρίαρχη εξουσία και οι παρατρεχάμενοί της είναι έτοιμοι να νεκραναστήσουν ζωντανούς νεκρούς, πεθαμένα κινήματα, ξεχασμένους μύθους, σκιρτήματα της μιας ή άλλης ομάδας που ήταν περισσότερο ή λιγότερο  συνδεδεμένη με την παράδοση εναλλακτικού ή επαναστατικού κινήματος, χρησιμοποιώντας την αυθόρμητη πλευρά τους που δεν καταφέρνει να βρει άκρη στη σημερινή πραγματικότητα κι είναι εύκολη η εκμετάλλευσή τους για να γίνουν ακίνδυνα.
               Κι εν τω μεταξύ η εργατική τάξη που τη θεωρούν ξεγραμμένη όλο και περισσότερο δείχνει το δυναμισμό της. Οι εργαζόμενοι στο λιμάνι του Πειραιά στις προβλήτες II και III ταρακούνησαν με την απεργία και την έστω και μικρή νίκη τους εργοδότες και κυβέρνηση δείχνοντας πως ποτέ δεν σταματούν οι ταξικοί αγώνες. Γιατί το αποφασιστικό παιχνίδι θα παιχτεί με την εργατική τάξη  που χρειάζεται τη συμβολή του ταξικού κόμματος, του κομμουνιστικού.
Δεν αρκεί λοιπόν να τοποθετηθεί κανείς θεωρητικά με το μέρος της εργατικής τάξης θα πρέπει να μπει και στην πρακτική μαζί της.