Κι ενώ η κυρίαρχη αστική ιδεολογία συνεχίζει, δια της
κυβερνήσεως, μέσα από μια συγκεκριμένη παρουσίαση της οικονομικής κατάστασης να επιχειρεί
τη νομιμοποίηση στο δημόσιο λόγο κάθε νέας δέσμης μέτρων, το σύνολο των
αντιπολιτευόμενων, της αξιωματικής αντιπολίτευσης συμπεριλαμβανομένης,
συνεχίζει να πολιτικολογεί με ασάφειες
και αντιφατικότητες επικεντρώνοντας τα
βέλη της ενάντια στην τρόικα. Και ο ΣΥΡΙΖΑ πια δεν συγκαλύπτει καν τη
συμπόρευσή του με τις βασικές οικονομικές επιλογές της ΕΕ (οι δηλώσεις
Σταθάκη για επιδίωξη ευνοϊκότερων όρων αποπληρωμής του χρέους είναι ενδεικτικές
ή οι διαβεβαιώσεις του Α. Τσίπρα ότι «είμαστε
έτοιμοι να συμβάλουμε με πολύ περισσότερα στο σχεδιασμό για την Ευρώπη του 2020
και του 2030».). Η εφαρμογή βέβαια αυτών των πολιτικών ουσιαστικά
περνά από τον αφοπλισμό των
εργαζομένων, την αποϊδεολογικοποίηση, (ο
Ν. Δήμου ρητά το δηλώνει «Οι ιδεολογίες είναι κάτι που εμποδίζει να γίνει μια
σωστή πολιτική»), την κυριαρχία και αποδοχή του καπιταλισμού.
Χρόνια
τώρα επαναλαμβάνεται συνεχώς η κοινοτυπία για μια άλλη αριστερά που την
επικαλούνται πολλές ετερόκλητες ομάδες-οργανώσεις-κόμματα χωρίς βέβαια να
αποσαφηνίζονται οι αναγκαίοι όροι και χαρακτηριστικά της που είναι απαραίτητα, εκτός
της μοναδικής προϋπόθεσης να είναι κάτι διαφορετικό, και εν πολλοίς εχθρικό, προς το ΚΚΕ. Κι επειδή η εδώ κι ένα τέταρτο του αιώνα παλινόρθωση
των καπιταλιστικών σχέσεων και σε
περιοχές που ακολουθούσαν το σοσιαλιστικό δρόμο τροφοδότησε
την αστική αντεπίθεση μοιάζει πια να είναι αρκετά εύκολη η ακύρωση όλων
των ιδεολογικών και πολιτικών
κατακτήσεων των εργαζομένων, που συμβαδίζει με την συνεχή προσπάθεια για εξάλειψη της ιστορικής τους μνήμης. Πρέπει να
εμπεδωθεί με τη συνεχή προπαγάνδα ότι όλες
οι εξεγέρσεις και κατακτήσεις του εργατικού κινήματος δεν μπορεί παρά να καταλήξουν
σε καθεστώτα ανελεύθερα με λαούς που πεινούν. Τίποτε λοιπόν δεν μπορεί να είναι
καλύτερο από τον καπιταλιστικό τρόπο
οργάνωσης της παραγωγής που διαλαλείται ότι εξασφαλίζει την ελευθερία στην
κοινωνία. Κλίνεται λοιπόν σε όλες τις
πτώσεις η έννοια της ελευθερίας, μόνο που καταλήγει να ταυτίζεται με την ελευθερία πώλησης του
εμπορεύματος εργατική δύναμη στη φτηνότερη τιμή. Η κυριαρχία του κανόνα ότι η
εργατική δύναμη είναι εμπόρευμα θεωρείται αναμφισβήτητη. Κι αυτό γίνεται
αποδεκτό από οργανώσεις, κύκλους, ομάδες, κόμματα αριστερά, εναλλακτικά,
οικολογικά κλπ., που έτσι προσφέρουν υπηρεσίες στην στερέωση τη κυρίαρχης
ιδεολογίας. Για όλα τα υπόλοιπα, όπως για
το ποιος καπιταλιστής θα αγοράσει δημόσιους
οργανισμούς, με ποιους όρους θα απολύονται οι υπάλληλοι κλπ αντιτιθέμενες οργανώσεις,
κόμματα, σχηματισμοί κλπ μπορούν να δημιουργούνται ευαγγελιζόμενα το
μετασχηματισμό της κοινωνίας χωρίς όμως ουσιαστική αλλαγή –ο καπιταλιστικός
τρόπος παραγωγής στο απυρόβλητο.
Κι έτσι
μπαίνει στο στόχαστρο η κακιά τρόικα, τα μικροσυμφέροντα των τεχνοκρατών που
την αποτελούν και στήνονται θεωρίες, θέσεις και στάσεις πολιτικές από τον τρόπο αντιμετώπισής της. Κι όλοι
μιλούν για μεταρρυθμίσεις και αλλαγές που έχουν γίνει έσχατος στόχος και
υποκατάστατο της ιδεολογίας. Και κάθε φορά κρίνονται οι μεταρρυθμίσεις των
κυβερνώντων και υπόσχονται οι αντιπολιτευόμενοι την μεταρρύθμιση των
μεταρρυθμίσεων και χανόμαστε σε λεπτομέρειες νόμων και διατάξεων που πότε αφορούν στα εργασιακά πότε
κοινωνικά δικαιώματα και πελαγοδρομούμε. Η κάθε φορά τμηματική επίθεση του
κυρίαρχου συστήματος γίνεται με την προοπτική της ολομέτωπης νίκης, με την
απόσπαση από τον κύριο κορμό των εργαζομένων ολοένα μεγαλύτερων τμημάτων του
που τα εξουδετερώνει. Και μεις χανόμαστε στα συμπτώματα αγνοώντας και μη
βλέποντας την αιτία τους. Και έτσι πιστεύοντας πως είναι αναπόφευκτη η πορεία που
μας έχουν επιβάλλει ούτε σε μια διαμαρτυρία αντίστοιχη της κρισιμότητας της κατάστασης
που βιώνουμε δεν προβαίνουμε, όπως σήμερα στην απεργία της ΑΔΕΔΥ.
Και
τείνει ο δημόσιος λόγος να περιορίσει, μεταθέτοντάς τη, την σύγκρουση ανάμεσα
σε κυβερνώντες, συμπολίτευση και αντιπολίτευση, και την τρόϊκα. Τις τελευταίες μέρες από τα ΜΜΕ προβάλλεται σαν μια από τις αιτίες
διαφωνίας κυβέρνησης – τρόικας η απαίτηση της
για νομοθετική κατάργηση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων της
απεργίας και του συνδικαλισμού. Γίνεται αναφορά σε νεκρανάσταση αντεργατικών νόμων (νόμος
330/1976, άρθρο 4 νόμου 1365/1983), που κυβερνήσεις, κι ανάμεσά τους και
σοσιαλιστικές, είχαν επιβάλλει πριν
τριάντα και παραπάνω χρόνια χωρίς τη
συνδρομή της τρόικας, που αφορούσαν στον τρόπο λήψης απόφασης της απεργίας, του
lock out. Οι νόμοι αυτοί καταργήθηκαν
μετά από μεγάλους αγώνες των εργαζομένων. Μόνο που τότε η τακτική υποχώρησης
του συστήματος ήταν τόσο συνέπεια των
εργατικών αγώνων όσο και της προσπάθειας σταθεροποίησης του με αποτροπή οξυμένων
κρίσεων, ανταγωνιζόμενο σοσιαλιστικές κατακτήσεις κι εξυπηρετώντας ταυτόχρονα
πολλούς κι αντιτιθέμενους σκοπούς. Σε εποχή όμως τέτοιας οξυμένης κρίσης, με
ένα εργατικό κίνημα αδύναμο, με το κυρίαρχο σύστημα να καταγράφει παντού νίκες
η υποχώρησή της κυρίαρχης εξουσίας απαιτεί ολόπλευρη επίθεση από το σύνολο των
εργαζομένων. Κι ενώ δεκαετίες τώρα ο
αριστερός ανανεωτικός, εναλλακτικός κλπ. λόγος αναζητούσε τα επαναστατικά
υποκείμενα για την επανάσταση που υποτίθεται προετοιμαζόταν, πότε στο φοιτητικό κίνημα,
πότε στο φεμινιστικό κλπ., έξω από την εργατική τάξη, τώρα δεν τολμά ούτε την αιτία για την εξαθλίωσή μας να
καταδείξει. Αντίθετα υποκλίνεται στην
αστική ιδεολογία και μοιάζει να στοχεύει
στον πολιτικό και ιδεολογικό αφοπλισμό του κομμουνιστικού λόγου κι έτσι αποτρέποντας
τους εργαζομένους να συγκροτήσουν ταξική
συνείδηση να υπονομεύσει τη δυναμική των μαζικών αγώνων. Γι’ αυτό και είναι
καθοριστικός ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος στην καθοδήγηση και αγωνιστική πορεία της εργατικής τάξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου