Στο ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ, με αφορμή
το ρητορικό ερώτημα «Οι έλληνες στα όρια;» αναπτύσσουν τις θέσεις τους για την
ελληνική κοινωνία του σήμερα οι Τσαλίκογλου,
Λιάκος, Γιατρομανωλάκης με κείμενα που ερμηνεύουν επιλεκτικά την
κοινωνικοοικονομική κατάσταση στην Ελλάδα και τις συνέπειές της.
Η Φ.
Τσαλίκογλου έχοντας πυρήνα της ερμηνευτικής οπτικής της τον ψυχολογικό παράγοντα, καταλήγει με μια μεταφυσική αισιοδοξία που στηρίζεται στην ύπαρξη της σκέψης και του έρωτα, που κανείς δεν μπορεί να μας … πάρει.
Ο Α. Λιάκος εμπλουτίζοντας την
ευθύγραμμη αντίληψη της ιστορίας με … στροφές, όπου οι αποτυχημένες χώρες
πετάγονται έξω και γκρεμίζονται, τελειώνει το άρθρο του με
προτροπή για αναζήτηση, μέσω συζήτησης,
θύρας εξόδου για να μη γίνουμε « το πρώτο
αποτυχημένο κράτος αυτής της νέας ιστορικής στροφή»
Ο Γ. Γιατρομανωλάκης με αφετηρία τη ρήση
του Θουκυδίδη για τον πόλεμο σαν δάσκαλο της βιαιότητας, συνδέει την κοινωνική
ηθική με την οικονομία, για να υποδείξει
στο τέλος ως σωτηρία «την πατριωτικού
τύπου αυτοσυνειδησία» και την αγαθή παιδεία ως την έξοδο κινδύνου.
Δυο χρόνια τώρα, αναζητά κανείς μια σκέψη, ένα όραμα που να απευθύνεται και να
εμψυχώνει πραγματικούς ανθρώπους των υποτελών τάξεων, που να προτείνει
ερμηνευτικά σχήματα για κατανόηση αυτής της
πραγματικότητας, χωρίς να την ανακηρύσσει, έστω και υπογείως, σε αξεπέραστη, και
αντί γι’ αυτό πνιγήκαμε στις αοριστίες, διαπιστώσεις, τα
ευχολόγια, τις παραμυθίες. Τι λένε και
οι τρεις και όχι μόνο αυτοί; Μας προτείνουν τρόπους διαφυγής από ένα κοινωνικό πεπρωμένο που είναι τυφλό και αναπότρεπτο,
σαν φυσικό φαινόμενο, μέσα από τον έρωτα, την παιδεία που κάποια στιγμή θα
αποδώσει καρπούς, τη συζήτηση, αν είμαστε αποτυχημένη χώρα, που θα ανοίξει τη θύρα
εξόδου από την κρίση. Ολα θέμα διαχείρισης, με μια χροιά μεταφυσική.
Κανένα όραμα, αντίθετα, έχουμε πια μόνο διάλυση κάθε οράματος, με τη
μετατροπή του σε απλό μαθηματικό σύνολο
επιμέρους ζητημάτων, που η επίλυσή τους θα επιτρέψει την προοδευτική
σταθεροποίηση της οικονομίας, η οποία είναι και ο μοναδικός σκοπός της μικρομεσαίας
τάξης και η διανόηση σπεύδει να
καταξιώσει.
Μικροαστοί και μεσοαστοί, παραδέρνουμε χωρίς
μπούσουλα, δύσπιστοι, και εν πολλοίς
αρνητικοί, στο απαξιωμένο, από το μεγαλύτερο μέρος της διανόησης, όραμα μιας κομμουνιστικής κοινωνίας, το μόνο ζωντανό όραμα.
Και αυτοί που περιλαμβάνονται στην κάστα των διανοουμένων αποχτούν τις πνευματικές της ανάγκες, το πάθος της για
τη λογική, την περηφάνια του εκλεκτού
ακόμα κι αν κουρελιάστηκε εκατό φορές, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά σ’
όλη την Ευρώπη.
Σχεδόν όλοι οι διανοούμενοι θέλουν να δίνουν την εντύπωση
είτε του μεγαλόψυχου είτε του αντικειμενικού και δίνουν στη σκέψη τους μια προνομιακή θέση, που
βέβαια, συνηθέστατα είναι ολότελα βολική γι’… αυτούς. Σκέφτονται κάτι κι αυτό
είναι το παν, ο κόσμος μπορεί να δρα γύρω τους. Αυτοί μόνο κοιτούν και
σκέφτονται, κι όσο ευρύτερο είναι το πεδίο της σκέψης τους, τόσο πιο ασήμαντος φαίνεται ο κόσμος που δρα. Ακόμα κι αν δεν φτάνουν στο σημείο να αδιαφορούν για τα βάσανα του
κόσμου και τις αδιέξοδες προσπάθειές του, ελάχιστα συμμετέχουν σ΄ αυτές. Απορρίπτουν αποφασιστικά, από τη δική
τους πλευρά, το συγχρωτισμό με τους χιλιάδες εξαθλιωμένους, με ένα είδος
αριστοκρατικής περιφρόνησης. Κι επιμένουν στην ανακήρυξη αυτού του κόσμου σαν
του καλύτερου.
Ανάμεσά τους δεν λείπουν κι αυτοί που βλέπουν την κατάσταση με καθαρότητα, ακόμα ίσως
να βλέπουν και τι πρέπει να κάνουν. Μα, οι περισσότεροι, προκειμένου να το κάνουν δε
θα σαλέψουν ούτε την άκρη από το μικρό
τους δαχτυλάκι. Άλλοι γιατί η πονηρή και δειλή τους σύνεση, σαν καλών υπαλλήλων,
δυσπιστεί σε ό,τι θα μπορεί να ταράξει την ξεγνοιασιά τους, τον κοιμισμένο
δρόμο τους, το μικρό τους μαραθώνιο,
προς τις τιμές και τους μισθούς. Άλλοι, αυτοί που είναι ανεβασμένοι πιο ψηλά δεν έχουν πια κανένα όφελος για να το κουνήσουν, ενώ άλλοι, γιατί λιγότερο ή περισσότερο ασυνείδητα,
φοβούνται την όποια ανατροπή. Οι συνήθειές τους, συνήθειες
αποκαταστημένων αστών, θα μπορούσαν στην
ανάγκη να παραδεχτούν μια τάξη διαφορετική
από αυτή, όπου είναι καλοκαθισμένοι, αλλά δε θα ανέχονταν την ιδέα της
ανατροπής που θα αναστάτωνε τα … έπιπλα και τα χαρτιά τους. Η ανατροπή, ακόμα και την
επανάσταση πόσοι δεν την επικαλούνται, τους αρέσει μόνο ύστερα από εκατό χρόνια, όταν όλα πια θα
έχουν ταχτοποιηθεί.
Φοβούνται να αλλάξουν σπίτι, ακόμα κι όταν ξέρουν πως η παλιά τους παράγκα είναι
καταδικασμένη. Γιατί πολλοί από αυτούς το ξέρουν. Ίσως όμως να λένε
με τον εαυτό τους , για να αποδιώξουν την οδυνηρή εικόνα, την αναπόφευκτη
εκπόρθηση του καταφυγίου τους, πως θα διαρκέσει η παράγκα όσο και αυτοί.
Οι διανοούμενοι, δεν μπορούν πια να παίξουν άλλο αποφασιστικό ρόλο παρά μόνο για να
δικαιώσουν το κοινωνικό status quo.
Ο παλιός ριζοσπαστισμός πολλών απ’ αυτών
είχε ελάχιστα βαθιές ρίζες. Οφειλόταν κυρίως στο φόβο του μετεμφυλιακού κράτους να τους ενσωματώσει
στη κοινωνία όπως διαμορφωνόταν και
στηριζόταν αφενός στον απόλυτο αποκλεισμό των ηττημένων και αφετέρου στην
παροδική, όπως αποδείχτηκε, ανικανότητα της αστικής κοινωνίας να εξασφαλίσει
αρκετές θέσεις ανάλογης περιωπής στους μορφωμένους
της, χωρίς να απαιτεί την πλήρη υποταγή τους. Μετά τη μεταπολίτευση δίνονταν
άφθονες δυνατότητες να αναδειχτούν, ιδιαίτερα καθώς η απόσυρση και ταυτόχρονα απαξίωση της προδικτατορικής
διανόησης άφηνε πολύ χώρο στους νέους
διανοούμενους, που ενστερνίζονταν έναν δημοκρατικό ριζοσπαστισμό, ο οποίος
ταυτίζονταν με εκείνον που αναδείχτηκε
στην Ευρώπη τον Μάιο του 1968. Πλημμύρισε η πολιτική και η διανόηση από
αριστερούς που κατέληξαν πια να συνωστίζονται στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ, έτοιμοι
να προσφέρουν εναλλακτικές λύσεις στο
σύστημα μόλις χρεοκοπήσουν οι παρούσες.
Όλοι αυτοί οι ριζοσπάστες
διανοούμενοι, που η πλειοψηφία τους δήλωναν ακροαριστεροί και επαναστάτες στα
νιάτα τους, κατά την περίοδο της ευημερίας,
ολοκλήρωσαν το παραδεκτό βιογραφικό πρότυπο των νεαρών μικροαστών ή μεσοαστών που επιδίδονται σε πολιτικές ακρότητες στα
νιάτα τους, πριν κατασταλάξουν στα ώριμα χρόνια τους να δικαιώσουν το πολιτικό
σύστημα που τους ενσωμάτωσε. Έτσι, στην
εποχή της κρίσης, οι περισσότεροι απ’ αυτούς
εκδηλώνουν την τάση να καταφύγουν σε
ρητορείες, παρασυρμένοι από αγάπη για τιμές, πλούτη και κοινωνική καταξίωση.
Στην πραγματικότητα, δεν άλλαξαν παράταξη. Αμφιταλαντεύονταν πάντα, χωρίς ποτέ
να τολμήσουν, οι περισσότεροι, να πάρουν θέση, περιμένοντας το νικητή. Συμβάλλουν για να
διαμορφώσουν το πολιτικό, οικονομικό, θεσμικό καθεστώς της παραγωγής της αλήθειας της κυρίαρχης τάξης, που όλοι εμείς θα την πιστέψουμε για να
εγκλωβιστούμε. Μέχρι πότε;
2 σχόλια:
Όλοι αυτοί οι επώνυμοι που ανέφερες, καθώς και οι ανώνυμοι που όμως σαφώς περιέγραψες, δεν είναι διανοούμενοι!... Ίσως θα μπορούσες να τους πεις κατά συνθήκην διανοούμενους!... Τους πραγματικούς διανοούμενους δεν είναι εύκολο να τους γνωρίσεις γιατί δεν ασχολείται μ' αυτούς η δημοσιότητα. Μπορείς να γνωρίσεις μόνο κάποιες λογοδυναμικές τους ή κάποια διανοήματά τους ακούγοντάς τα κυρίως από στόματα άσημων ανθρώπων του λαού...
Διανοούμενοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν κυρίως εκείνοι που οι κοινωνικές συνθήκες τους δίνουν τη δυνατότητα να ασκούν μια κυρίως πνευματική λειτουργία. Βασικά δεν αποτελούν μια ξεχωριστή κοινωνική τάξη, αλλά κάθε τάξη έχει τους δικούς της διανοούμενους. Οι διανοούμενοι της κυρίαρχης τάξης επεξεργάζονται την ηγεμονία της και εξασφαλίζουν τη συναίνεση μέσω της πειθούς και διαπαιδαγώγησης. Με όλα αυτά τα άρθρα, τις πολιτικοοικονομικές αναλύσεις αυτό επιδιώκεται. Δυστυχώς διανοούμενοι που να προβάλλουν τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων και να τις βοηθούν να αποκτήσουν συνείδηση της αποστολής τους στο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό πεδίο στις μέρες είναι λίγοι και ακόμα λιγότεροι, έχεις δίκιο, αυτών που η φωνή ακούγεται.
Δημοσίευση σχολίου