Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντιδικτατορικός αγώνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντιδικτατορικός αγώνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ


Από τη μια  η υφυπουργός εργασίας Δ. Μιχαηλίδου κάνει λόγο για «αγιοποίηση του αντιδικτατορικού αγώνα» και υιοθετώντας απόψεις του Απ. Δοξιάδη χαρακτηρίζει «ψυχικά νοσούντες» τους αγωνιστές που αντιστάθηκαν στη χούντα. Από την άλλη, ο …κομμουνιστοφάγος υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Μ. Βορίδης, μετά τις αντιδράσεις του Ισραήλ για το αντισημιτικό  παρελθόν του, έσπευσε να υπογράψει «δήλωση μετανοίας» αποκηρύσσοντας το και παραθέτοντας, απολογούμενος, δράσεις του που συνάδουν με τα συμφέροντα του Ισραήλ.
               Αμφότεροι οι υπουργοί είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Εκπροσωπούν, υπερηφάνως, την άρχουσα τάξη και την ιδεολογία της, που εκφράζει την  οπτική της για την κατανόηση του κόσμου, αφού οι κυρίαρχες ιδέες δεν είναι άλλο από την ιδεατή έκφραση των κυρίαρχων υλικών σχέσεων, εκφράζουν δηλ. τις υλικές σχέσεις που  κάνουν μια τάξη κυρίαρχη.
               H υφυπουργός προσπαθεί, σε μια περίοδο που δεν ήταν πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας, σε παρουσίαση του βιβλίου του Στ. Τσακυράκη «Από πού κι ως που όλοι οι αγώνες είναι δίκαιοι» με αρκετά προκλητικό λόγο, ταιριαστό στις απόψεις που εκφράζονταν κατά την παρουσίαση, ν’ απαξιώσει τον αντιστασιακό αγώνα κατά της δικτατορίας. Στο  ίδιο το βιβλίο του Στ. Τσακυράκη, που είναι η απομαγνητοφωνημένη συζήτηση του με τον Απ. Δοξιάδη για την μεταπολίτευση, ο βασικός προβληματισμός έχει να κάνει με την αμφισβήτηση των αγώνων εναντίον της κρατικής εξουσίας, που για τον συγγραφέα ταυτίζεται με όλους εμάς. Το συμπέρασμα της συζήτησης είναι  ο τίτλος του βιβλίου, ενώ την ψυχολογική ερμηνεία για τους αγωνιστές του  αντιδικτατορικού αγώνα, πως η απώλεια για το «μεθυστικό κλίμα νοήματος που έδινε η αντίσταση» ισοδυναμεί με την «απώλεια αγαπημένου προσώπου  ή σκληρότερα με την απώλεια που νιώθει κάποιος τοξικομανής όταν του παίρνουν τα ναρκωτικά του» τη δίνει ο Απ. Δοξιάδης. Με άλλοθι την αντιστασιακή τους δράση δεν κάνουν άλλο από το να κατασκευάζουν νέα μοντέλα για ερμηνεία των αγωνιστικών κινητοποιήσεων, που με αφοριστικό λόγο τις  υποβαθμίζουν. Μ’ άλλα λόγια χειραγωγούν το παρελθόν για να εκφράσουν όχι μόνο την αμφισβήτησή τους, αλλά και την απαξίωσή τους για  κάθε ανατρεπτική δράση, προσδιορίζοντας και τους αποδιοπομπαίους τράγους, που δεν είναι άλλοι από αυτούς που αγωνίζονται για συλλογικές διεκδικήσεις.
               Φαίνεται δηλ. πως οι απόψεις που εκφράστηκαν από την υφυπουργό δεν είναι ούτε μεμονωμένες ούτε απλώς ατομικές. Ουσιαστικά η απαξίωση της αντίστασης εκείνης της περιόδου συνυφαίνεται με πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες του καιρού μας.
Αν στη μεταπολίτευση χρησιμοποιήθηκε η αντίσταση τμήματος της αστικής τάξης για να της δώσει  κύρος να νομιμοποιήσει  την εξουσία της και σε λαϊκά στρώματα, που η μνήμη της ηττημένης επανάστασης και οι ταξικοί αγώνες ήταν ζωντανοί, ταυτίζοντας δημοκρατική ομαλότητα και  αστική δημοκρατία που πήρε διαταξική  διάσταση, στα χρόνια μας πια, με την καπιταλιστική κρίση και την εμφανή ταξική διαφοροποίηση, επιχειρείται όχι μόνο η συρρίκνωση αλλά και η απαξίωση κάθε αγωνιστικής παρακαταθήκης στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Κι’ αυτό, γιατί ακόμα κι αν μεγάλο τμήμα των εργαζομένων έχει προσχωρήσει  συνειδητά ή ασυναίσθητα στην υποστήριξη των θέσεων της κυρίαρχης ιδεολογίας, η ίδια η κυρίαρχη τάξη παίρνει τα μέτρα της  οργανώνοντας την ιδεολογική της επίθεση. Ενσταλάζεται, με διάφορες μεταμφιέσεις, σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου, στην ίδια τη σκέψη μας η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης για να εξασφαλιστεί η άνευ αντιδράσεως  προσχώρηση στον τρόπο ζωής που αυτή επιβάλλει. Ο ευτελισμός της αντίστασης, η ψυχολογική της ερμηνεία, δεν είναι παρά μια αντανάκλαση της απειλής που αισθάνεται η αστική τάξη στις αντιδράσεις των υποτελών τάξεων, τις οποίες προσπαθεί να προλάβει, γιατί βλέπει οποιαδήποτε αντίσταση ως ένα επικίνδυνο προηγούμενο.
Όσο για την απολογητική δήλωση του Μ. Βορίδη για να «κατευναστούν οι ανησυχίες που εξέφρασε ο Γενικός Γραμματέας του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Βίκτωρ Ελιέζερ», δείχνει τα όρια των ακροδεξιών και φασιστικών βερμπαλισμών, που ενδύονται με τη μορφή του αντισυστημικού. Η φασιστική δημαγωγία υποκλίνεται και αποκαλύπτεται μπροστά  στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, αποδεικνύοντας τη στενή σχέση του φασισμού με τον καπιταλισμό. Ο φασισμός του καιρού μας μπορεί να αποκλείει πρόσφυγες, μετανάστες, μουσουλμάνους γενικά τον «άλλο» όχι με κριτήρια βιολογικά, που έχουν αποδοκιμαστεί μετά τα ναζιστικά εγκλήματα, αλλά με βάση πολιτικών διακρίσεων, αποκλείοντας αυτούς που υποτίθεται δεν υιοθετούν τις αξίες μας, της δημοκρατίας και της ανοχής.  Ο φασιστικός λόγος στις μέρες μας δεν έχει ανάγκη τον αντισημιτισμό, που το Ισραήλ μοιάζει να το εκμεταλλεύεται, ταυτίζοντας κάθε κριτική της πολιτικής του με τον  αντισημιτισμό. Ο καπιταλισμός όμως έχει ανάγκη από το  φασισμό, ιδιαίτερα όταν είναι παρών ο φόβος για απώλεια του ελέγχου της εργατικής τάξης από την άρχουσα τάξη.
Οι δύο λοιπόν  υπουργοί μας με τις δηλώσεις τους ουσιαστικά εκφράζουν όχι μόνο μια συγκεκριμένη εικόνα και ερμηνεία για το παρελθόν, αλλά και μια πτυχή της κυρίαρχης ιδεολογίας της αστικής τάξης στις μέρες μας, αυτής που οι ίδιοι υπηρετούν.

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΙΔΙΚΤΑΤΟΡΙΚΟ ΑΓΩΝΑ

  « … Όταν έπεσε η δικτατορία ειπώθηκαν πολλά, τα περισσότερα μυθιστορηματικού-αστυνομικού τύπου, για τις διαδικασίες και τα γεγονότα πού έδιωξαν τους συνταγματάρχες. Σε  ένα σημείο όμως συμπίπτουν όλες οι αναλύσεις και ερμηνείες: ότι  τη δικτατορία ανέτρεψε η πάλη του λαού. Οι συγκεκριμένες μορφές πάλης κατά της στρατιωτικής δικτατορίας, από τη δράση των αντιστασιακών οργανώσεων ως τη εξέγερση του Πολυτεχνείου, από μεμονωμένες πράξεις αντίδρασης ως την ανταρσία του «Βέλους», από ένα απλό αντιδικτατορικό φυλλάδιο ως την ακρόαση της Ντώυτσε Βέλε και του BBC, από τον μαζικό εκτοπισμό των αριστερών ως την απλή κλήση στην αστυνομία, αρθρώθηκαν σε έναν ενιαίο, πανεθνικό πολιτικό φαινόμενο μάχης που ονομάστηκε Αντίσταση. Αυτή ήταν, σύμφωνα με την γενικά αποδεκτή ερμηνεία, που  έκαμψε τη δύναμη των αντιπάλων μέχρι που την εξουδετέρωσε, την εκμηδένισε, την κατέστρεψε. Η Αντίσταση δέχτηκε μια τέτοια διασταλτική ερμηνεία που περιέλαβε  το σύνολο του ελληνικού λαού και ενεργοποίησε αναδρομικά το αντιδικτατορικό του φρόνημα, διότι, όντως, αποτελεί στοιχείο  της εποχής ότι η στρατιωτική δικτατορία δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει  λαϊκό έρεισμα κι έμεινε ως το τέλος αυτό που ήταν  στην αρχή: δικτατορία.
                 Η παθητική αντίσταση του ελληνικού λαού βαπτίστηκε μεταδικτατορικά σε ενεργητική, σε αυτό δηλαδή που ήταν το ζητούμενο όσο κυβερνούσε το δικτατορικό καθεστώς και, μεταδικτατορικά πάλι, αναγορεύτηκε σε ενεργητικό παράγοντα που έριξε τη δικτατορία. Για  την Αριστερά(τόσο του ΚΚΕ όσο και την ανανεωτική), μια τέτοια ερμηνεία ταίριαζε επίσης στις παλιότερες και στις πρόσφατες αγωνιστικές της παραδόσεις δεδομένου  ότι  από τις γραμμές της κυρίως είχαν οργανωθεί η εμπνευσθεί οι περισσότερες και σημαντικότερες αντιστασιακές πράξεις. Ως προς τη μεγάλη όμως πλειοψηφία του ελληνικού λαού, εκτός από  μεμονωμένες περιπτώσει ή αντιδράσεις επιτελείων, τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Ο κεντρώος και δεξιός κόσμος, ο πολύς  λαός δηλαδή, δεν έζησε τη μάχιμη αντιστασιακή πραγματικότητα. Δεν ήθελε μεν τη δικτατορία αλλά και δεν την πολέμησε συγκεκριμένα και πρακτικά…
                      Ωστόσο ο απών λαός βρέθηκε παρών στο μεταδικτατορικό προσκλητήριο. Από τη βραδιά του ερχομού του Καραμανλή στην Αθήνα, στα τεράστια συλλαλητήρια του πρώτου εορτασμού του Πολυτεχνείου(«Αι γενεαί αι πάσαι», έγραψε την άλλη μέρα μια δεξιά εφημερίδα), ως το παλλαϊκό ξέσπασμα το βράδυ του δημοψηφίσματος που καταργούσε με συντριπτική πλειοψηφία τη Βασιλεία και σε άπειρες άλλες εκδηλώσεις των πρώτων μεταπολιτευτικών μηνάν τιναζόταν το πώμα της φιάλης όπου μέσα της κλείνονταν τα αέρια του αντιδικτατορικού φρονήματος του κόσμου. Σε τούτο το «αντί» το έθνος ήταν σύσσωμο. Εκτός εννοείται  από τους επίορκους πρωτεργάτες που βρέθηκαν στον Κορυδαλλό, του βασανιστές που  τιμωρήθηκαν και μια δράκα ακροδεξιών που στριμώχτηκαν στα ακροδεξιά μορφώματα τύπου ΕΠΕΝ. Αυτοί ήταν χουντικοί. Αλλά ο αντιδικτατορικός λαός και οι νέες πολιτικές ηγεσίες που αναδιοργανώνονταν στο έδαφος των παραδοσιακών αστικών κομμάτων είχαν ανάγκη ετούτη την ερμηνεία της αναδρομικής «αντιστασιακότητας» που μπέρδευε την επιθυμία με την πραγματικότητα. Η συνακόλουθη «αποχουντοποίηση» του κράτους και της κοινωνίας εξάγνιζε το έθνος από το μίασμα και το στίγμα της επτάχρονης δικτατορίας που, επιπλέον οδήγησε στην εθνική καταστροφή της Κύπρου…
                          Ηταν δηλαδή η «Αντίσταση του ελληνικού λαού» ένας πολύ καλός ιδεολογικός μηχανισμός με βάση τον οποίον σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις της μεταπολίτευσης πραγματοποιήθηκαν οι δέουσες ανακατατάξεις και ανανεώσεις. Ο μη αντισταθείς μηδέ  εσθιέτω. Γέμισε έτσι το πολιτικό, το κοινωνικό, το καλλιτεχνικό, το διανοούμενο προσκήνιο από αντιστασιακούς. Η «πάλη του ελληνικού λαού» κατά της δικτατορίας έπαιρνε σάρκα και οστά εκεί που φτιάχνονταν οι νέες ηγετικές ομάδες. Αυτοί που κυρίως απουσίασαν από την ενεργητική αντίσταση δηλαδή οι αστικές προδικτατορικές δυνάμεις του Κέντρου και της Δεξιάς, χρησιμοποίησαν την παθητική αντίσταση, μεταβαπτίζοντας την  σε ενεργητική, ως ιδεολογική δικαίωση των εξουσιών και του κράτους που οικοδομούνταν μεταπολιτευτικά. Ενας αντιστασιακός τίτλος πραγματικός η χορηγούμενος κατ’ οικονομίαν πουλιόταν πολύ ακριβά στο χρηματιστήριο των πολιτικών αξιών.
                  Η Ν.Δ έτσι θα απαλλαγεί από τη σαραντάχρονη σκουριά της και θα  αναπλαστεί με βάση τα πεφωτισμένα και εκσυγχρονιστικά της στοιχεία. Το Κέντρο θα μετουσιωθεί σε «σοσιαλιστικό» και με βάση αυτή τη μεταστροφή θα αναπλαστεί σε κίνημα ριζοσπαστικό που αντλούσε από τις παλιότερες αλλά και τις εντελώς πρόσφατες αγωνιστικές περγαμηνές του ελληνικού λαού. Ο καθένας έφτιαχνε τον λαό  του κατ’ εικόνα  και ομοίωση των αναγκών του,  συχνά κατά τρόπο αντιστρόφως ανάλογο προς την ιστορική πραγματικότητα.
           Όλα αυτά μοιάζουν σαν κάποιοι κατεργάρηδες να εξαπάτησαν τον κόσμο ή σαν ο κόσμος, για να αποενοχοποιηθεί, εξαπάτησε τον εαυτό του εξωραϊζοντάς τον. Δεν πρόκειται όμως ούτε για αυτοεξωραϊσμό ούτε για εξαπάτηση αλλά για  τις «πονηριές» της ιδεολογίας, για τις περιπέτειες των μετασχηματισμών της, αν βέβαια ως ιδεολογία δεν θεωρήσουμε κάποιους μηχανισμούς εξαπάτησης για την  εξυπηρέτηση  των πονηρών…»
             Του  Άγγελου  Ελεφάντη στον ΠΟΛΙΤΗ  πριν 20 και κάτι   χρόνια