Κυριακή 29 Μαΐου 2022

ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΕΣ ΜΙΚΡΟΑΣΤΩΝ

 Τις τελευταίες μέρες η αστυνομική αγριότητα από τα ΜΑΤ, που μόνιμα έχουν εγκατασταθεί στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σε μια προσπάθεια γενικής πρόβας για επιβολή της πανεπιστημιακής αστυνομίας,  μετά και τον τραυματισμό φοιτητή γεννά εύλογα ερωτηματικά για τη σκοπιμότητά της. Οι δηλώσεις τόσο του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Π. Θεοδωρικάκου περί μπαχαλάκηδων, αναφερόμενος στις φοιτητικές κινητοποιήσεις,  όσο και του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη, με τα απλοϊκώς ψευδή διλήμματα ανάμεσα στη γνώση και ελευθερία από τη μια και τις κουκούλες και τη βία από την άλλη αποκαλύπτουν όχι μόνο τις μικροπολιτικές στοχεύσεις, αλλά την κατευθυντήρια γραμμή της πολιτικής που σταδιακά μετατρέπει την περίφημη αστική δημοκρατία σε καθαρά αστυνομικό κράτος. Το πιο ανησυχητικό όμως  είναι πως η αύξηση της αστυνομικής καταστολής, που προπαγανδίζεται με την ευγενική υποστήριξη των δημοσιογράφων, βρίσκει επιδοκιμασία σε ένα τμήμα του πληθυσμού.          Είναι κυρίως η περιβόητη μεσαία τάξη, στην οποία τα συμφέροντα των βασικών τάξεων της καπιταλιστικής κοινωνίας, δηλ. της αστικής τάξης και της εργατικής, συναντώνται και γίνονται θολά, καθώς αυτά τα μικροαστικά στρώματα βρίσκονται στριμωγμένα ανάμεσα στην κυρίαρχη αστική τάξη και την εργατική της καπιταλιστικής κοινωνίας και ως προς τα συμφέροντα και ως κοινωνική κατάσταση. Εμφανίζονται  οι μικροαστοί στην καπιταλιστική αγορά όχι ως πωλητές της εργατικής τους δύναμης, αλλά ως πωλητές είτε των εμπορευμάτων που παρήγαγαν οι ίδιοι, είτε των υπηρεσιών που προσέφεραν. Η μικροαστική τους αυταπάτη έγκειται στην προσδοκία τους, βάσει ιδεολογικών, πολιτικών και οικονομικών κριτηρίων, για ενσωμάτωση στην αστική τάξη, γι’ αυτό και βασικά γίνονται φορείς της κυρίαρχης ιδεολογίας.
       Μόνο που τις τελευταίες δεκαετίες η παγκοσμιοποίηση και ο συγκεντρωτισμός του κεφαλαίου φαίνεται να ρίχνει τα μικροαστικά στρώματα μάλλον στις τάξεις της ολοένα και πιο εξαθλιωμένης εργατικής τάξης. Προσπαθώντας οι μικροαστοί μας να αποφύγουν τις σκληρές ταξικές συγκρούσειςσε περιόδους  μεγάλων κοινωνικοπολιτικών κλονισμών επιχειρούν να τηρήσουν μέση στάση στην πολιτική, και τότε εμφανίζονται κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ για να  τους εκφράσουν.  Στην πραγματικότητα  βέβαια ταλαντεύονται ακούσια και αναπόφευκτα μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης.
          Γιατί ως εργαζόμενος ο μικροαστός όταν πιέζεται συμπαθεί την εργατική τάξη και νιώθει  σε πολλά μ’  αυτήν αλληλέγγυος και αυτό τον  ωθεί   να συμμετέχει σε διεκδικήσεις δημοκρατικές και εργασιακές, στην τάση για δικαιοσύνη και ισότητα και εχθρότητα απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο και τα μονοπώλια. Ως ιδιοκτήτης όμως φθονεί τη θέση και τον πλούτο του αστού, επιδιώκει και ποθεί να διεισδύσει στην προνομιούχο μειοψηφία, πράγμα που καθορίζει τη συντηρητικότητα του, το πνεύμα του μικροαστισμού και ατομικισμού που τον διακρίνει, το φόβο απέναντι στον κομμουνισμό που δήθεν επιβουλεύεται τη μικρή ιδιοκτησία. 
       Καθώς λοιπόν η κυρίαρχη τάξη έχει διαμορφώσει εξαιρετικά δραστικούς  μηχανισμούς  μορφοποίησης και χειραγώγησης  της κοινής γνώμης, για την ενστάλλαξη εκείνης της ιδεολογίας που οδηγεί στην πειθήνια διαβίωση ή στην αποδυνάμωση των δράσεων και κινητοποιήσεων με τη διάλυσή τους στην αποχαυνωτική αντιμετώπιση της ζωής ως θεάματος, ο μικροαστός αυτήν την πραγματικότητα αποδέχεται και δύσκολα θα εναντιωθεί σ’ αυτήν. Σκέφτεται λοιπόν  κι αυτός την πραγμα­τικότητα με τα σχήματα της χειραγώγησης, της ωφελιμότητας και της κυριαρχίας, θεωρεί πραγματικό  μόνο εκείνο με το οποίο μπορεί να κυρι­αρχήσει, να χειραγωγήσει και να αξιοποιήσει, και οτιδήποτε  άλλο αποσυντίθεται και σκορπίζεται σαν τιποτένιο, ασήμαντο και μη πραγματικό, απαξιώνοντας τις κινητοποιήσεις, υποτιμώντας τους αγώνες. Και δεν  αντιτίθεται στη διόγκωση των κατασταλτικών μηχανισμών, τη βίαιη αστυνόμευση της ιδιωτικής ζωής, τη βάναυση επέμβαση για την καταστολή  των εργατικών αγώνων.  Τα οποία δεν είναι πια παθογόνα στοιχεία του συνολικού κρατικού συστήματος, αλλά αποτελούν  δομικά χαρακτηριστικά του συστήματος κυριαρχίας που δεν πρέπει καθόλου να υποτιμώνται. Γιατί ο  αυταρχικός κρατισμός δεν εξαντλείται  στην έξαρση των μηχανισμών  καταστολής, αλλά  κύρια χαρακτηριστικά του αυταρχισμού είναι η συρρίκνωση και  η παρακμή των θεσμών της πολιτικής δημοκρατίας στο αστικό καθεστώς.   
Επιπλέον, οι μικροαστικές συμπεριφορές αντικατοπτρίζουν πρωτίστως μια νοοτροπία που ξεπερνά κατά πολύ τη θέση που κατέχουν τα μέλη των μικροαστικών στρωμάτων στο σημερινό καπιταλιστικό σύστημα, σε σημείο να μιλάμε για  ζήτημα μικροαστικής νοοτροπίας που αφορά σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας. Υποστηρίζοντας ο μικροαστός στην πολιτική την εναλλαγή κομμάτων με δυσδιάκριτες διαφορές σ’ ένα ουσιαστικά δικομματικό πλαίσιο λειτουργίας του κοινοβουλευτισμού, προσπαθώντας να μιμηθεί, στο πλαίσιο των περιορισμένων δυνατοτήτων του, το στυλ και το βιοτικό επίπεδο της μεγάλης αστικής τάξης, προσπαθώντας να αντικατοπτρίσει τα πολιτικοοικονομικά ιδεώδη της πλούσιας ελίτ, και έχοντας γίνει ο συνεργός και το δουλάκι του αστού καπιταλιστή, ο μικροαστός εμποτίζεται στην ηθική, ή μάλλον την έλλειψή της, του καπιταλισμού και αποκτά την κακή μικρή ψυχή, τα διεφθαρμένα ήθη, το φανατισμό, τη φιλαργυρία και τη μικροψυχία που τόσο συχνά του αποδίδονται. Και η  ασάφεια και ρευστότητα, χαρακτηριστικά του μικροαστού που μπορεί να τον οδηγήσει είτε εδώ είτε εκεί, σε μια κοινωνία με το εργατικό κίνημα σε ύφεση διαχέεται σχεδόν παντού.   
   Οι ανασφαλείς λοιπόν  μικροαστοί έχουν απόλυτη ανάγκη από το status quo, την κοινωνική σταθερότητα και τις σταθερές οικονομικές συνθήκες, γι΄ αυτό τρέχουν πίσω από όποιον τους τα υπόσχεται. Γι’ αυτό και στις δημοσκοπήσεις καταγράφονται  αυτές οι μεγάλες πλειοψηφίες που αποδέχονται την πανεπιστημιακή αστυνομία. Και σ’ αυτούς περιλαμβάνονται και καθηγητές πανεπιστημίου που για να φτάσουν στις παρυφές της εξουσίας αδιαφορούν αν θα πρέπει να έρπουν για να τα καταφέρουν, οι οποίοι ασυστόλως υποστηρίζουν και διευκολύνουν τη μετατροπή του πανεπιστημίου σε αστυνομοκρατούμενο χώρο. Χρησιμοποιώντας  μάλιστα τις γνώσεις τους για να δικαιολογήσουν την αστυνομοκρατία, βρίσκουν την αιτία, μέσα από περίπλοκα επιχειρήματα με σοφιστείες, να καταλήξουν πως για όλα φταίει ο αριστερός λόγος και κυρίως οι αριστερές οργανώσεις.  Αποκαλύπτοντας έτσι και το στόχο αυτής της πολιτικής, που δεν είναι παρά η εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό, ο κομμουνισμός.      
 Ζώντας λοιπόν οι μικροαστοί με μια καθημερινή, συνεχή υπαρξιακή ανασφάλεια, εφόσον με  μια λάθος κίνηση, μια κακή τύχη και θα μπορούσαν να βγουν στο περιθώριο, παρόλο που  είναι καλά μορφωμένοι για τις δουλειές που αναγκάζονται να κάνουν, χάνουν συστηματικά τα δικαιώματά τους, πολιτικά, πολιτιστικά, κοινωνικά. Καθώς οι συνθήκες εργασίας έχουν γίνει άθλιες και επισφαλείς, δεν υπάρχει χώρος για αλληλεγγύη, διότι όλοι οι άλλοι είναι ανταγωνιστές. Είναι δύσκολο  λοιπόν να είναι ανοιχτόμυαλοι και προοδευτικοί όταν οι υπαρξιακές τους αξίες απειλούνται συνεχώς. Γίνονται δειλοί κι εκδικητικοί,  ζητώντας περισσότερη αστυνόμευση, εκδίωξη των μεταναστών, αύξηση των ποινών φυλάκισης. Λόγω της υπαρξιακής τους ανασφάλειας, της αστάθειας και της επισφάλειας της κοινωνικής και οικονομικής τους κατάστασης, πολλοί από αυτούς είναι  ικανοί να συμπεριφέρονται σαν αρουραίοι, και αυτό ακριβώς έκαναν πολλοί από αυτούς  και παλιότερα και έτσι έγιναν η ραχοκοκαλιά του φασισμού.

Δευτέρα 23 Μαΐου 2022

ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

 

Στις φετινές φοιτητικές εκλογές μετά από δεκαετίες, από το 1986, η ανάδειξη της  Πανσπουδαστικής Κίνησης Συνεργασίας  σε πρώτη δύναμη δίνει,  σύμφωνα με δήλωση του γενικού γραμματέα του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπας «μήνυμα αισιοδοξίας, μήνυμα αγώνα ενάντια στα σχέδια της κυβέρνησης να συκοφαντήσει και να καταπνίξει τη φωνή των φοιτητών». Ίσως το αποτέλεσμα των φοιτητικών εκλογών, που μόνο η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ επιμένει να το αρνείται, να είναι μια ένδειξη ότι η απάθεια μπορεί να μετατραπεί σε αντίδραση όταν ο δρόμος των επιμέρους μεταρρυθμίσεων στενεύει και οι υποσχέσεις διαψεύδονται στην πράξη. 
       Κι αν πέρασαν πολλά χρόνια από την εποχή που θεωρούνταν ότι οι φοιτητές μπορούσαν να είναι  στην εμπροσθοφυλακή του κινήματος που θα άλλαζε την ιστορία, φαίνεται πως στις μέρες μας, καθώς η καπιταλιστική επίθεση αγριεύει και τα προβλήματα που συναντώνται στα πανεπιστήμια παραπέμπουν στα αντίστοιχα προβλήματα που αφορούν στην ευρύτερη πολιτική, αρχίζει να γίνεται συνείδηση ότι το πανεπιστήμιο δεν είναι αυτόνομη νησίδα σ’ έναν καπιταλιστικό κόσμο. Έτσι η ενίσχυση της κατασταλτικής εξουσίας, όχι μόνο νομοθετικά αλλά και με υλική υποδομή και προσωπικό,  επεκτείνεται και στο πανεπιστήμιο με την ίδρυση της πανεπιστημιακής αστυνομίας. Η ίδρυσή της παρέχει ακόμη μεγαλύτερη εξουσία στην αστυνομία, ενισχύοντας το κατασταλτικό οπλοστάσιο της κυρίαρχης εξουσίας και συνάδει με την πολιτική της ασφάλειας και τάξης που ιδιαίτερα από την εποχή της οικονομικής κρίσης αποτέλεσε  κεντρική επιδίωξη όλων των κυβερνήσεων.   
       Μπορεί βέβαια το ζήτημα της πανεπιστημιακής αστυνομίας να είναι το πιο σημαντικό αυτήν την εποχή, έχοντας συσπειρώσει τους φοιτητές σε κινητοποιήσεις για την αποτροπή της υλοποίησης της κυβερνητικής απόφασης, δεν είναι όμως το μοναδικό που ανατρέπει κατακτήσεις δεκαετιών στο χώρο της εκπαίδευσης. Η κυβερνητική πολιτική στο χώρο της Παιδείας συμπληρώνει και ολοκληρώνει αντίστοιχες πολιτικές προηγούμενων κυβερνήσεων που χαρίζουν κομμάτια της ανώτατης εκπαίδευσης στην αγορά είτε μέσα από τη συμμετοχή των εταιρειών στα εκπαιδευτικά προγράμματα, ακόμα και καθορίζοντας προγράμματα σπουδών και μεταπτυχιακά, είτε αρπάζοντας κερδοφόρα κομμάτια της είτε προωθώντας την εξίσωση με τα Ανώτατα Ιδρύματα ιδιωτικών κολλεγίων με σκοπό την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων.
          Συνεχίζοντας μια τάση μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η τριτοβάθμια εκπαίδευση επεκτάθηκε ακόμη περισσότερο για να καλύψει την ανάγκη του κεφαλαίου για εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και προηγμένη τεχνολογία. Κι έτσι άνοιξε το πανεπιστήμιο και στην εργατική τάξη, με την εισροή φοιτητών της εργατικής τάξης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που τις τελευταίες δεκαετίες οι πολιτικές όλων των κυβερνήσεων με μικρά, συνεχή και σταθερά βήματα θέλουν να περιορίσουν, γιατί βέβαια και το πανεπιστήμιο δεν μένει έξω από την καπιταλιστική ανασυγκρότηση. Ανασύρονται λοιπόν ιδεολογίες περί αξιοκρατίας που πατάν πάνω στον άγριο ανταγωνισμό και δικαιολογούν τον αποκλεισμό για να καταξιωθούν οι καπιταλιστικές πολιτικές στον χώρο της παιδείας. Ακόμα και το διεθνές πρόγραμμα αξιολόγησης των μαθητών PISA, που στην πρώτη ελληνική του εφαρμογή τόσο διαφημίστηκε από την κυβέρνηση, σαν ένα μέσο που βοηθά με τα στοιχεία του στη χάραξη της πολιτικής στην εκπαίδευση, δεν κάνει άλλο από το να συμβάλλει σε μια συνεχώς αναπτυσσόμενη αγορά και εμπορευματοποίηση της γνώσης και της εκπαίδευσης. Γιατί αντιμετωπίζει το σχολείο κυρίως ως χώρο για την παραγωγή των σωστών δεξιοτήτων που η αγορά εργασίας απαιτεί,  ώστε οι επενδύσεις που γίνονται σ’ αυτό  να  μπορούν να αντιστοιχούν με τα αποτελέσματά τους. Το PISA παρέχει πρωτοφανείς πληροφορίες για τη συγκριτική απόδοση του εκπαιδευτικού συστήματος σ’ ένα σύνολο χωρών,  είναι ένα όργανο πολιτικής, γιατί χωρίς πληροφορίες  οι πολιτικές αποφάσεις που βασίζονται περισσότερο σε αντιλήψεις παρά σε πραγματικότητες παρουσιάζουν υψηλούς κινδύνους αποτυχίας, με σημαντικό κόστος σε οικονομικό αλλά και ανθρώπινο επίπεδο. Δεν είναι λοιπόν ένα εργαλείο αξιολόγησης ουδέτερο, αλλά ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο που σκοπεύει να διέπει την εκπαίδευση, το σχολείο, τη ζωή και την κοινωνία παγκοσμίως. Γι’ αυτό και οι ανησυχίες είναι βάσιμες ότι η εκπαίδευση και η μάθηση γίνονται προϊόντα και ότι, κατά συνέπεια, διατρέχουμε τον κίνδυνο να μετατρέψουμε τα σχολεία σε παρόχους και τους δασκάλους σε φορείς προσχεδιασμένων πακέτων μάθησης.
        Είναι που οι αλλαγές με τη σφραγίδα του κεφαλαίου επεκτείνονται σ’ όλο το φάσμα της εκπαίδευσης. Οι κομμουνιστές χρόνια τώρα υποψιασμένοι κατέγραφαν τις τάσεις του κεφαλαίου και τον τρόπο ανασύνθεσής του με τις διαδικασίες οργάνωσης σπουδών, αποκλεισμού χιλιάδων νέων από την ανώτατη εκπαίδευση κλπ.  Γι’ αυτό και στα πανεπιστήμια, όπως και ευρύτερα στην κοινωνία, είναι η μόνη πια δύναμη που οργανώνει και κινητοποιεί.  Και είναι αυτός ο λόγος που οι βερμπαλισμοί οι οποίοι απαξιώνουν τις φοιτητικές παρατάξεις είτε ως ετερόφωτες είτε ως αιτία περιορισμού της  ανεξαρτησίας ή ελευθερίας των φοιτητών μορφοποιούνται στην απαίτηση για κατάργησή τους δηλ.  στην αποπολιτικοποίηση των αγώνων, μιλώντας για πολιτική αυτονομία, θεωρώντας το πανεπιστήμιο ξεκομμένο από την υπόλοιπη κοινωνία.   
          Στα τελευταία, πάνω από δέκα, χρόνια οι φοιτητές υφίστανται πολύ μεγαλύτερη πίεση για να πετύχουν από ό,τι τις προηγούμενες δεκαετίες, ώστε να έχουν την ευκαιρία για μια δουλειά όταν αποφοιτήσουν, που κι αυτό συν τω χρόνω έχει γίνει ιδιαίτερα δύσκολο. Γι’ αυτό και οι φοιτητές δεν παύουν να είναι ενσωματωμένοι, ακόμα και στα χρόνια των σπουδών τους,  στον κόσμο εκτός πανεπιστημίου στην πραγματική ζωή, γιατί έχουν πολύ μεγαλύτερη αγωνία  από ό,τι στο παρελθόν για το μέλλον τους.  Γεγονός που  μπορεί να οδηγήσει σε παθητικότητα, άγχος για το βιογραφικό, ή και σε εκρήξεις γιατί δεν αντέχεται αυτή η κατάσταση. Όταν επομένως για την αγανάκτηση, το θυμό,  την απογοήτευση δεν αναζητούνται οι αιτίες τους και δεν βρίσκονται τα πολιτικά κανάλια να εκφραστούν συλλογικά και οργανωμένα, καταλήγουν να τροφοδοτούν σπασμωδικές και μεμονωμένες διαμαρτυρίες. Η  ανάδειξη  λοιπόν σε πρώτη δύναμη της Πανσπουδαστικής παράταξης στο χώρο του πανεπιστημίου είναι μια ένδειξη ότι οι φοιτητικές κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες δεν αναπτύσσονται μεμονωμένα από ευρύτερες κοινωνικές συγκρούσεις, παρόλο που  κατέχουν τη δική τους συγκεκριμένη δυναμική, ως προϊόν της ιδιαίτερης κοινωνικής τους σύνθεσης και των καταστάσεων ανάδυσής τους.
         Κι αν είναι σημαντικό ένα ανερχόμενο και διευρυνόμενο κύμα διαμαρτυρίας, είναι γιατί έτσι δημιουργείται ένα  περιβάλλον στο οποίο αλλάζουν οι αντιλήψεις  για τον εαυτό και την κοινωνία, αλλάζοντας πιθανώς την ισορροπία μεταξύ μοιρολατρίας και αποδοχής από τη μια πλευρά και την πεποίθηση, από την άλλη, ότι η κοινωνική τάξη μπορεί να επικριθεί και να αλλάξει. Η εμπιστοσύνη στις δυνατότητες συλλογικής δράσης μπορεί να αυξηθεί, μαζί με την προσδοκία για νέες δυνατότητες. Αυτό που προηγουμένως φαινόταν σταθερό και αναλλοίωτο μπορεί να φαίνεται ευκίνητο και ανοιχτό σε πρακτική αμφισβήτηση. Η αίσθηση της σχετικής αδυναμίας που καλλιεργούν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις και  μολύνει την πολιτική της καθημερινής ζωής, μπορεί να μετατραπεί, πιο  γρήγορα, σε μια πιο ενεργή και αισιόδοξη αντίληψη. Γιατί η φυσική και δοσμένη ποιότητα της παρούσας κοινωνικής τάξης αρχίζει να διαλύεται μόνο όταν αμφισβητείται στην πράξη, και όταν η πρόκληση ενσωματώνει, το σχήμα μιας διαφορετικής πιθανής τάξης, αυτής της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Κυριακή 15 Μαΐου 2022

ΕΥΤΕΛΕΙΑ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ

Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να συνεχίζεται, τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας να διευρύνονται, την ενημέρωση να ταυτίζεται με την προπαγάνδα, το ΝΑΤΟ να επεκτείνεται όπου γής μπορεί, οι λαοί της Ευρώπης συνεχίζουν να επαναπαύονται στις διακηρύξεις για ελευθερία και ανθρώπινα δικαιώματα, με μια ομφαλοσκοπική αντιμετώπιση των πάντων. Επαναλαμβάνουμε, μεγάλο μέρος του πληθυσμού, τον κυρίαρχο λόγο, έχοντάς τον εσωτερικεύσει σε βαθμό ταύτισης μαζί του, με αποτέλεσμα ακόμα και τώρα που μετά την υγειονομική κρίση ακολούθησε η ενεργειακή, συνοδευόμενη και από τις κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία και απειλητική για την ίδια την επιβίωσή μας, να εξακολουθούμε να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στις υποσχέσεις των κυβερνώντων. Μοιάζουμε να ζούμε σε φανταστικό κόσμο, που νομίζουμε πως κατά κάποιο τρόπο ο πόλεμος και οι κυρώσεις θα καταστρέψουν τη Ρωσία για να έχει η Ευρώπη τον έλεγχο των πόρων της, με την αυταπάτη ότι θα βοηθήσει αυτό να βελτιώσει και τη δική μας ζωή. Και όπως στην επιδημία και την αντιμετώπισή της, δεν βλέπουμε ότι η σύγκρουση στην Ουκρανία χρησιμοποιείται σαν προπέτασμα καπνού από τους πολιτικούς ηγέτες, μαριονέτες της κυρίαρχης τάξης, για να συνεχίσουν τις δράσεις εκείνες  που θα κάνουν αποδεκτή  σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού τη μείωση της ευημερίας του, εξασφαλίζοντας έτσι τα καπιταλιστικά κέρδη. 
      Η δυτική προπαγάνδα, αδιαλείπτως και εμφαντικώς,  αντιμετωπίζει τις αιματοχυσίες στον πλανήτη με τρόπο που να δικαιώνει και να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, ευτελίζοντας τις ζωές μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Μ. Ανατολή. Οι αναφορές σε  συγκρούσεις στην Παλαιστίνη ανάμεσα σε Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους όταν δεν μπορούν να δικαιώσουν, έστω και παραπλανώντας, τους Ισραηλινούς, σχεδόν εξαφανίζονται. Αντίθετα, στις συγκρούσεις Ρωσίας και Ουκρανίας, έχοντας προβλεφθεί η φίμωση στη Δύση των ρωσικών μέσων ενημέρωσης, το μονοπώλιο των ειδήσεων σχετικά με τις δράσεις και ομιλίες του προέδρου Ζελένσκι έχει ξεπεράσει τα όρια της υπερβολής και παραπληροφόρηση.
       Για την Παλαιστίνη και η πιο διαλλακτική άποψη της κυρίαρχης αφήγησης, που μπορεί να αναγνωρίζει και τους δυο εμπλεκόμενους ως υπαίτιους, δεν ξεφεύγει από την αντίληψη ότι οι Παλαιστίνιοι είναι παράλογοι τρομοκράτες που οι απόψεις τους δεν αξίζουν καν να ακουστούν. Μόνο που ξεχνά η Δύση ότι η πατρίδα, για πάνω από χίλια χρόνια, των Παλαιστινίων καταλήφθηκε από τους αποίκους Εβραίους χωρίς τη συγκατάθεσή τους και με τη βία, κατά τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, και όλες οι επόμενες συγκρούσεις ακολουθούν αναπόφευκτα αυτήν την αρχική αδικία. Τα δισεκατομμύρια δολάρια σε ετήσια βοήθεια προς το Ισραήλ,  η πρόσβαση στα πιο προηγμένα όπλα στον κόσμο, η πολιτική ασυλία που διασφαλίζεται από το βέτο των ΗΠΑ στο Συμβούλιο Ασφαλείας και όλες οι άλλες μορφές ενίσχυσης βοήθησαν τις διαδοχικές ισραηλινές κυβερνήσεις να διατηρήσουν και να εντείνουν την κατοχή. Το Ισραήλ, ένα κράτος στρατιωτικοποιημένο, έχοντας εξασφαλίσει με την εργαλειοποίηση του ολοκαυτώματος ασυλία σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς και το δικαίωμα να απαγορεύει, με την κατηγορία του αντισημιτισμού,  κάθε κριτική στην πολιτική του,  μοιάζει να θεωρεί πως έχει τη δύναμη να καταπατά όλους τους κανόνες δικαίου, όταν το συμφέρει. 
     Και απόδειξη, ανάμεσα σ’ άλλες,  γι’ αυτήν την θρασύτατη έπαρση, είναι τα πλάνα  από την κηδεία της δολοφονημένης, στη διάρκεια ισραηλινής επιδρομής στη Δυτική Όχθη, δημοσιογράφου του Αλ Τζαζίρα Σιρίν Αμπού Άκλεχ. Σ’ αυτά τα πλάνα φαίνεται  το φέρετρο της να κινδυνεύει να πέσει στο έδαφος, ενώ Ισραηλινοί αστυνομικοί διαλύουν βίαια το πλήθος. Εάν αυτό συνέβαινε οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, θα υπήρχε  μια οργή και αγανάκτηση σε υψηλά επίπεδα. Όμως, συνέβη στην Παλαιστίνη, πράγμα που σημαίνει ότι το μόνο που θα ακούσουμε είναι κακές δικαιολογίες και μισερές καταδίκες. Γιατί στα δυτικά μέσα ενημέρωσης δεκαετίες τώρα φαίνεται πως οι ζωές των παλαιστινίων δεν έχουν σημασία. Είναι λυπηρό αν αναλογιστούμε πόσο εξοργισμένη θα ήταν η Δύση αν ένας Ισραηλινός δημοσιογράφος είχε σκοτωθεί  από έναν Παλαιστίνιο. Κι αν βέβαια η δημοσιογράφος κάλυπτε τον πόλεμο στην Ουκρανία και είχε πυροβοληθεί από τους Ρώσους, τότε θα είχαμε  δει  μια απίστευτη δημοσιογραφική κάλυψη με ηγέτες της Δύσης να καταδικάζουν με αποτροπιασμό τη δολοφονία. 
      Τώρα βλέπουμε ότι οι Ισραηλινοί σκοτώνουν και μετά δεν έχουν ενδοιασμό, όποια δικαιολογία και αν εκ των υστέρων επιστρατεύουν, να επιτεθούν ακόμα και στους συνοδούς του φερέτρου, με μια παντελή έλλειψη σεβασμού και ανθρωπιάς.   
      Αυτή βέβαια η δημόσια παρέκκλιση από τα καθιερωμένα έθιμα που χρησιμοποιείται και σαν επίδειξη δύναμης, αφού οι δυνάμεις καταστολής δεν έχουν όρια στη δράση τους, δεν θα τολμούσε να εκδηλωθεί αν  σ’ ένα βαθμό δεν αντανακλούσε τις αλλαγές στη νοοτροπία για τη στάση απέναντι στη ζωή και ιδιαίτερα στο θάνατο, στη Δύση του περίφημου διαφωτισμού. Η μείωση της θρησκευτικής πίστης, η εξέλιξη της επιστήμης, η εξαφάνιση της εσχατολογίας περιόρισαν το δέος  προς τον νεκρό, το σεβασμό στο σώμα του.
      Αιώνες τώρα, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική πίστη ή την κοινωνική κατάσταση, υπάρχει ένα κοινό νήμα που δένει όλους τους ανθρώπους σε αυτόν τον κόσμο, και αυτό είναι η πραγματικότητα του θανάτου. Οι ανησυχίες που συνδέονται με τον σεβασμό προς τους νεκρούς πηγάζουν από το γεγονός ότι οι νεκροί συμβολίζουν το κοινό πεπρωμένο των ανθρώπων και την διατήρηση της μνήμης μετά θάνατο. Γι’ αυτό και  οι περισσότερες θρησκείες έχουν αφιερώσει τελετές που επιτρέπουν στα μέλη της κοινότητας να συγκεντρωθούν για να τιμήσουν τη μνήμη του νεκρού.
       Στις τεχνολογικά ανεπτυγμένες κοινωνίες μας όμως αυτές οι ανησυχίες πρέπει να καθησυχάζονται. Όλο και περισσότερο βρίσκουμε αποτελεσματικούς τρόπους προστασίας από τις τραγωδίες του θανάτου, ώστε να μπορούμε ελεύθερα να εξακολουθούμε να ασχολούμαστε με τα καθήκοντά μας, σε μια κοινωνία που αγχώνεται να παράγει συνεχώς, χωρίς συγκινήσεις και εμπόδια. Ο ετοιμοθάνατος, και όλο και πιο πολύ και ο νεκρός, δεν έχουν κοινωνική αξία. Η διατήρηση της μνήμης και της παρουσίας του δεν μπορεί να μας αποσπά από την παραγωγικότητα της ζωής μας  κι επομένως η έκφρασή αντίστοιχων συναισθημάτων θα πρέπει να ελέγχεται από τους επιζώντες. 
        Οι σκηνές με τους αστυνομικούς να χτυπούν αυτούς που μεταφέρουν το φέρετρο, οι οποίοι για λίγο έχασαν τον έλεγχο της μιας άκρης του φέρετρου, αποτυπώνουν την ασυδοσία της κρατικής δύναμης. Και ο ευτελισμός της ζωής από την ασυδοσία της κρατικής δύναμης αποτυπώνεται και σε άλλα πλάνα από τη Χεβρώνα, όπου έποικοι Ισραηλινοί σπεύδουν σε ένα παλαιστινιακό κτίριο στην πόλη, εκμεταλλευόμενοι την απουσία των κατοίκων του που έχουν πάει να παραστούν στην κηδεία της Ακλεχ. Φαίνονται φτωχικά ντυμένοι που κουβαλούν αντικείμενα ευτελούς αξίας, οι οποίοι ακολουθούν τις επιταγές μιας εξουσίας που υποκρίνεται πως ενδιαφέρεται γι’ αυτούς. 
         Όλα είναι θεμιτά στην εξουσία της κυρίαρχης τάξης όταν πιστεύει πως απειλείται, ακόμα και οι σκληρές και βάναυσες πράξεις. Κι έτσι γίνεται αποδεκτό σιγά σιγά να θεωρείται η συνάρτηση της δράσης της  με την ευτέλεια της ζωής μας σαν μια αναγκαιότητα της υπόστασής μας.