Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΨΕΥΔΗ

      Στην συνάντηση της Τρίτης των Μέρκελ και Σαρκοζί, οι δυο ηγέτες αναφέρθηκαν σε πάγωμα των κονδυλίων για τις χώρες εκείνες που δεν συμμορφώνονται με τις συστάσεις της ΕΕ για την μείωση του ελλείμματος, απηύθυναν έκκληση στα μέλη της ευρωζώνης να κατοχυρώσουν συνταγματικά ότι οι προϋπολογισμοί τους θα είναι ισοσκελισμένοι, και το αποκορύφωμα της αυθαιρεσίας  τους ήταν η πρόταση στον Βαν Ρομπέι να προεδρεύσει της ζώνης του ευρώ.
     Η Ευρώπη αποδεικνύει τελικά ότι όλη αυτή τη δημοκρατική ελευθερία, που διακήρυττε ότι είναι η βάση της ένωσής της, επειδή είναι υποταγμένη σε οικονομικά συμφέροντα άδηλων κέντρων, τη βλέπει σαν αναρχία και μόνο την οικονομική πειθαρχία στους κανόνες θεωρεί βασική της επιδίωξη.
    Όλη η ζωτικότητα της Ευρώπης ξοδεύεται στην προσπάθεια να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. Πασχίζουν οι κυρίαρχες κρατικές δυνάμεις, με προεξάρχουσα τη Γερμανία, να κάνουν ένα αηδιαστικό μίγμα της νέας τους οικονομικής δύναμης και των παλιών αρχών, εν ονόματι των οποίων δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση που διαδέχτηκε την ΕΟΚ. Βεβαίως, δείχνουν να μην έχουν παραιτηθεί από τον παλιό ιδεαλισμό που διακήρυτταν, όταν η ισορροπία των δυνάμεων ήταν διαφορετική. Τώρα όμως θα χρειαζόταν μια προσπάθεια ειλικρίνειας και τόλμης να παραδεχτούν τις νέες κύριες σκοπιμότητές τους, που δεν είναι βέβαια ικανοί να την κάνουν, γι΄ αυτό έχουν αρκεστεί να τον νοθέψουν  τον παλιό ιδεαλισμό και τελικά να τον βάλουν στην υπηρεσία, κατά τα φαινόμενα, του γερμανικού συμφέροντος.
       Όταν προσπαθούσε να ισορροπήσει η Ευρώπη ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις, τότε μιλούσαν για ιδανικό πανευρωπαϊκό, δημοκρατικές ελευθερίες κλπ. Όταν άρχισαν να αποκτούν δύναμη, μετά την κατάρρευση της μιας υπερδύναμης, επαναλάμβαναν μονότονα πως οι ευρωπαϊκές κατακτήσεις ήταν τα ιδανικά της ανθρωπότητας. Τώρα, έχοντας καταφέρει, με τη βοήθεια της ευρωπαϊκής οικονομικής ένωσης, κάποιες χώρες, και μάλιστα η Γερμανία, να κυριαρχήσουν απόλυτα, δεν βρίσκουν λόγια να εκφράσουν την περιφρόνησή τους για τις ουτοπίες τις οποίες επικαλούνταν μέχρι τότε, για να κάνουν ελκυστικό το οικονομικό οικοδόμημα που είχαν στήσει. Εν ολίγοις, τώρα λένε πως ο πιο δυνατός λαός έχει απέναντι στους άλλους λαούς απόλυτο δικαίωμα και πως οι άλλοι λαοί δεν έχουν δικαιώματα μια και δεν έχουν τη δύναμη. Βαυκαλίζουν οι κυβερνήσεις των πλούσιων χωρών της Ευρώπης τους λαούς τους πως είναι η ενσάρκωση της προσπάθειας για πρόοδο, της δύναμης, που είναι στην ουσία η οικονομική κυριαρχία. Κι αυτοί οι λαοί, αυστηρά υποταγμένοι στην εθνική τους εξουσία, χρησιμοποιούν οικονομικούς όρους για να εξηγήσουν την πιο απλή συμπεριφορά τους, το σεβασμό τους για τη δύναμη και το τρεμούλιασμα του φόβου που αλλάζει το σεβασμό σε θαυμασμό, γιατί η δύναμη πιστεύουν ότι χρειάζεται πριν και πάνω από όλα.
       Η δημοκρατία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού για κάποια χρόνια κολάκευε τους λαούς, ύστερα ανέλαβε να τους θερίσει με την οικονομική πολιτική της. Και οι λαοί στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου, προς το παρόν χρησιμοποιώντας τη συκοφαντία και την περιφρόνηση. Έτσι εκείνοι οι λαοί που πιστεύουν ότι είναι πιο ισχυροί θέλουν να επιβάλλουν στους άλλους αυτό που υποστηρίζουν για σωστό. Έχοντας περιοριστεί και ξεδοντιαστεί η θρησκευτική πίστη, που πια δεν εξυπηρετεί, μεταλλάχτηκε σε πίστη για τα χρηματιστήρια και τις τράπεζες και οι επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Ένωσης την χρησιμοποιούν για να γίνουν αποδεκτές οι αποφάσεις τους, τιμωρώντας, ως άλλη Ιερή Εξέταση, τους «απείθαρχους» λαούς, που αντικατέστησαν τους αμαρτωλούς.
      Έχει κανείς την εντύπωση πως η φιλοδοξία των ευρωπαίων ηγετών είναι τόσο κοντόφθαλμη, που δεν πηγαίνει παραπάνω από το πλιάτσικο και την επανεκλογή τους. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν το ύφος πως πιστεύουν σε μια καινούργια Ευρώπη και ίσως άλλοτε κάποιοι να το είχαν πιστέψει. Στην πραγματικότητα όμως τώρα δεν σκέφτονται παρά πώς να ζήσουν από τα ξεφτίδια μιας Ευρώπης που ψυχορραγεί. Ένας μυωπικός οπορτουνισμός υπηρετεί έναν ηδονιστικό μηδενισμό. Οι δήθεν μεγάλες επιδιώξεις του μέλλοντος φαίνεται να θυσιάζονται στο συμφέρον της στιγμής. Μπορεί και να τους λείπει η εξυπνάδα ή ακόμα κι αν καταλαβαίνουν τι πρέπει να κάνουν να μη το κάνουν, γιατί χρειάζονται πολλές προσπάθειες. Θέλουν να τα βάλουν όλα σε τάξη με το λιγότερο δυνατό δικό τους κόπο, απομυζώντας όμως τους λαούς, για να ευνοήσουν τα οικονομικά κέντρα, τα μόνα   προς τα οποία αισθάνονται υποχρεωμένοι να λογοδοτούν.
     Διαπιστώνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση μια ασυνάρτητη πολιτική που κυνηγά σύγχρονα δέκα λαγούς και αφήνει τον ένα μετά τον άλλο να της ξεφύγει: ευρωβουλή που ενδιαφέρεται για κατοχυρώσεις δικαιωμάτων, ηγέτες που θέλουν να επιβάλλουν συνταγματικές αλλαγές αδιαφορώντας για τις ιδιαιτερότητες των χωρών, ανιστόρητες ερμηνείες για δημοσιονομικά ελλείμματα που αντιμετωπίζονται με όρους ηθικής κλπ.
       Και σαν απαίσια ηχώ του παραδείγματος που δίνεται από ψηλά, το είδος των αντιδράσεων στα χαμηλά – η καταστροφή όχι των πλούσιων μα η επίθεση του ενός λαού εναντίον του άλλου, της μιας κοινωνικής τάξης εναντίον της άλλης.
         Οι χειρότερες πολιτικές βιαιότητες, με το μανδύα των οικονομικών μέτρων, γίνονται από κυβερνήτες με ευμετάβλητες ιδέες και συμπεριφορές, που χρησιμοποιούν μια «στρατευμένη» λογική, για να λεηλατήσουν, ζωές αγνοώντας τα πάντα. Είναι σίγουροι για τη δύναμή τους και για το δικαίωμα τους να κάνουν κατάχρησή της. Τα μέσα της κυριαρχίας δεν τους λείπουν. Είναι οι χιλιάδες άβουλοι γραφειοκράτες υπάλληλοι των γραφείων των Βρυξελλών και αλλαχού, που υπακούουν τυφλά με αυλόδουλα ήθη, που υποστηρίζουν μια δημοκρατία δίχως δημοκράτες, ψυχές υπηρετών που σέρνονται καταγής μπροστά σε τίτλους, θέσεις και χρήματα.
      Η δουλειά των ευρωπαίων πολιτικών είναι εύκολη. Δεν έχει να φοβάται πια καμιά οργανωμένη αντίδραση από εξαθλιωμένους προλετάριους που δεν έχουν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους. Η παλιά εργατική τάξη, αναβαθμισμένη με τα δικαιώματα που της παραχωρήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, αισθάνεται ακόμα χορτασμένη και κοιμάται. Η νέα τάξη των νεόπτωχων, ανέργων μόλις αφυπνίζεται, αλλά δεν είναι ακόμα απειλητική κι είναι περισσότερο γεμάτη ζήλια παρά αποφασιστικότητα και γι’ αυτό είναι αρκετά εύκολο να τη δαμάσουν.
      Βέβαια, επειδή δεν έχουν τα δύναμη να εκμηδενίσουν ακόμα όλη την τάξη των εργαζομένων, προσπαθούν να την βάλουν στην υπηρεσία τους, να γίνουν τα σκυλιά που θα φυλάνε καλύτερα την ευρωπαϊκή ένωση των κεφαλαίων. Γι’ αυτό ελκύουν ύπουλα και ενσωματώνουν τους εξυπνότερους από την αφρόκρεμα αυτής της τάξης, στερώντας τη από τους μελλοντικούς αρχηγούς της και μεταγγίζοντας στον εαυτό τους το καινούργιο τους αίμα, ενώ γι αντάλλαγμα τους μπουκώνουν με αστική ιδεολογία.
    Καιρός πια εναντίον της δύναμης να αντιτάξουμε μια δύναμη πιο δυνατή, όχι πια αδυναμία, όχι πια υποχώρηση. Καιρός να καταλάβουμε και να δράσουμε. Ενεργητικό δόσιμο κάθε ατομικής ζωής στην κοινωνία και στη μάχη. Πως;

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

“AND MISERABLE LOT ARE WE! ARE WE!”

      Πριν από έξι χρόνια στα προάστια του Παρισιού, πριν τρία χρόνια στο κέντρο της Αθήνας, τώρα  σε περιοχές του Λονδίνου και όχι μόνο - τρελαμένοι με τη βία νέοι,  μεθυσμένοι από μια διάθεση δράσης καταστρέφουν  και λεηλατούν χωρίς διάκριση.
    Οι  κυβερνητικοί στην κάθε χώρα τους αντιμετωπίζουν σαν εξαιρέσεις, αντικοινωνικές νησίδες που η βιαιότητα της καταστολής θα τους συντρίψει. Αρνούνται να συνδέσουν αυτές τις δράσεις με το συνολικό οικονομικοπολιτικό  περιβάλλον κι ας  φαίνεται ότι αυτές επαναλαμβάνονται κατά τακτά διαστήματα στον ευρωπαϊκό χώρο.
    Μια δεκαετία τώρα ολοένα και πιο έντονα τα σημάδια μιας κοινωνίας  σε αποσάθρωση… που όμως δεν προσπαθεί να καταλάβει, αλλά συνεχίζει να μετρά «δείκτες» παντού και συνεχώς…
    Μια ολόκληρη γενιά λες και έχει ξεφύγει από τους ρυθμούς μιας κανονικής ζωής. Μια νιότη που η κοινωνία δείχνει ότι την κοστολογεί όσο τους δείκτες του χρηματιστηρίου, που θεωρεί ότι αξίζει όσο τα εξήντα ή τα ογδόντα χρόνια, αδιάφορο. Μια νιότη καμωμένη από κακοσυναρμολογημένα μέρη και κομμάτια όλων των ηλικιών, που με την παραμικρή κίνησή τους αυτά τα κομμάτια πέφτουν, ξηλώνονται και φαίνονται η νεανική  σάρκα,  οι πόθοι και οι απελπισίες  της. Κάθε νέος κι ένα μπερδεμένο διαφορετικό πρόβλημα. Το κοινωνικοπολιτικό σύστημα όλα τα καταστρέφει, πίσω από τους «δείκτες» κρύβει  τα ερείπια μιας κοινωνίας που αδιαφορεί για το μέλλον της, όταν δεν μεταγράφεται  σε στατιστικά στοιχεία.  Πάνω σε τι έδαφος η νέα γενιά θα χτίσει, πάνω σε ποια δεδομένα; Ποιος μπορεί να πιστέψει στη διάρκεια ενός κόσμου στηριγμένου πάνω στις συμβάσεις   εγκλημάτων και  ηλιθιότητας;  Όλα κλονίζονται, τίποτε δεν είναι  βέβαιο, η ζωή   ρυθμίζεται σαν να μην υπάρχει αύριο παρά  μόνο γι’  αυτούς που ασχολούνται με τους «δείκτες». Ολοι οι άλλοι δεν υπάρχουν…
         Κι όμως υπάρχουν… περιφρονημένοι, απολιτικοποιημένοι, φτωχοί,  σ’  έναν κόσμο πλούσιο, που από τη γέννησή τους  καθορίζονται από την κοινωνική τους τάξη… σε όλα.
    Κάθε τάξη καθορίζεται από ένα πλέγμα κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών σχέσεων, που ρυθμίζουν την αντικειμενική ύπαρξη των μελών της. Η κατηγορία της τάξης  δηλώνεται και από  ευμετάβλητα αλλά και συγχρόνως επίμονα χαρακτηριστικά, όπως η εκπαίδευση, η ένδυση, η κοινωνική συμπεριφορά ακόμα και η προφορά. Μπορεί οι υλικοί προσδιορισμοί της κάθε τάξης  να είναι αντικειμενικοί, από την  άλλη όμως εσωτερικοποιούνται με τον πιο ανεξίτηλο τρόπο, επηρεάζοντας πλήρως την ταυτότητα και τη συνείδηση των μελών τους. 
        Ετσι, η ανισότητα και η στέρηση ξεφεύγουν  από το αρχικό οικονομικό  πεδίο, απλώνονται στο κοινωνικό, γίνονται μέρος του εσωτερικού χώρου  των ανθρώπων, τον επηρεάζουν και τον διαμορφώνουν, καθορίζουν τον συναισθηματικό τους  κόσμο. Η ανισότητα και η στέρηση  δομούν συνολικά το χώρο της  κοινωνικής και ατομικής ύπαρξης των ατόμων, και συγχρόνως  λειτουργούν και ως απροσπέλαστο όριο στο να γίνουν οι  άνθρωποι  ό τι κατά τη γέννησή τους θα μπορούσαν πραγματικά να γίνουν. Οι άνθρωποι των λαϊκών τάξεων, ανειδίκευτοι εργάτες, άνεργοι, είναι παγιδευμένοι σε ένα συγκεκριμένο και δεδομένο τρόπο ζωής. Σώματα κατεστραμμένα, ανίκανα πολλές φορές  για συναισθηματική έκφραση, ο ταξικός  τους  προσδιορισμός τους στερεί τις δυνατότητες πραγμάτωσης οτιδήποτε άλλου θα μπορούσαν να είναι. Η πρωταρχική διάθεσή τους, η συναισθηματική κατάσταση τους προς τον κόσμο δεν είναι τίποτε άλλο από την κατάσταση της αγωνίας και της ανασφάλειας. Ακόμα και κάποια   παροδική βελτίωση των άμεσων βιοτικών συνθηκών  δεν εξαλείφει το αίσθημα της ανασφάλειας. Ακόμα και η αύξηση εισοδήματος,  δεν είναι αρκετή για αύξηση της ευημερίας που μετριάζεται από διάφορες παραμέτρους, οι οποίες  μπορεί να αφορούν πεδία κοινωνικά και προσωπικά και πολλές απ’  αυτές είναι βαθιά ριζωμένες. Οι υλικές συνθήκες εισχωρούν και σε ό,τι πιο μύχιο του εσωτερικού  κόσμου των περιθωριακών, ανέργων, επισφαλώς εργαζομένων, που καθορίζει άτεγκτα τη μοίρα των  ζωών τους και γι’ αυτό  δεν μπορούν παρά να επαναλαμβάνουν εσαεί  τον ίδιο κύκλο στέρησης και ανασφάλειας. 
    Το κυριότερο ζήτημα όλων είναι να βρεθούν τρόποι ώστε ο κόσμος τους να πάψει να είναι θρυμματισμένος, να βρουν μια φωνή για να μιλήσουν, να αναπτύξουν δεσμούς αλληλεγγύης για να  υπάρξουν σε έναν κόσμο αλλοτρίωσης και διαρκούς περιορισμού. Βασικό γι’  αυτούς  να καταφέρουν να αρθρώσουν το δικό τους λόγο. Καταδικασμένοι στη σιωπή, με δηλητηριασμένη την εμπιστοσύνη τους,  έχοντας βιώσει τη ματαιότητα των συμβολικών κραυγών, με ιδεολογίες  που φρόντισαν να τους τις χρεοκοπήσουν στη συνείδησή τους, σ’ ένα κόσμο εχθρικό, αφέθηκαν στο ένστικτό τους, στα πάθη τους, αλλοιωμένα κι αυτά από  τους «δείκτες»  της κυρίαρχης τάξης, στην ανάγκη του σώματός να ζήσει με τους δικούς του όρους στο σήμερα που μόνο αυτό τους ανήκε. Από πού όμως να το πιάσεις αυτό το σήμερα; Δεν έχει μορφή, είναι πελώριο, γλιστράει, πώς να το σφίξεις πάνω σου αγκαλιάζοντάς το; Μια καλή αρχή είναι με τον τρόπο που βίωσες  και ξέρεις. Αρπάζοντας και καταστρέφοντας…

Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΔΑΟΥΣ

            Έχει γίνει αποδεκτή εδώ και μια εικοσαετία η  συναίνεση, στις πιο βασικές πολιτικές επιλογές, που εδράζεται στον τρόπο λειτουργίας των κομμάτων, με τη συγκατάθεση και της αριστεράς, και στηρίζεται στα μέσα ενημέρωσης. Τα τελευταία   αποκτούν σημαντικό  πολιτικό ρόλο, γιατί, ενώ  στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης ο ρόλος των κομμάτων βαίνει ολοένα και   πιο περιορισμένος, αυξήθηκε ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης, σε σημείο που οι απόψεις τους, σε πολλές περιπτώσεις να  αποτελούν βασικό στοιχείο καθορισμού της γραμμής των κομμάτων. Η συναίνεση δεν έχει να κάνει πια μόνο με τους θεμελιώδεις θεσμούς της αστικής δημοκρατίας αλλά έγκειται στην συκοφάντηση και απαξίωση κάθε ιδεολογικής διαπάλης  και σύγκρουσης στην κοινωνική ζωή ακόμα κι όταν φαίνεται πως αυτή η συναίνεση οδηγεί στην κατάπνιξη αντιδράσεων, ακόμα και στις περιπτώσεις  επιβολής μιας αυταρχικής τάξης που μπορεί να εκφράζεται με συγκεκριμένες  οικονομικές επιλογές. Όμως η συναίνεση  δεν επιτελείται μόνο  με ιδεολογικούς  όρους, αλλά έχει πολύ πιο υλικά χαρακτηριστικά. Οργανώνεται κυρίως από το κράτος, που πέρα από τα αποτελέσματα που παράγει στο επίπεδο της ιδεολογίας  αποτελεί  το χώρο που διαμορφώνονται  και εκφράζονται οι υλικοί  όροι υποταγής  των μικρομεσαίων, της μισθωτής εργασίας κλπ. στην κυριαρχία της οικονομικής  εξουσίας, η οποία  στις μέρες  μας ασκείται μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
      Τα τελευταία δυο χρόνια μιλάμε για μια  από τις πιο βαθιές κρίσεις του καπιταλιστικού συστήματος, που η πλειονότητα πιστεύουμε – φευ! -  πως θα ξεπεραστεί.
      Στην κοινωνία και στην πραγματική οικονομία δεν σταματά η συνεχής ροή και ανανέωση της παραγωγής,  εφόσον είναι  αδύνατο  για μια κοινωνία να μπορέσει  να πάψει να καταναλώνει,  όπως  όμοια αδύνατο είναι και να πάψει να παράγει. Η αδιάκοπη συνέχιση της διαδικασίας της παραγωγής είναι αναγκαία σε κάθε οικονομικό  σχηματισμό.     Οι κρίσεις του καπιταλισμού θεωρείται ότι   έχουν την αιτία τους στη βασική αντίφαση του καπιταλισμού,  στον ανταγωνισμό ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική μορφή της ιδιοποίησης. Η τελική αιτία των κρίσεων παραμένει  πάντοτε «η φτώχεια  και ο περιορισμός στην κατανάλωση της μάζας, απέναντι στην τάση της καπιταλιστικής παραγωγής ν’  αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις, σαν  ν’  αποτελεί όριο του μονάχα η απόλυτη καταναλωτική ικανότητα της κοινωνίας». Τα τελευταία μάλιστα χρόνια ο ιδιοκτήτης κεφαλαίου έχει πια μετατραπεί σε χρηματοκαπιταλιστή. Η λειτουργία του κεφαλαίου είναι χωρισμένη από την ιδιοκτησία του. Αφού η ιδιοκτησία υπάρχει με τη μορφή μετοχών, η κίνηση και η μεταβίβαση της γίνεται καθαρά αποτέλεσμα του χρηματιστηριακού  παιχνιδιού, όπου το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό και τα πρόβατα κατασπαράζονται από τους λύκους του χρηματιστηρίου. Το πρόβλημα οξύνεται όταν κανείς καπιταλιστής δεν θέλει να χάσει και γι’  αυτό  μεταφέρει τις ζημιές  στη μεγάλη μάζα των εργαζομένων. Και  τότε έρχεται το κράτος ως αρωγός  του, εφόσον είναι   κράτος των καπιταλιστών, παρόλες τις μεταλλάξεις του, όσο το λαϊκό κίνημα ήταν ισχυρό, σε κράτος πρόνοιας. Έχοντας απαξιωθεί κάθε αντίθετη άποψη, αποδεχόμαστε ως κάτι φυσικό την πίεση λίγων καπιταλιστών στον υπόλοιπο πληθυσμό, η οποία  γίνεται βαριά κι αβάσταχτη, αλλά παραμένει στα νόμιμα πλαίσια του τυπικά αναγνωρισμένου αστικού κράτους.
      Συγχρόνως,  έχει αναβαθμιστεί ο ρόλος των τραπεζών, στις οποίες έγινε μια ραγδαία συγκέντρωση  κι εξελίχθηκαν σε πανίσχυρους  μονοπωλητές. Αυτές διαθέτουν  σχεδόν όλο το χρηματικό κεφάλαιο του συνόλου των καπιταλιστών και των μικροεπιχειρηματιών καθώς κι ένα μεγάλο μέρος των μέσων παραγωγής και των πηγών των πρώτων υλών, και με τα χρηματιστηριακά παιχνίδια διαθέτουν και  άυλα κεφάλαια, που θα πρέπει να καλύψουμε οι εργαζόμενοι.   Μέσα από τις τράπεζες, μια χούφτα μονοπωλητές υποτάσσουν τις εμποροβιομηχανικές επιχειρήσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, τους μισθωτούς και κάθε είδους εργαζόμενους,  με την επέκταση ή τον περιορισμό, τη διευκόλυνση η το δυσκόλεμα της πίστωσης, με τα νέα τραπεζικά προϊόντα.  Οι τράπεζες δυνάμωσαν και επιτάχυναν αφάνταστα τη διαδικασία συγκέντρωσης του κεφαλαίου- κάθε είδους -  και συγχωνεύθηκε το τραπεζιτικό με το χρηματιστικό κεφάλαιο. Η κυριαρχία του είναι απόλυτη, αλλά όχι σε πρώτο πλάνο. Σε πρώτο πλάνο συνεχίζει να βρίσκεται μια ανάπηρη πολιτική, με πολιτικούς σε ρόλο υπαλλήλων του και  μ’ ένα κράτος όργανό του.
     Ένα από τα όργανά και δημιουργήματα του κεφαλαίου είναι και οι περίφημοι οίκοι αξιολόγησης.  Διευκολύνει να φαίνονται  ότι έρχονται σε σύγκρουση με κράτη  η ότι ενεργούν αυτόνομα, χωρίς αυτό να σημαίνει  ότι δεν υπάρχει σύγκρουση και  ανάμεσα στους καπιταλιστές.  
     Παλιότερα, σε εξαιρετικές περιστάσεις και σε συνθήκες όξυνσης, όταν ήταν απαραίτητη η καθυπόταξη της δραστηριότητας όλου του πληθυσμού στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, χωρίς παραχωρήσεις, και όταν η κοινωνική βάση της άρχουσας τάξης στένευε, η δικτατορία ήταν ένας ιδιαίτερος τρόπος άσκησης της εξουσίας που βοηθούσε  στην απεριόριστη επιβολή της εξουσίας.
     Στις μέρες μας,  που τα  μέσα μαζικής ενημέρωσης, η  πολιτική διακηρύσσουν και υποβάλλουν δια της πειθούς,  εξυπηρετώντας την κυριαρχία του κεφαλαίου με όποια μορφή, την αναγκαιότητα της αποδοχής των πραγμάτων, την πολυπλοκότητα του κόσμου και την αδυναμία αλλαγής του, επιστρατεύονται οι οίκοι αξιολόγησης, με το μανδύα του ειδικού, για να  ενισχύουν την καπιταλιστική λογική στον τρόπο σκέψης μας, ώστε, «χωρίς να ανοίξει μύτη»,  να αποδεχτούμε την κυριαρχία του συστήματος, παραιτούμενοι από κάθε δράση  για ανατροπή του. Τα κράτη, παριστάνοντας ότι εξαναγκάζονται  σε υποταγή στους οίκους αξιολόγησης, λεηλατούν τις χώρες και τους λαούς τους, σχεδόν με τη συναίνεσή τους.
    Τι χρειάζονται πια οι «παλιομοδίτικες» δικτατορίες;
    Και ποιο είναι το κρίσιμο σημείο πέρα από το οποίο καμία πολιτική και κανένα μέσο ενημέρωσης δεν μπορεί να πείσει  τους λαούς για την αναγκαιότητα των οικονομικών μέτρων;
      Και μετά εξέγερση; (η λαϊκή αντίδραση)
      Και μετά πόλεμος;   ( η αντίδραση της οικονομικής ολιγαρχίας)

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

ΒΙΑ ΚΑΙ ΒΙΑ


        Πριν από δεκαπέντε περίπου μέρες  με την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων  επιβλήθηκαν στους κατηγορουμένους για συμμετοχή στην οργάνωση «Συνωμοσία των Πυρηνών της Φωτιάς» ποινές μεγαλύτερες από αυτές που εισηγήθηκε ο εισαγγελέας. Το  δικαστήριο εξάντλησε όλη του την αυστηρότητα σε παιδιά 20 και 23 χρονών επιβεβαιώνοντας και πάλι το σταθερό προσανατολισμό της δικαιοσύνης στην υπεράσπιση  της καθεστηκυίας τάξης, αλλά και την αδυναμία του συστήματος να απαξιώσει αυτές τις μορφές αντίδρασης με άλλο μέσο πέρα από το φόβο της τιμωρίας.
       Χθες, σε ραδιοφωνικό σταθμό ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Μόσιαλος  διαμήνυσε  στους δημόσιους υπαλλήλους ότι «δεν θα δεχθούμε «αργομισθίες» και «λευκές» απεργίες, επειδή κόπηκε ένα επίδομα και ταυτόχρονα να μιλάμε για «εργασιακή εφεδρεία». Θα πρέπει το θέμα αυτό να ανοίξει πολιτικά. Πρέπει να διασφαλίσουμε το δημόσιο συμφέρον και κάποια στιγμή θα πρέπει όλοι, ακόμα και η ΑΔΕΔΥ, να αναλάβουν τις ευθύνες τους».
         Οι  καταδικασθέντες, κατηγορούμενοι για συμμετοχή στην οργάνωση «Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς» και για  πράξεις που η οργάνωση έχει αναλάβει την ευθύνη, καταδικάστηκαν ουσιαστικά  για τη  χρήση  βίας που ήταν άμεση και  εξατομικευμένη (παγιδευμένα δέματα κλπ.). Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος από την άλλη εκτοξεύει απειλές,  σε περίπτωση αντιδράσεων  των δημοσίων υπαλλήλων, χρησιμοποιώντας  το φόβητρο της απόλυσης,  με αποτέλεσμα να περιορίζει αποφασιστικά τις προσδοκίες και τις δυνατότητες βελτίωσης της ζωής σε μεγάλες ομάδες ανθρώπων, και αυτό μπορεί να θεωρηθεί μια άλλη μορφή βίας. Η πρώτη είναι άμεση, εξατομικευμένη, η δεύτερη  είναι έμμεση βία των δομών εξουσίας. Και με τις δύο βλάπτονται δικαιώματα και δυνάμει εξοντώνεται και η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη. Στην πραγματικότητα έχουμε χρήση βίας και από τους καταδικασθέντας και από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο.
          Κάθε πολιτικό σύστημα περικλείει ένα βαθμό βίας, έστω και λανθάνουσας, που εξυπηρετεί  την εξασφάλιση της λειτουργίας του με τη χρήση  της απειλής για επιβολή   κυρώσεων.  Το κλασικό μέσο  για την επίλυση των πολιτικών συγκρούσεων είναι όχι τόσο η ίδια η βία, αλλά η απειλή  και ο φόβος  των συνεπειών της χρήσης  βίας. Βεβαίως  και δεν σημαίνει  αυτό ότι   το σύγχρονο αστικό δημοκρατικό κράτος  έχει παραιτηθεί από το δικαίωμα άσκησης βίας, αλλά ότι αποδέχεται τον έλεγχο και περιορισμό της κατάχρησης βίας μέσα από συντάγματα και νομικές ρυθμίσεις. Διαθέτει μέσα επιβολής των αποφάσεών του, όπως είναι η συναίνεση, συμβιβασμός κλπ. που όταν όμως δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα αντικαθίστανται από  τα μέσα εξαναγκασμού που διαθέτει η πολιτική εξουσία και  ασκούνται μέσω της  αστυνομίας,  δικαιοσύνης κλπ.  
      Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Μόσιαλος επιδιώκει τη συναίνεση στην απόφαση για μείωση, με απολύσεις, του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και προετοιμάζει το έδαφος,  στην περίπτωση  που αυτή δεν επιτευχθεί, να  κινητοποιηθεί η δικαιοσύνη για να χαρακτηριστούν παράνομες  ή παράτυπες οι αντιδράσεις των εργαζομένων κλπ. Οι κυβερνώντες θεωρούν ότι πρέπει να μονοπωλούν την εφαρμογή των μέσων εξαναγκασμού και ότι μόνο αυτοί έχουν το δικαίωμα να παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς που έχουν θεσπιστεί για την διεξαγωγή των συγκρούσεων μέσα στο πλαίσιο της δεδομένης πολιτικής εξουσίας.
      Την ίδια στιγμή, λαϊκά κινήματα στρέφονται εναντίον των συγκαλυμμένων και αφανών μορφών καταπίεσης του συστήματος.   Θεωρούν  ως εξαναγκασμούς  όλους τους φραγμούς που υψώνονται από το σύστημα  απέναντι σε κάθε αλλαγή που θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις ανάγκες μεγάλης μάζας ανθρώπων.  Αν λοιπόν θεωρηθεί η αστική νομιμότητα σαν βία της κυρίαρχης τάξης ανυψωμένη εκ των προτέρων σε υποχρεωτικό κανόνα, τότε και οι εξουσιαζόμενες τάξεις θεωρούν ότι δικαιούνται να μην αρνηθούν μονομιάς και για πάντα τη χρήση της βίας στην πάλη τους εναντίον των κυρίαρχων τάξεων. Η σύγκρουση με την κυρίαρχη εξουσία  μπορεί να γίνει είτε με τη συστηματική καταστρατήγηση των κανόνων της είτε ακόμα και με την σκόπιμη πρόκληση της κρατικής εξουσίας, ώστε να απογυμνωθεί από τον επιφανειακό συναινετικό της χαρακτήρα.
      Σε καιρούς, όπως αυτούς που ζούμε τους τελευταίους μήνες, όπου η πολιτική εξουσία  ανοιχτά λαμβάνει  πολιτικές αποφάσεις που, όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται στα συμφέροντα της πλειοψηφίας μιας κοινωνίας αλλά αντιτίθενται σ΄ αυτά, ανοίγεται ο δρόμος  για εκδήλωση  της δυσαρέσκειας   προς αυτή, που ανάλογα με τη συνειδητοποίηση των μαζών παίρνει και διαφορετικές μορφές. Κάθε λαϊκό κίνημα παρουσιάζει ατέλειωτη ποικιλία μορφών και μπορεί να επεξεργάζεται συνεχώς νέες, να απορρίπτει τις παλιές, να τις τροποποιεί συνδυάζοντας παλιές και νέες μορφές
     Εξάλλου,  η ανθεκτικότητα των συστημάτων  εξουσίας που επιβάλλονται μέσα από θεσμούς, είναι συνάρτηση της αποδοχής τους από την πλειοψηφία. Οι θεσμοί δεν μπορούν να υπάρχουν  δίχως τη συναίνεση εκείνων με τους οποίους λειτουργούν. Όταν παύει να υπάρχει η συναίνεση, η εξουσία αποκαλύπτεται και η βία γίνεται απροκάλυπτη. Η πολιτική εξουσία τους τελευταίους μήνες, επειδή φοβάται μήπως έρθει η  στιγμή της καθολικής άρνησης για συναίνεση, προσπαθεί να περιορίσει δραστικά αυτές τις πιθανότητες είτε τρομοκρατώντας, με  εξοντωτικές ποινές,  όποιους άλλους επίδοξους νεαρούς θα τολμούσαν να στραφούν εναντίον της είτε  εκφοβίζοντας εργαζόμενους.  Μια εξουσία που θα σεβόταν τις αρχές πάνω στις οποίες στήριξε την επιβολή της  θα προβληματιζόταν για τις επιλογές των νεαρών και δεν θα τους εξόντωνε.
      Ισως αυτό και μόνο είναι μια ένδειξη ότι όσο φοβισμένη είναι  η πλειοψηφία των εξουσιαζόμενων άλλο τόσο είναι κι αυτοί που εξουσιάζουν. Φοβούνται και οι εξουσιαστές τη στιγμή που η  απαίτησή τους για αποδοχή της νομιμότητας των αποφάσεών τους πάψει να υποβοηθείται  από των συμβιβασμό των  εργαζομένων με τη δεδομένη κατάσταση και θα πρέπει να τους εξαναγκάσουν σ’  αυτό.
    Αυτή βέβαια είναι η αισιόδοξη ερμηνεία…

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

ΑΠΕΡΓΩΝΤΑΣ


      Η  ενσωμάτωση της οικονομίας μας στην παγκόσμια αγορά, η  άκριτη αποδοχή των νόμων της και η πλήρης ιδιωτικοποίησή  της  μεταθέτουν τα κέντρα εξουσίας πέρα από τα στενά όρια του ελληνικού κράτους  και συσκοτίζουν  την ταυτότητά τους.  Συγχρόνως κινητοποιούνται οι  δυνάμεις του εργατικού δυναμικού για μεγαλύτερη αποδοτικότητα  με  δέλεαρ το οικονομικό κίνητρο του κέρδους και της αναγνώρισης της ατομικής πρωτοβουλίας.
       Με την οικονομική κρίση,  οι άρχουσες τάξεις, για να προλάβουν αντιδράσεις που θα μπορούσαν να κάνουν την ανατροπή του συστήματος να φαίνεται αναπότρεπτη, εξαναγκάζουν τις κοινωνίες να μεταρρυθμιστούν. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις βέβαια δεν στρέφονται στην αποδοχή ευρύτερων  δημοκρατικών ελευθεριών και εργασιακών δικαιωμάτων ή αυτονομίας της κοινωνίας αλλά στην αποδοχή των αρχών της αποδοτικότητας, του κέρδους, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Για να υποστηριχτούν μάλιστα αυτές οι επιλογές τονίζεται ότι η ελευθερία η επιχειρηματική ταυτίζεται ή τουλάχιστον ευνοεί την πολιτική ελευθερία, ενώ  συγχρόνως επισείεται  και το φόβητρο της πλήρους κατάρρευσης του συστήματος που θα παρασύρει τους πάντες.   Ενστερνιζόμενοι αυτές τις αντιλήψεις οι εργαζόμενοι αποδέχονται,  χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις, την καθιέρωση  ελαστικών μορφών απασχόλησης , τη διογκούμενη ανεργία και τις αυξανόμενες δικαστικές παρεμβάσεις σε εργασιακά και πολιτικά θέματα.
      Επιπλέον, στις κοινωνίες μας επικρατεί η άποψη ότι  η άνθιση των δημοκρατικών ελευθεριών περισσότερο απορρέει  από τον  καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας και λιγότερο  ότι είναι  συνέπεια  επαναστάσεων και λαϊκών κινημάτων  που αναπτύχτηκαν ενάντια στη θέληση της κυρίαρχης τάξης. Βέβαια ο κυρίαρχος λόγος πάντα αποτίει φόρο τιμής σε αγώνες που αφορούν συγκρούσεις παλιού τύπου, γιατί μ΄ αυτόν τον τρόπο εμφανίζει μια προοδευτικότητα όχι μόνο εύκολη αλλά και εφησυχαστική, αφού αναφέρεται σε παλιές μορφές πάλης αποπροσανατολίζοντας  τον κόσμο.  
      Εξάλλου, η πλειοψηφία των εργαζομένων έχοντας εκπαιδευτεί να επιδιώκουμε  συνεχώς το κέρδος και μάλιστα άμεσα και γρήγορα ακόμα και στις αντιδράσεις μας απαιτούμε άμεση αποτελεσματικότητα με μηδενικό κόστος. Ελάχιστοι αγώνες όμως  αποδίδουν άμεσα. Εθισμένοι  οι περισσότεροι εργαζόμενοι  στην ταχύτητα της απόδοσης  οποιασδήποτε ενέργειάς μας  δεν αντιδρούμε στις αποφάσεις  που στρέφονται εναντίον μας, εφόσον δεν θεωρούμε ότι μπορούν να έχουν άμεση αποτελεσματικότητα. Και αδρανούμε. Από την άλλη μεριά, όποια κοινωνική ομάδα αντιδρά, γιατί θίγονται τα συμφέροντά της, χρησιμοποιώντας μέσα που μπορεί πρόσκαιρα να φαίνονται  ότι συγκρούονται  με άλλων κοινωνικών ομάδων, άμεσα ενεργοποιούνται  τα αντανακλαστικά του κοινωνικού αυτοματισμού  με συνεπικουρία της κυβερνητικής προπαγάνδας. Και στρέφεται η μια κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης.
      Με την απεργία ιδιοκτητών ταξί ενεργοποιήθηκε και πάλι ο κοινωνικός αυτοματισμός κι  έτσι  έγιναν φανερά τα προβλήματα από την απουσία ενός συντονιστικού οργάνου όλων των εργαζομένων,  που θα είχε τη δυνατότητα σύνδεσης  σ΄ ένα ενιαίο σύνολο των επιμέρους αντιδράσεων των εργαζομένων με το συνολικό  εργατικό κίνημα.  Περίσσεψαν οι θρήνοι για το χτύπημα στον τουρισμό, οι απελπισμένες κραυγές για την κακή εικόνα της χώρας στο εξωτερικό που αποδεικνύουν την αδυναμία του εργατικού κινήματος να οργανωθεί, να ξεσκεπάσει τις αυταπάτες που καλλιεργούνται από τους κρατούντες, να επεξεργαστεί νέες μορφές πάλης, να υπερασπιστεί τους αγώνες των εργαζομένων.
     Σε μια εποχή που  επιδιώκεται τίποτε να μην εμποδίζει την κυριαρχία των “αγορών” , που η κυρίαρχη τάξη θέλει πάση θυσία να διατηρήσει τα ταξικά της προνόμια και να ξεφύγει από την κρίση εις βάρος των λαϊκών στρωμάτων θάπρεπε όλοι οι εργαζόμενοι να συμπορευόμαστε με τις ομάδες εργαζομένων που αντιδρούν. Η νομιμότητα αποδεικνύεται πάντα  ότι είναι προϊόν του συσχετισμού των δυνάμεων των διαφόρων τάξεων που συγκρούονται και γι΄ αυτό πάντα ταλαντεύεται. Δικαιώματα παραχωρούνται ή αφαιρούνται από την κυρίαρχη τάξη, διατηρούνται ή αίρονται ανάλογα αν εξασφαλίζουν  τα ταξικά της συμφέροντα, ανάλογα με τη δύναμη που έχουν οι λαϊκές μάζες.
        Η απεργία βέβαια δεν είναι πια  απαγορευμένη αλλά προπαγανδίζει πάντα ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος ότι στρέφεται ενάντια όχι στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης αλλά των άλλων εργαζομένων, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό το ενστερνίζονται. Εχουμε ξεχάσει ότι η απεργία συνεχίζει να εμπνέει φόβο στους κυβερνώντες, γιατί ξεχάσαμε πώς είναι να απεργούμε οργανωμένοι, πειθαρχημένοι, έτοιμοι για δράση, αλληλέγγυοι η μια κοινωνική ομάδα στην άλλη.   

     Ενώ οδεύουμε στην οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση συνεχίζουμε οι περισσότεροι   την πορεία μας μέσα από τους δρόμους του ιδιωτικού και της πολιτικοποίησής του, του ατομικού, της ανταγωνιστικότητας σχεδόν επαναλαμβάνοντας τις κραυγαλέες εκφράσεις του κυρίαρχου δημόσιου λόγου για  λάθη, τιμωρία , και ενοχή  των εργαζομένων