Στη συνάντηση, τις προηγούμενες μέρες, με τη καγκελάριο Μέρκελ του πρωθυπουργού
Σαμαρά το ενδιαφέρον εστιάστηκε στην
ικανοποίηση της καγκελαρίου για «τους πρώτους καρπούς επιτυχίας» μετά την
εφαρμογή των δύσκολων μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, που μεταφράζεται σε
απολύσεις, ανεργία, φτώχεια των εργαζομένων. Στη χθεσινή συνέντευξη του ο υπουργός
Οικονομικών Γ. Στουρνάρας στον Γ. Πρετεντέρη, πέρα από το κομπασμό του για το πρωτογενές πλεόνασμα και τις επιτυχίες
της κυβέρνησης που τα κέντρα της ΕΕ επιδοκιμάζουν, έγινε αναλυτικότερος
περιγράφοντας αυτές τις επιτυχίες. Μεγάθυμος
διαβεβαίωσε ότι οι εργαζόμενοι δεν θα
πεθάνουν και υπερασπίστηκε τις ομαδικές απολύσεις για να εξασφαλιστεί η
βιωσιμότητα της επιχείρησης, ενώ υποστήριξε ότι ακριβώς το καθεστώς προστασίας
του εργαζομένου που ίσχυε οδήγησε στην ανεργία, και χαρακτήρισε το φόρο στα
ακίνητα δίκαιο.
Αυτές οι
απόψεις που ακούστηκαν στην εκπομπή του Γ. Πρετεντέρη ξέρουμε καλά πως μόνο
αφέλειες δεν είναι κι ας μοιάζουν. Ενάμιση αιώνα μετά την ανάλυση του Μαρξ για
τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής κανείς δεν είναι αθώος για την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης στον
καπιταλισμό.
«Ο εργάτης είναι η υποκειμενική εκδήλωση του
γεγονότος ότι το κεφάλαιο είναι ο άνθρωπος ολοκληρωτικά χαμένος για τον εαυτό
του, όπως το κεφάλαιο είναι η αντικειμενική εκδήλωση του γεγονότος ότι η εργασία είναι ο άνθρωπος
χαμένος για τον εαυτό του. Ο εργάτης όμως
έχει το μειονέκτημα να είναι
ζωντανό κεφάλαιο, κι επομένως κεφάλαιο με ανάγκες –κεφάλαιο που χάνει τον τόκο του, άρα και τη ζωντάνια
του, κάθε στιγμή που δεν εργάζεται. Η αξία του εργάτη σαν κεφάλαιο αυξάνεται
σύμφωνα με την προσφορά και τη ζήτηση. Ακόμα και υλικά η ύπαρξή του, η ζωή του εθεωρείτο και
θεωρείται προσφορά ενός εμπορεύματος όπως κάθε άλλου. Ο εργάτης παράγει το
κεφάλαιο, το κεφάλαιο παράγει αυτόν –κι επομένως αυτός παράγει το εαυτό του,
κι ο άνθρωπος σαν εργάτης, σαν εμπόρευμα
είναι το προϊόν όλου αυτού του κύκλου. Για τον άνθρωπο που δεν είναι τίποτε παραπάνω από εργάτης –για τον άνθρωπο
σαν εργάτη- οι ανθρώπινες ιδιότητες του υπάρχουν μόνο στο βαθμό που υπάρχουν
για κεφάλαιο αλλότριο προς αυτόν. Επειδή όμως ο άνθρωπος και το κεφάλαιο είναι
ξένα μεταξύ τους, κι έτσι διατηρούν μιαν
αμοιβαία αδιάφορη, εξωτερική και τυχαία
σχέση, είναι αναπόφευκτο ότι αυτή η αλλοτριότητα θα πρέπει επίσης να
εμφανίζεται σαν κάτι πραγματικό. Από τη
στιγμή λοιπόν που το κεφάλαιο (από
ανάγκη ή από καπρίτσιο) πάψει πια να υπάρχει για τον εργάτη, αυτός καθαυτός δεν
υπάρχει πια για τον εαυτό του: δεν έχει καμιά εργασία, άρα κανένα μισθό, και καθώς δεν υπάρχει σαν ανθρώπινο όν παρά μόνο σαν εργάτης, μπορεί να σκάψει τον τάφο του και να θάψει
τον εαυτό του, να πεινάσει μέχρι θανάτου κλπ. Ο εργάτης υπάρχει σαν εργάτης
μόνο όταν υπάρχει για τον εαυτό του σαν κεφάλαιο. Και υπάρχει σαν κεφάλαιο μόνο όταν κάποιο κεφάλαιο
υπάρχει γι΄ αυτόν. Η ύπαρξη του κεφαλαίου είναι η ύπαρξή του, η ζωή του, μια
και καθορίζει το περιεχόμενο της ζωής
του με τρόπο αδιάφορο σ’ αυτόν.
Η πολιτική οικονομία λοιπόν δεν
αναγνωρίζει τον μη απασχολούμενο εργάτη, τον εργαζόμενο, όσο αυτός τυχαίνει να βρίσκεται έξω από τούτη την
εργασιακή σχέση. Ο κλέφτης, ο απατεώνας, ο μπαγαπόντης, ο ζητιάνος κι ο
άνεργος, ο πεινασμένος, εξαθλιωμένος κι εγκληματίας εργαζόμενος –πρόκειται για
μορφές που δεν υπάρχουν για την πολιτική οικονομία, αλλα μονάχα για τα μάτια
του γιατρού, του δικαστή, του νεκροθάφτη, του δικαστικού κλητήρα κλπ. οι μορφές
αυτές είναι φαντάσματα έξω από το χώρο
της πολιτικής οικονομίας. Γι’ αυτήν λοιπόν, οι ανάγκες του εργάτη είναι μονάχα μια ανάγκη –να συντηρηθεί
ενώ εργάζεται, όσο μάλιστα είναι απαραίτητο για να εμποδιστεί η εξαφάνιση της
ράτσας των εργατών. Οι μισθοί της
εργασίας έχουν επομένως ακριβώς την ίδια
σημασία με τη διατήρηση και τη συντήρηση κάθε άλλου παραγωγικού οργάνου ή με την κατανάλωση κεφαλαίου γενικά, που απαιτείται για την αναπαραγωγή με τόκο ή με το γράσο που
λαδώνουν τους τροχούς για να εξακολουθούν να γυρίζουν. Οι μισθοί επομένως ανήκουν στις αναγκαίες δαπάνες του κεφαλαίου και του καπιταλιστή και δεν πρέπει να
υπερβαίνουν τα όρια αυτής της αναγκαιότητας.(…)
Η παραγωγή δεν παράγει απλώς τον άνθρωπο
σαν εμπόρευμα, το ανθρώπινο εμπόρευμα, τον άνθρωπο στο ρόλο του εμπορεύματος.
Τον παράγει προσαρμοσμένο σ’ αυτόν τον
ρόλο σαν πνευματικά και φυσικά
απανθρωποιημένο όν. –Ανηθικότητα, παραμόρφωση και αποβλάκωση των εργατών και
καπιταλιστών.– Το προϊόν είναι το αυτό-συνείδητο και αυτενεργό εμπόρευμα… το
ανθρώπινο εμπόρευμα… Τεράστια πρόοδος με τον Ricardo, τον Mill κλπ. σε σχέση με τον Smith και τον Say, εφόσον δηλώνουν πως η
ύπαρξη του ανθρώπινου όντος –η μεγαλύτερη ή μικρότερη ανθρώπινη
παραγωγικότητα του εμπορεύματος– είναι αδιάφορη κι ακόμα βλαβερή. Διακηρύσσεται
πως ο αληθινός σκοπός της παραγωγής δεν είναι πόσοι εργάτες συντηρούνται από
ένα δεδομένο κεφάλαιο αλλά μάλλον πόσο
τόκο αποφέρει στο σύνολο των ετήσιων αποταμιεύσεων.
Παρόμοια πρόκειται για μεγάλη και λογική
πρόοδο της νεώτερης Αγγλικής πολιτικής οικονομίας το ότι ενώ εξύψωνε την
εργασία στη θέση της μοναδικής της
αρχής, ταυτόχρονα ερμήνευε με απόλυτη σαφήνεια την αντίστροφη σχέση μεταξύ μισθών και τόκου επί του κεφαλαίου, και το
γεγονός ότι ο καπιταλιστής μπορεί κανονικά να κερδίσει μόνο συμπιέζοντας τους μισθούς και αντιστρόφως. Όχι η εξαπάτηση
του καταναλωτή, αλλά η αλληλοεξαπάτηση του καπιταλιστή και του εργάτη
αποδείχνεται πως είναι η κανονική σχέση.
Οι σχέσεις της ιδιωτικής ιδιοκτησίας
περιέχουν λανθάνουσες μέσα τους τις
σχέσεις της ιδιωτικής ιδιοκτησίας σαν
εργασία, τη σχέση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας σαν κεφαλαίου και την αμοιβαία
σχέση των δυο αυτών μεταξύ τους. Υπάρχει
η παραγωγή της ανθρώπινης δραστηριότητας σαν εργασία δηλαδή σαν δραστηριότητα
εντελώς αλλότρια προς τον εαυτό της,
προς τον άνθρωπο και προς τη φύση κι επομένως προς τη συνείδηση και τη
ροή της ζωής –η αφηρημένη ύπαρξη του ανθρώπου σαν απλού εργάτη που μπορεί
επομένως καθημερινά να γκρεμίζεται από το πεπληρωμένο κενό του στο απόλυτο
κενό– στην κοινωνική και γι’ αυτό πραγματική
ανυπαρξία του. Αφετέρου υπάρχει η παραγωγή του αντικειμένου της ανθρώπινης δραστηριότητας σαν κεφαλαίου –στην οποία όλα τα φυσικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του αντικειμένου
καταργούνται, στην οποία η ιδιωτική ιδιοκτησία έχει χάσει τη φυσική και κοινωνική της ιδιότητα (κι επομένως κάθε πολιτική και
κοινωνική αυταπάτη, κι έχει χάσει ακόμα
και τη φαινομενική όψη των ανθρωπίνων σχέσεων), στην οποία το ίδιο το κεφάλαιο
παραμένει το ίδιο στις πιο
διαφορετικές κοινωνικές και φυσικές
εκδηλώσεις, εντελώς αδιάφορο προς το πραγματικό της περιεχόμενο. Η αντίφαση
αυτή οδηγημένη στο έπακρο, είναι κατ’ ανάγκη το όριο, η αποκορύφωση και η πτώση
της όλης σχέσης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. (…)
Η γη σαν γη και η γαιοπρόσοδος σαν
γαιοπρόσοδος έχουν χάσει το φωτοστέφανό τους
κι έχουν γίνει κεφάλαιο και τόκος που δεν λένε τίποτε ή μάλλον που μιλάνε μόνο για χρήμα.
Η διάκριση μεταξύ κεφαλαίου
και γής, μεταξύ κέρδους και γαιοπρόσοδου, μεταξύ αυτών των δυο και των
μισθών, μεταξύ βιομηχανίας και γεωργίας, μεταξύ ακίνητης και κινητής ιδιωτικής ιδιοκτησίας
–η διάκριση αυτή δεν πηγάζει από τη φύση των πραγμάτων, αλλά είναι ιστορική
διάκριση, μια παγιοποιημένη στιγμή στο σχηματισμό και την ανάπτυξη της
αντίθεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. (…)»
Κ. Μαρξ «Χειρόγραφα 1844», εκδ. Διεθνής
Βιβλιοθήκη,1974, σελ. 105-109
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου