Εβδομήντα παρά ένα χρόνια από τη αιματοβαμμένη Κυριακή
του Δεκέμβρη του 1944. Τα Δεκεμβριανά,
δυο μήνες μετά την απελευθέρωση, θεωρείται το σημείο καμπής από την περίοδο της
κατοχής και της αντίστασης στην περίοδο
του εμφυλίου, σύμφωνα με το αφήγημα που παγιώθηκε στη μεταπολίτευση κι έχει
διαχωρίσει την αντίσταση από τον
εμφύλιο. Μας άρεσε και συνηθίσαμε να βλέπουμε τα δυο φαινόμενα –αντίσταση κι
εμφύλιο- σαν τη φωτεινή και σκοτεινή πλευρά του ελληνικού λαού. Μόνο που οι
συγκρούσεις ήδη είχαν αρχίσει μέσα στα χρόνια της κατοχής, συγκρούσεις που ήταν
αποτέλεσμα των ταξικών αντιθέσεων και συνεπαγόμενων πολιτικών και ιδεολογικών
αντιθέσεων, που είχαν συσσωρευτεί από το
μεσοπόλεμο. Με τη διάλυση του κράτους ξέσπασαν με σφοδρότητα και συνδέθηκαν με
την ιδεολογία της εθνικής απελευθέρωσης δίνοντας όμως διαφορετική σημασιοδότηση
σ’ αυτήν. Στο μετεμφυλιακό κράτος
ταυτίστηκε αντίσταση και εμφύλιος τόσο από τους νικητές του εμφυλίου όσο και
από τους ηττημένους, θεωρώντας οι μεν νικημένοι κομμουνιστές ότι ο εμφύλιος ήταν συνέχεια του
απελευθερωτικού αγώνα για δημοκρατία, ελευθερία,
μετασχηματισμό της κοινωνίας, ενώ οι νικητές διακηρύττοντας ότι η κομμουνιστική συνωμοσία
εναντίον του ελληνισμού είχε ήδη αρχίσει με την αντίσταση στην κατοχή την
διέγραφαν ή συκοφαντούσαν όταν δεν τη καταδίωκαν ή καταδίκαζαν και
δικαιολογώντας έτσι και τη συνεργασία με
τις δυνάμεις κατοχής. Επί εικοσιπέντε χρόνια ιδεολογικά και φυσικά γινόταν
προσπάθεια εξόντωσης όλων όσοι αγωνίστηκαν
στην κατοχή.
Κι ύστερα ήρθε η μεταπολίτευση που αφαίρεσε
κάθε πολιτική διάσταση στην αντίσταση και συσκότισε τα αίτια του εμφυλίου αποδίδοντάς
τον εξ ολοκλήρου στους ξένους και στην ανεπαρκή ηγεσία του ΚΚΕ με τα λάθη
του. Η κυρίαρχη εξουσία έγινε τώρα μεγάθυμη και αποδέχτηκε τους νικημένους του
εμφυλίου, αναγνωρίζοντάς τους την εθνική τους αντίσταση και μόνο. Όλα τα άλλα
ήταν λάθος. Ήταν λοιπόν πολύ εύκολο, με
βάση αυτό το ερμηνευτικό σχήμα, να
επιτευχθεί η συμφιλίωση στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ που εικονογραφήθηκε με τη χειραψία
του Μάρκου Βαφειάδη και του Τσακαλώτου. Και η δεκαετία του ’80 έληγε στην
Ευρώπη με την πτώση του τείχους και τη συγκυβέρνηση Δεξιάς και Αριστεράς στην
Ελλάδα.
Και στα
επόμενα είκοσι χρόνια αναγνωρίζαμε σαν λαός τον εαυτό μας μέσα στη φανταστική
ιστορία που ξαναγραφόταν και μας κατέστρεφε τη βαθιά αίσθηση δημοκρατικότητας
και αντίστασης που ο λαϊκός κόσμος είχε. Θέλαμε να αγνοούμε αυτά που ήταν πάντα κεντρικά στην συγκρότηση και την πορεία της κοινωνίας μας,
από τους εμφύλιους της επανάστασης ως το διχασμό του ’17 και τον εμφύλιο στη
δεκαετία του ’40, τις ταξικές αντιθέσεις και το ρόλο της χώρας ως μέρους
διεθνών προβλημάτων. Η ευμάρεια που επικράτησε συνοδεύτηκε από ιδεολογική ευτέλεια που μας κατέκλυσε, μας διαπότισε και ξεχάσαμε τις καταβολές μας, χάσαμε την αίσθηση της ιστορικότητάς
μας. Διαλυθήκαμε μέσα στο πνεύμα της ευκολίας που μας συνέπαιρνε όλους. Επιδίωξή μας η έλλειψη αντιπαραθέσεων, γιατί
έτσι τα πράγματα μπορούν να
οδηγηθούν σε κατάσταση κατευνασμού και συμφιλίωσης,
προς ωφέλεια όλων. Η πολιτική έγινε διαδικασία επικύρωσης των επιταγών της αγοράς.
Κι
αυτός ο δρόμος δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στα υψωμένα χέρια που ζητιανεύουν
λίγα τρόφιμα, είτε στα φιλανθρωπικά παζάρια είτε στα διάφορα κοινωνικά
παντοπωλεία, στα δικαστήρια για να βγουν αποφάσεις αντισυνταγματικότητας των
νόμων που περικόπτουν μισθούς και συντάξεις και ποτέ δεν εφαρμόζονται.
Οι
ριζικές αλλαγές, που η καθημερινότητα όπως διαμορφώθηκε την τελευταία εικοσαετία
προκάλεσε στον κοινωνικό ιστό και το πολιτικό τοπίο της χώρας, είναι εκείνες που σημαδεύουν τη συμπεριφορά μας στα χρόνια που ακολουθούν μέχρι και το
μνημόνιο. Με υπόβαθρο αυτήν την καθημερινότητα, που οι πολιτικές επιλογές των
τελευταίων και προηγούμενων χρόνων καθόρισε,
τα επαχθή διλήμματα που θέτει η οικονομική
επιδείνωση πολλών και η ανέχεια
περισσότερων απαντώνται με δράσεις
διαφορετικής ποιότητας, έντασης, διάρκειας και μαζικότητας.
ΟΙ
απολυμένοι σχολικοί φύλακες και καθαρίστριες επιμένουν στις κινητοποιήσεις τους
με την κυβέρνηση να τους εκφοβίζει μέσω των κατασταλτικών μηχανισμών της που
κάνουν επίδειξη δύναμης όπως στα χθεσινά επεισόδια. Οι διοικητικοί υπάλληλοι συνεχίζουν την
απεργία τους, το ίδιο και οι γιατροί του ΕΟΠΥΥ. Σαν να είναι τα προβλήματα
διαφορετικά, το ίδιο δρόμο παίρνει κάθε κοινωνική ομάδα μονάχη, γιατί δεν τις ενώνει το κοινό όραμα
μετασχηματισμού της κοινωνίας, όπως στη δεκαετία του '40. Το οικονομικό πλαίσιο που αρθρώνεται γύρω από την πολιτική και τα μέτρα
λιτότητας μπορεί να γεννά το αίσθημα της
αδικίας εξαιτίας της άδικης κατανομής του, όμως μοιάζει ακόμα να αποτελεί και μια πειστική διέξοδο επιβίωσης και
συμμετοχής στην οικονομική διαδικασία. Περισσότερο μάλιστα οι εργαζόμενοι μεσοαστοί που πλήττονται συνεχίζουν
ν’ απαιτούν κατοχύρωση της θέσης που
έχουν κατακτήσει ελπίζοντας να ξεπεράσουν την κρίση που πιστεύουν για
μεταβατικό στάδιο. Από την άλλη, η καθημερινή εξάρτηση των εξαθλιωμένων από την
ελεημοσύνη, την καλή διάθεση των
κυβερνητικών ή άλλων οργανισμών, ο εξοστρακισμός τους από την αγορά εργασίας, όλα αυτά θέλουν να κάνουν αόρατες τις μεγάλες μάζες των εξαθλιωμένων
ανέργων ή μεροκαματιάρηδων, που μπορεί να γίνουν πραγματικά επικίνδυνοι.
Γι’
αυτό και η αναφορά στη δεκαετία του ’40 δεν είναι ακόμα μόνο ιστορική. Το τι έγινε τότε
καθορίζει σε ευθεία γραμμή εν πολλοίς
την πορεία μας μέχρι σήμερα. Είκοσι χρόνια διώξεων, επτά χρόνια δικτατορίας, και
μια εικοσαετία που εκμηδένισε κάθε
αντιστασιακό πνεύμα στο όνομα της συναίνεσης και της νίκης του καπιταλισμού, που εξασφάλιζε την ευμάρεια, ήταν φυσικό να
τσακίσει τις υποτελείς τάξεις,, που στερήθηκαν πηγές έμπνευσης κι έμειναν έτσι χωρίς
εστία και πίστη, μ΄ ένα ταξικό κράτος που το πίστεψαν για κοινωνικό και τώρα
γνωρίζουν σ΄ όλο το μεγαλείο του τον κατασταλτικό του χαρακτήρα.
Τα κληροδοτήματα της αντίστασης στον
ιδεολογικό και τον πολιτικό τομέα καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια να μην έχουν ισχύ, ενώ το ΚΚΕ στη σκέψη πολλών είναι μια περιθωριακή απολιθωμένη πολιτική δύναμη. Ελάχιστο ακόμα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας νιώθει κοντά στις
κομμουνιστικές προοπτικές. Η ιδεολογική και πολιτική ακτινοβολία των αγώνων του
’40 έχουν ξεθωριάσει, μοιάζουν να έχουν εξοστρακιστεί
από τη συλλογική μνήμη στο μύθο και
δεν φαίνεται να μπορούν να κινητοποιήσουν
τους ανθρώπους προς την κατεύθυνση της
ευθείας σύγκρουσης, δηλ. να οπλιστούν με αποφασιστικότητα για να αναμετρηθούν
με την κυρίαρχη εξουσία, για την ανατροπή της,
Όλα θα τα κρίνει ένας νέος συσχετισμός δυνάμεων
ο οποίος πρέπει να διαμορφωθεί. Γι’ αυτό και υποστηρίζεται η ισχύς του ΚΚΕ, για
να διεκδικήσει εκ νέου η εργατική τάξη το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου