Η μεταπολίτευση ξεκίνησε με τη σκιά του φόβου για επιστροφή της δικτατορίας και τελειώνει με τον πραγματικό φόβο της ολοκληρωτικής οικονομικής κατάρρευσης της κοινωνίας.
Ο φόβος στην αρχή της μεταπολίτευσης συμπυκνώθηκε στο δίλημμα του Θεοδωράκη «Καραμανλής ή τανκς», ο φόβος στο τέλος αυτής της εποχής συμπυκνώθηκε στο δίλημμα όλης της κυρίαρχης πολιτικοκοινωνικής τάξης «μνημόνιο ή χρεωκοπία». Ούτε τότε ούτε τώρα ο λαός στο σύνολό του αποφάσιζε, αλλά λειτουργούσε μάλλον σαν θεατής που του έχει δοθεί το προνόμιο να εκφράζει τα συναισθήματά του ελεύθερα. Ένας άκρατος ενθουσιασμός χαρακτήριζε τις εκδηλώσεις του τότε, μια σιωπηλή κατάθλιψη τις εκδηλώσεις του σήμερα. Κι ανάμεσα στα δυο αυτά όρια προσπάθειες μεγάλων τμημάτων του λαού να δραστηριοποιηθούν, να διεκδικήσουν, να αντιδράσουν και να αγωνιστούν.
Ο αντιδικτατορικός αγώνας που συνεχίστηκε και μετά τη μεταπολίτευση ποτέ δεν αναγνωρίστηκε και έσβησε στη σιωπή και απαξίωση. Η πλειοψηφία της κυρίαρχης εξουσίας αποδέχτηκε και επιδοκίμασε πολιτικές δυνάμεις που δεν ήταν πια παράγοντες αναταραχής κι ανατροπής του συστήματος, αλλά είχαν γίνει παράγοντες σταθεροποίησής του ( όρα τα αριστερά κόμματα). Ένας λαός κουρασμένος από τις δεκαετίες καταδίωξης και περιθωριοποίησης ενός μεγάλου τμήματός του, ένιωσε πως με τη μεταπολίτευση ήρθε ή ώρα του να διαμορφώσει και να συμμετάσχει κι αυτός στην πολιτικοκοινωνική κατάσταση.
Στα πρώτα χρόνια μετά τη δικτατορία ο Καραμανλής, με επιδέξιες ομολογουμένως κινήσεις, κατάφερε να περιορίσει στη σκιά όλες εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που με τη δικτατορία είχαν αποθρασυνθεί, χωρίς στην πραγματικότητα να τις εξουδετερώσει.
Συγχρόνως, ένα μεγάλο τμήμα της άρχουσας τάξης, ακολουθώντας διαδρομές ευρωπαϊκές, έδειξε ότι έπαψε να φοβάται τις ιδέες, ακόμα κι αυτές που στρέφονταν εναντίον της. Το ΠΑΣΟΚ, με τον Ανδρέα Παπανδρέου, αριστοτεχνικά κατάφερε να καθοδηγήσει μεγάλα στρώματα του λαού και κυριάρχησε στην πολιτική ζωή. Υιοθετήθηκε η αντίληψη ότι η πραγματικότητα μπορεί να βελτιωθεί με ένα σύστημα ιδεών και χρησιμοποιήθηκαν οι μεγάλες θεωρίες σαν να ήταν ευαγγέλια. Δεν στηριζόταν η πειστικότητά τους σε επιχειρήματα ούτε επιστρατευόταν η κριτική δύναμη και αποφασιστικότητα για να εξεταστεί στα σοβαρά η εφαρμογή τους , αλλά υπογραμμιζόταν πάντα το μυστηριακό χρίσμα των συνθημάτων τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες έγιναν άριστα μέσα εξουσίας στα χέρια των εξουσιαστών και μπόρεσαν να διαμορφώσουν τις πεποιθήσεις μεγάλων τμημάτων του λαού και να τα χρησιμοποιήσουν. Αρκούσε η ενθουσιώδης αισιοδοξία ότι με την εφαρμογή αυτών των εννοιών μπορεί κανείς να βελτιώσει την ανεπαρκή πραγματικότητα, για να συμπαρασυρθούν πλήθη κόσμου και να κάνουν αποδεκτό το υπάρχον πολιτικό σύστημα, πιστεύοντας ότι το ελέγχουν. Η αναφορά σε ιδέες η πρακτικές επαναστατικές προηγούμενων εποχών δεν είχαν πια καθόλου επαναστατικό ή επικίνδυνο για την εξουσία χαρακτήρα, γιατί αναφέρονταν σε συγκρούσεις παρωχημένες, σε αντιθέσεις παλιότερες και ξεπερασμένες που αφορούσαν δομές και φόρμες του καπιταλισμού παλιότερες και όχι τον ίδιο τον καπιταλισμό (όρα την «αγιοποίηση» των πολιτικών εξορίστων, «προσκυνήματα» Καραμανλή σε νησιά της εξορίας κλπ.)
Αποδεχτήκαμε και συνδιαμορφώσαμε μια κοινωνία όπου το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν ο συμβιβασμός, η απομάκρυνση από το πολιτικό, η ανάδυση του ιδιωτικού, η ιδεολογία της ανάπτυξης, η επιδίωξη του κέρδους, με αντάλλαγμα την συμμετοχή μας στην καπιταλιστική ανάπτυξη, πιστεύοντας ότι αναγκάσαμε το σύστημα να ενσωματώσει σχεδόν όλα τα αιτήματα μας για τη βελτίωση των όρων ζωής μας. Στην πραγματικότητα το σύστημα όδευε με τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα της εποχής στην ολοκλήρωσή του αφομοιώνοντας και την πλειοψηφία των εργαζομένων που πια δεν αντιστέκονταν.
Τελικά δηλ. η διαμορφωμένη οικονομικοκοινωνική κατάσταση της τελευταίας εικοσαετίας περιέχει πολιτικές και οικονομικές επιλογές που δεν εξαρτώνται τόσο από εκείνα που θεωρητικά πρεσβεύουν τα φερέφωνα και τα εκτελεστικά όργανα της εκάστοτε εξουσίας, αλλά από αυτά που πρακτικά θέλει η τάξη η οποία έχει στα χέρια της την πραγματική εξουσία και την ασκεί μάλιστα στο όνομα του κοινωνικού συνόλου.
Και ύστερα μας προέκυψε η κρίση, πα να πει αλλαγή σχέσεων μέσα στο Κεφάλαιο, και οι εργαζόμενοι ξαναγυρνάν στο ρόλο που πάντα είχαν –του αιμοδότη του κεφαλαίου.
Το πρόβλημα διογκώνεται από τη στιγμή που συνεχίζουμε να μην αναγνωρίζουμε τη διαδικασία αφομοίωσής μας από τους εκφραστές της εξουσίας, να ταυτίζουμε τις αγωνίες μας μ’ αυτές της κυρίαρχης τάξης και να επιμένουμε να πιστεύουμε πως μ’ έναν μαγικό τρόπο δεν θα περιθωριοποιηθούμε όλοι οι εργαζόμενοι.
Επιμένουμε σε τελετουργίες αντιδράσεων, προσομοιώσεις αγώνων, συμβολικές κινήσεις, ενώ η πολιτικοοικονομική πραγματικότητα σαν οδοστρωτήρας αρχίζει να πολτοποιεί τους πιο αδύναμους. Και μόνο στο ποδόσφαιρο οι αντιδράσεις ξεπερνούν το συμβολικό επίπεδο, αλλά είναι πολύ αμφίβολο αν οι πρωταγωνιστές τους «γνωρίζουν» αυτό που κάνουν.
Πρωτομαγιά σήμερα και έγιναν οι καθιερωμένες πορείες από όσους επιμένουν. Τα λόγια ατελείωτα και η αδυναμία μας να μεταβάλλουμε το λόγο σε πράξη, να τροφοδοτήσουμε το λόγο από την πράξη είναι πια πασιφανής. Κι ο φόβος μας παραλύει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου