Κοντά δυο μήνες από τις εκλογές
για το ευρωκοινοβούλιο και την αυτοδιοίκηση όλες οι πολιτικές δυνάμεις μπαίνουν
στην τελική ευθεία αυτής της αναμέτρησης, οι συζητήσεις πυκνώνουν
γύρω από τη σημασία των εκλογών και το νόημα της ψήφου, ενώ πολλοί αριστεροί επιδιώκουν να μας πείσουν ότι μια ψήφος στο
ΣΥΡΙΖΑ είναι αναγκαία. Παρόλο που αυτές οι εκλογές δεν έχουν να κάνουν με την
κεντρική πολιτική σκηνή αντιμετωπίζονται όμως σαν πρόκριμα για τις εθνικές
εκλογές.
Κατ’ αρχήν είναι σίγουρο πως οι εκλογές δεν έχουν
τη δυνατότητα να ανατρέψουν τις επιλογές ως προς το χειρισμό του συστήματος
πολύ περισσότερο μάλιστα να ανατρέψουν αυτό το ίδιο το σύστημα, γιατί τότε απλά,
όπως είναι γνωστό, θα ήταν παράνομες. Αυτό που κάνουν είναι
να καταγράφουν συγκεκριμένα
κοινωνικά μπλοκ τα οποία συσπειρώνονται γύρω από πολιτικά προγράμματα και υποσχέσεις. Μια
συσπείρωση που γίνεται μέσα από μια απολυτότητα, ναι ή όχι, χωρίς ουσιαστικά τη δυνατότητα έστω μικρής παρέμβασης, εκτός της αγωνιστικής, στην μετεκλογική πραγματοποίηση
αυτών των προγραμμάτων και υποσχέσεων όπως αναπτύσσονται προεκλογικά. Ένας εξαναγκασμός τελικά
σε απάντηση πάνω σε γενικά
ερωτήματα που μπαίνουν με διλημματική μορφή λόγω ακριβώς του ότι ο αριθμός των επιλογών είναι εκ των προτέρων δεδομένος,
έτσι η αντίθεση μνημόνιο –αντιμνημόνιο πριν δυο χρόνια μετατοπίζεται τώρα στον τρόπο
διευθέτησης του χρέους, που ο ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει «δεν θα αγνοήσουμε».
Μέσα σ’ αυτόν τον κανόνα εντάσσονται
οι αντιφατικές εν πολλοίς εξαγγελίες και οι συνδυασμοί του ΣΥΡΙΖΑ, (π.χ. υποψηφιότητες Καρυπίδη,
Βουδούρη) που προσπαθούν να καταγράψουν
την κοινωνική συσπείρωση γύρω από ένα πρόγραμμα που φιλοδοξεί να διαχειριστεί
την κρίση του δεδομένου συστήματος, υποσχόμενο οικονομική ανακούφιση των μικροαστικών
στρωμάτων, χωρίς να αμφισβητεί σε καμιά
περίπτωση ουσιαστικά σημεία στις
επιλογές του κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα δηλ. θέλουν οι αριστεροί του ΣΥΡΙΖΑ
να πείσουν το κεφαλαίο ότι οι κοινωνικές
ισορροπίες που προτείνουν είναι οι ικανότερες να προωθήσουν την καπιταλιστική
αναδιάρθρωση. Ο αντιφατικός και συμβιβαστικός τους λόγος αποβλέπει στην ενίσχυσή
τους με την υποστήριξη μιας μετριοπαθούς μερίδας αστικών μεσοστρωμάτων που φοβούνται
την πόλωση, η οποία διέλυσε τα αστικά κεντροαριστερά κόμματα και συσσώρευσε τα υπολείμματά τους στο
ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ συγχρόνως είναι αυτά τα μεσοστρώματα που προσπαθεί να
φοβίσει ο λόγος των συγκυβερνώντων κομμάτων που παρουσιάζει τον ΣΥΡΙΖΑ σαν το
ακραίο κακό, για να συσπειρωθούν γύρω τους, σε ένα επαναλαμβανόμενο δικομματικό
παιχνίδι που μοιάζει να αλλάζει διατηρώντας τους ίδιους κανόνες του πολιτικού
συστήματος. Γι’ αυτό καταβάλλεται προσπάθεια και το μήνυμα των εκλογών να έχει άμεση σχέση με την κατάδειξη των
κοινωνικών μετατοπίσεων μέσα σ’ αυτά τα
πλαίσια. Αυτό γίνεται πιο φανερό αν
δούμε την προσπάθεια που καταβάλλεται να δημιουργούνται στρεβλές πολιτικές
εκπροσωπήσεις που να εγκλωβίζουν τάξεις και κοινωνικές ομάδες με αποτέλεσμα τον
κατακερματισμό τους και την ανάδειξη των αιχμών εκείνων που εξυπηρετούν
καλύτερα τις επιδιώξεις της κυρίαρχης τάξης. Από το ΣΥΡΙΖΑ που θα
διαπραγματευτεί «την μόνη αξιόπιστη, ρεαλιστική και βιώσιμη λύση για το χρέος:
Ευρωπαϊκή διάσκεψη για τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του, όπως το 1953 για
τη Γερμανία» μέχρι το τηλεοπτικό
πολιτικό μόρφωμα του Σ. Θεοδωράκη
που θέλει ν’ αλλάξει το παλιό πολιτικό
σύστημα μειώνοντας τους βουλευτές σε
200, τις διακοπές της Βουλής και τα μπόνους για τη συμμετοχή στα θερινά
τμήματα, περιορίζοντας τη ρύπανση και τη γενικότερη όχληση στις προεκλογικές
εκστρατείες.
Πολλοί επικαλούνται την εκλογική ενίσχυση
του ΣΥΡΙΖΑ στο όνομα του ρεαλισμού, για
να ανακοπεί έστω η ταχύτητα της καπιταλιστικής επίθεσης, να δείξουμε τη δύναμή μας στέλνοντας μήνυμα αποδοκιμασίας στους κυβερνώντες.
Μόνο που μόνο οι εκλογές δεν είναι σε θέση να ανακόψουν τις επιλογές του
κεφαλαίου και βέβαια είναι πολύ αμφίβολο αν η δυναμική του μάλλον αναιμικού κινήματος θα ενισχυθεί όταν θα εξαργυρωθεί από
το ΣΥΡΙΖΑ το οποιοδήποτε αυξημένο
εκλογικό ποσοστό του με νέους συμβιβασμούς. Γιατί οι προθέσεις του γίνονται
φανερές από τώρα, τόσο από τη μορφή των
συνδυασμών που κατεβάζει όσο και από τη
συνεχή πτώση του τόνου και είδους της
κριτικής προς τις επιλογές των κυρίαρχων κέντρων.
Ο ρεαλισμός που επικαλούνται όσοι
υποστηρίζουν το ΣΥΡΙΖΑ και άλλα συναφή αριστερά, κεντροαριστερά, ανανεωτικά, ρεφορμιστικά σχήματα κλπ. είναι ο ρεαλισμός που τελικά αναγνωρίζει τη
δυνατότητα απόκρουσης της επίθεσης του
κεφαλαίου μόνο μέσα από κοινοβουλευτικές
διαδικασίες, και δεν δέχεται ότι μπορεί και πρέπει να υπάρξει ένα κίνημα αγωνιστικό
και ταξικό έξω απ’ αυτές. Ενδιαφέρεται
για το μέγεθος του εκλογικού σώματος όχι το δυναμικό των τάξεων που
παραμορφωμένα αντανακλάται στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, ανάγεται έτσι ο συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων μόνο σε ζήτημα εκλογικών ποσοστών, ίσως γιατί δεν αναγνωρίζεται
καν η ύπαρξη ταξικής πάλης.
Η κρίση όμως που βιώνουμε αποκαλύπτει πιο ξεκάθαρα από
ποτέ την όξυνση των αντικρουόμενων συμφερόντων
και την άρνηση των κυβερνώντων να
ικανοποιηθούν έστω και βασικά αιτήματα ζωής των υποτελών τάξεων. Όσο όμως οι
υποτελείς τάξεις, οι οποίες όλο και ανακαλύπτουμε ότι διευρύνονται, παγιδεύονται στην αστική ιδεολογία αδυνατούν
να δουν την ταξική προέλευση των συγκρούσεων και τις αιτίες της κρίσης.
Οι εκλογές λοιπόν σίγουρα δεν αλλάζουν το πολιτικό σύστημα.
Μπορούν όμως να συμβάλλουν στην πολιτική
ζύμωση και στην πάλη κατά της παθητικότητας. Είναι ένα από τα μέσα της αστικής δημοκρατίας που μπορεί να
εκμεταλλευτεί η εργατική τάξη για να οργανωθεί και ακόμα για να απειλήσει την
κυρίαρχη τάξη. Γι’ αυτό και η ύπαρξη του
κομμουνιστικού κόμματος σ’ αυτές τις συνθήκες
αποδεικνύεται καταλυτική όχι μόνο για την οργάνωση της πάλης αλλά και για την συνεχή ανασκευή παντού της αστικής
ιδεολογίας, έτσι ώστε να μπορεί να αναγνωριστεί ο αντίπαλος για να οργανωθεί ο
αγώνας εναντίον του. Το κυρίαρχο βέβαια σύστημα για να περιορίσει την επιρροή
του, κι επειδή η εμπιστοσύνη στο
κομμουνιστικό κόμμα έχει άμεση σχέση με την εμβέλεια που διαθέτει το πάλαι ποτε
μοντέλο των σοσιαλιστικών κρατών φρόντισε για την πλήρη συκοφάντησή τους, ενώ καταβάλλει συνεχείς προσπάθειες για
την απαξίωση του κομμουνιστικού κόμματος.
Η μοναδική περίπτωση για μια
διαφορετική ψήφο στις εκλογές είναι η περίπτωση που ενισχύεται εκείνο το κόμμα που συνενώνει
και οργανώνει την εργατική τάξη στην
πάλη για τα συμφέροντά της, δηλ. το κομμουνιστικό κόμμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου