Έχοντας δεσμευτεί σε μια στρατηγική απόλυτης σύγκλισης με τα συμφέροντα του
κεφαλαίου η παρούσα τρικομματική κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, θέλει να
εμφανίζεται σαν πολιτικός εγγυητής της νομιμότητας, αφού εκπροσωπεί και το
περίπου 48% του εκλογικού σώματος μετά τις πρόσφατες εκλογές, και σαν μοναδικός
έγκυρος διαχειριστής της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Για να το
επιβεβαιώσει, ένα μήνα μετά τις εκλογές, οι συνεχείς διαβουλεύσεις των τριών πολιτικών αρχηγών, οι επαναλαμβανόμενες
υποσχέσεις τους για την κοινωνική
ευαισθησία που θα χαρακτηρίζουν τα οικονομικά μέτρα δεν έχουν τέλος αλλά ούτε και αντικείμενο, αφού όλα είναι
προαποφασισμένα. Οι κύριες κατευθύνσεις για την εξοικονόμηση των 11,5
δισεκατομμυρίων ήταν ήδη γνωστές πριν τις εκλογές, τώρα ευελπιστούν ότι θα υλοποιηθούν και με τη δική μας ελάχιστη αντίδραση αν όχι συναίνεση.
Δεν έχει λοιπόν νόημα να εμπλεκόμαστε στη λογική που αποδέχεται τα επιχειρήματα της
κυβέρνησης, για την οριακή κατάσταση στην οποία έχουν φτάσει τα πράγματα, αφού
η λογική της «περικοπής δαπανών» συνδυασμένη με το δόλωμα της συναίνεσης που θα
εξασφαλίσει τη μελλοντική συμμετοχή μας στην οικονομική ανόρθωση, το μόνο που
καταφέρνει είναι να αφαιρεί από τους εργαζόμενους κάθε δυνατότητα αντίστασης
ενάντια στην υποβάθμιση ζωής τους, την
εντατικοποίηση, τις απολύσεις, την ανεργία κλπ.
Μπλέκοντας το εργατικό κίνημα στους λαβύρινθους των νομικών διατυπώσεων και οικονομικών
αναλύσεων, είναι σαν τα πάντα να επαφίωνται
στην καλή διάθεση των δανειστών, που συνεχίζουν βέβαια να είναι εταίροι μας, και
στην εγχώρια κυβέρνηση που εκτελεί τις εντολές.
Η κυβερνητική
προπαγάνδα και όλοι οι πολύχρωμοι
αναλυτές, που μιλούν για διαρθρωτικά μέτρα, για στρεβλή ανάπτυξη της οικονομίας
μας για τα σφάλματα των εργαζομένων που κατανάλωναν περισσότερο από όσα
παρήγαγαν, που δανείζονταν, που
φοροδιέφευγαν κλπ. κάνουν φιλότιμες προσπάθειες για να
παρουσιασθούν τα προβλήματα με τη
στατική μορφή ενός οικογενειακού προϋπολογισμού και όχι με βάση την αδυσώπητη δυναμική ενός διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος σε συνεχή αναδιάρθρωση και σε
διαρκή κρίση. Αποκρύπτουν τις μόνιμες ταξικές διακρίσεις και αντιθέσεις και θεωρούν κάθε διεκδίκηση των λαϊκών
στρωμάτων συντεχνιακή εκδήλωση. Και ενώ τα διαδοχικά
μέτρα λιτότητας δεν καταφέρνουν παρά μόνο να μειώσουν αισθητά το βιοτικό
επίπεδο, με την πρόφαση ότι η συνεχής υποτίμηση της εργατικής δύναμης θα συντελέσει στην
αύξηση της ανταγωνιστικότητας και την βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος,
που ποτέ δεν επιτυγχάνεται, σταθεροποιείται και η προοπτική του αδιεξόδου και
στο ζήτημα της εξυπηρέτησης του χρέους.
Τι νόημα έχει λοιπόν η έκφραση κατανόησης και συμπόνιας των
κυβερνώντων προς τους εργαζόμενους, (στη σημερινή σύσκεψη
των κυβερνητικών εταίρων «κάμφθηκαν οι αντιρρήσεις των κ.κ. Ευ. Βενιζέλου και Φ.
Κουβέλη, οι οποίοι συμφώνησαν να παρουσιαστεί στην τρόικα το πακέτο των 11,5
δισ. ευρώ υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρχουν οριζόντια και άδικα μέτρα που
πλήττουν την κοινωνία»), όταν τελικά είναι δεδομένο ότι οι εργαζόμενοι θα
είναι εκείνοι που θα συνεχίσουν να πληρώνουν για το Κεφάλαιο; Τι νόημα
έχει να μιλάμε για προγράμματα
εξυγίανσης ή εξορθολογισμό της παραγωγής όταν πια έμπρακτα ξέρουμε ότι ισοδυναμούν με δυνάμωμα της πιο άγριας
εκμετάλλευσης, με απολύσεις και ανεργία; Η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στο αν
αποδεχθούμε σαν αντικειμενικά, δεδομένα και αναπότρεπτα
τα οικονομικά μέτρα που επιβάλλονται, οπότε είμαστε αναγκασμένοι να κινηθούμε
στα πλαίσια που οι κυβερνώντες έχουν ήδη χαράξει από τα πριν, η δε συναίνεσή μας
δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά η νομιμοποίηση των απολύσεων και της ανεργίας από
τους ίδιους εργαζομένους.
Το επιστέγασμα της πολιτικής, που πριν δυο
χρόνια επέβαλλε το ΠΑΣΟΚ, και για το οποίο
υπάρχει μια εντυπωσιακή ομοφωνία από όλα τα κόμματα, του ΚΚΕ
εξαιρουμένου, είναι η επίκληση της αναγκαιότητας της παραμονής μας στην ευρωζώνη για την παραδοχή των κανόνων του παιχνιδιού της
διεθνούς καπιταλιστικής αγοράς. Η σοβαρότερη επίπτωση αυτής της επιλογής είναι η διαμόρφωση από την κυρίαρχη τάξη μιας
στρατηγικής που βασίζεται στην άνοδο της
ανεργίας και στη συνεχή υποβάθμιση της αξίας της εργατικής δύναμης. Η ταχύτητα μάλιστα
με την οποία σύμπασες οι πολιτικές
δυνάμεις του κοινοβουλίου, της αξιωματικής αντιπολίτευσης περιλαμβανομένης και του
ΚΚΕ εξαιρουμένου, προσαρμόστηκαν με τον
ένα ή άλλο τρόπο στη λογική της διεθνούς ανταγωνιστικότητας δε δείχνει μόνο το μέγεθος του οπορτουνισμού, αλλά το
γεγονός ότι πρόκειται για τη μόνη
στρατηγική της κυρίαρχης τάξης.
Η συνταγή του Δ.Ν.Τ και των υπολοίπων,
μπροστά στην οποία τους πρώτους μήνες οι υπεύθυνοι της οικονομικής πολιτικής και δημοσιογράφοι εκστασιάζονταν, έδειξε σε σύντομο χρονικό
διάστημα την εξαθλίωση στην
οποία οδηγεί τους εργαζομένους και το ερώτημα που τίθεται πια είναι κατά πόσο αυτή η «θεραπεία» σοκ έχει καταβάλλει
ή
όχι τις κοινωνικές δυνάμεις που αντιστέκονται. Γι΄ αυτό και αυτή η επίδειξη δύναμης με τα ΜΑΤ
στην απεργία των χαλυβουργών. Δεν θα
πρέπει να υπάρχει καμιά εστία αντίστασης.
Τα περίφημα 11,5 δις που αναζητούνται, ξέρουμε πια ότι αφορούν στα
εργαζόμενα στρώματα και θα πολλαπλασιάσουν τους ανέργους. Η ανέχεια που θα αυξηθεί, δεν θα μας επιτρέπει
πια απλώς να περιοριζόμαστε σε καταστροφικές προβλέψεις και εύστοχες κριτικές ζώντας με την ψευδαίσθηση της στασιμότητας
της κατάστασης.
Επιβάλλεται η αντίσταση με πολιτικό και ταξικό
περιεχόμενο, χωρίς υπαναχωρήσεις μπροστά
στην κινδυνολογία και την ιδεολογική καταστολή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου