Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

ΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ

Πριν δέκα μέρες στις μεγάλες πλημμύρες στη Γερμανία η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αποφάνθηκε πως «Η ένταση και η διάρκεια των φαινομένων είναι, όπως μας λέει η επιστήμη, ξεκάθαρη ένδειξη της κλιματικής αλλαγής. Αυτό είναι κάτι που πραγματικά δείχνει πόσο επείγον είναι να αναλάβουμε δράση», ενώ ο πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας Αρμιν Λάσετ δήλωνε πως «Θα πρέπει να συνηθίσουμε ότι θα έχουμε όλο και πιο συχνά τέτοια φαινόμενα». Στα καθ’ ημάς, σε δηλώσεις του ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας Ν. Χαρδαλιάς σχετικά με τον επερχόμενο καύσωνα έκανε λόγο και για το φαινόμενο των πυρκαγιών τονίζοντας ότι ««η κλιματική αλλαγή είναι πλέον κλιματική απειλή», χωρίς βέβαια να ξεχάσει να συμπληρώσει πως «υπάρχουν τα κλιματικά φαινόμενα, αλλά και η ανθρώπινη αμέλεια, γιατί κάποιοι δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη τους», συνεπής στην πολιτική της ατομικής ευθύνης των …άλλων της κυβέρνησης Μητσοτάκη. 
          Ενδεικτικές αυτές οι δηλώσεις εκπροσώπων της κυρίαρχης εξουσίας που χρεώνουν τις καταστροφικές συνέπειες από φυσικά φαινόμενα στην κλιματική αλλαγή, αποδεχόμενοι την αδυναμία των ανθρώπινων μηχανισμών να τις ελέγξουν ή έστω να τις περιορίσουν. Η οικονομική ανάπτυξη και η τεχνολογική εξέλιξη δηλ. μοιάζουν ανίκανες να περιορίσουν την τρωτότητά μας, παρόλο που η σύγχρονη τεχνολογία μέχρις ενός βαθμού μπορεί να προλάβει η να προστατέψει από τις συνέπειες φυσικών φαινομένων. Θεωρώντας όμως την κλιματική αλλαγή ως αιτία των καταστροφών και εστιάζοντας κυρίως σ’ αυτήν, παρακάμπτεται η πρόληψή τους και η ετοιμότητα αντιμετώπισής τους που απαιτεί άμεσα οικονομικό κόστος, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στις πολιτικές προτεραιότητες είτε της εγχώριας διακυβέρνησης είτε της ευρωπαϊκής, καθώς πρωτίστως το ενδιαφέρον είναι για την καπιταλιστική αναδιάρθρωση εις βάρος των εργαζομένων.        
       Γιατί είναι το κυρίαρχο παράδειγμα της οικονομικής ανάπτυξης που αποτελεί το μεγάλο εμπόδιο για κάθε αξιόλογη προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Το κεντρικό πρόβλημα είναι ο συγκεκριμένος τρόπος παραγωγής του οποίου η δυναμική είναι να μετατρέψει τη ζωντανή φύση σε "νεκρά" αγαθά, δημιουργώντας τεράστια απόβλητα στη διαδικασία. Εν ολίγοις, αυτό που καθοδηγεί αυτήν τη διαδικασία είναι η κατανάλωση ή, πιο συγκεκριμένα πια, η υπερκατανάλωση και αυτό που την παρακινεί είναι το κέρδος και η συσσώρευση κεφαλαίου, με μια λέξη ο καπιταλισμός. Είναι το επιχειρηματικό μας μοντέλο που τόσο εκθειάζεται το οποίο βρίσκεται σε πόλεμο με τη ζωή στη Γη. Μας λένε ότι η αγορά πρόκειται να μας σώσει, ενώ η συσχέτιση όλων των δραστηριοτήτων μας με το κέρδος και την ανάπτυξη υπερασπίζεται στην πραγματικότητα έναν τρόπο ζωή που οδηγεί σε καταστροφικά αποτελέσματα. Κι αυτό δεν γίνεται γιατί απλώς, με μια μεταφυσική εξήγηση, η ανθρωπότητα είναι πολύ άπληστη, αλλά είναι ο τρόπος οργάνωσης της παραγωγής και ο στόχος που επιδιώκεται.
         Ένα κύριο πρόβλημα θεωρείται πως είναι η αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ακολουθώντας όμως κατά τα άλλα τα ίδια πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης αγαθών που επιβάλλει ο καπιταλισμός, με τη συνεχή πίεση συσσώρευσης και επέκτασης. Το επιθυμητό μέλλον που προβάλλεται σε μια ιδεατή πραγματικότητα, εν είδει παραμυθιού, είναι η κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη της αγοράς μαζί με τη βιωσιμότητα, σε μια κατάσταση παγκόσμιας οικονομικής ισορροπίας στην οποία όλα τα ανθρώπινα όντα θα μοιράζονται λίγο πολύ το ίδιο βιοτικό επίπεδο. Μια εκδοχή του, στη χώρα μας, είναι και το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης, ένα είδος παρηγοριάς μετά τα μνημόνια, τον εγκλεισμό και την οικονομική ανέχεια που επεκτείνεται στο μεγαλύτερο μέρος των λαϊκών τάξεων. Σύμφωνα με τα λόγια του πρωθυπουργού, κατά τη διάρκεια της φιέστας στην Αρχαία Αγορά για την έγκριση του από την ευρωπαϊκή επιτροπή στα μέσα Ιουνίου, «θεμελιώνεται πάνω στο πνεύμα των ευρωπαϊκών επιταγών αλλά και πάνω σε τέσσερις καθοριστικούς πυλώνες: Την πράσινη μετάβαση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή, και τις ιδιωτικές επενδύσεις με την αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας μας. Μάλιστα, στην πράσινη και στην ψηφιακή οικονομία κατευθύνονται και οι περισσότεροι πόροι». Και δεν είναι βέβαια μόνο η χώρα μας που χρησιμοποιείται το οικολογικό πρόβλημα ως μια ακόμα ευκαιρία κέρδους και επέκτασης των αγορών. 
        Η κυρίαρχη εξουσία, μαζί με τους επιστήμονές της, αντιστέκεται στην αλλαγή των συστημάτων κατανάλωσης και παραγωγής που βρίσκονται στη ρίζα αυτών των προβλημάτων και υπάρχει προτίμηση για γρήγορες τεχνολογικές διορθώσεις, όπως καθαρός άνθρακας, αιολική ενέργεια, βιοκαύσιμα σε βιομηχανική κλίμακα, πυρηνική ενέργεια. Το μήνυμα που διαδίδεται είναι πως οι γρήγορες τεχνολογικές λύσεις, όπως η αγορά άνθρακα, θα εξασφαλίσουν μια ομαλή, αλλά και κερδοφόρα, μετάβαση σε καλύτερες συνθήκες. Αναλαμβάνουν να λύσουν το πρόβλημα πολυεθνικές εταιρείες και ιδιωτικοί φορείς χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς της αγοράς όπως η αγορά και πώληση πιστώσεων άνθρακα, που δεν είναι παρά μια απλή άδεια για τους βιομηχανικούς κολοσσούς που ρυπαίνουν για να συνεχίσουν να ρυπαίνουν. 
      Η κλιματική αλλαγή, μοιάζει να αποφεύγεται τελευταία η αναφορά σε υπερθέρμανση του πλανήτη, και τα περισσότερο οικολογικά προβλήματα, δεν μπορεί παρά να τα δούμε ως μια βασική εκδήλωση του τελευταίου σταδίου μιας αποκαρδιωτικής ιστορικής διαδικασίας, της ιδιωτικοποίησης της κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας από το κεφάλαιο. Η κλιματική κρίση πρέπει επομένως να ερμηνευθεί ως απαλλοτρίωση από τις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες του οικολογικού χώρου των λιγότερο ανεπτυγμένων ή περιθωριοποιημένων κοινωνιών. 
        Και την κλιματική αλλαγή λοιπόν και το σύνολο των οικολογικών προβλημάτων δεν μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε απλά σαν μια απειλή που ο καθένας είναι υπεύθυνος και θα πρέπει ν’ αρχίσει την εκστρατεία σωτηρίας από τις πλαστικές σακούλες και τα πλαστικά καλαμάκια, ενώ δεν αλλάζει τίποτε στην οικονομία του κέρδους και της υψηλής κατανάλωσης. Γιατί φαίνεται πως η κυρίαρχη τάξη υιοθετεί τους φόβους πολλών επιστημόνων για το μέλλον του πλανήτη μάλλον για να διατηρήσει και να αυξήσει τα προνόμιά της.
        Αντίθετα, θα πρέπει να συνειδητοποιηθεί πως η ίδια η ύπαρξη της ανθρωπότητας και του πλανήτη εξαρτάται από την αντικατάσταση των οικονομικών συστημάτων που βασίζονται στην καπιταλιστική συσσώρευση και στην εκμετάλλευση των τάξεων από ένα σύστημα που βασίζεται στη δικαιοσύνη και την ισότητα και ότι ακόμα και η κλιματική αλλαγή που χρησιμοποιείται ως άλλοθι για την κυρίαρχη εξουσία μπορεί να είναι μια ευκαιρία για να γίνει καθολική η απαίτηση για μετασχηματισμό της κοινωνίας.

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

ΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΑΣ

 

Ο περιορισμός του εορτασμού της επετείου της πτώσης της χούντας στη δεξίωση στο προεδρικό μέγαρο, ήδη από την πρώτη επέτειο της μεταπολίτευσης που έγινε πριν 47 χρόνια στη χώρα μας, είναι ενδεικτικός στον συμβολισμό του. Η μεταπολίτευση λοιπόν δεν σημαίνει παρά τον πολιτικοκοινωνικό εκδημοκρατισμό και εκσυγχρονισμό του αστικού συστήματος, διαχωρίζοντας κι αποκηρύσσοντας τη δικτατορία των συνταγματαρχών ως συνέπεια  ενεργειών επίορκων αξιωματικών, μια εκτροπή από τη νομιμότητα με επικέντρωση στις αυθαιρεσίες και την αντισυνταγματικότητα του χουντικού καθεστώτος. Παρόλο που μέχρι τη χούντα μια σειρά από διώξεις, νοθείες, εξευτελισμοί είχαν νομιμοποιηθεί σ’ ένα καθεστώς που ονομάζονταν δημοκρατικό. 
         Με τη μεταπολίτευση υιοθετήθηκαν οι όροι του δημοκρατικού παιχνιδιού όπως πτώση βασιλείας, διαφοροποίηση του ρόλου του στρατού κι αστυνομίας,  ελεύθερες εκλογές, νομιμοποίηση του ΚΚΕ κλπ. Με ένα λαϊκό κίνημα ακμαίο, που απαιτούσε εκδημοκρατισμό, και μπρος την απειλή των λαϊκών δυνάμεων, η κυρίαρχη τάξη, τόσο με τη Ν.Δ του Κ. Καραμανλή με τον περιορισμένο  και κρατικά ελεγχόμενο φιλελευθερισμό της όσο και με το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου με την μικροαστική κοινωνικοποίηση του κράτους, έδειχνε να προχωρά σε  διαπραγμάτευση για την εκπλήρωση των δημοκρατικών αιτημάτων. Μόνο που  αυτά τα δημοκρατικά αιτήματα, τα οποία ήταν διαφορετικά σε κατεύθυνση και προθέσεις για τις λαϊκές μάζες και την κυρίαρχη εξουσία, εντάσσονταν στο γενικό σχέδιο δομικής σταθεροποίησης του συστήματος μέσα από τον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό του, που έφτασε στις επόμενες δεκαετίες στα  όρια του, λόγω των παραγωγικών αναγκαιοτήτων του καπιταλισμού, όπως απαιτούσε η  παγκοσμιοποίηση και οι  ανάγκες για πειθάρχηση της εργατικής δύναμης. Η οικονομική κρίση που ακολούθησε έδειξε και το τέλος, σαν δυνατότητα από τη μεριά του συστήματος, διεύρυνσης και εμβάθυνσης, κατά την προσφιλή ορολογία,  της αστικής δημοκρατίας της μεταπολίτευσης.
               Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης η πολιτικοκοινωνική κίνηση στην Ελλάδα ήταν ακόμα υποταγμένη στους όρους που υπαγόρευε η επί δικτατορίας πολιτική αντίθεση, τα μέτωπα της οποίας διακλαδίζονταν, ήδη μετά  τον εμφύλιο,  σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα, διαχωρίζοντας παντού αδρά τις αντίπαλες δυνάμεις. Από τη μια ήταν το στρατόπεδο της δεξιάς με το κράτος και παρακράτος και από την άλλη η δημοκρατική παράταξη με τις διαμάχες, διαφωνίες, ύπουλες πολιτικές και διφορούμενες αποφάσεις, λαϊκές αντιστάσεις, σφήνα στην αριστερή αμφισβήτηση για προσαρμογή στις αγωνιστικές παραδόσεις του κομμουνιστικού κόμματος, με κύριο αίτημα τη δημοκρατική ομαλότητα. Με τη στερέωση της αστικής δημοκρατίας το καθεστώς περνά σε μια συναινετική φάση της ταξικής του ηγεμονίας, με προεξάρχουσα την αντίληψη του εκσυγχρονισμού, που απαξιώνει κάθε οπτική ταξικής διαπάλης, και σταθεροποιεί στο κοινοβουλευτικό σύστημα δυο πόλους, αυτούς της δεξιάς και της αριστεράς, δηλ. στην ουσία Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ. Με την οικονομική κρίση όμως η αστική μας τάξης περνά σε μια πολιτική ανοιχτής καταστολής και αυταρχισμού, με τις συμμαχίες κοινωνικών στρωμάτων να περιορίζονται σημαντικά και ο δικομματισμός ν΄ αντικαθίσταται από έναν ρευστό πολυκομματισμό, που αποκαλύπτει ανύπαρκτες τις  πολιτικές διαφοροποιήσεις των αστικών κομμάτων.
              Τα μνημόνια αποτελούν το έναυσμα για δημιουργία μιας νέας διαιρετικής τομής που θεωρείται πως τέμνει κάθετα  την ελληνική κοινωνία, μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί. Με την διακυβέρνηση του  ΣΥΡΙΖΑ που σ’ αυτήν τη διαίρεση ενσωματώνει και την παλιότερη, δεξιά -αριστερά με τον δημαγωγικό τρόπο του ΠΑΣΟΚ, φαίνεται πως αυτές οι διαιρέσεις εξεμέτρησαν το ζην.
            Με τη νέα υγειονομική κρίση, νέα προσπάθεια της κυρίαρχης εξουσίας να ορίσει τις κοινωνικές διαιρέσεις με όρους υγειονομικούς,  για να αποκρύβεται η ταξική διαίρεση της κοινωνίας πίσω από διαφορές που δεν παραπέμπουν στον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής. Η νέα διαίρεση, ανάμεσα σ’ αυτούς που έχουν εμβολιαστεί και αυτούς που δεν έχουν εμβολιαστεί, η οποία με τα διάφορα πιστοποιητικά παίρνει και μορφή επίσημη, διακηρύττεται πως γίνεται εν ονόματι της υγείας και με επίκληση του ορθολογισμού. Κι έτσι αποφεύγεται να οδηγήσουν οι ταξικές διαιρέσεις σε ταξικά αιτήματα και λαϊκές διεκδικήσεις, όπως αυτές που σχετίζονται με την πρωτοβάθμια υγεία, τις κοινωνικές δομές που αφορούν τη δημόσια υγεία, οι οποίες θα εναντιώνονται στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης και την κυρίαρχη ιδεολογία. Μάλιστα ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης στο μήνυμά του για την επέτειο της πτώσης της χούντας, ταυτίζει τον συνεπή πολίτη με τον εμβολιασμένο πολίτη, ενώ κατηγορηματικά δηλώνει πως «Στον 21ο αιώνα δεν επιτρέπεται η αμφισβήτηση της επιστήμης», και ισχυρίζεται πως άρνηση στο εμβόλιο σημαίνει «άρνηση στην υγεία και στην πρόοδο των πολιτών». Και είναι  ο λόγος του κομμουνιστικού κόμματος που απομένει ο μοναδικός που αποδομεί τον κυρίαρχο λόγο, ο οποίος με τις «αντιφατικές τοποθετήσεις και μέτρα που αφήνουν εκτεθειμένο το λαό, τόσο απέναντι στην πανδημία όσο και στην αντιμετώπιση όλων των άλλων αναγκών του στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη» επικεντρώνεται στην επικίνδυνη πολιτική της ατομικής ευθύνης.
           Και κάπως έτσι εμμέσως, αλλά με αρκετή σαφήνεια, ορίζεται  από την κυρίαρχη εξουσία ότι ο εχθρός είναι ο διπλανός μας, ο σκοταδιστής και  ο αμόρφωτος. Η κοινωνία διαιρείται και πάλι, δίνοντας νέο περιεχόμενο σε παλιές έννοιες,  σε προοδευτικούς και μορφωμένους  που δεν αμφισβητούν γενικότερα τον τρόπο αντιμετώπισης της πανδημίας και κυρίως την πολιτική των εμβολιασμών, και στους σκοταδιστές, αντιδραστικούς, θρησκόληπτους ακροδεξιούς, ένα συνονθύλευμα  ετερόκλητων ανθρώπων που προβάλλονται και προωθούνται οι απόψεις τους περισσότερο σε αντιδιαστολή και για επικρότηση εκείνων που αποδέχονται την τρέχουσα πολιτική εμβολιασμών.  Και υποδόρια η διαίρεση τείνει να γίνει ανάμεσα σε μια ελίτ και σε μέρος των λαϊκών στρωμάτων, που χωρίς την ύπαρξη του κομμουνιστικού λόγου η επιρροή των φασιστών θα ήταν μονόδρομος.
            Και κάπως έτσι επιχειρείται να  αποπολιτικοποιείται κάθε κοινωνική σύγκρουση,  να χάνει το ταξικό της υπόβαθρο και  να επικεντρώνεται είτε σε ζητήματα ηθικής και διαχειριστικής ικανότητας είτε, όπως τώρα στην πανδημία, σε ζητήματα επιστήμης, που τοποθετείται σ' ένα ουδέτερο έδαφος, υπεράνω κάθε πολιτικής ή κοινωνικής αντίθεσης.
 Κι αυτή η διαίρεση οδηγεί στο διαχωρισμό σε ελίτ και λαϊκές τάξεις, που διατρέχει, κατά την κυρίαρχη ιδεολογία, σε κάθε επίπεδο την κοινωνία. Είναι οι προοδευτικοί και άριστοι που πρέπει να κυβερνούν, να σπουδάζουν, να εργάζονται κλπ. και οι αντιδραστικοί με συμπεριφορές και θεωρίες παράλογες που τους οδηγούν σε δυσμενείς επιλογές. Η ύπαρξη αυτής της αντίθεσης τροφοδοτεί με επιχειρήματα την κυβερνητική πολιτική που κάτω από την επιφάνεια του ορατού απεργάζεται την αναδιοργάνωση των εκμεταλλευτικών σχέσεων είτε με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που αποκλείει χιλιάδες υποψήφιους από την εισαγωγή τους σε πανεπιστημιακές σχολές, ενισχύοντας τα κάθε είδους κολλέγια, είτε με την σχεδόν αόρατη  αύξηση του κατώτατου μισθού είτε με την ασφαλιστική μεταρρύθμιση της νέας γενιάς, που εισάγει το κεφαλαιοποιητικό σύστημα στις επικουρικές συντάξεις.
Πέντε σχεδόν δεκαετίες από την κατάρρευση της χούντας καταλήξαμε  να βιώνουμε την επιβολή μιας παρακμιακής κοινοβουλευτικής απολυταρχίας και την επικράτηση των μηχανισμών της αγοράς στο δημόσιο βίο, που δεν αποτελούν όμως παρά χαρακτηριστικά της αστικής μας δημοκρατίας, η οποία προσαρμόζεται στις ανάγκες της κυρίαρχης τάξης.

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ

 

Τους τελευταίους μήνες οι  καταγγελίες γυναικών για σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση και  οι  φόνοι γυναικών από τους άντρες συντρόφους τους, η χρησιμοποίηση μάλιστα του όρου γυναικοκτονία αναδεικνύει τις δολοφονίες αυτές ως εγκλήματα μίσους κατά των γυναικών με βάση το φύλο,  θεωρούνται προφανείς αποδείξεις ότι υπάρχει ανδρική κυριαρχία ακόμη και σήμερα. Μία από τις ιδιαιτερότητες αυτής της σχέσης δύναμης είναι ότι συχνά παραπλανεί, γιατί καλύπτεται από ένα πέπλο αγάπης και ρομαντισμού. Γι’ αυτό και το ζευγάρι είναι συχνά ο χώρος όπου η αρσενική κυριαρχία μπορεί να οδηγήσει σε ακραίες μορφές βίας και μερικές φορές ακόμη και σε θάνατο.   
       Είναι προφανές ότι συνεχίζουμε και  το 2021 να ζούμε σε μια πατριαρχική κοινωνία, δηλ. καταπίεση των γυναικών ακριβώς επειδή είναι γυναίκες,  με όλα όσα αυτό συνεπάγεται. Μόνο που αυτή η καταπίεση δεν είναι ανεξάρτητη από το ίδιο το  καπιταλιστικό σύστημα και θα ήταν λάθος να υποτιμήσουμε το μερίδιο ευθύνης του καπιταλισμού όσον αφορά τις ανισότητες των φύλων.  
         Αν και η πατριαρχία και ο ρατσισμός προϋπήρχαν του καπιταλισμού, ο τελευταίος επιτρέπει στην κυρίαρχη  τάξη να παγιώσει την κυριαρχία της με την οργάνωση κι εκμετάλλευση αυτής ή εκείνης της διαφοράς, όπως χρώμα, φύλο, εθνικότητα κλπ. προς όφελός της. Η καταπίεση των γυναικών προηγήθηκε του καπιταλισμού. Αλλά κι αυτός την άλλαξε βαθιά, γιατί αντικαθιστώντας, σε μεγάλο βαθμό, την παραγωγή σε μικρή κλίμακα γεωργικών και βιοτεχνικών προϊόντων με βιομηχανία μεγάλης κλίμακας, διαχώρισε τον τόπο παραγωγής της εργατικής δύναμης (εργοστάσιο, επιχείρηση) από τον τόπο αναπλήρωσης της (οικογένεια) αναθέτοντας στις γυναίκες το ρόλο του διαχειριστή του σπιτιού.  Γι’ αυτό και ο  καπιταλισμός και η πατριαρχία είναι μορφές κυριαρχίας τόσο αλληλένδετες που φαίνονται αδιαχώριστες. Γιατί οι  βιολογικές διαφορές των δύο φύλων χρησιμοποιήθηκαν  για να εξορθολογιστεί η  ιεραρχική κοινωνική σχέση μεταξύ ανδρών και γυναικών,  αναγνωρίζοντας αυτόματα μια ανισότητα στην αποδοχή της διαφοράς.
            Βέβαια,  τα δικαιώματα των δυτικών γυναικών έχουν επεκταθεί σημαντικά υπό την επήρεια της ανάπτυξης του καπιταλισμού, σαν συνέπεια της λογικής της κερδοφορίας δηλ. ότι  θα πρέπει να είναι σε θέση να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη χωρίς την άδεια των συζύγων και να καταναλώνουν ελεύθερα,  αλλά επίσης και κυρίως χάρη στους αγώνες τους. Οι γυναίκες εδώ και δύο αιώνες δεν έπαψαν να παλεύουν συλλογικά, και μάλιστα στα πλαίσια των κοινωνικών αγώνων για μετασχηματισμό της κοινωνίας,  για να διεκδικήσουν το δικαίωμα ψήφου, το δικαίωμα στην εργασία, την ελεύθερη μητρότητα, την πλήρη ισότητα στην εργασία, στην οικογένεια, την κοινωνία.
           Η καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες ως γυναίκες από τους άνδρες αναπαράγεται με πολλούς τρόπους, πέρα ​​από την αυστηρά οικονομική πτυχή, όπως μέσω της γλώσσας, των σχέσεων, των στερεοτύπων, των θρησκειών, του γενικότερου πολιτισμού  που δικαιολογούν άνισες σχέσεις μεταξύ των φύλων απέναντι στη δικαιοσύνη, στην εργασία, στην καθημερινή ζωή κι αυτή η καταπίεση έχει πολύ διαφορετικές μορφές, σε κάθε εποχή, σε κάθε τόπο.  Είναι ένα συνεκτικό σύστημα που διαμορφώνει όλους τους τομείς της συλλογικής και ατομικής ζωής. Η συγκεκριμένη συμβολή του καπιταλισμού ήταν αναμφίβολα η θεσμοθέτηση της υποτίμησης των γυναικών και του έργου τους. Η υποτιμημένη ή ακόμη και μη αμειβόμενη οικιακή εργασία, η έννοια της νοικοκυράς που τη συνοδεύει, καθώς και οι επαγγελματικοί διαχωρισμοί βρίσκουν την προέλευσή τους τη στιγμή που ο καπιταλισμός σταδιακά αντικατέστησε το μεσαιωνικό φεουδαρχικό σύστημα. Γι’ αυτό είναι  ανάγκη να αντιμετωπίζεται ο καπιταλισμός όχι ως ένα σύνολο νόμων και καθαρά οικονομικών μηχανισμών, αλλά μάλλον ως μια πολύπλοκη και αρθρωτή κοινωνική οργάνωση, που περιέχει μέσα της σχέσεις εκμετάλλευσης, κυριαρχίας και αποξένωσης. Η εξέγερση λοιπόν ενάντια στην καταπίεση ή την αντιληπτή εκμετάλλευση των γυναικών δεν οδηγεί αυτοδικαίως στην αμφισβήτηση της πατριαρχίας, αν δεν απαλλαγούμε, περιοριζόμενοι σ' αυτές,  από τις πιο κοινές εξηγήσεις είτε βιολογικής (π.χ. διαφορετική σεξουαλικότητα ή εγκέφαλος) είτε ψυχολογικής έμπνευσης ( π.χ. χαρακτήρας ή ανατροφή) και να οδηγηθούμε στην πολιτική κριτική της πατριαρχίας στα πλαίσια του καπιταλισμού, ως ένα δυναμικό σύστημα ισχύος, ικανό να διαιωνίσει τον εαυτό του, και το οποίο αντιστέκεται σε οποιαδήποτε μεταμόρφωση του κεντρικού πυρήνα του, δηλ.  την υπεροχή των ανθρώπων. 
          Επομένως, η τάση του καπιταλιστικού συστήματος να αναδιοργανώσει την οικονομία σε παγκόσμια κλίμακα προς όφελός του έχει άμεσες επιπτώσεις στις σχέσεις μεταξύ των φύλων. Δηλ. το καπιταλιστικό σύστημα τρέφεται από ένα προϋπάρχον σύστημα καταπίεσης, την πατριαρχία και, συγχρόνως,  δείχνει και τα χαρακτηριστικά του. Η καταπίεση των γυναικών γίνεται ένα ακόμα  εργαλείο που επιτρέπει στους καπιταλιστές να διαχειρίζονται ολόκληρο το εργατικό δυναμικό προς όφελός τους, δίνοντας τους τη δυνατότητα να δικαιολογούν τις πολιτικές τους. Πχ. όταν  οι καπιταλιστές χρειάζονται εργασία, αναζητούν γυναίκες και τις πληρώνουν λιγότερο από τους άνδρες, που συντελεί στη μείωση γενικά των μισθών,  και το αστικό  κράτος τότε πιέζεται να παρέχει υπηρεσίες που κάνουν τα πράγματα λίγο πιο εύκολα για τις γυναίκες ή τις επιτρέπει να απελευθερωθούν από ορισμένες ευθύνες. Αλλά εάν δεν χρειάζονται πλέον τη γυναικεία εργασία, οι συνθήκες για τις γυναίκες επιδεινώνονται, η μητρότητα γίνεται αρνητικός παράγων στην εξεύρεση εργασίας για να περιοριστούν στα σπίτια τους, όπου εξ ανάγκης επιστρέφουν στην « «πραγματική τους θέση» σύμφωνα με την πατριαρχία. Εν ολίγοις, για να διαχειριστεί το ζήτημα της γυναικείας εργασίας, ο καπιταλισμός θα βασιστεί στην πατριαρχία, θα τη χρησιμοποιήσει ως μοχλό για τους στόχους του και θα την ενισχύσει. Κι έτσι εξηγείται γιατί ο καπιταλισμός, ενώ προωθεί, στο όνομα των κερδών, κάποια χειραφέτηση των γυναικών, παραμένει ωστόσο ακόμα προσκολλημένος τόσο στον παραδοσιακό οικογενειακό θεσμό, αφού η οικογένεια παίζει ρόλο ρυθμιστή της αγοράς εργασίας και είναι ένας σχετικά ευέλικτος θεσμός με μορφές που μπορεί να διαφοροποιούνται προς όφελος του καπιταλισμού, αλλά και στο ρόλο της γυναίκας σαν σεξουαλικό αντικείμενο, ακριβώς γιατί  μπορεί να γίνεται πηγή κέρδους.
           Αυτό το σύστημα είναι εξαιρετικά δυναμικό και ευκαιριακό, ικανό να προσαρμοστεί, να βρει κενά και νέες ευκαιρίες για κέρδος. Οι κρίσεις χρησιμοποιούνται για να το τροφοδοτούν. Οι ισχύουσες κοινωνικές σχέσεις είναι ευκαιρίες για εμπορευματοποίηση και κέρδος. Γι’ αυτό δεν είναι αντιφατικό από τη μια να εκθειάζεται επισήμως η ισότητα των φύλων ή να καταδικάζεται η έμφυλη βία (παράδειγμα η παρέμβαση της προέδρου της Δημοκρατίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) ενώ συγχρόνως παντού σε χώρους εργασίας ή στα ΜΜΕ να υποτιμάται η γυναίκα με όλους τους τρόπους (παράδειγμα όλα τα ριάλιτι της τηλεόρασης που αναπαράγουν, εμπορευματοποιώντας τα, όλα τα στερεότυπα σεξουαλικής προώθησης  της γυναίκας, (όπως the batchelor).
          Στην ουσία, ο καπιταλισμός δεν μπορεί να βοηθήσει στην κατάργηση των ανισοτήτων. Χρειάζεται ουσιαστικά την απαλλοτρίωση της δουλειάς, του σώματος των γυναικών  μαζί με  εκείνων των τάξεων και στρωμάτων  που εκμεταλλεύεται καθώς επεκτείνεται για την παραγωγή κερδών. Είναι επομένως απατηλό να πιστεύουμε ότι μπορεί να καταπολεμήσουμε τις ανισότητες μεταξύ των φύλων, χωρίς να καταπολεμήσουμε από κοινού τον καπιταλισμό και τις άλλες κοινωνικές σχέσεις που συνδέονται στενά με αυτόν.

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021

ΟΠΟΥ ΚΑΠΝΟΣ…

 

Όλον αυτόν τον καιρό της πανδημίας αποδείχτηκε ότι οι αρχές του κράτους  στο πλαίσιο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης διαθέτουν εξαιρετικά εργαλεία καταστολής με όλους τους περιορισμούς στις δημόσιες ελευθερίας να συνοδεύονται από αυξημένη παρακολούθηση του πληθυσμού. Εν ονόματι της προστασίας της υγείας εκμαιεύεται η συναίνεση των πολιτών για τον περιορισμό της άσκησης δικαιωμάτων και ελευθεριών, όπως η ελευθερία κινήσεων, η ελευθερία του συνέρχεσθαι, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, που υποτίθεται πως υποστηρίζονται από την αστική δημοκρατία. Και ενάμιση χρόνο μετά την πρώτη καραντίνα τα μέτρα έκτακτης ανάγκης μάλλον μεταλλάσσονται παρά καταργούνται, με βάσιμες υποψίες πως τελικά κάποια απ’ αυτά θα υιοθετηθούν, ανεξάρτητα από την υγειονομική κρίση.
        Αφού για μήνες οι αρχές σε διάφορες χώρες της ΕΕ μιλούσαν για προαιρετικό εμβολιασμό, προϊόντος του χρόνου καταλήγουν με τους περιορισμούς και τα πρόστιμα να επιβάλλουν το εμβόλιο σχεδόν στο σύνολο του πληθυσμού, επεκτείνοντάς το μάλιστα και στους  ανήλικους. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαία ή απλώς χρονική σύμπτωση οι σχεδόν ταυτόσημες ανακοινώσεις από τον δικό μας πρωθυπουργό και από τον πρόεδρο της Γαλλίας πριν από λίγες μέρες. Γιατί, ο σχεδιασμός της πολιτικής αντιμετώπισης της πανδημίας από όλα τα καπιταλιστικά κράτη χαράσσεται στη ίδια λογική του κέρδους,  της διάσωσης της καπιταλιστικής οικονομίας και της χειραγώγησης και ελέγχου των αντιδράσεων σ’ αυτήν.
               Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης  στο μήνυμα της 12ης Ιουλίου διαχωρίζει τη χώρα από τους κατοίκους της «Γιατί δεν κινδυνεύει η Ελλάδα, αλλά οι ανεμβολίαστοι Έλληνες», ωραιοποιεί καταστάσεις για την Πολιτεία που  «Θωράκισε το Σύστημα Υγείας», στοχοποιεί αυτούς που δεν εμβολιάζονται ότι «δεν θα οδηγήσουν τον τόπο σε καθολικές απαγορεύσεις»,  επιβραβεύει τους εμβολιασμένους με μια σειρά ρυθμίσεων που θα τους «αποδώσουν τα δικαιώματά τους», ενώ  συγχρόνως τους κολακεύει πως «δρουν με κοινωνική ευθύνη και ευαισθησία». Ανακηρύσσει τον εαυτό του, με τις αποφάσεις του που  «αποδίδουν ελευθερίες σε εκείνους που τις δικαιούνται», κριτή στην απονομή αυτονόητων δικαιωμάτων και προτρέπει ο καθένας να βάλει την υπογραφή του στο «τελευταίο κεφάλαιο της υγειονομικής κρίσης», με την προϋπόθεση « στο ένα μπράτσο να έχει το εμβόλιο της Ελευθερίας», σε μια ατυχή διατύπωση, στην πολλοστή προσπάθεια για λογοτεχνίζουσες εκφράσεις.

             Η χώρα μας, και όχι μόνο,  αυτή τη στιγμή χαρακτηρίζεται στο εμβολιαστικό θέμα από διχασμό, μεροληψία και διαβρωτική εμπιστοσύνη του κοινού σε κυβερνητικούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένων των οργανισμών δημόσιας υγείας που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία της αδειοδότησης και της διανομής εμβολίων. Η  σημασία της επίδρασης  της πειθούς σε βασικά ακροατήρια για να γίνουν κατανοητές οι  ανησυχίες, αξίες, στάσεις, και αντιλήψεις σχετικά με τον εμβολιασμό,  ακυρώνεται από  το τρέχον κλίμα πολιτικής και οικονομικής διαίρεσης, με την παραβίαση της ιδιωτικής ζωής, την αύξηση περιορισμών και εισαγωγής νέων διακρίσεων που δημιουργούν ένα φορτισμένο περιβάλλον το οποίο μάλλον αυξάνει παρά μειώνει τις ανησυχίες.

Η πολιτική  θα έπρεπε να ενημερώνεται από μια ηθική δημόσιας υγείας που να εστιάζεται στο κοινό καλό. Θα έπρεπε να στοχεύει στην ενίσχυση της υγείας της κοινότητας προστατεύοντας εκείνους που είναι πιο ευάλωτοι στην COVID-19, όχι να παγιώνει τις υπάρχουσες ανισότητες που επιδεινώνουν αυτές τις ευπάθειες ή να απαξιώνει τις όποιες ανησυχίες ως συνολικά ανορθολογικές, χωρίζοντας κάθετα την κοινωνία σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους. 

  Δεν φαίνεται να υπάρχει συμφωνία για τον πρωταρχικό σκοπό του προγράμματος των εμβολιασμών. Οι κυβερνήσεις συνήθως μιλάνε γι 'αυτούς ως ένα μέσο ανοίγματος των οικονομιών, τα άτομα ως μέσο για να επανέλθουν στην κανονική ζωή, οι  εμπειρογνώμονες στη δημόσια υγεία, ως μέσο μείωσης των μεταδόσεων. Κι αν φαίνονται αυτοί οι στόχοι να ευθυγραμμίζονται, η αδυναμία να ξεκαθαριστούν προτεραιότητες εξηγεί τις αντιφατικές αποφάσεις, όπως το άνοιγμα στον τουρισμό με σύγχρονη αυστηροποίηση των διακρίσεων στους ντόπιους με βάση το εμβόλιο. Ενώ μένει στον αέρα υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να δικαιολογηθεί η άνιση πρόσβαση σε βασικούς τομείς της ζωής.

            Από τη δημιουργία τους, τα εμβόλια κατέστησαν δυνατή την εξάλειψη ενός μεγάλου αριθμού μεταδοτικών ασθενειών, ιδίως αυτών που προσβάλλουν τα παιδιά. Η πολιτική εμβολιασμού μιας χώρας αποτελεί επομένως ουσιαστικό στοιχείο της πολιτικής της για την υγεία.  

Από την έναρξη της κρίσης για την υγεία της  covid-19, το εμβόλιο έχει προταθεί ως η μόνη θεραπεία ενάντια σε αυτήν την ασθένεια που θα μας επέτρεπε να ανακτήσουμε τη ζωή όπως πριν. Μετά από πολλούς μήνες έρευνας, ένα πρωτότυπο εμβόλιο από διάφορες εταιρείες, σε μικρό χρονικό διάστημα  ήταν έτοιμο να διατεθεί στο εμπόριο. Η ταχύτητα της δημιουργίας αυτού του εμβολίου εκπλήσσει και συγχρόνως ανησυχεί, και σωστά, μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης υπαγόρευσε την χρήση ενός εμβολίου που παρουσιάζεται ως η μόνη θαυματουργή λύση, χωρίς να παρέχεται ασφαλή εγγύηση, γιατί το επείγον δεν είναι πάντα καλός σύμβουλος. Εξάλλου, η ύπαρξη φαρμακευτικών σκανδάλων και πολιτικών για την υγεία που οδήγησαν σε σκάνδαλα υγείας είναι λόγοι για νόμιμους φόβους. Επομένως αποφάσεις κυβερνητικές που δεν προσπαθούν να πείσουν, αλλά να φοβίσουν και  που στοχεύουν στην επιβολή χρήσης εμβολίου υπό αυτές τις συνθήκες, δεν προάγει την εμπιστοσύνη που πρέπει να έχει το κοινό σε αυτό το αντίδοτο.  Και όταν μάλιστα επεκτείνεται ο εμβολιασμός στα ανήλικα παιδιά τα οποία η εμπειρία των προηγούμενων μηνών έδειξε πως δεν κινδυνεύουν. Κι επιπλέον όταν ο εμβολιασμός χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για αλλαγή εργασιακών όρων, όπως αποδεικνύουν οι δηλώσεις της υφυπουργού εργασίας Δ. Μιχαηλίδου σχετικά με τη σύνδεση εμβολίου και απόλυσης, ανεξάρτητα αν ακολούθησαν αργότερα διορθωτικές διευκρινήσεις, η καχυποψία δεν μειώνεται.   

               Όλες λοιπόν οι επιφυλάξεις, υποψίες, αντιρρήσεις προς τις αποφάσεις των κυρίαρχων κέντρων εξουσίας, στις οποίες και επιστημονικά κέντρα έχουν ενταχτεί, δεν μπορεί να μπαίνουν κάτω από την ομπρέλα του ανορθολογισμού για να μην υπάρχει υποχρέωση λογικής αντιμετώπισής τους. Είναι  σε  ένα μεγάλο βαθμό η έλλειψη εμπιστοσύνης σε αποφάσεις της κυρίαρχης εξουσίας, την οποία ο φασιστικός λόγος με δημαγωγικό τρόπο εκμεταλλεύεται, που αντανακλάται στις αντιδράσεις στα μέτρα για την υγεία. Γιατί  είναι η ίδια η κυρίαρχη εξουσία των καπιταλιστικών κρατών, που δεν ενδιαφέρεται για την ενίσχυση των συστημάτων υγείας, που εξαθλιώνει τους εργαζομένους για να εξασφαλίσει τα κέρδη των καπιταλιστών, που δεν σταματά την προπαγάνδα για να εξουδετερώσει οποιαδήποτε εναλλακτική λύση, η οποία αυξάνει την καχυποψία για τις προθέσεις της. 

    Όλα αυτά είναι  ο καπνός που δείχνει πως υπάρχει φωτιά και φοβίζει, έστω και ενστικτώδικα, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Η προπαγάνδα λοιπόν  εναντίον της Κούβας με τις παραποιημένες φωτογραφίες για να αποδειχτεί το μέγεθος των αντιδράσεων εναντίον της κουβανικής κυβέρνησης, η χρησιμοποίηση του εμβολιασμού ως κριτήριο αναστολής της εργασίας με ανοιχτή την εκδοχή της απόλυσης, η απαξίωση ως ανορθολογικών και κοινωνικά ανεύθυνων όλων των αντιδράσεων βρίσκονται στην ίδια λογική,  δεν αποτυπώνουν παρά τα ιδεολογικά μέσα  χειραγώγησης που χρησιμοποιεί η κυρίαρχη εξουσία. Είναι που μ’ αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να κατευθύνει τον καπνό προς ψεύτικες εστίες φωτιάς και όχι σ’ αυτήν που οι καπνοί της μας πνίγουν, δηλ του καπιταλισμού.
 Ώστε, μέρα με τη μέρα να αφήνεται ο εκφοβισμός να εξαπλωθεί, μέρα με τη μέρα να αφήνεται ο φόβος να εξαπλωθεί, μέρα με τη μέρα να αφήνεται το μίσος να εξαπλωθεί και  ήσυχα, να διεμβολίσουν την καθημερινότητά μας, και οι περισσότεροι να μην βρίσκουμε κανένα λάθος σ’ αυτό, υποταγμένοι στη λογική της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας χωρίς διέξοδο.