Τρεις μήνες
μετά τις εκλογές ποιος τις θυμάται;
Οι θεαματικοί λεκτικοί χειρισμοί, από τα κόμματα που φλέρταραν με την εξουσία, των δύσκολων περιστάσεων που βίωνε το εκλογικό σώμα παραχώρησαν τη θέση τους σχεδόν σ’ ένα κυνικό ή το πολύ πολύ … παρηγορητικό λόγο. ( Ομιλία Σαμαρά στη ΔΕΘ: «Μόλις η οικονομία ανακάμψει, μόλις αρχίσει να παράγει έσοδα και να καλύπτει τα ελλείμματα, όλες οι άδικες περικοπές θα αρχίσουν σιγά-σιγά να αποκαθίστανται») Σ΄ αυτές τις εκλογές, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, φάνηκε η ολοκληρωτική αυτονόμησή τους από την πολιτική, εφόσον μέσα σε τρεις μόλις μήνες αποδείχτηκε ότι η εκλογική πολιτική των κυβερνητικών κομμάτων δεν συμπύκνωσε την πολιτική της κυβερνητικής θητείας, ούτε καν της προηγούμενης, αφού ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ μαζί τους τελευταίους έξι προεκλογικούς μήνες συμμετείχαν στη διακυβέρνηση. Αντίθετα, έγινε προσπάθεια να αποσυνδεθεί η πολιτική από τις εκλογές, να θρυμματιστεί η ενότητα της ταξικής πολιτικής τους, που χάθηκε στους λαβύρινθους του καθημερινού και να κρυφτεί. Μ’ αυτόν τον τρόπο επιδιώχτηκε να εξασφαλιστεί ότι όταν κρίνεται η κυβέρνηση εκείνο που κρίνεται να μην είναι η πολιτική της, αλλά ακριβώς η τεχνική ικανότητά της να διαχειρίζεται επικοινωνιακά τα πιο δύσκολα πολιτικά προβλήματα και μόνο αυτό. Η επιλογή μάλιστα του χρόνου των εκλογών έγινε όταν θεωρήθηκε ότι ήταν σχετικά ευνοϊκές οι συνθήκες για τη μεγαλύτερη συσκότιση της πολιτικής, για την απειλή, το ξεγέλασμα για το μεγαλύτερο δυνατό εκβιασμό. Υπό αυτές λοιπόν τις συνθήκες και από τη σκοπιά της εξουσίας, ψήφος θα πει αποδοχή του εκβιασμού, ενώ εκλογές, που θεωρείται η κορυφαία ημέρα της πολιτικής στην αστική δημοκρατία, θα πει πρόσκαιρη αναστολή της πολιτικής, ώστε να δημιουργηθούν ακριβώς οι όροι για την άσκησή της από την επομένη, με τους όρους της κυρίαρχης τάξης. Οι δε αντιπρόσωποι που εκλέγουμε, στην τελική, αντιπροσωπεύουν επάξια τη βούληση της εξουσίας, για να αποδειχτεί ότι ολοένα και περισσότερο οι εκλογές αποτελούν κορυφαία έκφραση της κυβερνητικής κυριαρχίας και όχι της λεγόμενης λαϊκής.
Οι θεαματικοί λεκτικοί χειρισμοί, από τα κόμματα που φλέρταραν με την εξουσία, των δύσκολων περιστάσεων που βίωνε το εκλογικό σώμα παραχώρησαν τη θέση τους σχεδόν σ’ ένα κυνικό ή το πολύ πολύ … παρηγορητικό λόγο. ( Ομιλία Σαμαρά στη ΔΕΘ: «Μόλις η οικονομία ανακάμψει, μόλις αρχίσει να παράγει έσοδα και να καλύπτει τα ελλείμματα, όλες οι άδικες περικοπές θα αρχίσουν σιγά-σιγά να αποκαθίστανται») Σ΄ αυτές τις εκλογές, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, φάνηκε η ολοκληρωτική αυτονόμησή τους από την πολιτική, εφόσον μέσα σε τρεις μόλις μήνες αποδείχτηκε ότι η εκλογική πολιτική των κυβερνητικών κομμάτων δεν συμπύκνωσε την πολιτική της κυβερνητικής θητείας, ούτε καν της προηγούμενης, αφού ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ μαζί τους τελευταίους έξι προεκλογικούς μήνες συμμετείχαν στη διακυβέρνηση. Αντίθετα, έγινε προσπάθεια να αποσυνδεθεί η πολιτική από τις εκλογές, να θρυμματιστεί η ενότητα της ταξικής πολιτικής τους, που χάθηκε στους λαβύρινθους του καθημερινού και να κρυφτεί. Μ’ αυτόν τον τρόπο επιδιώχτηκε να εξασφαλιστεί ότι όταν κρίνεται η κυβέρνηση εκείνο που κρίνεται να μην είναι η πολιτική της, αλλά ακριβώς η τεχνική ικανότητά της να διαχειρίζεται επικοινωνιακά τα πιο δύσκολα πολιτικά προβλήματα και μόνο αυτό. Η επιλογή μάλιστα του χρόνου των εκλογών έγινε όταν θεωρήθηκε ότι ήταν σχετικά ευνοϊκές οι συνθήκες για τη μεγαλύτερη συσκότιση της πολιτικής, για την απειλή, το ξεγέλασμα για το μεγαλύτερο δυνατό εκβιασμό. Υπό αυτές λοιπόν τις συνθήκες και από τη σκοπιά της εξουσίας, ψήφος θα πει αποδοχή του εκβιασμού, ενώ εκλογές, που θεωρείται η κορυφαία ημέρα της πολιτικής στην αστική δημοκρατία, θα πει πρόσκαιρη αναστολή της πολιτικής, ώστε να δημιουργηθούν ακριβώς οι όροι για την άσκησή της από την επομένη, με τους όρους της κυρίαρχης τάξης. Οι δε αντιπρόσωποι που εκλέγουμε, στην τελική, αντιπροσωπεύουν επάξια τη βούληση της εξουσίας, για να αποδειχτεί ότι ολοένα και περισσότερο οι εκλογές αποτελούν κορυφαία έκφραση της κυβερνητικής κυριαρχίας και όχι της λεγόμενης λαϊκής.
Και όμως, κυριαρχεί η αντίληψη, ο ευρωκομμουνισμός παλιότερα η ανανεωτική αριστερά κι άλλα
κοινωνικά κινήματα αργότερα κλπ. ότι
ακόμα και η κατάκτηση της εξουσίας, για μετασχηματισμό της κοινωνίας, μπορεί να
βασιστεί στο σεβασμό του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατικής εναλλαγής. Αυτό
όμως που διαπιστώνεται, όσο βαθαίνει η
κρίση και οξύνονται και οι ταξικές συγκρούσεις, ακόμα
κι αν βαφτίζονται συγκρούσεις νοοτροπίας, ήθικής κλπ., είναι ότι πια τις κυρίαρχες τάξεις φαίνεται να τις απασχολεί όλο και λιγότερο τη ζήτημα της δημοκρατίας και
της εύρυθμης λειτουργίας της.
Για χρόνια
η ρεφορμιστική αριστερά, κι εδώ και στην Ευρώπη, που κατέληξε να μην
είναι κομμουνιστική, διεκδικούσε ως
μέλλουσα σοσιαλιστική οργάνωση την
πολιτική πολυφωνία, τον πλουραλισμό των κομμάτων, τον εκδημοκρατισμό των κρατικών
δομών, κλπ. ερμηνεύοντας τη δημοκρατία ως τη στρατηγική του ειρηνικού κοινοβουλευτικού δρόμου. Βάση ήταν το μέγεθος του εκλογικού σώματος, (πβ. Ομιλία Τσίπρα στη ΔΕΘ:
Από αυτό
εδώ το βήμα, καλούμε κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνα, ανεξάρτητα από την ψήφο
τους στις 17 Ιουνίου, να ενώσουν όλες και όλοι τις δυνάμεις τους με τον ΣΥΡΙΖΑ
ΕΚΜ για τη σωτηρία αυτού του τόπου) και όχι το δυναμικό των τάξεων που παραμορφωμένα αντανακλάται στην
κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Γι΄ αυτό φρόντιζε για την ευρύτητα των κοινωνικών και πολιτικών
συμμαχιών ακόμα και με ρεύματα αναιρετικά του κομμουνισμού. Ισχυριζόταν ότι
έτσι θα εμποδίσει να πάρουν αντιδραστική κατεύθυνση και ότι θα επηρεάσει τις
εξελίξεις μέσα σ’ αυτά, ώστε να
συμμετάσχουν κι αυτά στην πορεία του εκδημοκρατισμού, θεωρώντας άθικτα
τα θεμέλια του δημοκρατικού κράτους. Ανάγεται λοιπόν ο
συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων σε ζήτημα εκλογικών ποσοστών, πιστεύοντας ότι η δύναμη μιας τάξης ή και ενός κόμματος
καθρεφτίζεται με ακρίβεια στην αντανάκλασή της στο εκλογικό σώμα. Η ταξική πάλη
αντικαθίσταται από την κοινοβουλευτική δράση.
Πρόκειται
για μια μηχανιστική αντίληψη της
ανάπτυξης των κοινωνικών σχέσεων. Στάση καθαρά μηχανιστική απέναντι στον κοινοβουλευτισμό, που στα μάτια
αυτής της αριστεράς δείχνει το βαθμό προετοιμασίας της κοινωνίας για τον
σοσιαλισμό. Η αντίληψη για πλατιά συμμαχία των δημοκρατικών δυνάμεων αναπαράγει
όλη τη μεταφυσική αντίληψη της δημοκρατίας σαν μιας αφηρημένης αιώνιας αρχής
που σε κάθε εποχή εκφράζεται με τον ένα
ή τον άλλο βαθμό καθαρότητας. (πβ. Ομιλία
Τσίπρα στη ΔΕΘ: Ελάτε μαζί μας. Για να ξαναχτίσουμε την Ελλάδα. Αποκαθιστώντας την
κοινωνική ασφάλεια και τη δικαιοσύνη. Αποκαθιστώντας την εθνική κυριαρχία και
την αξιοπρέπεια. Το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία. Αποκαθιστώντας την
ισότιμη συμμετοχή της χώρας μας στους θεσμούς της ευρωπαϊκής ενοποίησης).
Σίγουρα το καθεστώς της αστικής
δημοκρατίας δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες
για την οργάνωση του προλεταριάτου και τις διεκδικήσεις του. ¨Όμως η αστική
δημοκρατία βάζει κι ένα όριο σ’ αυτήν την οργάνωση και τις διεκδικήσεις, με τη μορφή της αστικής
νομιμότητας, που πάντα εξαρτάται από τις οικονομικοκοινωνικές επιδιώξεις της
κυρίαρχης τάξης. Η δημοκρατία υποτάσσεται
στην ανάγκη του καπιταλισμού να τσακίσει τις μάζες και όταν αποδείχνεται
ανεπαρκής την αντικαθιστά με τη δικτατορία και το φασισμό.
Και τώρα, φτάσαμε σ’ αυτό το μεταίχμιο, όπου ο ταξικός πόλεμος γίνεται όλο και πιο σκληρός
και οι υποτελείς τάξεις πρέπει να το συνειδητοποιήσουν και να οργανωθούν για να τον αντιμετωπίσουν. Σ΄ αυτόν
τον ταξικό πόλεμο, στην ασυμφιλίωτη σύγκρουση των υποτελών με την κυρίαρχη τάξη
η κάθετη ρήξη μέσα στην κοινωνία είναι αναπότρεπτη,
δεν είναι τεχνητή διαίρεση όπως επαναλαμβάνεται από τη ρεφορμιστική
αριστερά και η γραμμή ρήξης δεν μπορεί παρά να ακολουθεί την ταξική
γραμμή. Είναι λοιπόν ο δυναμισμός της
ταξικής πάλης και όχι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που τελικά θα αποφασίσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου