Τις τελευταίες ημέρες τα επεισόδια μεταξύ μελών και βουλευτών της
Χρυσής Αυγής από τη μία και πολιτών από την άλλη που σημειώθηκαν έξω από το
θέατρο «Χυτήριο» για την παράσταση «Corpus Christi» καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της ειδησεογραφίας, δίνοντας
την ευκαιρία στα ΜΜΕ για διακριτή
οριοθέτηση προοδευτικού – συντηρητικού, που ταυτίζεται με το φασιστικό, με σημείο αιχμής την ελευθερία της έκφρασης.
Έτσι, κι εκείνη η αριστερά (ΔΗΜΑΡ) που προσυπογράφει την εξαθλίωσή μας ή υπόσχεται (ΣΥΡΙΖΑ) τον εξωραϊσμό της, βρίσκει
επιτέλους ένα πεδίο να αναδείξει την
προοδευτικότητά της αγωνιζόμενη για την
ελευθερία της έκφρασης. Στο σημείο αυτό όλες οι φωνές του κυρίαρχου λόγου συγκλίνουν- όλες αντίθετες σε κάθε είδους λογοκρισία, μια
φανερή μορφή καταπίεσης, σε αντιδιαστολή με τη φασιστική αντίληψη.
Μόνο που αυτό δε σημαίνει και τοποθέτηση υπέρ της
ελευθερίας της έκφρασης, εφόσον η ελευθερία της έκφρασης δεν υπάρχει
αφηρημένα, γιατί σε μια ταξική κοινωνία
κι αυτή έχει ταξικό χαρακτήρα. Επομένως
ελευθερία της έκφρασης σημαίνει την ελευθερία έκφρασης της εκάστοτε άρχουσας τάξης. Σε τελευταία ανάλυση, ή
έννοια της περιβόητης ελευθερίας της έκφρασης, έτσι όπως παρουσιάζεται από τους
φιλελεύθερους αστούς, κυρίως περιορίζεται στη δυνατότητα του καθένα να μιλά
και να γράφει ελεύθερα και στην
καλύτερη περίπτωση τελευταία περιλαμβάνει ακόμα
και τη δυνατότητα επηρεασμού του κοινού με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η
οποία συνεχίζει όμως να είναι περιθωριακή και περιορισμένη, παρά τη διόγκωση της επιρροής που τελευταία της απέδωσε ο κυρίαρχος λόγος, (οργάνωση κινήματος των αγανακτισμένων, ή της αραβικής
άνοιξη κλπ.) ως άλλοθι περισσότερο για
τη δική του κυριαρχία μέσα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, που βρίσκονται
βέβαια στα χέρια της άρχουσας τάξης. Έχοντας
λοιπόν τη δυνατότητα χειραγώγησής μας και θεσμοθέτησης των ορίων της ελευθερίας
έκφρασης, η κυρίαρχη τάξη είναι πολύ πιο εύκολο να
επιτρέψει και τη δυνατότητα επηρεασμού του κοινού όταν έχει εξασφαλίσει, με
διάφορους τρόπους, ότι αυτός που
εκφράζεται ελεύθερα υπηρετεί την ιδεολογία της ή τουλάχιστον η ίδια μπορεί
να ιδιοποιηθεί τη δική του.
Ακόμα
περισσότερο, όταν η αντιπαράθεση για την ελευθερία της έκφρασης εφαρμόζεται σε παρωχημένες μορφές κοινωνικής σύγκρουσης, αυτές που αφορούν
θρησκευτικά θέματα και που πια κανένα ρήγμα στη σημερινή κυρίαρχη τάξη πραγμάτων δεν μπορούν να
επιφέρουν, είναι εύκολο να καμουφλαριστεί ο κυρίαρχος λόγος σε αριστερό,
μεταφέροντας τη σύγκρουση σε ανώδυνα γι’ αυτόν πεδία. Μοιάζουν σαν όλες αυτές
οι αντιδράσεις, αλλά και το ίδιο το έργο με το θέμα του, να διαπλέκονται σε μια δραστηριότητα παιχνιδιού, όπου οι μεν θεατές και
υπερασπιστές του έργου θεωρούν έως και επαναστατική πράξη την
κριτική για τμήμα του εποικοδομήματος της κοινωνίας που έχει πια
περιορισμένη δυναμική, οι δε κατήγοροί
του ότι υπερασπίζονται μια πίστη που δεσμεύει σε παλιές συγκρούσεις, αλλά έχει
μεγάλο ακροατήριο.
Και τα
καλλιτεχνικά έργα όμως και οι
αντιδράσεις που αυτά προκαλούν αποτελούν τελικά μια πολιτική δήλωση. Είτε είναι
σύμφωνα με τις κυρίαρχες αντιλήψεις της κοινωνίας είτε έρχονται σε καθαρή αντίθεση μ’ αυτές, σίγουρα όμως δεν μπορούν να
δραπετεύσουν από τις περιρρέουσες πολιτικοκοινωνικές
συνθήκες. Ακόμα κι αν κάποια έργα δίνουν την εντύπωση ότι εκφράζουν κάποιες εσωτερικές αντιφάσεις ή
συγκρούσεις της κοινωνίας στην πραγματικότητα μπορεί να μην είναι παρά διακόσμηση καθιερωμένων αντιλήψεων
και αποδεκτών συμπεριφορών, χωρίς κάποιο ειδικό βάρος, και χωρίς να προσφέρουν
μια βαθύτερη κατανόηση για την εσωτερική δομή της κοινωνίας. Μοιάζουν
λοιπόν οι συγκρούσεις για το επίμαχο θεατρικό έργο κι
ίσως και το ίδιο το έργο, σ’ αυτά τα
όρια να κινούνται. Άλλωστε, στην πραγματικότητα, οι προοδευτικοί, που
υπερασπίζονται την ανεκτικότητα του συστήματος, έχοντας προ πολλού εγκαταλείψει κάθε αίτημα και επαναστατική προοπτική, κηρύττοντας την ανακωχή μαζί του για χάρη της δυνατότητας προσωπικής απελευθέρωσης, προσφέρουν αυταπάτες και εφησυχασμό. Και οι φασίστες,
που παρουσιάζονται υπερασπιστές αξιών,
υποκαθιστώντας η συμπληρώνοντας με τη
δράση τους κρατικές λειτουργίες, διαφημίζουν την ά- λογη δύναμή τους, που τη στεριώνουν στις χιλιάδες δειλίες, οι
οποίες επειδή κατάπιαν όλες τις ταπεινώσεις
ψάχνουν τη δύναμη που θα τους λυτρώσει. Μοιάζουν να συγκρούονται, αφήνοντας στο
απυρόβλητο το ίδιο το πολιτικοοικονομικό σύστημα, με τα αδιέξοδά του που εξαθλιώνουν τις
υποτελείς τάξεις.
Τελικά, κάτι οι φωνές των μακάριων στον καταναλωτικό
προοδευτισμό τους αριστερών, κάτι οι φωνές των μπράβων του συστήματος με τις σιδερένιες
γροθιές, όλο και ελπίζει και εύχεται το πολιτικό σύστημα πως θα τα καταφέρει να
αμβλυνθούν προοδευτικά οι κοινωνικές αντιδράσεις, αναδεικνύοντας μέσα από τη σύγκρουση
προοδευτικού – συντηρητικού με παλιούς όρους, νέες κοινωνικές ισορροπίες, που όμως
μοιάζουν τόσο με νεκρανάσταση παλιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου