Τρίτη 8 Απριλίου 2014

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ



Στο περιθώριο  των δυο βασικών ζητημάτων της κεντρικής πολιτικής σκηνής που αλληλοτροφοδοτούνται, εκείνο της ολοκλήρωσης του success story με έξοδο στις αγορές και το άλλο των μυστικών επαφών του γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου Π. Μπαλτάκου με βουλευτές της Χρυσής Αυγής, συνεχίζονται να υλοποιούνται οι ειλημμένες πολιτικές αποφάσεις στα πλαίσια της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και μια απ’ αυτές είναι εκείνη  σχετικά με την  αξιολόγηση στο χώρο της εκπαίδευσης.
Εγκύκλιοι και διευκρινήσεις για τη εφαρμογή  του θεσμού της Αξιολόγησης του Εκπαιδευτικού Εργου της σχολικής μονάδας προκαλούν συγκρούσεις μεταξύ διδασκόντων η αυτών και των διευθυντών και  σχολικών συμβούλων. Και ο υπουργός Παιδείας Κ. Αρβανιτόπουλος ικανοποιημένος δηλώνει ότι «προχωρεί κανονικά η διαδικασία της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού έργου που εφαρμόστηκε ήδη με επιτυχία στα πειραματικά σχολεία», ξεκινώντας από Σεπτέμβριο και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών σε ατομικό επίπεδο.
Πριν από 32 χρόνια στην εκπαίδευση, με ένα μαζικό κίνημα που το ΠΑΣΟΚ υστεροβούλως αγκάλιασε,  καταργήθηκε ο θεσμός του επιθεωρητή με την έντονη κι ασφυκτική καταπίεσή του που οδήγησε και στην πλήρη απαξίωσή του, και  καθιερώθηκε ο θεσμός του σχολικού συμβούλου που σύμφωνα με το νόμο (1304/82) θα μετείχε και  στη διαδικασία αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου, που τώρα ήγγικεν η ώρα να πραγματοποιηθεί.
Μόνο που ο όρος αξιολόγηση σημαίνει διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους και  εξαρτάται από τα κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα. Δεν είναι η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού απλώς  μια διαδικασία που συμμετέχουν διάφοροι φορείς οι οποίοι χρησιμοποιούν κάποια  αντικειμενικά  κριτήρια για να μας δώσουν  κάποια ουδέτερη αξιολογική κρίση, η οποία θα είναι το εφαλτήριο για τη λήψη αντίστοιχων αποφάσεων προς το καλό, γενικά κι αόριστα, όλων. Τα κριτήρια της αξιολόγησης, οι όροι και οι σκοποί της ανάγονται σε τελευταία ανάλυση σε κοινωνικοπολιτικές επιλογές που προσδιορίζουν την πραγματική λειτουργία της σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα. Οποιαδήποτε πρόταση ή σύστημα αξιολόγησης, σε οποιοδήποτε τομέα,  συνδέεται με τις ιδεολογικές αφετηρίες του φορέα  που προτείνει και υιοθετεί το συγκεκριμένο σύστημα και εξαρτάται πλήρως από τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής.  
Στο συγκεκριμένο τομέα, την εκπαίδευση, το οποιοδήποτε σύστημα  αξιολόγησης  αναγκαστικά προσδιορίζεται από το υφιστάμενο ή το προτεινόμενο εκπαιδευτικό σύστημα και από τους κοινωνικοπολιτικούς όρους που το προσδιορίζουν. Μόνο που στο καπιταλιστικό σύστημα  η κυρίαρχη τάξη είναι ικανή όχι μόνο να εκμεταλλεύεται την εργατική τάξη(εκείνους που διαθέτουν  μόνο την εργασία τους) αλλά και να δημιουργεί ένα τρόπο ζωής που εξυπηρετεί  τα συμφέροντα των καπιταλιστών αφήνοντας τους εργαζομένους  αποξενωμένους και  καταπιεσμένους. Η καπιταλιστική λοιπόν κοινωνία οργανώνεται σύμφωνα με  τα συμφέροντα του κεφαλαίου και μέσα από την εκπαίδευση, έναν θεσμό της υπερδομής, η καπιταλιστική τάξη αναπαράγει τις δυνάμεις παραγωγής, -εργασία, καταμερισμό εργασίας, καταμερισμό γνώσης,-   και τις σχέσεις παραγωγής, με τη διαιώνιση και ανάπτυξη μιας αποδεκτής-νόμιμης, από το σύστημα,  ιδεολογίας και μιας σειράς προτύπων συμπεριφοράς. Ένα σύστημα λοιπόν αξιολόγησης έχει ως πολιτική προέκταση την ενσωμάτωση–συμμόρφωση  του εκπαιδευτικού στη λογική του υφιστάμενου εκπαιδευτικού συστήματος στα πλαίσια του καπιταλισμού. Επομένως το οποιοδήποτε σύστημα  αξιολόγησης του εκπαιδευτικού εκφράζει μια συγκεκριμένη ιδεολογία και πολιτική και  οι οποιεσδήποτε προτάσεις για την αξιολόγηση ουσιαστικά ενσωματώνουν αντίστοιχες  εκπαιδευτικές και κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις που αφορούν το  εκπαιδευτικό σύστημα στο σύνολό του. Η αξιολόγηση δεν είναι  απλό εγχείρημα  διατύπωσης κρίσης σχετικά με την επάρκεια  του εκπαιδευτικού, αλλά   προϋποθέτει ένα αξιολογικό πλαίσιο με συγκεκριμένους σκοπούς και κριτήρια που όλα μαζί απαρτίζουν  το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο.
Ανατρέχοντας στο παρελθόν, το αξιολογικό πλαίσιο, που αποκαλύπτει τις επιδιώξεις για επιθυμητές  αντιλήψεις, ιδέες και συμπεριφορές  του εκπαιδευτικού και τις στοχεύσεις της εκπαιδευτικής πράξης στο μεταμφυλιακό κράτος, διαγράφεται μέσα από τις εκθέσεις επιθεωρητών  εκείνης της εποχής που κρίνουν τον εκπαιδευτικό ως προς  την «πίστιν εις τα εθνικά μας ιδανικά» και  αναφέρονται στο αν είναι άριστος οικογενειάρχης και καλός χριστιανός ενώ βρίθουν από επίθετα όπως εχέμυθος, πιστός, νομιμόφρων, εθνικόφρων κλπ.
Στην εποχή της μεθοδευμένης καπιταλιστικής επίθεσης,  στην υπουργική απόφαση (30972/Γ/5-3-2013) για την αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας, όπου γίνεται η κατάταξη των σχολείων με βάση τις επιδόσεις των μαθητών,  προβλέπεται η κατάρτιση προγράμματος δράσης κάθε Σεπτέμβη και  αξιολόγηση της απόδοσής της στο τέλος της σχολικής χρονιάς, ενώ αξιολογούνται και δείκτες που αφορούν στη διαχείριση και αξιοποίηση οικονομικών πόρων, αναγνωρίζουμε το μοντέλο που εφαρμόζεται στα εκπαιδευτικά πράγματα κι αυτό δεν είναι άλλο από της επιχείρησης, η αντιστοιχία σχολικής δομής  και δομής επιχείρησης είναι έκδηλη. Μαθητές και δάσκαλοι  δεν επιτρέπεται να ακολουθούν ανεξάρτητες εκπαιδευτικές στρατηγικές απ’  αυτές  που εξυπηρετούν τα συμφέροντα του κέρδους.
Κι  αν στην πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης διευρύνθηκαν τα επίπεδα  ελευθερίας στην οργάνωση και διοίκηση του σχολείου, που μεθοδευμένα μετά το ’90 ψαλιδίζονταν, αυτό οφειλόταν  στη  ανάγκη  νομιμοποίησης της εκπαιδευτικής πολιτικής μετά τη χρεοκοπία του μετεμφυλιακού μοντέλου και στο ισχυρό λαϊκό κίνημα. Κι όσο ο καπιταλισμός εξασφάλιζε κάποια επίπεδα ευημερίας για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού γινόταν αποδεκτή η αναπαραγωγή από την εκπαίδευση του ταξικού καταμερισμού της εργασίας και ο ρόλος του σχολείου ως τμήμα μεν του ιδεολογικού μηχανισμού που ενσταλλάζει την πίστη στην τελειότητα και τη δικαιοσύνη της αστικής δημοκρατίας που επιδέχεται όμως μεταρρύθμιση.
Και τώρα που η καπιταλιστική επίθεση επεκτείνεται παντού οι αντιλήψεις για αξιοκρατία και αντικειμενικότητα που για χρόνια η κυρίαρχη ιδεολογία μας βομβάρδιζε αποδεικνύονται χρήσιμες. Η αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και του εκπαιδευτικού έργου μέσα από διάφορους δείκτες διακηρύττεται ότι  καταγράφουν  τάχα ουδέτερους και αντικειμενικούς στόχους και προωθούν την αξιοκρατία, λέξεις κλειδιά για την αποδοχή τους,  όπως πριν από μισό αιώνα η αξιολόγηση χριστιανικού  ήθους και πίστης στα  εθνικά ιδανικά θεωρούνταν αυτονόητοι στόχοι ενός εκπαιδευτικού συστήματος.
Μόνο η συνειδητοποίηση ότι η αντίσταση στις επιλογές της κυρίαρχης τάξης γίνεται μέσα από τη συλλογική δράση μπορεί να τις ακυρώσει. Οι κινητοποιήσεις της 9ης Απριλίου είναι ένα βήμα σ’ αυτή την κατεύθυνση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: