Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

ΚΑΙ ΠΑΛΙ Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ


Για άλλη μια φορά σκάνδαλα ή σκευωρίες, εξαρτάται η οπτική θέασης, στο προσκήνιο. Ηχητικά ντοκουμέντα με συνομιλίες υπουργού της πρώην κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με ελληνοϊσραηλινό επιχειρηματία για εξυπηρετήσεις, αναφορά υπουργών νυν και πρώην σε έγγραφα του FBI  σχετικά με χρηματοδοτήσεις από τη NOVARTIS, χρηματοδοτήσεις της κυβέρνησης σε μέσα ενημέρωσης με άδηλα κριτήρια και ποσά.
         Και για άλλη μια φορά επικέντρωση του ενδιαφέροντος στην ανησυχία για τη διαφθορά, καθώς ένας τεράστιος αριθμός πολιτικών και επιχειρηματιών εμπλέκονται σε παράνομες πράξεις. Παρά τη μακρά ιστορία της, δεν υπάρχει κανένας ενιαία κοινώς αποδεκτός ορισμός της διαφθοράς. Σε μια ευρεία ερμηνεία η διαφθορά θεωρείται πως συνίσταται στην αποκόμιση οφέλους από την εξουσία έναντι των άλλων με ηθικά απαράδεκτους τρόπους. Και επιμένουμε στην καταδίκη  για τη διαφθορά, ένα είδος κοινωνικού καρκίνου, σταματώντας εδώ, με τα ηθικά κριτήρια να διαφοροποιούνται, χωρίς να κατανοούμε λογικά το πρόβλημα και να αναζητήσουμε τις ρίζες του. Δεν συνδέουμε την ανάπτυξη της διαφθοράς με το οικονομικό σύστημα που την εκτρέφει, τον καπιταλισμό, ο οποίος έχει μετατρέψει την απόκτηση του χρήματος σε αληθινό θεό του. Όλα επιτρέπονται για την απόκτησή του και μάλιστα γίνεται αντικείμενο θαυμασμού η συσσώρευση πλούτου, αφού τα αγαθά στην καπιταλιστική κοινωνία παράγονται για να αποκομίσουν κέρδος πρωτίστως και όχι για να ικανοποιήσουν ανθρώπινες ανάγκες. Γι’ αυτό και δεν είναι ασυνήθιστο για μια εταιρεία να παραβεί ένα συγκεκριμένο νόμο, ακόμα και μερικές φορές με πλήρη γνώση πως η παραβίαση αυτή θα αποκαλυφθεί, από τη στιγμή που η εταιρεία υπολογίζει πως το κόστος του προστίμου που θα καταβάλλει θα αντιπροσωπεύει κλάσμα του κέρδους που θα έχει από την παραβίαση του ίδιου του νόμου. Βέβαια, ο κυρίαρχος λόγος δεν σταματά να υποστηρίζει πως αυτό που επιδιώκεται είναι η επίτευξη της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων με την τήρηση των αρχών του θεμιτού ανταγωνισμού, ενεργώντας με νόμους και κανονισμούς και εξασφαλίζοντας τη διαφάνεια των δραστηριοτήτων τους.
Η δίωξη την NOVARTIS στις ΗΠΑ έληξε με την καταβολή προστίμου. Για να επιβεβαιωθεί η διάχυτη αντίληψη πως όταν οι παρανομούντες ανήκουν στην κυρίαρχη τάξη μπορεί να λειτουργούν χωρίς να αποκαλύπτονται κι όταν παρ΄ ελπίδα ανακαλυφτούν, περισσότερο εξαιτίας ανταγωνισμών,  σπάνια διώκονται, κι όταν διώκονται δεν μπορούν να καταδικαστούν. Μια καπιταλιστική οικονομία απαλλαγμένη από τη διαφθορά μοιάζει να μην είναι εφικτή, αφού  αυτό που είναι καλό για τις επιχειρήσεις είναι σωστό ακόμα κι αν είναι λάθος για την κοινωνία.
           Βέβαια, συμφωνείται πως η διαφθορά είναι δυσμενής για τη δημόσια διοίκηση, υπονομεύει τη δημοκρατία, υποβαθμίζει τους ηθικούς ιστούς της κοινωνίας και παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ επηρεάζει δυσανάλογα τα ευάλωτα τμήματα της κοινωνίας, ενισχύοντας τη διάκριση, αποκλεισμό και αυθαιρεσία. Κι εδώ ακριβώς έχουμε το ψέμα στην καρδιά του παγκόσμιου καπιταλισμού. Οι πολιτικοί, οι επιχειρηματίες οι παγκόσμιοι γραφειοκράτες ισχυρίζονται ότι πιστεύουν σε ελεύθερες ανταγωνιστικές αγορές με κανόνες, την ίδια στιγμή που  έχουν κατασκευάσει και υποστηρίζουν το πιο αθέμιτο σύστημα αγοράς ποτέ, που στηρίζεται στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης.
           Όσο στη χώρα μας μετά τη λήξη της καραντίνας ο φόβος για καταστροφικές οικονομικές συνέπειες μεγεθύνεται, κατ’ αναλογία μεγεθύνεται και ο λόγος περί διαφθοράς. Σχεδόν καθημερινά  τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αναφέρουν πολιτική διαφθορά και βέβαια όλη αυτή συζήτηση και οι καταγγελίες περί διαφθοράς  ελάχιστα στοχεύει στην πραγματικότητα ούτε καν σ’ αυτό που θεωρείται συχνά σαν διαφθορά. Εξάλλου τις περισσότερες φορές αυτό που ενδιαφέρει είναι αποκλίσεις από την αρχή της αμεροληψίας στην εφαρμογή και την επιβολή πολιτικών και νόμων από δημόσιους υπαλλήλους, όπως αστυνομικούς ή φορολογικούς φορείς, λόγω δωροδοκίας ή άλλων παραγόντων, που αφορά την εφαρμογή νόμων και πολιτικών και όχι τη δημιουργία τους. Ελάχιστα επικεντρώνεται στην πολιτική διαφθορά που έχει να κάνει με τη συμμετοχή ιδιωτικών φορέων στη  διαδικασία χάραξης πολιτικής, για …νόμιμη εξυπηρέτηση συμφερόντων τους, ακόμα και εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Είναι γιατί  οι φορείς χάραξης πολιτικής έχουν πολύ λίγους, αν υπάρχουν, περιορισμούς όσον αφορά το περιεχόμενο της νομοθεσίας.  Για τους υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικής, είναι γενικά επιτρεπτό οτιδήποτε πέρα από την άμεση δωροδοκία. Η εστίαση λοιπόν απλώς στην εφαρμογή της νομοθεσίας μετατοπίζει κάθε σοβαρή προσπάθεια αντιμετώπισης του ζητήματος της πολιτικής διαφθοράς, δημιουργώντας την αντίληψη πως αστικό κράτος και επιχειρήσεις μπορεί να είναι καθαρά και άθικτα από τη διαφθορά. Κι έτσι μένει στο ημίφως  η σύγκρουση  μεταξύ ιδιωτικών κεφαλαίων ή  μεταξύ διακρατικών και εγχώριων τμημάτων κεφαλαίου για πολιτική κυριαρχία και η εκμετάλλευση απ’ όλους αυτούς της εργατικής δύναμης για την κερδοφορία τους.   
Η ώθηση για  διαφάνεια και οι διάφορες εθνικές στρατηγικές και μεταρρυθμίσεις για πάταξη της διαφθοράς  συμβάλλουν στην επέκταση και εδραίωση της αντίληψης για ουδετερότητα του αστικού κράτους. Έτσι που να παραβλέπεται πως το καπιταλιστικό κράτος είναι μέσο για κυριαρχία επί των εργαζομένων και των καταπιεσμένων μέσω νόμων, δικαστηρίων, δικαστών, εκλεγμένων αξιωματούχων και του στρατού. Ο υπουργός λοιπόν Ανάπτυξης Α. Γεωργιάδης όταν δηλώνει πως πρέπει να φυλακιστεί για κατάχρηση εξουσίας η εισαγγελέας Ε. Τουλουπάκη για την δίωξη που άσκησε εναντίον του Α. Λοβέρδου για την υπόθεση Novartis, επειδή παραβίασε το Σύνταγμα, μέσα στον υπερβάλλοντα ζήλο του στο ρόλο του επιστάτη  της αστικής εξουσίας, αποκαλύπτει την αυταπάτη για τη διάκριση των εξουσιών, αλλά και τις συγκρούσεις μεταξύ ομάδων καπιταλιστών για τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού που θα τους εξασφαλίσει κέρδη.
Όταν όλη η αστική  πολιτική αποτελείται από συγκρούσεις συμφερόντων, ο μόνος τρόπος να διατηρηθεί η μυθοπλασία για κάποιο καθολικό δημόσιο συμφέρον είναι  με τη διαφοροποίηση μεταξύ φυσιολογικών και παθολογικών παρουσιών των ιδιωτικών συμφερόντων στην πολιτική ζωή, χωρίς η παντοδυναμία των ιδιωτικών συμφερόντων στο δημόσιο να μπορεί να θεωρηθεί ως διαφθορά. Κι έτσι μόνο μερικές μορφές αυτού του είδους θεωρούνται διαφθορά και, κατά συνέπεια, οι περισσότερες παρουσίες του ιδιωτικού εντός του δημοσίου  θεωρούνται φυσιολογικές. Γι’ αυτό και η υπόσχεση για τερματισμό της διαφθοράς του καπιταλισμού είναι ένας ανέφικτος αλλά παραγωγικός στόχος κάθε μεταρρύθμισης που εφησυχάζει και αποπροσανατολίζει από τη ρίζα του προβλήματος, που είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός.

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

ΓΙΑ ΝΑ ΕΞΑΛΕΙΦΘΕΙ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ


Κι επειδή σκάνδαλα, διαφθορά, καταγγελίες ένθεν κακείθεν μας πνίγουν αφαιρώντας τον αέρα που αναπνέουμε, τσαλαβουτώντας στις λάσπες τους, διαλύοντας τη δική μας σκέψη με έτοιμες ιδέες κομμένες και ραμμένες στα μέτρα τους. Κι επειδή ακόμα και η πανδημία δεν αποκάλυψε παρά τη νοσηρότητα ενός συστήματος που αδιαφορεί για τη ζωή και το θάνατο αν είναι να εξασφαλίσει κέρδος. Κι επειδή με λόγο φτιασιδωμένο απαξιώνεται κάθε λογική και ηθική εγρήγορση εγκλωβίζοντάς μας σε αδιέξοδα πολιτικής αφασίας. Κι επειδή όταν ο λόγος δεν αρκεί η βία και η βαναυσότητα επιλέγονται χωρίς ενδοιασμούς.  
Αν λοιπόν  η 79η επέτειος από την εισβολή των ναζιστών της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ αποκαλύπτει με τον ανελέητο χαρακτήρα και τις εκατόμβες των νεκρών σοβιετικών την απάνθρωπη μορφή του καπιταλισμού όταν απειλούνται τα συμφέροντά του. Γι’ αυτό, αν στην ομιλία από το ραδιόφωνο  του Ι. Στάλιν στις 3 Ιουλίου του 1941 οι αναφορές ήταν φυσικά για το θανάσιμο κίνδυνο που απειλούσε τη Σοβιετική Ένωση από τη χιτλερική εισβολή, αυτές δεν είναι λιγότερο επίκαιρες στις μέρες μας σε μια μεταφορική χρήση του λόγου.
             «(…)Τι χρειάζεται για να εξαλειφθεί ο κίνδυνος που απειλεί την Πατρίδα μας και ποια μέτρα πρέπει να παρθούν για να συντριβεί ο εχθρός;
            Πριν απ’ όλα πρέπει όλοι οι άνθρωποί μας, οι σοβιετικοί άνθρωποι να καταλάβουν όλο το βάθος του κινδύνου που απειλεί τη χώρα μας και να απαλλαγούν από  την αμεριμνησία και την ξεγνοιασιά, από τις διαθέσεις της ειρηνικής οικοδόμησης, εντελώς κατανοητές στην προπολεμική εποχή, αλλά ζημιογόνες σήμερα, που ο πόλεμος άλλαξε ριζικά την κατάσταση. Ο εχθρός είναι σκληρός και αμείλικτος. Θέτει ως στόχο του την αρπαγή των ποτισμένων με τον ιδρώτα μας εδαφών, των αρπαγή των σιτηρών μας και του πετρελαίου μας που τα παράγουμε  με την εργασία μας. Θέτει ως στόχο του την παλινόρθωση  της εξουσίας των τσιφλικάδων, την επαναφορά του τσαρισμού, την καταστροφή του εθνικού πολιτισμού και της κρατικής  εθνικής οργάνωσης των Ρώσων, των Ουκρανών, των Λευκορώσων, των Λιθουανών, των Λετονών, των Εσθονών, των Ουζμπέκων, των Τατάρων, των Μολδαβών, των Γεωργιανών, των Αρμένιων, των Αζέρων και άλλων ελεύθερων λαών της Σοβιετικής Ένωσης, τον εκγερμανισμό τους, τη μετατροπή τους σε δούλους των γερμανών πριγκίπων και βαρόνων. Πρόκειται επομένως  για τη ζωή και το θάνατο του Σοβιετικού κράτους, για τη ζωή και το θάνατο των λαών της ΕΣΣΔ, για τα αν οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης θα είναι ελεύθεροι ή θα υποδουλωθούν. Πρέπει οι σοβιετικοί άνθρωποι να το καταλάβουν αυτό και να πάψουν να είναι αμέριμνοι, να συστρατευτούν και να αναδιοργανώσουν όλη τη δουλειά τους με νέο πολεμικό τρόπο που δεν γνωρίζει έλεος για τον εχθρό.
           Πρέπει να μην υπάρχουν στις γραμμές μας κλαψιάρηδες και φοβητσιάριδες, πανικόβλητοι και λιποτάκτες, ώστε οι άνθρωποί μας  να μην γνωρίζουν φόβο στον αγώνα και να πηγαίνουν με αυταπάρνηση στον  Πατριωτικό απελευθερωτικό μας πόλεμο ενάντια στους φασίστες υποδουλωτές. Ο μεγάλος Λένιν, που δημιούργησε το κράτος μας, έλεγε ότι βασική  αρετή των σοβιετικών ανθρώπων πρέπει να είναι  η γενναιότητα, η ανδρεία, η άγνοια του φόβου στον αγώνα, η ετοιμότητα να παλέψει μαζί με το λαό ενάντια στους εχθρούς της Πατρίδας μας. Πρέπει αυτή η θαυμάσια αρετή του μπολσεβίκου να γίνει  κτήμα των εκατομμυρίων και εκατομμυρίων του Κόκκινου  Στρατού, του Κόκκινου Ναυτικού μας και όλων των λαών της Σοβιετικής Ένωσης.
       Οφείλουμε να αναδιοργανώσουμε άμεσα την όλη δουλειά μας με πολεμικό τρόπο, υποτάσσοντας τα πάντα στα συμφέροντα του μετώπου και στα καθήκοντα οργάνωσης της συντριβής του εχθρού. Οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης βλέπουν τώρα ότι ο γερμανικός φασισμός είναι αχαλίνωτος στη λυσσαλέα έχθρα του και στο μίσος του απέναντι στην Πατρίδα μας, που εξασφάλισε  σε όλους τους εργαζομένους την ελεύθερη εργασία  και ευημερία. Οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης οφείλουν να ξεσηκωθούν για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους και της γής τους ενάντια στον εχθρό.
(…)  Ο πόλεμος με τη φασιστική  Γερμανία δεν μπορεί να θεωρηθεί συνηθισμένος πόλεμος. Δεν είναι μόνο ένας πόλεμος ανάμεσα σε δυο στρατούς. Είναι συγχρόνως ένα μεγάλος πόλεμος ολόκληρου του σοβιετικού λαού ενάντια στα γερμανοφασιστικά  στρατεύματα. Σκοπός αυτού του παλλαϊκού  Πατριωτικού Πολέμου ενάντια στους φασίστες καταπιεστές δεν είναι μόνο η εξάλειψη του  κινδύνου που απειλεί τη χώρα μας, αλλά και η βοήθεια σε όλους τους λαούς της Ευρώπης που στενάζουν κάτω από το ζυγό του γερμανικού φασισμού (…)»

     (Από ΑΠΑΝΤΑ Ι.Β Στάλιν, τ. 15, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2008)

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

O ΦΥΛΑΚAΣ ΤΟΥ STATUS QUO


Με την αρωγή των ΜΜΕ αγκιστρωνόμαστε στην καθημερινότητα προβάλλοντας τα επιφαινόμενα, τις εκδηλώσεις φαινομένων αφήνοντας στο σκοτάδι την ανάλυση των θεμελίων  όπου αυτά εδράζονται.  
Τα αντανακλαστικά των ΜΜΕ στο δίμηνο του εγκλεισμού περιορίζονταν στην καθημερινή διόγκωση των εκδηλώσεων της πανδημίας αντί να προσπαθήσουν να κατανοήσουν τους λόγους που οδήγησαν στη συγκεκριμένη πολιτική για αντιμετώπισή της και να αναζητήσουν τις αιτίες για το διάχυτο πανικό που καλλιεργούνταν. Συνέχιζαν τα ΜΜΕ και σ’ αυτή την έκτακτη κατάσταση να λειτουργούν με τον τρόπο που ξέρουν καλύτερα. Απαριθμήσεις, κατάλογοι συμβουλών, κατατάξεις χωρών, διαγράμματα, περιπτωσιολογίες επαναλαμβάνονται πανομοιότυπα στην πλειοψηφία των ΜΜΕ, που δικαιώνουν επιλογές της κυρίαρχης εξουσίας.
              Και μετά τη λήξη του εγκλεισμού η αισιοδοξία της  κυβέρνησης για τα οικονομικά διαχέεται ανά την επικράτεια από τις επαναλαμβανόμενες φωνές των ΜΜΕ που ανακαλύπτουν στο πρόσωπο του πρωθυπουργού τον άξιο ηγέτη και στην κυβέρνησή του ενέργειες αποτελεσματικές και σωτήριες.
 Όλα αυτά αντανακλούν μια αντίληψη του κόσμου όπου τα πάντα είναι μια σειρά τεχνικών προβλημάτων που αρκεί η διαχείρισή τους να γίνει σύμφωνα με τους κανόνες της μέγιστης απόδοσης. Γι’ αυτό και  για την πανδημία, αφού ο εγκλεισμός απέδωσε τα μέγιστα με ελαχιστοποίηση των νεκρών και φθίνουσα πορεία της επιδημίας, θεωρείται επιτυχημένη η αντιμετώπισή της. Αυθαιρέτως εφαρμόζοντας αναλογικά το ίδιο μοντέλο προεξοφλείται και στην πορεία των οικονομικών μια αντίστοιχη επιτυχία.
        Κι αν τα ΜΜΕ ισχυρίζονται αντικειμενικότητα και αρνούνται πως υπερασπίζονται μια συγκεκριμένη ιδεολογία, είναι γιατί για την πλειοψηφία τους η απρόσκοπτη κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών που αποτελεί μέρος της παγκοσμιοποίησης  με επιδίωξη του μέγιστου κέρδους δεν θεωρείται μια ταξική επιλογή, αλλά μια φυσική, δεδομένη  πραγματικότητα. Όσοι λοιπόν στηρίζονται σ’ αυτά για να κατανοήσουν τα μεγάλα ζητήματα παγιδεύονται σε ένα πλαίσιο αναφοράς της κυρίαρχης εξουσίας και σε μια πολύ συγκεκριμένη ιδεολογική προκατάληψη. Και η δική μας παγίδευσή είναι τόσο πιο εύκολη, όσο συνεχίζεται να παρουσιάζονται τα ΜΜΕ ως θεματοφύλακες της δημοκρατίας, μέρος μιας διαδικασίας υπεράσπισης ενός νεφελώδους δημόσιου συμφέροντος, που ισοπεδώνει διαφορές μεταξύ ενός φτωχού κι ενός δισεκατομμυριούχου όταν γίνεται αναφορά σε δημοσιονομική πολιτική, υγειονομική περίθαλψη, ελάχιστο μισθό ή κοινωνική πρόνοια κλπ
            Τα ιδεολογικά θεμέλια της δημοσιογραφίας όπως την γνωρίζουμε βρίσκονται στην εποχή του Διαφωτισμού, όταν το αστικό σύστημα αξιών αντικατέστησε εκείνο της εκκλησίας αντικατοπτρίζοντας την αστική κοινωνική τάξη και θεσμούς της που έχουν τις ρίζες τους τον 18ο αιώνα.  Η πρόσβαση στις πληροφορίες θεωρήθηκε απαραίτητη για την αστική δημοκρατία, εφόσον η ενημέρωση πολιτών είναι προϋπόθεση για συμμετοχή τους στις διαδικασίες της και για έλεγχο των εκλεγμένων αντιπροσώπων.
Στο κυρίαρχο λόγο, ο ρόλος της δημοσιογραφίας από την οποία εξαρτάται η δημιουργία των προϋποθέσεων για δημόσιο διάλογο συνεχίζει να αποτελεί μια σταθερά αναμφισβήτητη. Μόνο που  η αστική δημοσιογραφία, που υπερασπίζεται την κοινωνική τάξη της αστικής δημοκρατίας και το οικονομικό σύστημα του καπιταλισμού που υπηρετεί το κράτος της, ακόμα κι όταν ασκεί κριτική στην πραγματικότητα ο στόχος πάντα παραμένει ο τελικός εγκωμιασμός του status quo.  Στο βαθμό που εξαρτάται απ’ αυτήν η ενημέρωση, η αποκάλυψη γεγονότων, η αντιπαράθεση ιδεών, η δημοσιογραφία συνεχίζει να θεωρείται πως είναι επιφορτισμένη με την ευθύνη της διαφύλαξης της δημοκρατίας, της υπεράσπισης των συμφερόντων του λαού, μια εξουσία που περιορίζει τις υπερβολές των θεσμοθετημένων οργάνων εξουσίας. Αυτή η εξιδανίκευση του δημοκρατικού ρόλου του Τύπου, παλιότερα μόνο έντυπου τώρα και ηλεκτρονικού, που ενσωματώνεται στη συνταγματική προστασία της ελευθερίας του Τύπου και  στις αρχές δημοσιογραφικής ηθικής αποκαλύπτεται στις μέρες μας να δίνει  τη θέση της σε μια βιομηχανία δημοσίων σχέσεων που απροκάλυπτα πια θέτει τη δύναμη της επιρροής των ΜΜΕ στην υπηρεσία των ιδιωτικών συμφερόντων που έχουν την κυβέρνηση στο πλευρό τους. Γι’ αυτό και η κυβέρνησή μας θεώρησε υποχρέωσή της με πράξη νομοθετικού περιεχομένου εν μέσω κορωνοϊού στα τέλη Μαρτίου  να εξαιρέσει  τους ιδιοκτήτες τηλεοπτικών καναλιών από την υποχρέωση καταβολής της ετήσιας δόσης ύψους 3,5 εκατ. ευρώ για τις τηλεοπτικές άδειες.
        Τα Μέσα Ενημέρωσης λειτουργούν ξεκάθαρα σαν μια επιχείρηση και βασίζονται σε πηγές εσόδων από διαφημίσεις για την επιβίωσή τους. Οι δημοσιογράφοι γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να ακολουθήσουν μια καριέρα, εκτός εάν ευθυγραμμιστούν με την ιδεολογική και πολιτική θέση του εργοδότη των εταιρειών πολυμέσων, γι’ αυτό και καταλήγουν να γίνονται βασιλικότεροι του βασιλέως.
         Παράδειγμα του βαθμού που  ελέγχονται τα μέσα ενημέρωσης από τις εταιρείες στις οποίες ανήκουν, αποτελεί η ομοιογένεια των ειδήσεων και κριτικής στη μεγάλη πλειοψηφία των συστημικών εφημερίδων και τηλεοπτικών καναλιών. Τα οποία, στα καθ’ ημάς,  περιορίζουν την ενημέρωση και κριτική τους σε εγκωμιαστικά σχόλια για τον Κ. Μητσοτάκη, με μια εμμονή στην ανάδειξη της συζύγου του σε βασιλική πρώτη κυρία με ενδυματολογικό γούστο. Το ζήτημα μάλιστα της  χρηματοδότησης ΜΜΕ, που αποφεύγει να κατονομάσει η κυβέρνηση,  με το ποσό των 20 εκατομμυρίων ευρώ για την ενημερωτική  καμπάνια για τον κορωνοϊό από την κυβέρνηση μέσω ιδιωτικής εταιρείας που ανέλαβε να μοιράσει το ποσό  με προμήθεια δική της 3%, με άδηλα κριτήρια, αποκαλύπτει πιο συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους επιτυγχάνεται αυτός ο έλεγχος.
         Σε αντίθεση λοιπόν με τον τρόπο που παρουσιάζονται, τα Μέσα δεν βρίσκονται πάνω από το υπάρχον πολιτικό σύστημα ούτε πάνω από την υπάρχουσα κοινωνική τάξη ούτε πάνω από το οικονομικό σύστημα ούτε πάνω από το πολιτιστικό περιβάλλον. Σε καμιά περίπτωση δεν παρατηρούν τα  γεγονότα στη γη από ένα γιγαντιαίο διαστημόπλοιο χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τις επίγειες υποθέσεις. Τα Μέσα Ενημέρωσης είναι στην πραγματικότητα μια αντανάκλαση της αστικής θεσμικής δομής και του συστήματος αξιών σε ρόλο φύλακα του status quo. Στο βαθμό που το εξυπηρετούν και ωφελούνται από αυτόν, ο ρόλος τους είναι να το διαιωνίσουν και να μην  το αλλάξουν.

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

«ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ»


Υπερασπιζόμενος στη συζήτηση στη Βουλή το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας για την «Αναβάθμιση του σχολείου», ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης επικαλέστηκε την επιστήμη για δικαιολόγηση της διδασκαλίας δεύτερης ξένης γλώσσας στο νηπιαγωγείο, εκσυγχρόνισε την έννοια του πάλαι ποτέ ήθους, που απαιτούσε η σχολική εκπαίδευση σε παλιότερες δεκαετίες, συνδέοντάς το με το μπούλινγκ  για να δικαιολογήσει την αναγραφή της διαγωγής στους τίτλους σπουδών και προσάρμοσε  επιχειρήματα για ίσες ευκαιρίες και των παιδιών από φτωχές οικογένειες για να δικαιολογήσει διεύρυνση των πρότυπων –πειραματικών σχολείων.
       Στην πραγματικότητα η επιχειρηματολογία του στηρίζεται στην κλασική αστική ιδεολογία για την εκπαίδευση που  δεν ήταν ποτέ ξεχωριστή από τα ταξικά συμφέροντα παρά την ουδέτερη και καθολική εμφάνισή της. Και δεν είναι τόσο επειδή  η ποιότητα και η ποσότητα της εκπαίδευσης μιας χώρας δίνει ένα γενικό μέτρο κοινωνικής προόδου, όσο γιατί  είναι ένα  αντιφατικό σύστημα που διέπεται από ανταγωνιστικές δυνάμεις που προκαλεί κάθε φορά τις κυβερνήσεις ν’ αφήσουν το στίγμα τους, πάει να πει τα επικρατούντα συμφέροντα, στο εκπαιδευτικό σύστημα. Στον τρόπο οργάνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος διασταυρώνονται οι  προσπάθειες της αστικής τάξης, των εταιρειών και των κυβερνήσεών τους να οικοδομήσουν ένα εκπαιδευτικό σύστημα που να εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους, με τους αγώνες των εργαζομένων, και όχι μόνο στην εκπαίδευση, που υπερασπίζονται  πέρα από  τα δικαιώματά τους ως εργαζόμενων και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των φτωχών μαθητών να έχουν πρόσβαση σε ποιοτική δημόσια εκπαίδευση
         Αν θέλουμε να καταλάβουμε γιατί τα τυπικά σχολεία που έχουμε υπόψη μας είναι αυτά που είναι, πρέπει να εγκαταλείψουμε την ιδέα ότι είναι περισσότερο προϊόντα λογικής αναγκαιότητας ή επιστημονικής γνώσης. Αντιθέτως, είναι κυρίως  προϊόντα ιστορίας. Το σχολείο, όπως υπάρχει σήμερα, έχει νόημα μόνο αν το δούμε από ιστορική άποψη.
       Δεν απέχει πολύ από την αλήθεια η περηφάνια του καπιταλισμού   πως κατέστησε τον πνευματικό πλούτο της ανθρωπότητας κοινωνικά διαθέσιμο μέσω της ανάπτυξης των μέσων παραγωγής και της διανομής πνευματικού υλικού, όπως  παλιότερα μέσω του τυπογραφείου και πιο πρόσφατα μέσω του Διαδικτύου, μαζί με ένα δημόσιο σχολικό σύστημα. Βέβαια αυτή η εικόνα των πραγμάτων δεν ήταν ποτέ αληθινή για ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας, πέρα από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες,  που ζουν σε εντελώς φτωχές συνθήκες.   
Από τον  19ο αιώνα η δημόσια σχολική εκπαίδευση σταδιακά εξελίχθηκε σε αυτό που όλοι αναγνωρίζουμε σήμερα ως συμβατική σχολική εκπαίδευση. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα  έγιναν ιδιαίτερα αποτελεσματικά στη νομιμοποίηση της τρέχουσας κοινωνικής τάξης, διότι διαδραματίζουν ρόλο όχι μόνο στην εκπαίδευση των εργαζομένων με την αυστηρή έννοια ότι τους προσδίδουν δεξιότητες για να είναι μέρος του παραγωγικού εργατικού δυναμικού, αλλά και στον εγκλιματισμό τους στις κοινωνικές σχέσεις της παραγωγής. Μ’ αυτήν τη μορφή η  δημόσια εκπαίδευση λειτουργεί και ως ένας σημαντικός μηχανισμός για τη δημιουργία κοινωνικής συναίνεσης, επειδή βασίζεται στην ιδέα ότι το σχολείο προσφέρει «ίσες ευκαιρίες» για όλους τους πολίτες, που είναι μια ισχυρή νομιμοποιητική δύναμη του καπιταλισμού, αν και από μόνη της είναι μια πλάνη. Η επίκληση επιχειρημάτων για ίσες ευκαιρίες σχετικά με τη λειτουργία  πρότυπων σχολείων δεν επιδιώκει στην πραγματικότητα άλλο από νομιμοποίηση της λειτουργίας της επιλεκτικότητας. Αποδεχόμενος ο μαθητής τη διαδικασία επιλογής και βαθμολογίας που τον ταξινομούν, εσωτερικεύει την σχολική ιεραρχία  που οδηγεί στην αποδοχή της ίδιας της κοινωνικής ιεραρχίας και  στην απόκρυψη των ταξικών σχέσεων της εξουσίας.
Η μεταχείριση στο σχολείο των μαθητών που προέρχονται από διαφορετικά περιβάλλοντα και πολιτισμούς το ίδιο είναι στην πραγματικότητα άνιση μεταχείριση, επειδή είναι ένας τρόπος διαιώνισης της υπάρχουσας ανισότητας στις ευκαιρίες σχολικής εκπαίδευσης. Το παιδί αρχίζει να μαθαίνει ότι η ισότητα δεν έχει υλική βάση και υπάρχει μόνο στη σφαίρα των ιδεών. Επομένως, το ίδιο σύστημα βαθμολόγησης για όλα τα παιδιά, το καθολικό δικαίωμα ψήφου κάθε τέσσερα χρόνια και το ελεύθερο δικαίωμα πώλησης της εργασίας, στην ουσία  αποτελούν τη βάση μιας πολύ επιφανειακής εφαρμογής της έννοιας της ισότητας, εφόσον δεν εξασφαλίζονται οι υλικές της βάσεις. 
Η δημόσια εκπαίδευση εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού που απαιτεί όχι μόνο αναπαραγωγή στη διδασκαλία των δεξιοτήτων των εργαζομένων, αλλά και ταυτόχρονα αναπαραγωγή της υποταγής στην κυρίαρχη ιδεολογία. Οι μαθητές διδάσκονται όχι μόνο από το επίσημο πρόγραμμα σπουδών στις τάξεις τους, αλλά και από την οργάνωση ολόκληρου του σχολικού συστήματος. Αυτό είναι ένα σημαντικό μέρος της ιστορικής εξήγησης για τη δημιουργία δημόσιων σχολείων. Η αριστοκρατία, έχασε τη μάχη για την υπεροχή από την αστική τάξη τον δέκατο ένατο αιώνα. Μακροπρόθεσμα το «επαγγελματικό» αστικό ιδεώδες, βασισμένο σε εκπαιδευμένη εμπειρογνωμοσύνη και επιλογή ανάλογα με  την αξία, δηλ. τα εκπαιδευτικά προσόντα, θριάμβευσαν για το επιχειρηματικό ιδανικό.
Εκπαίδευση και οικονομία αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία, γιατί από τη μια η μορφή της οικονομίας προσδιορίζει τη μορφή και τις κατευθύνσεις της και από την άλλη η αδυναμία της οικονομίας να εξασφαλίσει εργασία στους νέους ανθρώπους σηματοδοτούν την απαρχή της εκπαιδευτικής κρίσης. Και μόνο η αύξηση των μαθητών ανά τμήμα που προβλέπει ο νέος νόμος για την εκπαίδευση είναι ενδεικτική αυτής της σύνδεσης αλλά και του είδους του ενδιαφέροντος της κυβέρνησης. Η αύξηση του αριθμού των μαθητών, για εξοικονόμηση χρημάτων,  οδηγεί στην επιδείνωση της αντιστοιχίας δασκάλου προς μαθητές, περιορίζοντας τη δυνατότητα του δασκάλου  να βοηθήσει το παιδί  στις ιδιαίτερες δυσκολίες και επιθυμίες του.
Όσο ο καπιταλισμός εξακολουθούσε να επεκτείνεται, το εργατικό κίνημα σε αυτές τις χώρες μπόρεσε να κερδίσει θραύσματα από το τραπέζι των καπιταλιστών, το οποίο ήταν γεμάτο κέρδη από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης  τόσο στις μητροπόλεις του καπιταλισμού όσο κυρίως τις χώρες του τρίτου κόσμου. Μόνο που ο καπιταλισμός φαίνεται να έχει φτάσει στα όρια του και περνώντας από κρίση σε κρίση δεν μπορεί να αντέξει τις μεταρρυθμίσεις του παρελθόντος που τώρα απειλούν τα κέρδη του. Γι’ αυτό και οι περικοπές απειλούν την δημόσια εκπαίδευση. Τις τελευταίες δεκαετίες, ο τομέας της σχολικής εκπαίδευσης έχει γίνει μια βιομηχανία όπως κάθε άλλη. Η εκπαίδευση ξεκάθαρα έχει μετατραπεί σε μια επιχείρηση πολλών εκατομμυρίων.