Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

ΡΗΞΗ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΕΥΣΗ

       Η τελευταία  απεργία ανατροφοδότησε  και   βάσιμες ελπίδες για οργανωμένες, αποτελεσματικές κινητοποιήσεις και αβάσιμες ουτοπίες για εξεγέρσεις και επαναστάσεις και γέννησε νέες απορίες και αμηχανίες κι ίσως στο τέλος προκάλεσε και κάποιες νέες απογοητεύσεις. Σε κάθε διαμαρτυρία, σε κάθε απεργία επισωρεύουμε πολλαπλές κι συνολικότερης εμβέλειας προσδοκίες και  ευθύνες.
        Μέχρι τώρα πάντως δίνεται η εντύπωση πως το αστικό κράτος συνεχίζει να μπορεί να διαχειρίζεται αποτελεσματικά και να διευθετεί τις οξυμένες αντιφάσεις που αναδεικνύει η οικονομική κρίση. Αν και φαίνεται  στο μετεκλογικό  πολιτικό σκηνικό  ότι ο απόλυτος ανταγωνισμός  και η σύγκρουση ανάμεσα  στην τρικομματική κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ υπερτερούν σημαντικά, στην πραγματικότητα  η συμφωνία, η συνεννόηση, η τήρηση των κανόνων αντιπαλότητας δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας για τη διαμόρφωση της πολιτικής σκηνής. Μάλλον μόνο  επιφανειακά μοιάζει  να πολώνεται το πολιτικό κλίμα, ενώ σε καμιά περίπτωση δεν  αναδεικνύει την επικαιρότητα του διλήμματος καπιταλισμός- σοσιαλισμός. Παρά τις οξείες  λεκτικές διενέξεις ανάμεσα στην κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση οι κομματικοί διαξιφισμοί δεν έχουν προσλάβει τις βίαιες μορφές ενός ιδεολογικού  πολέμου ούτε έχουν προκύψει συγκρούσεις που να προωθούν ή να υποδηλώνουν μια συνολική αμφισβήτηση του συστήματος. Oι πολιτικές συγκρούσεις  μοιάζουν  να ακολουθούν την καθιερωμένη οδό, παρά την ένταση των κομματικών ανταγωνισμών και τους νέους συσχετισμούς των πολιτικών δυνάμεων με τα νέα ήθη της Χρυσής Αυγής.  
        Η πολιτική βέβαια  δεν είναι αυθύπαρκτη, δεν είναι απλώς έναν παιχνίδι σχέσεων και ισορροπιών στην κορυφή, αλλά γύρω από αυτές τις θέσεις και προτάσεις υπάρχει ένας κοινωνικός χώρος με τις δικές του επιλογές και μια διεθνής συγκυρία με τις δικές της ισορροπίες. Παρόλη  όμως τη διευρυμένη λαϊκή αποδοκιμασία  των πολιτικών επιλογών των κυβερνώντων, τρεις μήνες μετά τις εκλογές δεν φαίνεται να προωθείται καμιά αξιόλογη δυσαρμονία ανάμεσα  στις κομματικές προτιμήσεις του εκλογικού σώματος  από τη μια μεριά και τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς από την άλλη, η οποία να εκφράζεται μέσα από το μέγεθος και το εύρος των κινητοποιήσεων. Η πολλαπλότητα,  η πολυπλοκότητα και η πολυφωνικότητα της ταξικής πάλης και των κοινωνικών ανταγωνισμών  όχι μόνο δεν άντεξαν ενώπιον της κάλπης πριν τρεις μήνες, αλλά φαίνεται να απορροφώνται πολιτικά  και να περιορίζονται να εκφράζονται στον παραμορφωμένο και παραμορφωτικό   κοινοβουλευτικό  ανταγωνισμό ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση, ποικιλότροπα διευρυμένες.
            Το πρόβλημα της διογκούμενης οικονομικής κρίσης τείνει να  περιοριστεί στην επιλογή του κατάλληλου διαχειριστή της πολιτικής εξουσίας, που θα  προσπαθεί να συντηρεί τη λαϊκή υποστήριξη με διαβεβαιώσεις ότι οι μεταρρυθμίσεις και  τα επώδυνα μέτρα θα κάνουν   εφικτή τη διαχείριση της ανεξέλεγκτης κρίσης του καπιταλισμού. Εξάλλου, κανένας πολιτικός σχηματισμός δεν αμφισβητεί  τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, εκτός από το ΚΚΕ, από το οποίο η δημοκρατική πολιτική  διέξοδος περιγράφεται, και είναι,  ως έργο του λαού, του οποίου τα συμφέροντα έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με την άρχουσα τάξη. Την ίδια στιγμή όμως το κομμουνιστικό κόμμα μοιάζει να είναι δύσκολο  να αντιδράσει δυναμικά στην ασκούμενη πολιτική, χωρίς να λάβει υπόψη το επίπεδο ταξικής συνειδητοποίησης της  κοινωνικής του βάση, την απροθυμία μεγάλων λαϊκών στρωμάτων να συγκρουστούν με την υπάρχουσα κατάσταση και το ασφυκτικό διεθνές περιβάλλον.
            Παρόλ’ αυτά,  σε ένα τέτοιο περιβάλλον διαπιστώνεται  ότι  πια η εποχή των συμμαχιών και των ανοιγμάτων  έχει παρέλθει και ότι έχει σημάνει  η ώρα της ρήξης  με το διαμορφωμένο πολιτικό κλίμα και της συνειδητής στράτευσης για μετασχηματισμό της κοινωνίας. Τις τελευταίες όμως  δυο δεκαετίες σε μεγάλο τμήμα  της ελληνικής κοινωνίας, στο χώρο της μισθωτής εργασίας και στους αντίστοιχους της μικροϊδιοκτησίας και των μικροαστικών η μεσοαστικών δραστηριοτήτων  η ιδεολογική ακτινοβολία του κομμουνιστικού ιδεώδους έχει θολώσει. Αν κάτι έχει μείνει είναι ένας Μαρξ, που το πολύ πολύ να έχει μετατραπεί  σε ακίνδυνο εικόνισμα, σύμβολο μιας καθώς πρέπει διαμαρτυρίας, που κατέχει  δικαιωματικά  μια  περίοπτη θέση στους προβληματισμούς διανοούμενων και πανεπιστημιακών περιβαλλόντων. Η συνέπεια  όλων αυτών  είναι ότι  στη σκέψη πολλών ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας δεν θεωρείται υπαρκτή πρόταση εναλλακτικής πορείας. Ετσι ένα μεγάλο τμήμα των υποτελών τάξεων δεν νιώθει κοντά στην κομμουνιστική προοπτική. Χωρίς όμως την ιδεολογική και πολιτική ακτινοβολία  της δύσκολα θα κινητοποιηθούν οι άνθρωποι προς την κατεύθυνση της ευθείας σύγκρουσης κι ακόμα δυσκολότερο θα στρατευθούν εθελοντικά σε μια σύγκρουση και θα οπλιστούν με την αποφασιστικότητα που χρειάζεται για να αναμετρηθούν με το συγκροτημένο κράτος. Ισως γι΄ αυτό η απόφαση για ρήξη  δεν μπορεί να αποτελεί μια κενή περιεχομένου, πολιτικού και τεχνικού ταυτόχρονα, διακήρυξη. Πρόκειται  δηλ. για πράγματα που ζητούν άμεσα την πρακτική τους επιβεβαίωση. Το βασικό ερώτημα  επομένως που πρέπει να απαντηθεί στη συνέχεια είναι πού  και πώς ακριβώς θα υλοποιηθεί αυτή η ρήξη, και στο πλαίσιό της, πώς θα απαντηθούν τα πιεστικά ερωτήματα της τρέχουσας συγκυρίας. Και εδώ η αδυναμία της κομμουνιστικής αριστεράς είναι έκδηλη. Δύσκολο λοιπόν το έργο της.
          Εξάλλου, ακόμα  δεν έχουν διαλυθεί οι ψευδαισθήσεις για τη δυναμική του καπιταλιστικού συστήματος. Το οικονομικό πλαίσιο που  αρθρώνεται γύρω από την πολιτική και τα μέτρα λιτότητας  μπορεί  βέβαια να γεννά το αίσθημα της αδικίας εξαιτίας της άδικης κατανομής του, συγχρόνως όμως αποτελεί ακόμα  για μεγάλα στρώματα πληθυσμού   και μια πειστική διέξοδο επιβίωσης και συμμετοχής στην οικονομική διαδικασία, που φοβούνται μη στερηθούν.
        Κι έτσι η αίσθηση ασφυξίας που οδηγεί στην ανατρεπτική στράτευση δεν αφορά  ακόμα παρά περιορισμένους κοινωνικά χώρους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: