Ο Δημ. Τζιόβας στο «ΒΗΜΑ» της Κυριακής επισημαίνει ότι «η σοβαρή κουλτούρα της Μεταπολίτευσης δεν
παρακολούθησε τις αλλαγές ούτε συνέβαλε όσο θα έπρεπε στον θεσμικό εκσυγχρονισμό της χώρας, προωθώντας νέες
ιδέες και αντιλήψεις, γιατί όντας παγιδευμένη στην αναθεώρηση του παρελθόντος διαμορφώθηκε
περισσότερο ως αντίδραση παρά ως
εναλλακτική πρόταση», ενώ αναζητεί
κι αυτός τα βαθύτερα αίτια της σημερινής κρίσης όχι αποκλειστικά στο χώρο της οικονομίας
«αλλά και στην αναντιστοιχία ανάμεσα
στην αλλαγή του τρόπου ζωής που έκανε
άλματα τα τελευταία χρόνια και την
κουλτούρα ως νοοτροπικό διακύβευμα που πάλευε διαρκώς με τα είδωλα του
παρελθόντος και δεν λειτούργησε ως εκσυγχρονιστικός μηχανισμός».
Παρατηρεί
κανείς ότι για πολλοστή φορά οι διανοούμενοι εντοπίζουν την κρίση στο εποικοδόμημα της μεταπολιτευτικής κοινωνίας
μεταθέτοντας έτσι και τον προβληματισμό, αλλά και τον όποιο αγώνα για αλλαγή της
στις ιδέες, αποσιωπώντας τις αιτίες γέννησης αυτών των συγκεκριμένων ιδεών, που
τώρα καταγγέλλουν. Είναι μάλιστα απορίας άξιον πώς υπερβάλλουν τη σημασία των
γλωσσικών σημάτων ή ιδεολογιών για την
αποκωδικοποίηση και ερμηνεία του ιστορικού
γίγνεσθαι σε βάρος του οικονομικού παράγοντα, δηλ. σε βάρος του τρόπου
με τον οποίο οι άνθρωποι σε κάθε εποχή λύνουν το ζήτημα της υλικής τους ζωής, των παραγωγικών δυνάμεων που χρησιμοποιούν γι’ αυτό
και των σχέσεων που απορρέουν απ’
αυτές. Σχεδόν παρατηρείται μια εμμονή στην προσπάθεια να εξαλειφθεί η αποφασιστική
επιρροή του οικονομικού παράγοντα στο
σχηματισμό και την εξέλιξη του μαζικού κοινωνικού φαινομένου, ίσως εξαιτίας της
απροθυμίας τους να κρίνουν το ίδιο το κυρίαρχο καπιταλιστικό σύστημα. Οι
όποιες μάλιστα παρατηρήσεις τους αποφεύγουν να είναι απόλυτες και επιμένουν να
είναι λεπτές σε αποχρώσεις, που σημαίνει ότι μάλλον είναι απρόθυμοι να πάρουν
θέση. Όλο το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι η κουλτούρα της μεταπολίτευσης
«μηρύκαζε το παρελθόν και ελάχιστα
διεκδικούσε το μέλλον προτείνοντας
μεταρρυθμίσεις». Παντού οι μαγικές λέξεις, μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμός.
Στο
μεσοπόλεμο όμως και στην μετεμφυλιακή
εποχή υπήρχε σαφής διαχωρισμός στους διανοούμενους, -συγγραφείς, πανεπιστημιακούς κλπ. - ανάμεσα
σε προοδευτικούς και συντηρητικούς ή
αντιδραστικούς, που αφετηρία είχε τη στάση τους απέναντι στην καθεστηκυία τάξη και το μετασχηματισμό της. Η διάκριση αριστερών και δεξιών δεν ήταν χωρίς
νόημα. Σηματοδοτούσε μια παράδοση που ήθελε
τη συνείδηση ενός μεγάλου κομματιού του πνευματικού κόσμου συντονισμένη απόλυτα
με τα επαναστατικά οράματα. Με τη χούντα
η διάσταση αυτή αρχίζει να αμβλύνεται, η ριζική αμφισβήτηση του κοινωνικού
συστήματος περιορίζεται στην απόρριψη του χουντικού καθεστώτος, με αποτέλεσμα
να προκύψει μια κατάσταση που όλοι οι διανοούμενοι, οι οποίοι απλώς δεν συνεργάστηκαν
με τη χούντα, να θεωρούνται οι προοδευτικοί που μεταπολιτευτικά κυριάρχησαν στο
πνευματικό στερέωμα του ελλαδικού χώρου. Μ’ αυτόν τον τρόπο μεταπολιτευτικά κάμφθηκε η οποιαδήποτε
ιδεολογική σύγκρουση με την καθεστηκυία τάξη και διαμορφώθηκε ένα περιβάλλον
αποχρωματισμένο ιδεολογικά, που οδήγησε τελικά σε μια συνειδητή ή ασυναίσθητη υποστήριξη των θέσεων της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αυτή η απολιτικοποίηση βέβαια δεν
είναι ανεξάρτητη από την ύφεση που παρουσιάστηκε στο λαϊκό κίνημα μετά ιδίως την «αλλαγή» του ΠΑΣΟΚ. Η
υποχώρηση των μεγάλων οραμάτων εγγράφεται στη δράση και των διανοούμενων, που υπερασπίστηκαν
την απολιτικοποίησή τους με το σκεπτικό ότι ούτε και στις μεγάλες ταξικές
συγκρούσεις δεν επιτρέπεται να
λειτουργούν ως απλοί στρατιώτες, πόσο μάλλον σε περιόδους σταθεροποίησης ενός συναινετικού
πολιτικού περιβάλλοντος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μεταπολίτευση, για τους περισσότερους
διανοούμενους στάθηκε αρκετή για να αποτελειώσουν την όποια αντίστασή τους και να γίνουν οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της αστικής
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας Το αποτέλεσμα όμως αυτής της στάσης οδήγησε τους περισσότερους
να μη μπορούν να διακρίνουν ούτε τις νέες ανάγκες ούτε τις νέες ευαισθησίες που
αναπτύσσονταν στο ελλαδικό κοινωνικοπολιτικό
σύμπαν, όχι μόνο παλιότερα, όταν
βρίσκονταν σε εμβρυική κατάσταση, αλλά
ούτε και τώρα.
Την
τελευταία λοιπόν τριακονταετία οι
τεράστιες κοινωνικές διαφοροποιήσεις με την πολιτική εξουσία του ΠΑΣΟΚ
ενσωμάτωσαν την πλειοψηφία από τους πρώην κατατρεγμένους εκφραστές των επαναστατικών
οραμάτων των υποτελών τάξεων στην καθεστηκυία τάξη και μετέτρεπαν εφεξής τους
περισσότερους σε προνομιούχους υπαλλήλους
του κράτους που τολμούσε πια να καταναλώνει την προοδευτική κουλτούρα
αλλοτινών εποχών κάνοντάς τη άλλοθι προοδευτικότητας. Μ’ αυτόν τον τρόπο και η κυρίαρχη ιδεολογία εμβολιάστηκε
με στοιχεία … επαναστατικότητας άλλων εποχών που την έκαναν πιο πειστική και
αποτελεσματική. Έτσι σχεδόν πια από το σύνολο της διανόησης λείπουν βασικές προϋποθέσεις,
ταξικές, διανοητικές, συναισθηματικές κλπ και ερεθίσματα, πέρα από την
καταξίωση του όποιου έργου τους, για να δουν και να ερμηνεύσουν τον κόσμο όχι
με τα μάτια της εξουσίας. Το πολύ πολύ να επισημαίνουν την αντίφαση που
υπάρχει ανάμεσα στην αστική ιδεολογία
και το αστικό καθεστώς, που φυσικά δεν αμφισβητούν, αλλά το
περισσότερο στο οποίο στοχεύουν είναι η άρση αυτής της αντίφασης. Οι περισσότεροι στην πραγματικότητα κατέληξαν
να γίνουν φιλήσυχοι υμνογράφοι του
αστικού καθεστώτος. Η ισχνότητα των
μηνυμάτων που εξέπεμπαν και εκπέμπουν
δεν αντέχουν πια στη δική μας εποχή, εποχή για μεγάλους κοινωνικούς
οραματισμούς. Η όποια επαναστατικότητά τους
περιοριζόταν σε αιτήματα για απελευθέρωση των ηθών, της γλώσσας, του τρόπου
ντυσίματος και συμπεριφοράς, εκσυγχρονισμό θεσμών κλπ. ομοιώματα μικροεξεγέρσεων που συντελούνταν μόνο ρηματικά…
Το αποτέλεσμα
είναι, τώρα, οι περισσότεροι διανοούμενοι σε μια τέτοια εποχή έντονης σύγκρουσης να
συνεχίζουν να είναι άξιοι και γνήσιοι εκφραστές της καθεστηκυίας τάξης, που ο
λόγος τους κυρίως αποπροσανατολίζει και ενσπείρει ηττοπάθεια.
Άξιος ο μισθός τους;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου