Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

ΝΕΟΙ, ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΙ, ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΜΕΝΟΙ

 

Εδώ και πάνω από μια δεκαετία στον καπιταλιστικό κόσμο της Δύσης η μια κρίση διαδέχεται την άλλη, χρηματοπιστωτική, υγειονομική, ενεργειακή, και δεν φαίνεται να σταματά να παράγει αποτελέσματα τόσο όσον αφορά στην επέκταση και ένταση της φτώχειας, όσο και στις επιπτώσεις στην πολιτική.  
Και οι νέοι, που ιδιαίτερα τις δυο τελευταίες δεκαετίες σε ένα μεγάλο ποσοστό τους δεν συμβάλλουν ενεργά στην κοινωνική ζωή και στην αγορά εργασίας, όλο και περισσότερο στις καπιταλιστικές χώρες της ευμάρειας ανακαλύπτουν ότι βρίσκονται αποκλεισμένοι στο περιθώριο. Κι αν θεωρητικά μπορούν να απολαμβάνουν μια άνευ προηγουμένου πρόσβαση σε πληροφορίες, εκπαίδευση και τεχνολογία, η διεύρυνση των ανισοτήτων καθιστά αυτήν την πρόσβαση μια υπεσχημένη  αναμονή και όχι πραγματικότητα.
          Μια νεολαία λοιπόν πιο εύθραυστη από τις συνεχείς κρίσεις, βαθύτατα απογοητευμένη από τις ταξικές ανισότητες, καχύποπτη με τους δημόσιους θεσμούς είναι επόμενο να αντανακλώνται όλα αυτά στην τέχνη που την εκφράζει.
          Γι’ αυτό και οι τριάντα χιλιάδες νέοι που συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλονίκη στη συναυλία του ΛΕΞ νιώθουν να τους εκφράζει, καθώς μιλά για όλα εκείνα που τους τσακίζουν, οικονομική εξαθλίωση, αστυνομοκρατία, περιθωριοποίηση, φτώχεια, ανεργία, εξαρτήσεις, βία κλπ. Ο ΛΕΞ μοιάζει να κουβαλά τη φωνή των κατοίκων των εργατικών γειτονιών των μεγάλων αστικών περιοχών, σαν να γίνεται η φωνή των άφωνων. Πολλοί στίχοι του είναι πραγματικές αφηγήσεις, ρεπορτάζ μιας πραγματικότητας που δεν αναδεικνύεται, της πραγματικότητας των φτωχών, από το ρατσισμό μέχρι τη βία της αστυνομίας και τα αδιέξοδα μιας ζωής στο περιθώριο. Κι ίσως προβληματίζει πολλούς, κι όχι μόνο την παλαιότερη γενιά, επειδή αυτή η μουσική έκφραση των νέων που δεν ακολουθεί τον πολιτικά ορθό λόγο, δεν εκφράζει μεγαλειώδη συναισθήματα ούτε μια αγωνιστική αίσθηση της ζωής λειτουργεί ως ενωτική φωνή γι’ αυτούς ακόμα και ομολογώντας τα ελαττώματά τους, τη δυσπιστία τους για το σύγχρονο κόσμο και τη μοιρολατρία τους  μέσα από τις κραυγές οργής και πόνου. Εν ολίγοις η τέχνη αυτή των νέων καθρεφτίζει την κοινωνική πραγματικότητα που βιώνουν.
        Σ’ αυτήν την πραγματικότητα  οι μεγάλες αφηγήσεις έχουν απαξιωθεί, με τη συνδρομή του  κυρίαρχου λόγου, και μαζί η αγωνιστική αίσθηση της ζωής, ενώ καλλιεργήθηκε μια ηττοπάθεια και μελαγχολία, μια εσωστρέφεια που απομονώνει και απελπίζει. Όταν  προβάλλεται η «μεγάλη παραίτηση» σαν μια αποτελεσματική αντίδραση στην επιδείνωση των όρων εργασίας, στην πραγματικότητα υποδεικνύεται,  και σ’ ένα βαθμό γίνεται αποδεκτή, σαν η μόνη διέξοδος η παθητικότητα ή το περισσότερο η μετανάστευση στην εξωραϊσμένη  Ευρώπη.
            Και οι νέοι, όσο αυτή η κοινωνική οργάνωση τους πετά στο περιθώριο αδυνατούν να συναινέσουν και ν’ ακολουθήσουν τα καθιερωμένα πρότυπα στα οποία πρέπει να συμμορφώνονται, ακόμα κι αν δεν τολμούν να αγωνιστούν εναντίον τους. 
        Η νεολαία βέβαια δεν είναι απλώς μια κατηγορία που γίνεται αντικείμενο έρευνας ή στόχος εμπορικός, μια κατάχρηση της γλώσσας που διευκολύνει την απόκρυψη των ταξικών ανταγωνισμών που τη διασχίζουν. Η νεότητα καθώς είναι μια εποχή ζωής που καλύπτει όλες εκείνες τις καταστάσεις που αντιστοιχούν στην ευελιξία των μορφών εισόδου στην ενήλικη ζωή, δηλ. στον κόσμο της εργασίας, στα συστήματα οργάνωσης της κοινωνίας κλπ. δεν βρίσκεται έξω από την κοινωνία  και  τους όρους οργάνωσης της, γι’ αυτό, ακόμα κι αν έχουν κάτι κοινό όλοι οι νέοι, η ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας κυριαρχεί και σ’ αυτούς. Συνεπώς, στους νέους των εκμεταλλευομένων τάξεων η κοινωνική τους ενσωμάτωσή επηρεάζεται από την ανεργία και την οικονομική ανέχεια που τους απειλεί με αποκλεισμό κι επομένως η κρίση κοινωνικοποίησής τους δεν περιορίζεται μόνο σε μια  προσωρινή λειτουργική δυσπροσαρμογή.
       Κι αν το σχολείο συμβάλλει στους κοινωνικούς δεσμούς και στην ένταξη στην κοινωνική πραγματικότητα, καθώς  όμως είναι κι αυτό μέρος της, σε μια κοινωνία διηρημένη σε τάξεις και το σχολείο δεν μπορεί παρά να είναι ταξικό. Μάλιστα, στην εποχή της διαρκούς καπιταλιστικής κρίσης,  έχει ξεπεραστεί πια η αντίληψη για το σχολείο ως φορέα δύναμης ανανέωσης που λειτουργεί στην υπηρεσία της κοινωνίας στο σύνολό της, πάνω από τάξεις και έξω από την πάλη τους, που προσφέρει σ’ όλους ίσες δυνατότητες κοινωνικής προαγωγής και προσωπικής ανάπτυξης, όπως πιστεύονταν στα μεταπολεμικά χρόνια ανάπτυξης του καπιταλισμού. Το σχολείο, προφανέστατα πια, εξυπηρετώντας αποτελεσματικά τα συμφέροντα του κέρδους, συμβάλλει στη νομιμοποίηση της ανισότητας, στην αναπαραγωγή των δομών της κοινωνίας.
Βέβαια, σε μια κοινωνία της εκμετάλλευσης που ακόμα και οι ελπίδες για έστω λιγότερη εκμετάλλευση διαψεύδονται πολύ γρήγορα, το σχολείο μπορεί να μεταδίδει την κυρίαρχη ιδεολογία αλλά συγχρόνως εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αποφύγει και τις αμφισβητήσεις της.  
Στα σχολεία υποβαθμισμένων περιοχών και ιδιαίτερα στα τεχνικά και επαγγελματικά Λύκεια κατά πλειοψηφία συσσωρεύονται  μαθητές από χαμηλά οικονομικά στρώματα. Μη μπορώντας ν’  ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του σχολείου, αλλά ακόμα και στην κοινωνική ενσωμάτωση, πολλοί απ’ αυτούς βιώνοντας μια σειρά αποτυχιών, συνδυασμός ατομικών και κοινωνικών παραγόντων, η υποτίμηση και περιφρόνηση των άλλων μετατρέπεται σε μνησικακία. Το πιο εύκολο είναι ν’ αντιδρούν με την άρνηση, την παθητικοποίηση ή το βρώμικο λεξιλόγιο και το πιο ακραίο οι πράξεις βανδαλισμού να γίνουν η ενστικτώδης αντίδραση τους. Κι αυτοί οι βανδαλισμοί δεν προάγουν καθόλου τα δικά τους ή πολύ περισσότερο τα συμφέροντα της τάξης τους, παρά μόνο μαρτυρούν την κατάπτωσή τους. Και αυτή την κατάπτωση είναι που η ραπ σε μεγάλο βαθμό εκφράζει.
Συγχρόνως, και  η επιστολή ενός παραιτηθέντος αναπληρωτή καθηγητή που διακινείται στο διαδίκτυο τις τελευταίες μέρες, αν δεν εξυπηρετεί άλλες σκοπιμότητες, μπορεί να περιγράφει αυτή την κατάπτωση, αλλά οι θεραπείες που προτείνει δείχνουν ακριβώς και κάποιες από τις αιτίες της. Οι βανδαλισμοί ούτε πράξη αντίστασης ούτε επαναστατικότητα εκφράζουν, μάλλον μια εσωτερίκευση της απόρριψης και περιφρόνησης που βιώνουν  μαθητές και την αντιστρέφουν σε βία που τους οδηγεί στο περιθώριο της εκπαιδευτικής και παραγωγικής διαδικασίας.  Κι αυτοί οι απόκληροι θα αποτελέσουν τη δεξαμενή για εργατικό δυναμικό με τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση.   Γι’ αυτό και οι προτάσεις του καθηγητή με τον κυρίαρχο ρόλο του εισαγγελέα είναι μέρος του προβλήματος και όχι η λύση του.
Από την άλλη, μια κοινωνία ταξική που οι θεσμοί της διαμορφώνονται με τρόπο που η περιφρόνηση και υποτίμηση για εκείνους που έχουν περιορισμένες ικανότητες και είναι ακαλλιέργητοι να εκδηλώνονται με τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την υπαγωγή τους στα μέσα παραγωγής με τους όρους της κυρίαρχης τάξης και χωρίς ελπίδα διαφυγής, συγχρόνως δημιουργεί, εν αγνοία της, και τις συνθήκες για ξεπέρασμά της. Κι ίσως όταν προβάλλονται τα κοινά σημεία των προσωπικών εμπειριών, που αναγνωρίζουν τον εαυτό τους μέσα στην ιστορία του διπλανού τους όπως εκφράζεται από τους τραγουδιστές τους, ίσως τότε να μπαίνει το πρώτο λιθαράκι για την απόκτηση κοινωνικής συνείδησης. Και όταν οι περιφρονημένοι και οι περιθωριακοί γίνουν αγωνιστές τότε και τα τραγούδια τους θα εκφράσουν την αγωνιστική αίσθηση της ζωής και της νίκης.

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022

ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΣΟΔΥΝΑΜΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

 Η  επικέντρωση τις τελευταίες εβδομάδες στις ανήκουστες λεπτομέρειες των βιασμών και της εκμετάλλευσης ανηλίκων από τα μέσα επικοινωνίας, που περισσότερο παίρνουν χαρακτηριστικά σεξουαλικών αφηγημάτων αποκομμένα από τις κοινωνικοοικονομικές αφετηρίες ή  προεκτάσεις, συσκοτίζει παρά αποκαλύπτει τα ίδια τα γεγονότα. Για να καταλήγει η ερμηνεία τους σε μια ασαφή, αόριστη γενίκευση και ηθικολογία,  που στην ουσία δεν αγγίζει την πραγματικότητα. Κι έτσι καθώς υποβαλλόμαστε από τη γέννησή μας σε πλύση εγκεφάλου να οδηγούμαστε σε έναν ατέρμονο καταναλωτισμό, δικαιώνοντας ακόμα και τον πόλεμο που συμφέρει στην κυρίαρχη τάξη, αρκεί ν’ αποσπάμε φρούδες υποσχέσεις για συμμετοχή μας σε μελλοντική μοιρασιά. Και κορεσμένοι από την προπαγάνδα που προωθεί το status quo και κάθε είδους εκμετάλλευση που το συντηρεί, ανακαλύπτουμε ότι σημάδι κοινωνικής παρακμής είναι  οι μητέρες μαστροποί, κατά τη δικαιοσύνη,  που εκδίδουν το παιδί τους για πενήντα κι εκατό ευρώ, οι κοπέλες που δεν φωνάζουν όταν βιάζονται, οι περιπτώσεις διεστραμμένων ανθρώπων, φωνασκώντας για αυστηροποίηση ποινών και επαναφορά της ποινής του θανάτου. 
        Ζούμε την αντίφαση: το σώμα στις καπιταλιστικές μας κοινωνίες να τείνει όλο και περισσότερο να παρουσιάζεται ως εμπόρευμα (ριάλιτι όπως το Next Top Model ή επαγγέλματα όπως του μοντέλου αποθεώνουν αυτήν την εμπορευματοποίηση), να συνεχίζεται όμως να επικρατεί η αντίληψη που θεωρεί την πορνεία αλλοτρίωση συγκρίσιμη με τη σκλαβιά. Το αίσθημα υποβάθμισης που προκαλεί η πορνεία και η περιφρόνηση για την πώληση μιας σεξουαλικής υπηρεσίας, μοιάζει να προκύπτουν από την πεποίθηση του αδύνατου της ισοδυναμίας του χρήματος με το σώμα, που είναι το άτομο, επιβιώσεις της πίστης για την αξία του ανθρώπου από το γεγονός ότι είναι άνθρωπος.
          Από τη μια  οι κανόνες σχετικά με τη σεξουαλικότητα ιδίως της γυναίκας, το βάρος του θεσμού του μονογαμικού γάμο, η εμπορική προβολή της ομορφιάς έχουν εξελιχθεί, από την άλλη η εκμετάλλευση της σεξουαλικής ζωής ως μια ευκαιρία για ανταλλαγή χρημάτων συνεχίζει να παραμένει το όριο στο οποίο σκοντάφτει, τουλάχιστον θεωρητικά, η αποδοχή της κανονικότητας. Κι αν η πρόσβαση στο σώμα, ειδικά για τις γυναίκες, σε πολλές περιπτώσεις υπόκειται σε αποδεκτή χρηματική ανταλλαγή,  όμως η σύνδεση με σεξουαλικές πράξεις κρίνεται απορριπτέα κι η αντίφαση αυτή επιδιώκεται να λυθεί καταφεύγοντας σε ηθικούς ή ψυχολογικούς όρους. Μπορεί λοιπόν να  αναφερόμαστε σ’  αυτήν με όρους διαστροφής ή ακολασίας, αλλά  ακόμα και να μιλούμε με όρους θυματοποίησης, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο. Γιατί η θεωρητική καταδίκη της πορνείας δεν αποτρέπει την μετατροπή του παλαιότερου επαγγέλματος στο πιο σύγχρονο επάγγελμα, με τη  βιομηχανία του σεξ να παράγει δισεκατομμύρια δολάρια εκμεταλλευόμενη κυρίως γυναίκες και  ανήλικα. Καλλιεργείται μάλιστα η αποδοχή της ως δικαίωμα της γυναίκας στο σώμα της, ακόμα και  ως σύμβολο μιας ελεύθερης επιχείρησης, μια  ιδιωτική συμφωνία  μεταξύ δυο συναινούντων χωρίς παρέμβαση της κοινωνίας ή και ως σεξουαλικότητα που απαιτεί το δικαίωμα της έκφρασης. Κι έτσι η πορνεία μοιάζει με χαμαιλέοντα που προσαρμόζεται σε όλες τις ιδεολογίες, καθιστώντας αόρατες τις δομές εξουσίας που την καθιστούν δυνατή. Είναι  η   συνάντηση διαφόρων μορφών συστημικών ανισοτήτων, ρατσισμός, σεξισμός, φτώχεια, βία που την κάνουν τη μοναδική καταφυγή. Γιατί η πορνεία δεν έχει αλλάξει στα χρόνια μας.  Είναι η ίδια κερδοφόρος  βιομηχανία του σεξ, οι ίδιοι πλούσιοι άντρες που αγοράζουν φτωχές γυναίκες ή ανήλικα, η ίδια σκληρή εκμετάλλευση, η ίδια βία, η ίδια απάνθρωπη διακίνηση απελπισμένων γυναικών και βέβαια και ανήλικων.    
         Στη Δύση, η  σεξουαλική κακοποίηση παιδιών και κατά συνέπεια η κακομεταχείριση τους,  θέματα αδιαχώριστα τότε, στα τέλη του 19ου αιώνα εισέβαλαν στο δημόσιο χώρο, συμβαδίζοντας με το πλαίσιο αλλαγής της ευαισθησίας σε σχέση με την παιδική ηλικία. Ήταν τότε που τέθηκαν νέα ερωτήματα σχετικά με αυτήν την ηλικία της ζωής, αλλά και αναπτύχτηκε ένας προβληματισμός για την κατάσταση του παιδιού στην κοινωνία, με έρευνες για την εργασία των ανηλίκων, ενώ  τα ίδια τα  παιδιά παραμένουν όντα χωρίς λόγια, βουβά θύματα. Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα ο παιδικός βιασμός και η αιμομιξία δεν προκαλούν σε μεγάλο βαθμό δημόσιο προβληματισμό ή σχόλιο και προσεγγίζονται μάλλον ηθικολογικά. Περισσότερο φαίνεται να πιστεύεται ότι η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών βλάπτει την κοινωνία, την τιμή και την ηθική της, όπως αποδεικνύεται από τον όρο προσβολή των δημοσίων ηθών που χρησιμοποιείται. Η άρση των σεξουαλικών ταμπού, η υπεράσπιση της σεξουαλικής ελευθερίας στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα σηκώνουν το πέπλο που κάλυπτε τις λιγότερο βίαιες αλλά και πιο διαδεδομένες πτυχές της παιδεραστίας. Η παιδεραστία εισβάλει στο δημόσιο χώρο ως μέρος μιας ριζικής αμφισβήτησης της κοινωνικής τάξης και ηθικής, δίνοντας νέα θέση στο παιδί ως αυτόνομο συνειδητό και επιθυμητό όν. Το παιδί βρίσκεται στην καρδιά της συζήτησης, το θύμα που χειραγωγείται, κακοποιείται, υποφέρει.
        Στην τελευταία όμως περίπτωση κακοποίησης παιδιού στον Κολωνό,  αν  η δωδεκάχρονη βρίσκεται στο επίκεντρο από τα  μέσα επικοινωνίας δεν είναι για να καταδικαστεί απερίφραστα η κακοποίησή της. Η μαρτυρία της, που με τη μορφή κατάθεσης στην αστυνομία έχει γίνει από τα μέσα ενημέρωσης φύλλο και φτερό, αναπαράγεται, από πολλούς δημοσιογράφους και δικηγόρους υπεράσπισης, επενδεδυμένη με πολλές επιφυλάξεις και αμφιθυμίες σε μια προσπάθεια να απαλλάξουν από κατηγορίες ευυπόληπτα μέλη της κοινωνίας, να συσκοτίσουν τις κοινωνικές παραμέτρους αυτής της κακοποίησης και κυρίως το κύκλωμα εκμετάλλευσης που έχει στηθεί. Και φαίνεται ότι παρά τις επαναλήψεις με τις ατέλειωτες λεπτομέρειες για την κακοποίηση στο δημόσιο λόγο, που ξαφνικά ανακάλυψε κι άλλες παρόμοιες εφιαλτικές ιστορίες, αυτό που μάλλον ενδιαφέρει είναι η παραπλάνηση. Είναι και η ενεργειακή κρίση με τον πόλεμο που πρέπει να αντιμετωπιστούν…
         Αν λοιπόν μοιάζει οι περιπτώσεις παιδεραστίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών να μην χάνονται στα μισόλογα και τη διακριτικότητα του ηθικισμού μιας αμήχανης κοινωνίας, αλλά να βρίσκονται στο προσκήνιο των μέσων ενημέρωσης και το παιδί, αλλά χωρίς τον πόνο του, να  κατέχει την κεντρική θέση, μάλλον είναι για να θολώνουν κάποια κομμάτια της υπόθεσης. Αλλά οι ομνύοντες στην αστική δημοκρατία περιμένουν δικαίωση από τη δικαιοσύνη. Αρκεί;

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2022

ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΕΠΙΡΡΟΗ ΜΕ ΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ

Σε όλους τους τόνους τα επικοινωνιακά επιτελεία των κυβερνήσεων στην Ευρώπη προετοιμάζουν τον πληθυσμό της για το χαοτικό χειμώνα που έρχεται, καθώς το αυξανόμενο κόστος της ενέργειας προκαλεί οικονομική κρίση σε κλίμακα που μοιάζει να μη μπορεί ακόμα να προσδιοριστεί. Κι αυτή η κρίση θα είναι αποτέλεσμα μια κρίσιμης έλλειψης υλικών, της ενέργειας, που υπάρχει κίνδυνος κανένα πρόγραμμα διάσωσης να μην μπορεί να αντιμετωπίσει σ’ αυτό το σύστημα παγκόσμιου ιμπεριαλισμού που υπαγορεύεται από τις ΗΠΑ.
Η  κυρίαρχη όμως πολιτική συνεχώς εξασφαλίζει εφεδρείες για να κατοχυρώνει τα συμφέροντά της.  Και όσο μεγαλώνει ο φόβος μας για τους  κινδύνους που μας απειλούν, δεν διστάζει να επιστρατεύσει και την εφεδρεία του φασισμού. Βλέπουμε σε όλη την Ευρώπη ν’ αναπτύσσεται ένας φασισμός που υποκρίνεται την ακροδεξιά, η προέλαση της οποίας κυριαρχεί και επιβάλλει τις πολιτικές της επιλογές. Ενισχυμένη από την όξυνση της ισλαμοφοβίας τα τελευταία είκοσι χρόνια, από τον πόλεμο που διεξάγεται κατά των μεταναστών, η ακροδεξιά έχει αποκτήσει μια άνευ προηγουμένου πολιτική νομιμότητα μετά  τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στις δεκαετίες αμέσως μετά τον πόλεμο, ο φασισμός απαξιώθηκε και περιθωριοποιήθηκε. Η ήττα και η καταστροφή των καθεστώτων του Αδόλφου Χίτλερ και του Μπενίτο Μουσολίνι και η ανακάλυψη της πραγματικότητας του Ολοκαυτώματος έκαναν τους δηλωμένους υπερασπιστές αυτών των καθεστώτων να γίνουν παρίες. Επιπλέον, η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης, η οικονομική άνθηση των δεκαετιών του 1950 και του 1960 με την πλήρη απασχόληση, τις βελτιωμένες συνθήκες διαβίωσης και την επέκταση του κράτους πρόνοιας, άφηνε στους φασίστες λίγο πρόσφορο έδαφος για να ευδοκιμήσουν.
Όμως ο αντίκτυπος,  ιδιαίτερα στον 21ο αιώνα, των καπιταλιστικών επιθέσεων και η ανεξέλεγκτη ανισότητα έχουν απαξιώσει τη ρητορική ότι η προώθηση των συμφερόντων της αγοράς και των επιχειρήσεων μπορεί να ωφελήσει τις μάζες. Αυτή η απώλεια εμπιστοσύνης έχει οδηγήσει σε κρίση του πολιτικού συστήματος και των παραδοσιακών εκπροσώπων του. Τα κόμματα που ταυτίζονται με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, οι συντηρητικοί καθώς και οι σοσιαλδημοκράτες, έχουν δει την κοινωνική τους βάση και το εκλογικό τους σώμα να συρρικνώνεται δραστικά δημιουργώντας ένα κενό στο φάσμα της αστικής πολιτικής. Ο φασισμός μπορούσε λοιπόν να τον καταλάβει.
Φυσικά όμως,  το τέλος της μεταπολεμικής έκρηξης και η επιστροφή της οικονομικής κρίσης δεν σημαίνει ότι ήταν αρκετά για να εγγυηθούν την επιτυχία του φασισμού. Χρειαζόταν η μακρά και επίμονη αντικομμουνιστική προπαγάνδα και η δημιουργία νομιμοποιημένου πολιτικού χώρου για να καταλάβουν οι φασίστες. Οι μεταναστευτικές πολιτικές και ο ρατσισμός, που μπαίνοντας στο προσκήνιο της πολιτικής ατζέντας των αστικών κομμάτων έγιναν ευρύτατα αποδεκτές πρακτικές,    τους έδωσε το χώρο που χρειαζόταν, με την προϋπόθεση να επαναφεύρουν τον εαυτό τους. Αυτό σήμαινε να μην ενεργήσουν με τον ίδιο τρόπο όπως κατά τον μεσοπόλεμο. Επομένως έπρεπε να προβάλλουν μια εικόνα  αξιοπρέπειας και δηλωμένης πίστης στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Αρνούνται κατά βάση σύνδεση με το φασισμό του μεσοπολέμου και ενισχυμένοι από την ισλαμοφοβία, την πιο σκληρή μορφή του σύγχρονου ρατσισμού  τα τελευταία είκοσι χρόνια και τον πόλεμο κατά των μεταναστών που έχουν ανακηρυχθεί σε εχθροί του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής, με τη σκλήρυνση του συνοριακού συστήματος της ΕΕ,  οι φασίστες με τα διάφορα ονόματα που αυτοχαρακτηρίζονται ακροδεξιοί έχουν αποκτήσει πολιτική νομιμότητα ώστε να φτάνουν μέχρι το σχηματισμό κυβέρνησης, όπως συνέβη στην Ιταλία με τη Τζόρτζια Μελόνι, την ηγέτιδα του κόμματος Αδέλφια της Ιταλίας.                            
Η καπιταλιστική  αναδιάρθρωση της κοινωνίας, ειδικά όταν συνδυάζεται με τη σκληρή  λιτότητα, μπορεί να οδηγήσει σε όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζομένων, εάν ριζώσει η ιδέα ότι δεν υπάρχει αρκετή δουλειά για όλους στον κόσμο και οι μετανάστες απειλούν το βιοτικό μας επίπεδο.  Τέτοιες ιδέες, ειδικά όταν δεν αμφισβητούνται από την εμπειρία του συλλογικού αγώνα, μπορούν να οδηγήσουν  προς μια ρατσιστική κατεύθυνση, ιδιαίτερα όταν το ζήτημα του ρατσισμού επαναδιατυπώνεται. Το κεντρικό δόγμα της οικονομίας της αγοράς ότι δημιουργεί μια αξιοκρατική κοινωνία, όπου οι επιτυχίες των ατόμων είναι αποτέλεσμα προσπάθειας και ταλέντου και η αποτυχία είναι λάθος του ατόμου, ενώ οι συλλογικές ανισότητες, όπως η φτώχεια  ή η παραβατικότητα, οφείλονται, όχι στους ρατσιστικούς θεσμούς της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά στις πολιτισμικές πρακτικές διαφορετικών κοινοτήτων, βγάζει από το προσκήνιο τη βιολογική βάση του ρατσισμού, για να γίνει απενοχοποιημένα αποδεκτός.
       Και ανοίγει ο δρόμος για την αμφίδρομη  αλληλεπίδραση και αμοιβαία επιρροή συντηρητικών και φασιστών.  Και γίνεται κοινή η έκκληση για αυταρχικά μέτρα κατά της ανασφάλειας, που συνδέεται συνήθως με τους μετανάστες, με απαίτηση την αυξημένη αστυνομική καταστολή, καθώς και την αποκατάσταση της θανατικής ποινής, με συνοδεία την ρητορική υπέρ του απλού λαού και της εθνικής εργατικής τάξης.  Η αστική πολιτική ηγεσία που πνίγει πρόσφυγες στη Μεσόγειο και διεξάγει αμείλικτα μια ισλαμοφοβική εκστρατεία τρέφει την ακροδεξιά, νομιμοποιώντας τη με την ενίσχυση της ρατσιστικής αφήγησης ότι οι μετανάστες, οι μουσουλμάνοι και άλλες εθνοτικές μειονότητες αποτελούν πρόβλημα με τον διαφορετικό πολιτισμό που δεν αφομοιώνεται με τον δικό μας.  
Κι έτσι ζούμε αυτό που μοιάζει  τραγελαφικό, αν δεν ήταν επικίνδυνο,   ο υιός  Θάνος Πλεύρης, υπουργός Υγείας, να καταδικάζει τον φασιστικό χαιρετισμό, μέσα στο δικαστήριο για τη δολοφονία του Π. Φύσσα, του πατέρα του Κωνσταντίνου, χρησιμοποιώντας για τον πατέρα του τη βαριά λέξη αποκτήνωση. Συγχρόνως, κυκλοφορεί παλαιότερο βίντεο με τον ίδιο τον υπουργό να  υποστηρίζει τις πιο ακραίες ρατσιστικές πρακτικές για τους μετανάστες, απαιτώντας με θράσος ακόμα και νεκρούς, αρκεί να αναχαιτιστούν οι μεταναστευτικές ροές. Η διαφορά πατέρα και γιου συμπυκνώνει τη διαφορά  φασισμού του μεσοπολέμου και σύγχρονου, την εξωτερική του  εμφάνιση με σβάστικες και χαιρετισμούς και την πραγματική του φύση που δεν έχει αλλάξει, αλλά έχει προσαρμοστεί για να γίνει ευρύτερα αποδεκτή, συνηθίζοντας εκ παραλλήλου ακόμα και την παραδοσιακή σε συμβολικό επίπεδο εμφάνιση του φασισμού.  Ο υιός μπορεί να υποκρίνεται  τον δημοκρατικό πολιτικό, αφού η Ν. Δημοκρατία, αστικό συντηρητικό κόμμα, ενσωμάτωσε φασίστες όπως η τριάδα,  Μ. Βορίδης, Θ. Πλεύρη, Α. Γεωργιάδης,  και πολιτεύεται με φασιστικές πρακτικές, δημιουργώντας ευνοϊκό   περιβάλλον για να ριζώσει ο φασισμός.
               Επειδή όμως υπάρχει έντονη μαζική αντίδραση του αντιφασιστικού κινήματος  το κράτος δεν τολμά απροκάλυπτα να κάνει αποδεκτούς τους φασίστες και η δικαιοσύνη να αθωώνει τα εγκλήματά τους, όπως έγινε με τους δολοφόνους του Π. Φύσσα. Οι μαζικοί αγώνες μπορούν να μην επιτρέψουν να κυριαρχήσουν τα φαντάσματα του παρελθόντος.