Οι διάφορες δηλώσεις κι ατάκες του Α. Γεωργιάδη («Ενίοτε το σωστό
περιλαμβάνει και απολύσεις», η ανησυχία του για το ποιος θα πάρει τη δόξα των
απολύσεων) είναι εύκολος στόχος
εφημερίδων, δημοσιογράφων (όπως του Ν. Χατζηνικολάου) και πολιτικών για να
προβάλλουν σ’ αντιδιαστολή τον δικό τους …ποιοτικό λόγο και ήθος.
Κι όμως ο
Α. Γεωργιάδης απλώς ονομάζει (μέσα
στην αλαζονεία του, την πονηριά, τον κυνισμό του) με τις δηλώσεις του την εφαρμοζόμενη πολιτική κι εκφράζει εν μέρει και την ιδεολογία και
αντίληψη που εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια επικράτησε στην ελληνική και όχι
μόνο κοινωνία. Συμπεριφορές σαν του Α. Γεωργιάδη διαμορφώνουν προϋποθέσεις για να
αναδειχτεί η δυνατότητα διάφορων
πολιτικοκοινωνικών ομάδων και ιδιαίτερα ατόμων της εξουσίας ή των παρυφών της, μέσα από τις
οργισμένες αντιδράσεις τους για τέτοιου
είδους κυνικές δηλώσεις που απλώς περιγράφουν δραστηριότητες και πολιτικές
αποφάσεις, τις οποίες στον πυρήνα τους δεν
αμφισβητούν, να απευθύνονται στο
θυμικό των εργαζομένων έχοντας ένα φιλικό προσωπείο και καθιστώντας τους συμμάχους.
Μ’ αυτό τον τρόπο ελέγχουν πιο
αποτελεσματικά την κατεύθυνση, την ενεργοποίηση ή την αναστολή
δραστηριοτήτων ανάλογα με τα συγκυριακά
και οπωσδήποτε ιδιοτελή συμφέροντά τους.
Αυτή βέβαια η αμφίσημη στάση των προσώπων και ομάδων της εξουσίας, από διάφορα επίπεδά της, απέναντι σε πολιτικές
αποφάσεις θα ήταν αδύνατη αν δεν εύρισκε
ισχυρά κοινωνικά ερείσματα σε μαζικές πρακτικές που αναπτύσσονται στο κοινωνικό
σώμα, ιδιαίτερα στους λεγόμενους μη προνομιούχους του ΠΑΣΟΚ που περιλαμβάνουν τους εαυτούς τους στη
μεσαία τάξη. Όλα αυτά τα λεγόμενα
μεσοστρώματα χρησιμοποιούσαν την
τελευταία εικοσαετία ένα αντιρατσιστικό
λόγο αλλά εκμεταλλεύονταν τη δουλειά των μεταναστών, κόπτονταν για τα εργασιακά
δικαιώματα αλλά καταφέρονταν ενάντια σε κάθε απεργία, μιλούσαν για ηθικές αξίες μιας κοινωνίας και τον πνευματικό πολιτισμό της έχοντας όμως
ανακηρύξει με τις πρακτικές τους μοναδική τους αξία το κέρδος σε όλες τις
δραστηριότητες. Όλοι αυτοί λοιπόν οι δημοσιογράφοι
και πολιτικοί απευθύνονται στο σύνολο αυτών
των οικονομικών και κοινωνικών στρωμάτων που συνεχίζει μέσα στην εξαθλίωση, την
οποία βλέπει περισσότερο στους άλλους, να δρα και να αναπαράγεται μέσα στη θεσμισμένη
λογική των κρατικών νομικών ρυθμίσεων
και συνεχίζει να πιστεύει στις βελτιώσεις και εξορθολογισμό του πολιτικού συστήματος, κλείνοντας όμως το
μάτι και στην υπόλοιπη κοινωνία. Σ’ αυτό το
άλλο κομμάτι της κοινωνίας που βυθίζεται στην εξαθλίωση, στην περιθωριοποίηση έξω από επίσημους θεσμούς, σε όλους αυτούς που οι
νόμοι που ψηφίζονται τους αποβάλλει από
το κοινωνικό σώμα. Και όσο περισσότερο
πολώνεται η κατάσταση θα διαμορφώνεται
μια διπλή κοινωνία εξαιτίας της οποίας προκύπτει και μια διπλή γλώσσα
στην προσπάθεια ίσως να χειραγωγηθεί προκαταβολικά μια δύσκολα
προβλέψιμη ή ρυθμίσιμη συμπεριφορά αυτής
της άλλης κοινωνίας.
Από τη μια ο
κυνισμός των Πάγκαλου, «μαζί τα φάγαμε», και Α. Γεωργιάδη και από την άλλη
η αγανάκτηση του Πρετεντέρη για τον αξιωματούχο της Ευρωπαϊκής Ενωσης που θα
σκεφτεί για την Ελλάδα μετά τις διακοπές του ή του Χατζηνικολάου για τις δηλώσεις Γεωργιάδη. Δυο όψεις του ίδιου
νομίσματος. ¨Οσο η κρίση φοβίζει ακόμα μήπως πυροδοτήσει ανεξέλεγκτες
καταστάσεις τόσο το σύστημα θα έχει περισσότερο ανάγκη υπηρέτες σαν το
Γεωργιάδη ή Πάγκαλο, πριν περάσει στον απροκάλυπτα φασιστικό λόγο, αλλά και το
λόγο του Χατζηνικολάου να στρογγυλεύει
τις γωνίες, κατευθύνοντας την οργή σε συγκεκριμένα πρόσωπα.
Η διαφθορά, η
ιδιοποίηση δημόσιας προέλευσης χρήματος, οι ολέθριες για τις υποτελείς τάξεις πολιτικές αποφάσεις
θεωρούνται ότι οφείλονται ή σε κάποια θεσμικά κενά ή στις ιδιαίτερες στάσεις
και συμπεριφορές ατόμων που διαχειρίζονται την εξουσία. Ο δημόσιος λόγος ακόμα και
αυτών που αμφισβητούν την πολιτική των μνημονίων το πολύ πολύ να παρακινεί σε θεσμικές δράσεις ατόμων και ομάδων προς την επιθυμητή
κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού,
αναβάθμισης του πολιτικοοικονομικού περιβάλλοντος. Ο ίδιος ιδεολογικός λόγος
της τελευταίας ιδιαίτερα εικοσαετίας περί εξευρωπαϊσμού και αστικών μεταρρυθμίσεων κυριαρχεί εις άπαντα τα πολιτικά
κόμματα, του ΚΚΕ εξαιρουμένου, τρέποντας σε
υποχώρηση το κύμα πολιτικής κινητοποίησης, συγχρόνως με την αντίληψη
περί υπέρβασης ιδεολογιών και οραμάτων για ανατροπή του καπιταλιστικού
συστήματος και σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Η επικρατούσα
αντίληψη είναι ότι η κρίση θα ξεπεραστεί
μόνο μέσα στην κατεύθυνση ενός κοινωνικά προοδευτικού εκσυγχρονισμού, του
οποίου το περιεχόμενο είναι αμφισβητούμενο και φυσικά νεφελώδες, και ότι απαιτείται
επεξεργασμένη θεσμική πολιτική και αποσαφηνισμένη λογική διαχείρισης του
συστήματος. Το κομβικό σημείο είναι ότι ακόμα η πλειοψηφία των εργαζομένων
αποδέχεται αυτήν την αντίληψη και θεωρεί ότι αρκεί να τεθούν φραγμοί στη διαφθορά και σε κάθε λογής
αντιπαραγωγικές συμπεριφορές σε συνδυασμό με την εθνική συσπείρωση εναντίον των
ξένων για να ανακοπεί η εξαθλίωσή μας.
Δεν τίθεται από την πλειοψηφία ακόμα θέμα αμφισβήτησης του ίδιου του
καπιταλισμού.
Μια τέτοια λοιπόν διφορούμενη στάση
των προσώπων και των ομάδων της κυρίαρχης τάξης
απέναντι σε πολιτικές αποφάσεις
και θεσμικούς κανόνες εδραιώνει
συνολικά την πεποίθηση ότι το εύρος της νομιμότητας και ο τρόπος άσκησης εξουσίας είναι περισσότερο θέμα ύφους, ηθικής συμπεριφοράς, προσωπικών αποφάσεων
και προνομίων, συγκυρίας και συσχετισμού
δύναμης παρά συνέπεια του καπιταλιστικού συστήματος, που συνεχίζει να μένει στο
απυρόβλητο.
Η αποκατάσταση των
κλονισμένων κοινωνικών οραμάτων σε συνδυασμό με την απόκτηση ταξικής συνείδησης
είναι προϋποθέσεις για μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στην καπιταλιστική
επίθεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου