Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ

 

Στη Γερμανία παραλύει η χώρα από την απεργία για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας στις υπεραστικές συγκοινωνίες και μεταφορές, στη Γαλλία καλούν για δέκατη φορά από την αρχή των κινητοποιήσεων τα εργατικά συνδικάτα σε πανεθνική απεργία και διαδηλώσεις κατά της δυσμενούς για τους εργαζομένους μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού. Στη χώρα μας, με την πλειοψηφία να διαδηλώνει γεμάτη οργή και θυμό για το εγκληματικό δυστύχημα στα Τέμπη, η πολιτική ηγεσία προσπαθεί να την χειραγωγήσει με υποκριτικές συγγνώμες και υποσχέσεις για αναζήτηση ευθυνών σε σταθμάρχες και σταθμαρχεία, συγκαλύπτοντας τις δικές της. Και γενικά, οι πολιτικοί και οι θεσμοί συνεχίζουν να  ισχυρίζονται ότι ενεργούν για λογαριασμό του λαού, ενώ δεν ακούν τα αιτήματά του και αδιαφορούν για τις ανάγκες του.
Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μαίνεται, τον ανταγωνισμό Κίνας και ΗΠΑ να καθορίζει τις παγκόσμιες εξελίξεις και με τις νέες αναταράξεις στο τραπεζικό σύστημα, την πτώχευση των δυο αμερικανικών τραπεζών και την έκτακτη συμφωνία διάσωσης της  προβληματικής Credit Suisse που αγοράστηκε από τη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας τη UBS, φαίνεται ότι  η καπιταλιστική κρίση  είναι διαρκής και βαθιά, με τους εργαζόμενους να ζουν σε ένα κόσμο τεράστιας αβεβαιότητας. Το «ένστικτο» αναζήτησης κέρδους του κεφαλαίου πυροδοτεί χρηματοοικονομικούς κινδύνους και φούσκες περιουσιακών στοιχείων. Οι συγκρούσεις μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας έχουν ενταθεί και έχουν αναδειχθεί ως η κύρια σύγκρουση στις καπιταλιστικές κοινωνίες, καθώς οι ιδιοκτήτες κεφαλαίων και νέων τεχνολογιών διατηρούν το μεγαλύτερο μέρος των πόρων υπό τον έλεγχό τους. Η μόνιμη κρίση που εξαθλιώνει  τους εργαζόμενους έχει αποδυναμώσει και στις μεγάλες δυτικές χώρες την ικανότητα της πολιτικής ηγεσίας να παραπλανά πετυχαίνοντας την απαραίτητη συναίνεση.   
Υπάρχει κάτι εκρηκτικό τα τελευταία χρόνια, στα οποία το ενδιαφέρον για την πολιτική από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού φαίνεται να επανέρχεται, ενώ η πίστη σ’ αυτό το  πολιτικό σύστημα συνεχώς μειώνεται. Η περίφημη αστική μας δημοκρατία που προβάλλεται ως το καλύτερο δυνατό πολίτευμα έχει καταλήξει συνώνυμη με τις εκλογές, που αντιμετωπίζονται ως μια διαδικασία ιερή, η θεμελιώδης προϋπόθεσή της, που δεν θεωρείται απλώς ένα μέσο συμμετοχής σ’ αυτήν, αλλά έχει γίνει αυτοσκοπός. Οι ελεύθερες και δίκαιες εκλογές είναι το άπαν των διεκδικήσεων που επιτρέπεται στις λαϊκές διεκδικήσεις. Κάθε πρόβλημα, εθνικές εντάσεις, εγκληματικότητα, διαφθορά, οικονομικές ανισότητες κλπ. μπορεί να βρει τη λύση του με τις εκλογές που ανανεώνουν το προσωπικό της πολιτικής ηγεσίας. Το διαπιστώνουμε και στη χώρα μας, ιδιαίτερα στη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, που και πάλι προπαγανδίζει τη νίκη του σε εκλογές ως τη μόνη  προϋπόθεση για να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής, όταν αποδείχτηκε ότι η πρώτη του εκλογική νίκη, παρά τις επαναστατικές του κορώνες, δεν διαφοροποίησε την μέχρι τότε εφαρμοζόμενη πολιτική.
Σίγουρα οι εκλογές λειτούργησαν αρκετά καλά τους δυο τελευταίους αιώνες και κατέστησαν δυνατή τη  διεύρυνση της αστικής δημοκρατίας. Μετά μάλιστα το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, οι δυτικές δημοκρατίες κυριαρχούνταν από μεγάλα μαζικά κόμματα και ισχυρά λαϊκά κινήματα και στήριξαν αποτελεσματικά  τις  δομές του αστικού κράτους καθιστώντας τε έως και φιλικές σε λαϊκά αιτήματα. Συνδικάτα και κόμματα κατάφεραν να είναι κοντά στις ζωές των πολιτών, με αποτέλεσμα ένα εξαιρετικά σταθερό σύστημα, μεγάλη εμπιστοσύνη στα κόμματα και προβλέψιμη συμπεριφορά ψήφου. Κι ύστερα το αντίπαλο δέος της αστικής δημοκρατίας, τα σοσιαλιστικά κράτη, διαλύθηκε, το εργατικό κίνημα αποδυναμώθηκε, οι καπιταλιστικές κρίσεις έγιναν συνεχείς,  τα εμπορικά μέσα ενημέρωσης ανέλαβαν την κατασκευή της κοινωνικής συναίνεσης και οι ψηφοφόροι έγιναν καταναλωτές ιδεών και πληροφοριών. Και η δημοκρατία σταθεροποιήθηκε συρρικνωμένη στην επιλογή εκπροσώπων απ’ αυτούς που το πολιτικό σύστημα προωθεί και η ψηφοφορία κατέληξε να λειτουργεί  παραπλανητικά,  για να αποδέχονται οι πληθυσμοί  το παθητικό, ήρεμο ρόλο τους να  ανταποκρίνονται μόνο σ’ εκείνα τα σήματα που το κυρίαρχο σύστημα τους δίνει. Κι έτσι, με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τη δυνατότητα χειραγώγησης της κοινής γνώμης, την ποικιλία κομμάτων κλώνων της κυρίαρχης εξουσίας, οι ψηφοφορίες σε εκλογές και δημοψηφίσματα καταλήγουν πολύ λίγα πράγματα να αλλάζουν στο πολιτικό σύστημα. Το αστικό κράτος με τις εκλογές αποκτά ειρηνικά τον έλεγχο των αστικών αντιπροσωπευτικών θεσμών.
Το εργατικό κίνημα ξέρει πια ότι η σύγχρονη αντιπροσωπευτική κυβέρνηση δεν  προσφέρει στην εργατική τάξη τη δυνατότητα να επιτύχει όχι τον σοσιαλισμό, αλλά έστω και ελάχιστη βελτίωση της ζωής της, και ούτε οι εκστρατείες γύρω από τις εκλογές είναι η σημαντικότερη πτυχή της δραστηριότητας των μαζών. Οι αστικές εκλογές με κανένα τρόπο δεν μεταβάλλουν ζητήματα εξουσίας και ανακατανομής πλούτου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν καμιά πολιτική σημασία. Η  συμμετοχή σ’ αυτές συμβάλλει στην ωριμότητα της εργατικής τάξης  και μπορεί οι εκλογές να γίνουν το βαρόμετρο της πολιτικής κίνησης των τάξεων και να αποκαλύψουν ρωγμές για να γίνουν ορατοί οι τρόποι που  η αστική τάξη βλέπει τις δικές της αντιφάσεις και φόβους και τον τρόπο αντιμετώπισής τους.
Και στη χώρα μας από χθες, με την ανακοίνωση του  καθορισμού της ημερομηνίας διεξαγωγής των εκλογών από τον πρωθυπουργό η εκλογική ρητορική των  αστικών κομμάτων θα αποκαλύψει, και ερήμην τους, τους κοινούς φόβους και  βαθύτερους σχεδιασμούς τους. Συγχρόνως, θα ενταθεί η δημαγωγική επιχειρηματολογία που θα θέλει να πείσει για τις αβυσσαλέες διαφορές ανάμεσα στα αστικά κόμματα. Μόνο που ιδιαίτερα μετά την οικονομική κρίση αποκαλύφτηκε ότι είναι συγκοινωνούντα δοχεία τα οποία εξυπηρετούν την ίδια πολιτική, ίσως με κάποια διαφορά ύφους ή συμπεριφοράς. Και απομένει μόνο το ΚΚΕ με τη διαφορετική πολιτική, γι’ αυτό σ’ αυτές τις εκλογές «όσο πιο ψηλά βρίσκεται το ΚΚΕ, τόσο πιο δυνατός γίνεται ο λαός για να διαμορφώσει πραγματικές θετικές εξελίξεις προς όφελός του».
 
 

Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ

 

Τρεις περίπου βδομάδες από το εγκληματικό δυστύχημα  στα Τέμπη με τους δεκάδες νεκρούς,  όλη η έγνοια της κυβέρνησης εξαντλείται στην επικοινωνιακή διαχείριση των ευθυνών της. Δηλώσεις επί δηλώσεων, διαβεβαιώσεις επί διαβεβαιώσεων από νυν και πρώην υπουργούς για διερεύνηση και απόδοση ευθυνών  κατέληξαν στην τραγελαφική εικόνα του πρωτοεμφανιζόμενου υφυπουργού Μεταφορών Μ. Παπαδόπουλου στο γραφείο του σταθμάρχη στη Λάρισα να υποστηρίζει με βεβαιότητα τη λειτουργία συστήματος τηλεδιοίκησης, ενώ την επόμενη στιγμή δίπλα του, μπροστά στις κάμερες να διαψεύδεται από σταθμάρχη των σιδηροδρόμων που μιλούσε για «τοπικό χειρισμό της διαδρομής» και ανυπαρξία τηλεδιοίκησης.
         Η πολιτική ηγεσία, από τον πρωθυπουργό μέχρι το κομματικό στέλεχος, αποκαλύφτηκε σ’ αυτήν την τραγωδία ότι το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να προσαρμόζει την εικόνα της στις προσταγές που επιβάλλει για την περίσταση το τηλεοπτικό μέσο, με βασική επιδίωξη να δοθεί  μια συγκινησιακή  προσέγγιση στην αντιμετώπιση του δυστυχήματος, με σκοπό να χειραγωγηθούν αντιδράσεις. Μόνο που τελικά φαίνεται ότι η θεαματοποίηση ενός πόνου που δεν ένιωθαν, με έναν  πολιτικό λόγο θρυμματισμένο σε συναισθηματικές κοινοτυπίες που καταποντίστηκε σε μια κακόγουστη σκηνοθεσία, κατέληξε σε παρωδία που περισσότερο διεγείρει παρά καταπραΰνει αντιδράσεις.
           Μ’ αυτό το τραγικό γεγονός αποκαλύφτηκαν τα όρια και η κενότητα της επικοινωνιακής πολιτικής που δεκαετίες τώρα οι αλλεπάλληλες κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών  επιστράτευαν  κάθε φορά, για να πείσουν και να αποτρέψουν αντιδράσεις από τις εφαρμοζόμενες ανάλγητες πολιτικές. Η επικοινωνία έχει αναχθεί σε βασικό, σχεδόν κύριο,  συστατικό της πολιτικής και η πολιτική στην ουσία της αφορά την επικοινωνία της, μέσω της γλώσσας, της μεταφοράς, της εικόνας, του λόγου και άλλων λογικών τρόπων και ειδών επικοινωνίας. Εκμεταλλευόμενη η κυρίαρχη εξουσία τον ρόλο  που στην αυγή της ανόδου του καπιταλισμού αποδόθηκε στον Τύπο, δηλ. τα μέσα ενημέρωσης, ως πολιτικού φύλακα, χρησιμοποιεί, με το αζημίωτο,  τα μέσα ενημέρωσης προς όφελός της συνεχίζοντας όμως να τα προβάλλει ως θεματοφύλακα του δημόσιου συμφέροντος. Για να μην καταρρεύσει η δημόσια υποστήριξη  για τον εποπτικό ρόλο των μέσων ενημέρωσης συνεχίζεται να τονίζεται ότι τα μέσα ενημέρωσης παρέχουν έλεγχο στις κυβερνητικές καταχρήσεις, παρέχοντας στους πολίτες πληροφορίες και επιβάλλοντας κυβερνητική διαφάνεια.
 Μόνο που τα τελευταία χρόνια,  όλο και περισσότερο αποκαλύπτεται ότι υπάρχουν κάποιες πτυχές του εποπτικού ρόλου των μέσων ενημέρωσης που έχουν γίνει δύσκολο να εκπληρωθούν. Κατά κάποιον τρόπο, τα μέσα ενημέρωσης, σε μεγάλο βαθμό, έχουν  μετατραπεί από φύλακες σε φερέφωνα της κυρίαρχης πολιτικής. Η αντιμετώπιση των απροκάλυπτων ψεμάτων από δημόσιους λειτουργούς έχει γίνει σχεδόν μια άσκηση ματαιότητας, όταν δεν προωθείται από εκείνα  τα μέσα που υπονομεύουν τον παραδοσιακό τους ρόλο, καθιστώντας τους δημοσιογράφους συνένοχους στη διάδοση ψευδών πληροφοριών και εσφαλμένων γεγονότων. Κι αυτή η τάση επιδεινώνεται από το γεγονός ότι υπάρχει μια περιστρεφόμενη πόρτα όπου οι εργαζόμενοι δημοσιογράφοι μετακινούνται μεταξύ θέσεων στα μέσα ενημέρωσης και της κυβέρνησης. Δεν είναι βέβαια ότι υπήρχε κάπου κάποτε μια αντικειμενική δημοσιογραφία που εξέλιπε και αυτή η περιστρεφόμενη πόρτα την θέτει σε κίνδυνο, γιατί οι δημοσιογράφοι βλέπουν μια κυβερνητική δουλειά ως την πηγή του επόμενου μισθού τους. Είναι που τώρα, καθώς η αστική μας δημοκρατία μοιάζει να έχει φτάσει στα όρια της, ενώ νιώθει και χωρίς αντίπαλο, όλη η αστική εξουσία επιδεικνύει τη δύναμή της  αδιαφορώντας αν έτσι αποκαλύπτεται η φενάκη της ελευθερίας του τύπου ή των δημοκρατικών διαδικασιών. Δεν είναι σύμπτωση που σε όλη τη δημοκρατική  Ευρώπη θεωρήθηκε αποδεκτό να λογοκριθεί και να σιωπήσει η άλλη πλευρά στον πόλεμο της Ουκρανίας, η ρωσική.
        Περικυκλωμένοι από τις κάθε είδους επικοινωνιακές τεχνικές της κυρίαρχης εξουσίας, είμαστε διαρκώς χειραγωγημένοι σε διαμορφώσεις συγκεκριμένων πεποιθήσεων, συμπεριφορών ή συναισθημάτων που την ευνοούν. Όταν όμως η σύγχρονη κοινωνική κατάσταση έρχεται σε άμεση αντίθεση και σύγκρουση με τις αξίες που η ίδια η κυρίαρχη τάξη προπαγανδίζει και μάλιστα με τον ισχυρισμό ότι παρέχει τις οικονομικές και κοινωνικές δυνατότητες πραγματοποίησής τους, τότε η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα  υπονομεύει την ιδεολογική της κυριαρχία. Όταν οι  συνεχείς κρίσεις  της καπιταλιστικής οικονομίας και  ο συνδυασμός μεγάλου πλούτου με βάναυση καταπίεση και φτώχεια καταστρέφει τη ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων, τότε μια τέτοια παράλογη τάξη δεν μπορεί να γίνει ανεκτή επ’ αόριστον. Τότε φαίνεται ότι χρεωκοπούν όλες οι  επικοινωνιακές τεχνικές και οι αντιδράσεις να μοιάζουν ανεξέλεγκτες. Και μπορεί το έναυσμα  να δίνεται από ΄κάτι συγκλονιστικό ή και όχι.
      Στη χώρα μας το «προδιαγεγραμμένο έγκλημα» των Τεμπών μοιάζει να είναι καταλύτης μιας γενικευμένης αντίδρασης ενάντια σε πολιτικές και συμπεριφορές που εξαθλίωσαν τη ζωή μας, όπως στη Γαλλία το συνταξιοδοτικό δίνει το έναυσμα για συνεχείς και γενικευμένες διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις.
          Κι αν είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς τις εξελίξεις, σίγουρα όμως οι αγώνες και οι διεκδικήσεις των καταπιεσμένων θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να μην βλέπουν οι ίδιοι τους εαυτούς τους ως ανήμπορα θύματα αλλά να μπορούν με τις ίδιες τις δυνάμεις τους να απελευθερωθούν.
 

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2023

ΜΕΤΑ ΤΟ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ ΣΤΑ ΤΕΜΠΗ

 

Την προηγούμενη εβδομάδα ανακοινώθηκαν από το υπουργείο Οικονομικών οι αποζημιώσεις στις οικογένειες των θυμάτων της φονικής σύγκρουσης  των τρένων στα Τέμπη, που περιλαμβάνουν ειδική σύνταξη, διαγραφή χρεών, δικαίωμα διορισμού. Η  κυρίαρχη εξουσία θέλει να τις προβάλλει ως απόδειξη της κρατικής προστασίας και μέριμνας, για να μετριάσει την οργή για την ολοκληρωτική  απουσία της στη λειτουργία του σιδηροδρόμου, ώστε να αποτραπεί το δυστύχημα. Και μοιάζει απογοητευτικό μετά από δεκαετίες αγώνων του λαϊκού κινήματος για ένα κοινωνικό κράτος που θα εξασφάλιζε αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων να χρειάζεται να καταφεύγουμε στην κρατική μεγαλοψυχία με απαιτήσεις ελεημοσύνης που δοκιμάζουν την περηφάνεια και αξιοπρέπεια των παθόντων.   
Κι επαναλαμβάνεται τα τελευταία χρόνια μέσα από παροχές και επιδόματα, που άλλοτε μένουν απλές υποσχέσεις κι άλλοτε, κατά την καταβολή τους,  η συρρίκνωσή τους είναι δραστική, η θλιβερή ιστορία ενός φτωχού λαού, που παραμένει έρμαιο του κρατικού οίκτου. Στο διαφημιζόμενο εκσυγχρονισμένο κράτος μας της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, η έννοια της κρατικής ελεημοσύνης-παροχής συνεχίζει να κυριαρχεί και να διαιωνίζεται με διάφορες μορφές. Τι άλλο είναι όλα αυτά τα επιδόματα του τελευταίου χρόνου της φτωχοποίησής μας,  παραπέμποντας σε εποχές παλιότερες που η ευημερία των πολιτών εξαρτώνταν αποκλειστικά από την εύνοια του ηγέτη;     Κι έτσι ζώντας μια καθημερινότητα με αξίες ανταλλακτικές και ανταλλάξιμες,  σκύβοντας το κεφάλι και ζητιανεύοντας, μέσα από διαδικασίες καθημερινές εδραιώνονται συνήθειες ικανές να σακατεύουν ζωές και συνειδήσεις. Το είδαμε σε μικρογραφία στον πατέρα ενός θύματος που τον πρόβαλλαν τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, γιατί χαρακτήρισε βάλσαμο τις κρατικές αποζημιώσεις, και στις αντιδράσεις που προκάλεσε η δήλωσή του στους θαμώνες των μέσων  κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίοι βρήκαν ευκαιρία να εφαρμόσουν τις γνώσεις ψυχολογίας ή να διακηρύξουν την ηθική τους ανωτερότητα. Στην πραγματικότητα αποτυπώθηκε η μικροαστική μας μιζέρια που δεν αντιμετωπίζει την κυρίαρχη τάξη ως βασικό αντίπαλο, αλλά μόνο μεμονωμένα άτομα, και ούτε αναγνωρίζει  τους δραστικούς μηχανισμούς χειραγώγησης της κοινής γνώμης, παρά μόνο τους πασιφανέστατα προπαγανδιστικούς. Γι΄  αυτό κι ένα μεγάλο μέρος από μικρομεσαίους μικροαστούς αποδέχεται αυτήν την πραγματικότητα και οδηγείται στην αντιμετώπιση της ζωής ως θεάματος. Γι’ αυτό και πνίγεται στα δάκρυα από τις ατέλειωτες ιστορίες οδύνης,  γίνεται τιμητής του πόνου των άλλων, επαίρεται για την ηθική του, αναζητώντας σε ανεξάρτητη δικαιοσύνη ή και σε αδιάφθορους ηγεμόνες δικαίωση.
Σ’ αυτό το εγκληματικό δυστύχημα είδαμε την απόγνωση και την απελπισία των θυμάτων,  την οργή και την αγωνιστικότητα του λαού,  τη μικροπρέπεια και την αναλγησία της πολιτικής του ηγεσίας.
          Η κυβέρνηση και οι παρατρεχάμενοί της αναζητούν τρόπους να χειραγωγήσουν τις αντιδράσεις, να εκτρέψουν σε ανώδυνα μονοπάτια την οργή και είναι ενδεικτικό αυτό στην παραπληροφόρηση του υπουργείου Εσωτερικών σχετικά με την 24ωρη απεργία της ΑΔΕΔΥ στις 16 Μαρτίου. Εξάλλου, από την πρώτη στιγμή που έγινε το δυστύχημα φαίνεται μόνο μέλημά τους να είναι η αποδυνάμωση κάθε δράσης που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριαρχία τους. Γι’ αυτό και εδώ και δυο εβδομάδες που έγινε το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, αλλάζουν κάθε δυο ημέρες τα αφηγήματα που επιστρατεύουν για να δικαιολογήσουν την εγκληματική ολιγωρία τους, στην προσπάθειά τους να παραπλανήσουν για να χειραγωγήσουν τις αντιδράσεις. Ξεκίνησαν οι δικαιολογίες με τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, που αφού στο πρώτο τηλεοπτικό του μήνυμα χρέωσε το δυστύχημα στο ανθρώπινο λάθος, όταν έγινε αντιληπτό ότι δεν έπεισε προχώρησε σε μια συγγνώμη που χρησιμοποιήθηκε σαν πρόσχημα για να επιμεριστούν οι ευθύνες στις προηγούμενες κυβερνήσεις με μόνο στόχο τη δική του απαλλαγή, για να ακολουθήσουν υπουργοί και δημοσιογράφοι με μια ποικιλία δικαιολογιών.  
Τελευταία μοιάζει να προκρίνεται εκείνο το αφήγημα που θέλει να δικαιώσει  την κυβερνητική πολιτική, η οποία συνεχίζεται ακάθεκτη, μη παρεκκλίνοντας ούτε κεραία, όπως με την ψήφιση του νομοσχεδίου για το ογκολογικό κέντρο παίδων Μ. Βαρδινογιάννη.  Είναι λοιπόν η απουσία αξιολόγησης των υπαλλήλων του ΟΣΕ και οι συνδικαλιστικές αγκυλώσεις  που δημιούργησαν τις ευνοϊκές συνθήκες για το τρομερό δυστύχημα, σύμφωνα με  το κυβερνητικό αφήγημα, που δειλά στην αρχή, με βεβαιότητα όσο περνούν οι μέρες, επαναλαμβάνεται, αδιαφορώντας αν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο πρωθυπουργός και πάλι, στις κοινές δηλώσεις  με τον νέο πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Ν. Χριστοδουλίδη,  συμπυκνώνει το οριστικό αφήγημα που ο κυρίαρχος λόγος υιοθετεί. Επιδεικνύει ένα αχρείαστο θράσος δηλώνοντας την ανάληψη ευθύνης εκ μέρους του πολιτικού συστήματος, υπόσχεται αλλαγές στα «κενά δεκαετιών στις υποδομές» και τις «απαράδεκτες συμπεριφορές κρατικών υπαλλήλων που έρχονται από το χθες» και ξεκινά τη μάχη εναντίον του παλιού αναχρονιστικού κράτους, που περιλαμβάνει βέβαια και τις συντεχνίες, σύμφωνα με δηλώσεις του στη σύσκεψη για επαναλειτουργία του σιδηρόδρομου στο μέγαρο Μαξίμου, που αντιστέκονται στον εκσυγχρονισμό.
Το δίπολο παλιό-νέο, εκσυγχρονιστικό-παρωχημένο αποδεικνύεται μια βολική αντίθεση αρκετά γενική και ασαφής  που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ωραιοποιήσει τις πιο αντιδραστικές πολιτικές, τσάκισμα συνδικαλισμού, επιβολή αξιολόγησης αυταρχικού τύπου,  καθώς γίνεται εκμετάλλευση της για χρόνια ταύτισης του νέου και της μεταρρύθμισης με κάθε θετικό και φιλολαϊκό. Με τη νέα νοηματοδότηση των λέξεων καλύπτει η κυρίαρχη εξουσία τις σκοπιμότητές της στην επιλογή των πιο διεφθαρμένων μονοπατιών για επιβολή των συμφερόντων της, χειραγωγώντας τους πληθυσμούς για να μην αντιδρούν.
Ενώ την ίδια στιγμή είναι οι αγωνιστικές παραδόσεις του κομμουνιστικού κινήματος  που τροφοδοτούν την περηφάνεια ενός λαού το οποίο εμπνέει και οργανώνει τους χιλιάδες νέους για να απαιτούν και να διεκδικούν την αξιοπρέπεια της ζωής τους, όπως στην απεργία της 16ης Μαρτίου.