Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΜΙΑ ΑΠΕΡΓΙΑ



Οι καρποί από τις προσπάθειες, ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’80,  υπεράσπισης και  απολογίας του status quo, πάει να πει του καπιταλισμού,  παράλληλα με επιθέσεις ενάντια σε οτιδήποτε τον αμφισβητούσε ή έκρινε, πάει να πει του μαρξισμού, μοιάζει να μην εξαντλούνται.  Αφού πιστέψαμε ότι ο παράδεισος είναι εδώ και ψάλλαμε ύμνους  προς την ελεύθερη αγορά,  τη λογική του δικαίου και της σύγχρονης πολιτικής των δυτικών χωρών, την κυριαρχία της υψηλής τεχνολογίας, εγκωμιάζοντας τον καπιταλισμό  και αποκηρύσσοντας  ακόμα και έννοιες  που στο παρελθόν  υπηρέτησαν κάποια επίκριση εναντίον του φτάσαμε να μη τηρούμε ούτε και την ελάχιστη κριτική απόσταση από αυτόν. Από τη στιγμή που αποδεχόμαστε τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης και είμαστε σταθερά προσανατολισμένοι στον υπολογισμό της σχέσης κόστους-οφέλους η μοιρολατρική αποδοχή της  πολιτικοοικονομικής κατάστασης  είναι σχεδόν αναμενόμενη, αφού τη θεωρούμε δεδομένη και αμετάβλητη.
 Όλα τα άλλα έπονται. Η υποταγή μας στην οικονομία  με τη μορφή της αυτορυθμιζόμενης αγοράς, τα πρωτεία, στο επίπεδο κινήτρων τα οποία διέπουν την κοινωνία, που αποδίδουμε στο κέρδος, η χρέωση των αποφάσεων και ενεργειών των κυβερνώντων, που καταδικάζουν μεγάλα στρώματα του πληθυσμού στην εξαθλίωση,  στην ανικανότητά τους, προδοσία τους και άλλα τέτοια ηχηρά, η απογοήτευση που η όποια δημόσια διαβούλευση για θέματα κοινού ενδιαφέροντος είναι απλώς προσχηματική για ειλημμένες αποφάσεις.
Και το αποτέλεσμα. Απεργίες, διαδηλώσεις, καταλήψεις  κλπ. όλες αυτές οι μορφές πάλης  να μοιάζουν σαν άδεια κέλυφα, απαξιωμένες και αναποτελεσματικές  μορφές πάλης για μεγάλη μερίδα εργαζομένων,
Κι ακόμα μια  απεργία, αυτή  της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά από απεργίες οι οποίες δεν είχαν κανένα άμεσο αποτέλεσμα και    είτε εκφυλίστηκαν εξαιτίας της μικρής συμμετοχής σ’  αυτές είτε  σταμάτησαν με επιστράτευση. Κι αναζητούνται πάλι νέοι τρόποι διεκδίκησης, προτιμάται μάλιστα η δικαστική οδός.  
Και όσο οι συνέπειες της καπιταλιστικής επίθεσης κάνουν ορατές τις ταξικές διαφοροποιήσεις, συνδικαλιστές και σωματεία που καταγγέλλουν και κεραυνοβολούν απλώς στα λόγια αποκαλύπτονται ανεπαρκείς στην οργάνωση και διεξαγωγή των αγώνων που πολλές φορές εξαντλούνται μέσα στα διοικητικά συμβούλια των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ακριβώς γιατί λείπει η αναγνώριση της επίθεσης ως συνολικής και η ταξική της διάσταση.
Την ίδια στιγμή σε κάθε κινητοποίηση είναι αυξανόμενη  η παρουσία της  αξιωματικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ, που παρεμβαίνει  όπου και όσο χρειάζεται για να διασφαλίζει την επιρροή της  και να επιτελεί ένα διπλό στόχο: Αυτόν της κατοχύρωσής της ως συνεπούς αριστερής, ασυμβίβαστης, πολιτικής δύναμης από τη μια μεριά,  αλλά και αυτόν του ελέγχου του κινήματος των εργαζομένων από την άλλη, ώστε το τελευταίο να μην ξεπερνά τα ευαίσθητα όρια ανάμεσα στη συνέπεια, τη νομιμότητα κλπ. και την πραγματική αγωνιστική αφύπνιση, τον μαζικό διεκδικητικό αγώνα, παρόλο που λεκτικά μπορεί ακόμα και σε ανυπακοή να καλούν στελέχη της (πβ δηλώσεις Κατρούγκαλου). Στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ, βρισκόμενος στον προθάλαμο της εξουσίας,  επιχειρεί να καταλάβει τον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στην ασκούμενη  αστική πολιτική   και το πεδίο ανάπτυξης λαϊκών  αγώνων διοχετευμένους  μέσα από τους επίσημους θεσμούς, για να κερδίσει κόσμο.  Είναι  βέβαια  εκείνος ο χώρος τον οποίο  απλόχερα διαθέτουν οι άρχουσες τάξεις σε πολιτικούς οργανισμούς,  κόμματα, σωματεία κλπ. καθιστώντας τους επίσημους και προνομιακούς συνομιλητές, αναγκαίους διαπραγματευτές με αμοιβαία οφέλη. Κι έτσι η αξιωματική αντιπολίτευση και ελπίζει να  κερδίζει σε ψήφους αλλά και εξασφαλίζει ησυχία στους εργατικούς χώρους, παρά τις κραυγές.
Ωστόσο, ενώ  η πολιτική των μεταρρυθμίσεων που υιοθετήθηκε τα τελευταία πέντε χρόνια και στηρίζεται στη λογική του κέρδους θέτει σε κρίση τον ένα μετά τον άλλο τους  μηχανισμούς μέσω των οποίων  αποσπούσαν τη συγκατάθεσή μας στην περίοδο της ευμάρειας, (όπως τα παζάρια  στη ΓΣΕΕ πάνω στις πλάτες των εργαζομένων, τον χωρίς τέλος διάλογο για αναζήτηση εποικοδομητικών προτάσεων, προσφυγή στα δικαστήρια) αυτό δεν μας βοηθά να ξεμασκαρέψουμε τις σκόπιμα καλλιεργημένες εκ των άνω  ψεύτικες συνειδήσεις και μύθους.
Στερημένοι και καταπιεσμένοι  ψάχνουμε έστω και μικρές νίκες και παραβλέπουμε στο τι απομένει  ακόμα και από τις συνεχείς ήττες των εργαζομένων. Μπορεί να βρισκόμαστε, όπως φαίνεται, πολύ μακριά από το να  προωθούν οι διάφορες μορφές πάλης  και οι κινητοποιήσεις διαφόρων κλάδων εργαζομένων την ενότητα στη βάση, την αυτοπεποίθηση, τη ριζοσπαστικοποίηση και γενικά την ταξική συνείδηση και την οργάνωση σαν τάξη  των εργατών. ¨Ομως η ακυρωμένη ελπίδα βελτίωσης  της ζωής του που  βιώνει ακόμα και ο μεσοαστός, η διάψευση για τη δύναμη του δικαίου, η υπονόμευση των ηθικών αρχών, αργά αργά μέσα στο χρόνο συγκροτεί  ένα απόθεμα από σιωπηρές αρνήσεις γι’ αυτές τις ψευδαισθήσεις που ο καπιταλισμός καλλιεργούσε. Κι αυτό είναι κάτι που συν τω χρόνω θα διαπερνά  τις στάσεις, συμπεριφορές  ακόμα κι αν δεν είναι εύκολο να συνδεθεί με τη σκέψη και την πράξη. Είναι όμως υπαρκτό, αποτελεί μια ιδιαίτερη υπόγεια   διαδρομή,  πηγή πολλών αντιδράσεων και συμπεριφορών που το σύστημα  τις θεωρεί  παράλογες, αστάθμητες, τυχαίες. Κι είναι αυτή η ιστορία της δυστυχίας μέσα στην καθημερινότητα που πρέπει να αποκτήσει συνείδηση των αιτιών που την προκαλούν –και είναι το ΚΚΕ που ξεκάθαρα και τεκμηριωμένα βοηθά να ανακαλύψουμε και να κατανοήσουμε τις αιτίες.
 Γι’ αυτό είναι αναγκαίο το Κομμουνιστικό Κόμμα, σταθερά προσανατολισμένο σε μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση,  για να αποκαλύπτει τις αστικές επιρροές στην εργατική τάξη, για να μη εκφυλίζονται οι επιμέρους συγκρούσεις και αντιθέσεις,   όπως παλιότερα,   διακηρύττοντας ο  καθένας και το πρόβλημά του κι εμποδίζοντας  τη ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησης των υποτελών τάξεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: