Η εξαγγελθείσα και μηδέποτε πραγματοποιηθείσα απεργία των καθηγητών έδειξε και τα όρια του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού, που για δεκαετίες είχε αναλάβει τη χειραγώγηση του κόσμου της εργασίας.
Η ιδιαιτερότητα του συνδικαλιστικού κινήματος στη χώρα μας οφείλεται στην πολιτική και τους αγώνες των κομμουνιστών που σημάδεψαν και την εξέλιξη του. Βγαίνοντας από έναν εμφύλιο η αστική τάξη φοβισμένη ταύτιζε συνδικαλιστές και κομμουνιστές κι αυτό πέρα από τις διώξεις φυλακίσεις κλπ. είχε σαν πραχτικό αποτέλεσμα το στενό δέσιμο του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος με την πολιτική κι επομένως υψηλό βαθμό πολιτικοποίησης του συνδικαλισμού κι αποφασιστική συμμετοχή στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας. Ακόμα και η ενιαία συνδικαλιστική εκπροσώπηση είναι ένδειξη της ενιαίας πολιτικής συνείδησης των εργαζομένων που εκφράστηκε και στο οργανωτικό επίπεδο.
Μετά τον οδοστρωτήρα της χούντας ένα μαζικό ριζοσπαστικό κίνημα που μαχητικά και αγωνιστικά ανάγκαζε το κεφάλαιο σε παραχωρήσεις έκανε στην μεταπολίτευση την άρχουσα τάξη να οργανώσει τις αντιδράσεις της για να αδρανοποιήσει και να χειραγωγήσει τους εργαζομένους. Η κομματικοποίηση του συνδικαλισμού, ιδιαίτερα ο κυβερνητικός συνδικαλισμός με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, που χρησιμοποιώντας αριστερή φρασεολογία ξεπουλούσε ανοιχτά αγώνες εργαζομένων ή τους απομόνωνε, φτάνοντας και στην ανοιχτή τρομοκρατία και στα χτυπήματα από τον κρατικό μηχανισμό, απομάκρυνε τους εργαζόμενους από τα συνδικάτα και μείωνε την αξιοπιστία τους. Κι έτσι φτάσαμε στα χρόνια του μνημονίου μέ ένα χάσμα να χωρίζει τις συνδικαλιστικές ηγεσίες και τους εργαζόμενους, με τους τελευταίους να μένουν χωρίς συλλογική εκπροσώπηση, έρμαια στις διαθέσεις της κάθε εργοδοσίας και πολύ περισσότερο της άρχουσας τάξης.
Ο χώρος των εκπαιδευτικών δεν αποτελεί εξαίρεση στο γενικό τοπίο της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης αλλά και των διαθέσεων και προσδοκιών από τις οποίες απειλούνται να χαθούν σε μια μεγάλη παραίσθηση, της αγωνιστικής ετοιμότητας. Την τελευταία εβδομάδα, με την όψιμη επαναστατικότητα και τις παλινωδίες του διοικητικού συμβουλίου της ΟΛΜΕ, οι συνδικαλιστικές παρατάξεις που βρίσκονται κοντά στην εξουσία η την φλερτάρουν θέλοντας να απαλλαγούν από το βραχνά της πραγματοποίησης της απεργίας δικαιολογούν την αλλαγή στάση τους επειδή ανακάλυψαν ότι δεν "έχουν διαμορφωθεί οι όροι και οι προϋποθέσεις για να πάμε στην κρίσιμη και αποφασιστική σύγκρουση", ενώ εκείνες με την επαναστατική φρασεολογία καταγγέλλουν ότι "ενώ δεν είχαν κανένα δικαίωμα σύμφωνα με το καταστατικό της ΟΛΜΕ να αναιρέσουν την απόφαση των Γενικών Συνελεύσεων, φρόντισαν να θάψουν την απεργία και τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις" και συγχρόνως τα πυρά τους στρέφονται εναντίον της συνδικαλιστικής παράταξης του ΠΑΜΕ, γιατί δεν έδειξε επαναστασικότητα αντίστοιχη της δικής τους... στα λόγια.
Η απεργία των καθηγητών που δεν έγινε ανέδειξε ότι το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα συγκυρίας, αλλά στρατηγικού χαρακτήρα που επηρεάζει τη φυσιογνωμία και την πολιτική γραμμή παρατάξεων και κομμάτων. Η συγκυρία όμως διέλυσε, μέχρις ένα βαθμό, τις αυταπάτες που πολλοί έχουμε για τους αγώνες που μας περιμένουν. Έχοντας μάλιστα οι εργαζόμενοι επιδείξει μια ανεπάρκεια να ερμηνεύσουμε τα κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα που ζούμε, πιστεύουμε ακόμα πως η αλλαγή συσχετισμών στο επίπεδο κομμάτων εξουσίας αρκεί για ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής. Γι’ αυτό ακόμα συνεχίζουμε να ψηφίζουμε συνδικαλιστικές παρατάξεις των κομμάτων εξουσίας, που δέσμιες των κομματικών εξαρτήσεων, με μυωπική οπτική συμμετέχουν στη διαδικασία χειρισμού της κρίσης χειραγωγώντας τις αντιδράσεις.
Κι έτσι προέκυψε συνδικαλιστικές παρατάξεις που εκφράζουν την κυβέρνηση να υπερψηφίζουν απεργία για τις εξετάσεις και να εμφανίζονται οι κομμουνιστές με τη δική τους πρόταση ότι δεν τολμούν τη σύγκρουση, ενώ αριστερές εξωκοινοβουλευτικές παρατάξεις να πλειοδοτούν σε φραστική επαναστατικότητα. Κι ενώ αλλάζουν τα δεδομένα με την επίταξη, το συνδικαλιστικό όργανο των καθηγητών το παραβλέπει και το ίδιο κάνουν και οι γενικές συνελεύσεις των καθηγητών, που μάλλον περιθωριακά παίρνουν υπόψη τα νέα δεδομένα. Απ’ αυτή την οπτική θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε τις πιο απολιτικές γενικές συνελεύσεις, εξίσου μ’ εκείνες τις απόψεις που αναζητώντας την θέση τους στην πολιτική σκηνή καταφεύγουν σε γενικολογίες περί άλλης πολιτικής είτε στον εμπειρισμό χωρίς αναλυτικές και σαφείς απαντήσεις για συγκεκριμένα ζητήματα, στην προκειμένη περίπτωση την απεργία. Πριν λοιπόν ακόμα ακυρωθούν, αφού οι αποφάσεις τους δεν υλοποιήθηκαν, από το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο της ΟΛΜΕ οι γενικές συνελεύσεις αυτοακυρώθηκαν, εφόσον αποφάσιζαν εν κενώ, ανεξάρτητα από την καινούργια κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, την επίταξη. Συγχρόνως η απροθυμία για στήριξη εκ μέρους της ΓΣΣΕ και η ρήξη ΟΛΜΕ ΑΔΕΔΥ δεν θα πρέπει να θεωρούνται σαν παράπλευρες απώλειες ενός αγώνα που δεν δόθηκε ποτέ αλλά σαν ανομολόγητη επιδίωξη.
Η συνδικαλιστική πάλη λοιπόν εκφυλίζεται κι εξασθενεί χωρίς να οξύνονται οι αντιθέσεις, παραμένοντας κάτω από τον έλεγχο της εξουσίας. Κι έτσι μια κινητοποίηση, που δεν επιδίωξε να συσπειρώσει ευρύτερα στρώματα εργαζομένων γύρω από κοινά αιτήματα κι αδιαφόρησε για τον τρόπο οργάνωσής της, πριν ακόμα ξεκινήσει γίνεται αφορμή για αποδυνάμωση συνδικαλιστικών διαδικασιών και οργάνων, αλλά και για αναμέτρηση της κυβέρνησης με οργανωμένους κλάδους του δημοσίου που τους εξουδετερώνει, μεθοδεύοντας μάλιστα τις κινήσεις της, ώστε να αποτραπούν απρόοπτα στο μέλλον, όπως θα ήταν οι καταλήψεις σχολείων με τη νέα σχολική χρονιά. Πιθανόν ελπίζει ότι η επίταξη των κτιρίων λύνει κι αυτό το πρόβλημα.
Για άλλη μια φορά ένας κλάδος εργαζομένων προσπαθεί να δικαιώσει με πράξεις και παραλείψεις τον ιδιόμορφο κοινωνικό και πολιτικό του συμβιβασμό κι αρνείται ν’ αντιμετωπίσει την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και γι’ αυτό παγιδεύεται σε πολιτικοσυνδικαλιστικά παιχνίδια που δίνουν αφορμή στην κυρίαρχη τάξη να το χτυπήσει για να το διαλύσει.
Το πρόβλημα είναι στρατηγικού χαρακτήρα, που η αντιμετώπισή του προϋποθέτει την ταξική ανάλυση της κοινωνίας, τον προβληματισμό για τα μέσα πάλης, για τις συμμαχίες που μπορούν να συμπορευτούν σε μια πορεία υπέρβασης των καπιταλιστικών δομών, που δεν μπορεί παρά να είναι ο στόχος. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η ύπαρξη μιας πολιτικής δύναμης ικανής να ερμηνεύσει τα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα, να τα συνθέσει και να συγκρουστεί για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των εργαζομένων.
Το ΚΚΕ μπορεί να είναι αυτή η πολιτική δύναμη, χωρίς ευκαιριακές επαναστατικές σημαίες, όπως αποδείχτηκε αυτήν την εβδομάδα των αγωνιστικών κινητοποιήσεων σε προσομοίωση. Γιατί οι όροι για ανατροπή της εφαρμοζόμενης πολιτικής θα δημιουργηθούν από ένα κίνημα που θα συνενώσει όσους δέχονται την καπιταλιστική επίθεση και θα αμφισβητήσει έμπρακτα τις επιλογές της κυρίαρχης τάξης χωρίς τυχοδιωκτισμούς. Ισως το πρώτο βήμα γι΄ αυτό είναι να διαλυθούν οι αυταπάτες μας για έναν ανοιχτό και εύκολο δρόμο που ανοίγεται μπροστά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου