Σάββατο 11 Μαΐου 2013

ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΗΣ Ο.Λ.Μ.Ε



           Περισσότερα από είκοσι χρόνια έχουν περάσει από τις τελευταίες κινητοποιήσεις των καθηγητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε καιρό εξετάσεων, με τον κυρίαρχο λόγο να τις καταδικάζει γιατί αψηφούν την αγωνία των μαθητών και την εκτελεστική εξουσία να δίνει τα Φύλλα Ατομικής Πρόσκλησης στους καθηγητές που υποχρέωναν να συμμετάσχουν στις εξετάσεις με παρουσία αστυνομικών δυνάμεων. Κι εδώ τελειώνουν οι ομοιότητες των απεργιακών κινητοποιήσεων του ’90 με τις επικείμενες απεργιακές κινητοποιήσεις την επόμενη εβδομάδα.
           Με ένα πολιτικό σύστημα απαξιωμένο αλλά όχι ανίσχυρο, με μια κυβέρνηση που δεν διστάζει να επιδεικνύει την αυταρχικότητά της σ’ ένα οικονομικό περιβάλλον πλήρους εργασιακής ανασφάλειας, με το σύνολο των εργαζομένων με την πλάτη στον τοίχο οι αγωνιστικές διεκδικήσεις όλο και περιορίζονται ή διαλύονται μέσα στην απομόνωση και πολλές φορές και στην αντιπαλότητα επιμέρους κοινωνικών ομάδων. Οι κυβερνώντες στην πράξη έχουν επιδείξει την αυθαιρεσία τους και την αποτελεσματικότητα των αυταρχικών επιλογών τους. Χωρίς  τυπικά να καταργηθεί το δικαίωμα στην απεργία καταφέρνουν και  εξουδετερώνουν τα αποτελέσματά της, είτε με τον κοινωνικό αυτοματισμό είτε με την επιστράτευση.
            Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον η  ΟΛΜΕ, η μεγαλύτερη σχεδόν ομοσπονδία εργαζομένων στο δημόσιο, με την ανακοίνωση της αύξησης του ωραρίου και των επιπτώσεων που αυτό θα έχει στις εργασιακές συνθήκες των μελών της εισηγείται στις γενικές συνελεύσεις των εκπαιδευτικών απεργία στις εξετάσεις, ελάχιστες μέρες πριν αυτές ξεκινήσουν. Και η κυβέρνηση, ακόμα και πριν ληφθεί η απόφαση για απεργία, δηλώνει την αποφασιστικότητά της για την ομαλή διεξαγωγή τους κάνοντας πράξη την πρόθεσή της  για επιστράτευση με την κήρυξη της απεργίας. Κι έτσι, και μόνο με την κήρυξη της απεργίας, οι μεν εκπαιδευτικοί θα έχουν δηλώσει απλώς τη διάθεσή τους για απεργία οι δε κυβερνώντες θα εφαρμόσουν και πάλι τρόπους αυταρχικής αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων, έχοντας όμως τώρα και μια πειστική ιδεολογική κάλυψη των ενεργειών τους, το ενδιαφέρον και τη φροντίδα για τους μαθητές.
          Δεν είναι καινούργια η στάση που θέλει την καταδίκη των εκπαιδευτικών, γιατί δεν λογαριάζουν το άγχος των μαθητών τους, ανάγοντας σε κυρίαρχο ζήτημα τις εξετάσεις και μόνο αυτές. Και παλιότερα η επιλογή της στάσης αυτής προσφερόταν για αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης και για την μετατόπιση προβλημάτων και ευθυνών εκ μέρους των κυβερνώντων, που ξαφνικά συμμετείχαν στην αγωνία των μαθητών, ενώ αυτοί τη δημιουργούσαν και τη συντηρούσαν καταλογίζοντας όμως την  ευθύνη στους καθηγητές  που τη βιώνουν σε όλο το εργασιακό τους βίο. Η αναγωγή του εξεταστικού ζητήματος σε κυρίαρχο θέμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας προδίδει τους στόχους του εκπαιδευτικού συστήματος, αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη και υποδηλώνει την αδιαφορία για την αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων της παιδείας.
             Και τώρα πάλι μιλούν για τα θύματα, τους μαθητές και τους γονείς. Μόνο που οι μαθητές και οι γονείς τους δεν είναι θύματα της απεργίας, είναι θύματα όλης αυτής της  πολιτικής χρόνων που τους διαμόρφωσε και μας διαμόρφωσε και τους εμποδίζει να διαμαρτυρηθούν και να  απαιτήσουν τα δικαιώματά τους. Οι εκπαιδευτικοί είναι υπόλογοι, γιατί αυτό που τώρα με αφορμή τις τελευταίες επιλογές της κυβέρνησης απαιτούν δεν το απαίτησαν νωρίτερα, δεν αγωνίστηκαν εδώ και τρία χρόνια, όταν  με τα μνημόνια απαξιώθηκε ολότελα η δημόσια εκπαίδευση κι αμφισβητήθηκαν  ιστορικά κατοχυρωμένα δικαιώματα και  έμειναν χωρίς όραμα και προοπτική οι ίδιοι και οι μαθητές τους.
            Τρία χρόνια τώρα ούτε οι εκπαιδευτικοί ούτε γενικότερα το σύνολο των  δημοσίων υπαλλήλων συμμετείχαν σε μια διαρκή διαδικασία κινητοποιήσεων κι έτσι τώρα η απεργία που αποφασίστηκε από το συνδικαλιστικό όργανο των καθηγητών μοιάζει χωρίς σχέδιο και  οργάνωση, μια απεργία που δεν συνδέεται με καμιά προετοιμασία ενός παρατεταμένου αγώνα, για ένα κλαδικό αίτημα που προβάλλεται σχεδόν αποκομμένα από τις κοινωνικές συγκρούσεις των τελευταίων χρόνων.  Και το σοβαρότερο, κοντεύουμε να καταλήξουμε σε προσομοίωση απεργιακού αγώνα.  Πριν ακόμα ξεκινήσει η απεργία υπογράφεται η επιστράτευση, πριν γίνει η επιστράτευση έχει γίνει αποδεκτή  ως η κατάληξη ενός αγώνα που δεν δόθηκε ποτέ  και μάλιστα ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ δηλώνει πως «σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί να γυρίσουμε με το κεφάλι ψηλά και να δούμε τους απολυμένους συναδέλφους μας στα μάτια». Αρκούν όμως μόνο να εκφράζονται  καλές προθέσεις για τη διεξαγωγή  του αγώνα; Αρκούν οι λεκτικές και μόνο κορώνες περί αξιοπρέπειας;
                Η δύναμη των εργαζομένων είναι η συλλογική στάση και δράση κι αυτό που μπορεί να κρίνει την έκβαση ενός αγώνα, την αντιστροφή αρνητικού κλίματος δεν είναι παρά η θέληση της βάσης των εργαζομένων να αντιδράσει. Για να συμβεί όμως αυτό πρέπει να έχει διασφαλιστεί η ενότητα όλων των εκπαιδευτικών, πρωτοβάθμιας-δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, να συνειδητοποιηθεί ότι δεν υπάρχουν  περιθώρια  ολιγωρίας και εφησυχασμού για αφύπνιση και  αγωνιστική δράση από την πλειοψηφία της βάσης των εκπαιδευτικών, να κατανικηθεί η ηττοπάθεια και η μοιρολατρία. Είναι γεγονός ότι υπήρχαν και υπάρχουν αγκυλώσεις, καχυποψίες, άγονες αντιπαραθέσεις, που το κράτος και ο εξαρτημένος συνδικαλισμός (ιδιαίτερα από τα κόμματα εξουσίας) εδώ και χρόνια εξέθρεψε και συνεχίζει ακόμα και τώρα,  που ανάγκασαν ή και διευκόλυναν τους εργαζόμενους εκπαιδευτικούς να στρέφονται στην απογοήτευση, την ιδιώτευση, την παραίτηση. Χρόνια  τώρα η επίθεση ενάντια στα εργασιακά δικαιώματα συμβαδίζει με αυτήν ενάντια στις δημοκρατικές και λαϊκές ελευθερίες. Η σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση  τόσων χρόνων κατάφερε να εκμαυλίσει συνδικάτα, να προωθήσει τις θεωρίες της κοινωνικής συναίνεσης  οξειδώνοντας τις συνειδήσεις των εργαζομένων, απογυμνώνοντάς τους από κάθε πίστη σε οράματα  και αγωνιστικές διεκδικήσεις.
          Και ξαφνικά τώρα πώς  να τα υπερβούν όλα αυτά οι εργαζόμενοι εκπαιδευτικοί  χωρίς συμπαράσταση έμπρακτη  από συλλόγους γονέων, μαθητές, άλλους εργαζόμενους, χωρίς πίστη σε προοπτικές που ανοίγονται  και αποφασιστικότητα για αγώνα; Δεν αρκεί να αποφασίζεται μια απεργία ή όποια μορφή αγώνα, χωρίς να ερμηνεύεται  και να προσεγγίζεται  σωστά η πραγματικότητα. Δεν αρκεί μόνο  ο λόγος για να πραγματοποιηθεί ένας αγώνας.  Δεν αρκεί το κονταροχτύπημα με φράσεις, γιατί οι λέξεις αποκτούν το νόημά που τους δίνουν οι πράξεις. Κάθε εργαζόμενος   μαθαίνει στον αγώνα, η διδασκαλία του αγώνα γίνεται στην πράξη, η ηγεμονία της πρωτοπορίας  αποδεικνύεται, και δεν επιδεικνύεται, στην πράξη. Κι εξάλλου οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις αποκτούν δυναμική  που δεν μπορεί να προβλεφθεί, όταν μάλιστα η κοινωνία είναι ένα εύφλεκτο υλικό. Μόνο που και στον κλάδο των εκπαιδευτικών όπως και σε όλη την κοινωνία ακόμα  δύσκολα μετασχηματίζεται η οργή, ο θυμός, η αγανάκτηση σε δράση.
             Τίποτε πια δεν είναι ακίνδυνο. Αυτή η απεργία είναι κίνδυνος, στο βαθμό που ακόμα και τώρα συνδέεται με μικροπολιτικές σκοπιμότητες, που δεν υπήρξαν απεργιακά βήματα, σχεδιασμένος αγώνας με διάρκεια, διακλαδικός συντονισμός και πανεργατική  συμπαράσταση,   αλλά είναι και ευκαιρία για  να δημιουργηθούν συλλογικότητες, για να διαλυθούν οι φόβοι, ν’ ανοίξει ο δρόμος για ν’ αποκοπούμε από θεωρίες και πρακτικές που λειτουργούν ως απορροφητικοί μηχανισμοί των κοινωνικών κραδασμών,  για να κινητοποιηθεί η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών και να θέσει, πρωτοπόρα αυτή,  το δίλημμα για όλους τους εργαζόμενους: αγώνας ή παραίτηση.
            Το τι θα γίνει τελικά θα είναι και αποτέλεσμα του τι οι εκπαιδευτικοί αποδέχονται και τι όχι. Μπορεί μια προσομοίωση απεργίας, όπως μάλλον ξεκίνησε, να μετασχηματιστεί σε πραγματικό αγώνα;

Δεν υπάρχουν σχόλια: