Την Κυριακή έχουμε
τον πρώτο γύρο των δημοτικών εκλογών. Οι ψηφοφόροι καλούνται να εκλέξουν τα
δημοτικά τους συμβούλια, δημάρχους και περιφερειάρχες. Κι ενώ και σε
τοπικό επίπεδο αναπτύσσεται ο ψηφοθηρικός
μηχανισμός κομματικής αναπαραγωγής,
κυρίως και πρωτίστως από τα πρώην και νυν κόμματα εξουσίας, διακηρύσσουν
οι περισσότεροι υποψήφιοι την ανεξαρτησία τους από αυτά, προβάλλοντας μια επίπλαστη
και υποκριτική απολιτικότητα. Παράδειγμα
ο Γ. Μπουτάρης που παρότι διαθέτει κομματική στήριξη (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ και
λοιπά κομματίδια ) περισσότερο προωθείται ως ανεξάρτητος υποψήφιος. Γι’
αυτό και μέσα από το ανθολόγιο των προεκλογικών λόγων των υποψηφίων θα
πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια για να ανιχνεύσουμε
κάποιες ελάχιστες εκδοχές με θέμα την
τοπική αυτοδιοίκηση και την πολιτική της διάμετρο, αφού τα σενάρια που κατά
κανόνα διακινούνται ή θα απομονώνουν τοπικά προβλήματα ή θα αναφέρονται γενικόλογα κι αόριστα στην κεντρική πολιτική σκηνή με έναν
επιφανειακό λόγο. Πολύ λίγη αναφορά πια γίνεται και για μορφές οργάνωσης της εξουσίες που διάφορα κινήματα προ κρίσης διακήρυτταν
πως επιδίωκαν μιλώντας για κοινοτική αυτοδιεύθυνση, αυτοδιαχείριση
ή αυτοκαθορισμό των αναγκών των πολιτών.
Μαζί με την ευμάρεια εξαϋλώθηκαν και οι
πομπώδεις υποσχέσεις για αλλαγή της κοινωνίας μέσα στον καπιταλισμό
με νησίδες αυτοδιαχείρισης, κοινοτισμού κλπ.
Φαίνεται πιο ξεκάθαρα τώρα ότι
καλούμαστε να εκλέξουμε εκείνες τις
γραφειοκρατικές ομάδες που εξουσιοδοτούνται από το καπιταλιστικό κράτος ν’ ασκήσουν τον έλεγχο σε τοπικό επίπεδο, στην
άμεση εμπειρία, για να πραγματώσουν την κρατική εξουσία στο πεδίο αναπαραγωγής.
Ετσι, αποφεύγοντας ο κυρίαρχος
λόγος το σκόπελο της σύγχρονης καπιταλιστικής διοικητικής οργάνωσης οι αναφορές
για την αυτοδιοίκηση σε σχέση μ’ αυτήν είναι αόριστες και νεφελώδεις, για να
είναι πιο συγκεχυμένες οι πολιτικές
τάσεις που διαγράφονται και οι πολιτικές
επιλογές και αξίες που εφάπτονται σ’
αυτές. Η σύγκρουση ανάμεσα στους υποψηφίους εμφανίζεται με όρους
ποσοτικούς σε ανάγκες γενικά παραδεκτές, με σημασίες αποδοτικότητας όπως
είναι συγκοινωνίες, σχολείο, πράσινο,
σκουπίδια κλπ. ενώ τα διακηρυγμένα αιτήματα ευθυγραμμίζονται στην Ελλάδα της
κρίσης με την οικονομική ανάπτυξη από τη
μια και την ασφάλεια από την άλλη, με επικέντρωση στην εξασφάλιση θέσεων
εργασίας, έστω και μονοψήφιων ωρών την εβδομάδα.
Αυτό που ζητείται από την
κεντρική εξουσία από περιφερειάρχες και δημάρχους είναι η προώθηση πολιτικών
επιλογών της κεντρικής πολιτικής σκηνής, αφού περιφέρειες και δήμοι λειτουργούν
στο πλαίσιο της κρατικής πολιτικής. Όσο λοιπόν δεν φαίνονται στον ορίζοντα πιθανές
και πιστευτές αλλαγές στον τρόπο άσκησης πολιτικής στα πλαίσια της καπιταλιστικής
διαχείρισης πολύ περισσότερο αυτό δεν μπορεί να συμβεί στη συγκεκριμένη μορφή της
που πηγάζει από τη φύση των προβλημάτων της τοπικής αυτοδιοίκησης, αφού οι αντικειμενικές
δυνατότητες είναι σίγουρα στενότατα περιορισμένες. Ισχνοί και σε μεγάλο
ποσοστό δεσμευμένοι από ανελαστικές δαπάνες προϋπολογισμοί, εξάρτηση από
χορηγήσεις κρατικές ή από πόρους που η κεντρική εξουσία έχει καθορίσει και η
τοπική αυτοδιοίκηση θα πρέπει σε ρόλο μεσάζοντα να εξασφαλίσει. Τα περιθώρια
λοιπόν είναι πολύ στενά για πρωτοβουλίες που μπορεί να προωθηθούν για τη
διάδοση μιας άλλης αντίληψης δημοτικής διαχείρισης που να προτείνει, να
μεθοδεύει και να πετυχαίνει τη συμμετοχή
του λαϊκού παράγοντα στην από κοινού
επεξεργασία της τοπικής
πολιτικής, που να βάζει την κινητοποίηση του λαϊκού δυναμικού βάση για μια νέα
πολιτική.
Η τοπική διοίκηση στη σύγχρονη καπιταλιστική οργάνωση αποτελεί
στην ουσία τμήμα του διοικητικού
μηχανισμού. Μέσα σ’ αυτό το πλέγμα το ζητούμενο των εκλογών, ιδιαίτερα
τώρα με το πρόγραμμα Καλλικράτης, περιορίζεται
από τη μια στο ποιες ομάδες θ’
αναλάβουν τη διαχείριση των επιμέρους
λειτουργιών του. Από την άλλη όμως στοχεύει με την ανακατανομή των διοικητικών θέσεων και στην εξισορρόπηση
κοινωνικών ομάδων εξουσίας που διεκδικούν
την είσοδο ή την άνοδο στην ιεραρχία του μπλοκ των αποφάσεων και της
διαχείρισης των ζητημάτων εθνικής
σημασίας. Οι αυτοδιοικητικές εκλογές είναι ευκαιρία για να
επιβληθούν οικονομικά συμφέροντα και ένα
πρώτο βήμα για να εκπροσωπούνται στους
ανώτερους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς,
στο μέτρο που μπορούν να πείσουν ότι οι δικές τους πολιτικές ανάγκες είναι
ανάγκες όλου του λαού ή μεγάλου τμήματος (παράδειγμα η υποψηφιότητα Γ. Μώραλη
με δημοτικό σύμβουλο τον Βαγγέλη Μαρινάκη με όχημα τους οπαδούς του Ολυμπιακού).
Άλλωστε, όταν κάποια πολιτική-κοινωνική ομάδα αντιπροσώπευσης καταλαμβάνει μια σειρά
θέσεων μέσα στη διοίκηση μπορεί να αποκτά
το πλεονέκτημα της συμμετοχής,
συνομιλίας και της δικής της αποδοχής
μέσα στα κέντρα αποφάσεων όμως είναι πολύ περιορισμένες έως μηδαμινές οι δυνατότητες επιβολής των δικών της επιλογών
όταν συγκρούονται με την κυρίαρχη πολιτική
καπιταλιστικής διαχείρισης. Γιατί
ακόμα κι αυτό το πλεονέκτημα οφείλει να
το επιβάλλει με όρους συναίνεσης μέσα από εκείνους τους θεσμούς που ευνοούν τις
διαδικασίες αναπαραγωγής του κεφαλαίου, ενώ την ίδια στιγμή στο βαθμό που
συμμετέχει στη διαχείριση γίνεται τμήμα του διοικητικού μηχανισμού, το οποίο θα
πρέπει να εξυπηρετεί. Η μορφή της αντίρρησης που μπορεί να αρθρώσει ξεκινώντας
από διοικητικές ανισορροπίες που ευνοούν ανισότητες μπορεί να προσλάβει
ιδεολογικοπολιτικό χαρακτήρα και να εκδηλωθεί
σε μια ποικιλία μορφών ανάλογα με τους γενικότερους προσανατολισμούς της
πολιτικο-κοινωνικής ομάδας και ανάλογα τα γενικότερα συμφέροντα με τα οποία
συνδέεται. Κι εδώ είναι το κομβικό σημείο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί η τοπική αυτοδιοίκηση
για σύγκρουση με τις πολιτικές επιλογές της κεντρικής πολιτικής σκηνής
διαπερνώντας τη και φτάνοντας έξω από αυτή περιλαμβάνοντας κι άλλες σφαίρες
δημόσιας ζωή και παίρνοντας χαρακτηριστικά πολιτικής κρίσης.
Αν λοιπόν υποστηρίζεται η ψήφος
στον κατά τόπους συνδυασμό της Λαϊκής Συσπείρωσης που στηρίζεται από το ΚΚΕ δεν
είναι γιατί αυτομάτως ως δια μαγείας θα λυθούν προβλήματα των υποτελών τάξεων έστω
σε τοπικό επίπεδο, αλλά για να εκδηλωθεί η άρνηση για νομιμοποίηση της μέχρι τώρα πολιτικής της εξαθλίωσης, για να στηθούν μεγαλύτερα εμπόδια μέσα από τα κατά τόπους
κρατικά όργανα να εφαρμοστεί η πολιτική της εξαθλίωσης, αφαιρώντας από την
κυρίαρχη τάξη πολιτική δύναμη, για να δημιουργηθούν προϋποθέσεις αφύπνισης
και αγωνιστικής κινητοποίησης των υποτελών τάξεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου