Με δεδομένο το οικονομικό σύστημα κάτω από το οποίο ζούμε, όταν οι κυβερνώντες αναφέρονται σε εθνικό συμφέρον ευλογοφανώς θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι εννοούν πως αυτό προάγεται με την αύξηση ισχύος και κερδών των εταιρειών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Ο εκφοβισμός επομένως των κυβερνώντων στηρίζεται στο συλλογισμό, ότι αν καταρρεύσουν εταιρείες, τράπεζες κλπ. οι άμεσες συνέπειες για την ανεργία, το επίπεδο ποιότητας ζωής μας και πολλά άλλα θα γίνουν βαθειά αισθητές σ’ ολόκληρο το έθνος. Ποια ακριβώς όμως κοινωνικά στρώματα θα υποστούν τις βαρύτερες συνέπειες και σε τι έκταση;
Θα μπορούσαμε όμως να υποστηρίξουμε και το αντίθετο, ότι τέτοιες βραχυπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες αποτελούν αναγκαίο, αναπόφευκτο προοίμιο για μια ριζική αναδιάρθρωση της οικονομίας, πάλι για το εθνικό συμφέρον. Ποιοι θα επωμιστούν το βάρος και την ευθύνη γι’ αυτό ;
Ακόμα όμως κι αν δεχτούμε την επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται για το εθνικό συμφέρον, η επιλογή μεταξύ των δυο αυτών θέσεων προϋποθέτει και μια επιλογή μεταξύ ορισμών του εθνικού συμφέροντος.
Η μόνη δυσκολία όμως για το εθνικό συμφέρον δεν είναι ο προσδιορισμός του αλλά και η εφαρμογή του στην πράξη. Κι αυτή η διαπίστωση δεν αμφισβητείται με κανένα τρόπο από το γεγονός ότι οι πολιτικοί ηγέτες ισχυρίζονται κατά κανόνα ότι η πολιτική τους υπηρετεί το εθνικό συμφέρον και ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.
Τελευταία, οι κυβερνώντες μας καταφεύγουν πάλι στην εύκολη επίκληση του εθνικού συμφέροντος αποδίδοντας εμμέσως στο έθνος την εξωιστορική και υπερταξική μορφή κοινωνικής ενότητας που ισοπεδώνει και ομογενοποιεί όλες τις τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα που το συγκροτούν, χρησιμοποιώντας και πάλι τον εθνικισμό για να επιτύχουν την ταξική ειρήνη στην κοινωνία.
Ακόμα όμως και οι ομάδες εξουσίας σε κάθε προτεινόμενη γραμμή δράσης διαφέρουν είτε στο θέμα τακτικής είτε στο θέμα των σκοπών όπως π.χ οι εθνικές κορώνες του Σαμαρά με την άρνησή του να υπογράψει τις εγγυήσεις.
Η ίδια η άρχουσα τάξη, στην προσπάθειά της να πείσει, χρησιμοποιεί όλα τα ιδεολογικά όπλα της, ακόμα κι αν έχουν σκουριάσει και τα τελευταία χρόνια τα είχε αποσύρει, όπως τον εθνικισμό. Συνεχίζει να παρουσιάζει και στον εαυτό της και σ΄ αυτούς που κατευθύνει μια κοσμοαντίληψη με συνοχή, που είναι αρκετά εύκαμπτη, κατανοητή και διαλλακτική για να πείθει τις υποτελείς τάξεις ότι η ηγεμονία της και οι ενέργειές της είναι για το καλό τους. Φροντίζει βέβαια αυτή η ιδεολογία να μην φαίνεται ότι είναι αντανάκλαση άμεσων οικονομικών συμφερόντων, γιατί τότε θα ήταν περισσότερο από άχρηστη, εφόσον η υποκρισία της άρχουσας τάξης όπως και η απληστία της θα γινόταν γρήγορα εμφανής. Όταν δεν υπάρχει καμιά καινούργια πρόσφορη επιστρατεύονται και παλιές ιδεολογίες, όπως ο εθνικισμός.
Όταν λοιπόν έγινε εμφανής η ανεπάρκεια του ντόπιου πολιτικού κόσμου να εφαρμόσει τις αποφάσεις των κυρίαρχων οικονομικών κέντρων μας προέκυψε συγκυβέρνηση που συμβολικώς και λεκτικώς υπογραμμίζει την ενότητα του ελληνικού λαού ή τη συστράτευση για να την πετύχει και στην πράξη. Ολοι πλην Αριστεράς.
Αλλλωστε, είχε προηγηθεί με τις δηλώσεις του Παπανδρέου και διαφόρων υπουργών και πολιτικών για την διαφθορά του ελληνικού λαού, την αδυναμία του να πειθαρχεί στους νόμους κλπ. η προσπάθεια ηθικοποίησης και απολιτικοποίησης της πολιτικής. Και τώρα με τη συγκυβέρνηση πραγματοποιήθηκε το οξύμωρο, εθνικοποίηση μιας πολιτικής που επιβάλλεται από το εξωτερικό, με στόχο την κοινωνικοπολιτική συναίνεση, που συγκαλύπτει το πραγματικό πολιτικό περιεχόμενο των αποφάσεων και θέλει να λυγίζει και να αποδιοργανώνει τις αντιστάσεις, να αποδιαρθρώνει τις συνειδήσεις και να οδηγεί στην απάθεια.
Η απάθεια όμως μπορεί να βιωθεί και ως μια αντίδραση αποχώρησης προ της άνισης δυνατότητας πρόσβασης στα κέντρα λήψης των αποφάσεων και είναι πιθανό, όταν οι υλικοί όροι διαβίωσης χειροτερέψουν να εγκαταλειφθούν τελικά, και από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, οι δημοκρατικές διαδικασίες, επειδή πιστεύουν ότι θα είναι ανίκανοι να επιτύχουν τους στόχους τους δημοκρατικά.
Σε μια δημοκρατία είναι εξ ορισμού δεδομένη η δυνατότητα για μια οποιαδήποτε αλλαγή μέσα από διαδικασίες συζήτησης, διαλόγου, επιλογής. Σήμερα όμως τις κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις θέλουν να τις υποβιβάσουν στο επίπεδο απλώς διαφορετικών απόψεων, μέσα από την εξύμνηση του διαλόγου, που δεν καταλήγει πουθενά παρά σε συναίνεση παθητική και φοβική.
Εξάλλου, είναι απόρροια της ουσίας της δημοκρατίας οι περιορισμός της δυνατότητας διαμόρφωσης της κυβερνητικής πολιτικής σε μια περιοδική εκλογή μεταξύ ανταγωνιζόμενων πολιτικών που μετέχουν στη λήψη των αποφάσεων. Με τη συγκυβέρνηση γίνεται προσπάθεια να εγκλωβιστεί σ’ αυτές και μόνο τις συγκεκριμένες πολιτικές ο λαός.
Σ’ αυτά τα πλαίσια όμως, ένα κίνημα μπορεί να μετατραπεί σε εξτρεμιστικό όχι από την έκταση της αλλαγής υπέρ της οποίας συνηγορεί, αλλά από την απόφαση του ότι οι συμβατικές δημοκρατικές διαδικασίες είναι αναποτελεσματικές για τους σκοπούς του, ότι επομένως πρέπει να εφαρμοστούν μέθοδοι οι οποίες υπερβαίνουν το δημοκρατικό πλαίσιο.
Πρέπει λοιπόν να ληφθεί υπόψη η δυνατότητα ότι κάθε δεδομένη ομάδα συμφερόντων ή τάξη θα εγκαταλείψει τις δημοκρατικές διαδικασίες, επειδή πιστεύει ότι θα είναι ανίκανη να επιτύχει τους στόχους της δημοκρατικά- αυτό μπορεί να γίνει και στις άρχουσες τάξεις και τις υποτελείς. Ποιος θα προλάβει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου